Τα βαφτίσια του Κατσαντώνη
(του Γιάννη Σαντάρμη)
Γιόμωσε απ’ άλογα η αυλή, ο φράχτης από σέλες
και τα παλούκια ολόγυρα τουφέκια κρεμασμένα,
μεριά τουφέκια κρέμονται, μεριά κι αγκλιτσοράβδια.
- Εσύ, ωρέ πρωτοτσέλιγκα, εσύ, ωρέ Μακρυγιάννη,
τι θέλουν τ’ άτια στο βορό; τ’ αρμούτια στα παλούκια
τι θέλουν τ’ άτια στο βορό; τ’ αρμούτια στα παλούκια
κι οι σέλες γύρα οι ολόχρυσες στο φράχτη αραδιασμένες;
- Τρανή έχω σήμερα χαρά, βαφτίζω τον υγιό μου,
το πρώτο-πρώτο μου παιδί, το πρώτο μου βλαστάρι
κι όλο τον κόσμο κάλεσα κι όλο τ’ αρχοντολόγι.
Βαφτίζει ο βλάχος το παιδί, το δράκο του βαφτίζει,
το δράκο και το σερνικό, της φύτρας του τη γέννα.
Πλάκωσαν βλάχοι απ’ τα βουνά, οι πρώτοι τσελιγκάδες,
καπεταναίοι κατέβηκαν ψηλά από το Βελούχι,
ροβόλησαν απ’ τ’ Άγραφα κι από την Γκιώνα κλέφτες,
ήρθε κι ο Δίπλας, ο νουνός, του Βάλτου ο καπετάνιος,
ήρθε μ’ εξήντα λεβεντιές, μ’ εξήντα παλληκάρια.
το πρώτο-πρώτο μου παιδί, το πρώτο μου βλαστάρι
κι όλο τον κόσμο κάλεσα κι όλο τ’ αρχοντολόγι.
Βαφτίζει ο βλάχος το παιδί, το δράκο του βαφτίζει,
το δράκο και το σερνικό, της φύτρας του τη γέννα.
Πλάκωσαν βλάχοι απ’ τα βουνά, οι πρώτοι τσελιγκάδες,
καπεταναίοι κατέβηκαν ψηλά από το Βελούχι,
ροβόλησαν απ’ τ’ Άγραφα κι από την Γκιώνα κλέφτες,
ήρθε κι ο Δίπλας, ο νουνός, του Βάλτου ο καπετάνιος,
ήρθε μ’ εξήντα λεβεντιές, μ’ εξήντα παλληκάρια.
Κι είναι ο δράκος στη νάκα του, στη σαρμανίτσα μέσα,
σε μαλακόμαλλες προβιές, σ’ αφράτες σπαργανήθρες.
Πίσω στο βλαχοκόνακο τα γονικά απομένουν.
Κινάν και παν στην εκκλησιά, κάτου στον Αη-Ταξιάρχη,
μπροστά-μπροστά πάει η μανιά με το παιδί στα χέρια,
πάει ο νουνός στο πλάγι της, πάγει κι ο κόσμος πίσω,
πάνε να τον βαφτίσουνε, να δώσουν τ’ όνομα του.
Γιόμωσε η αυλή της εκκλησιάς από το βλαχολόγι,
γιόμωσαν απ’ την κλεφτουριά και τα στασίδια γύρα
κι ολομεσίς στην εκκλησιά, κοντά στην κολυμπήθρα
το παιδομάνι στέκεται, σαν το μελισσολόγι.
Κι εκεί που το παιδί ο παπάς βουτάει στην κολυμπήθρα
κι εκεί πατόκορφα ο νουνός κι αυτός που το λαδιάζει,
όλοι κοιτάν κι όλοι εύχονται κι όλοι στο Δίπλα λένε.
- Νουνέ, να ζήσει το παιδί, το νιο το βαφτιστήρι
και να σ’ αξιώσει ο Θεός στεφάνι να του βάνεις.
Ακούει ο κόσμος τ’ όνομα, μαθαίνουν πως το λένε
και βγαίνουν όξω τα παιδιά και σκαπετάν και τρέχουν
και στην καλύβα του γονιού, του Γιάννη Μακρυγιάννη
τα συχαρίκια κουβαλάν, τα συχαρίκια φέρνουν.
και να σ’ αξιώσει ο Θεός στεφάνι να του βάνεις.
Ακούει ο κόσμος τ’ όνομα, μαθαίνουν πως το λένε
και βγαίνουν όξω τα παιδιά και σκαπετάν και τρέχουν
και στην καλύβα του γονιού, του Γιάννη Μακρυγιάννη
τα συχαρίκια κουβαλάν, τα συχαρίκια φέρνουν.
Όξω τα τσοπανόσκυλα γαυγίζουν κι αλυχτάνε.
- Μπόδα τα, βλάχο, τα σκυλιά, σούρα τα τά κουτάβια
κι αυτή τη σκύλα τη ζαβή για μαύλισέ την ψίχα,
κι αυτή τη σκύλα τη ζαβή για μαύλισέ την ψίχα,
να μη μεσκλήσουν τα παιδιά και τα καταδαγκώσουν,
πού ‘ρχονται από την εκκλησιά με τ’ όνομα του γιου σου.
Κι όσο να πάψουν τα σκυλιά κι όσο που να μερέψουν,
γιόμωσε η αυλή παιδόπουλα, που στον πατέρα λένε.
- Να ζήσει, αφέντη το παιδί, να ζήσει, να γεράσει.
Βγαίνει στην πόρτα ο τσέλιγκας και τα καλωσορίζει,
δίνει στο πρώτο το παιδί χρυσό κωσταντινάτο
Βγαίνει στην πόρτα ο τσέλιγκας και τα καλωσορίζει,
δίνει στο πρώτο το παιδί χρυσό κωσταντινάτο
και στ’ άλλα πίσω τα παιδιά, π’ ακολουθάν μπουλούκι,
ρίχνει σοφίλια και φλουριά, σκορπολογάει ντουκάδες,
χούφτες τα σπέρνει στο βορό, χούφτες και τα πετάει.
Στέκει πλάγι ο βλαχο-παππούς και γλυκαναγαλλιάζει,
που το δικό του τ’ όνομα γρικά να ξανανιώνει.
Κι ώσπου από χάμου τα παιδιά να περιμάσουν τ’ άσπρα,
φτάνουν από την εκκλησιά με το παιδί οι κουμπάροι.
Μπρος σκύβ’ η μάνα στο νουνό, μπροστά στο Δίπλα γέρνει
και τρεις βολάδες προσκυνά και τρεις μετάνοιες κάνει,
η μάνα που χαμογελά στο βλάχικο κατώφλι.
Κι όπως της δίνει το παιδί, τέτοια ο Δίπλας της λέει.
- Κουμπάρα Μακρυγιάνναινα, κουμπάρα βλαχ’-Αρέτω,
διάβα το βλάχικο πορτί, δρασκέλα το καπρούλι
διάβα το βλάχικο πορτί, δρασκέλα το καπρούλι
και πιάσε το βλαστάρι σου και πάρε το παιδί σου,
μου το ‘δωσες αλάδιαγο, σ’ το δίνω λαδιασμένο,
σ’ το δίνω και νιοφώτιστο κι εύχομαι να σου ζήσει.
Ο φιότσος ο νιοφώτιστος φεγγοβολάει κι αστράφτει.
ντυμένος στα λαδίκια του και στα βαφτιστικά του.
Λάμπει ο Δίπλας μες στ’ άρματα, μες στα χρυσά του ρούχα,
λάμπουν μες στην αρμάτα τους καπεταναίοι και κλέφτες
κι αυτός ο αρχιτσέλιγκας, ο Γιάννης Μακρυγιάννης
στη διάπλατη καλύβα του, στη σπιτική του τάβλα
έχει βετούλια κορμερά, ζυγούρια νεφρωμένα,
έχει κι αλαφοζάρκαδα για τη χαρά του γιου του.
Έχει και μια καλή ζυγιά κι όργανα ξακουσμένα.
Κι εκεί που τρώνε τα σφαχτά κι εκεί που λακριντίζουν,
πολλά τραγούδια ακούγονται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Όλοι πίνουν με κίκαρη, όλοι με τάσι ζήβουν,
μα ο Δίπλας κι οι σταυραδερφοί κι αυτός ο Μακρυγιάννης,
σταυραδερφοί από παλιά και μπράτιμοι από χρόνια,
έχουν μπούκλα ολοκέντητη και φιρφιρί πανώριο,
χέρι σε χέρι τα περνάν, βυζαίνουν και ρουφάνε,
κρασί βυζαίνουν παλιακό και δωδεκαχρονίσιο.
Ζουνάρι πλέκουν στην αυλή και στο χορό το σταίνουν,
βαριά βαράνε τ’ όργανα, βαριά και τα παιχνίδια,
βαριά χορεύ’ η κλεφτουριά κι η βλαχουριά αντάμα
και μες στις γύρες του χορού και μέσα στις Κυκλάδες,
κάθε τσοπάνης που γυρνά, κάθε βοσκός που σέρνει,
λόγια αραδιάζει στο βοσκό, ευχές βλάχικες κρένει.
- Γιάννο μ’, να ζήσει ο Αντώνης σου, να ζήσει το παιδί σου,
να ζας και να το χαίρεσαι και να το καμαρώνεις,
να ζας και να το χαίρεσαι και να το καμαρώνεις,
τρανός να γένει τσέλιγκας, τρανός να γένει βλάχος,
να ‘χει χιλιάδες πρόβατα, να ‘χει χιλιάδες γίδια,
να μελετιέται στα βουνά, ν’ ακούγεται στους κάμπους.
Ευχές λένε κι οι αρματολοί, ευχές λένε κι οι κλέφτες,
στερνά κι ο Δίπλας εύχεται, στερνά κι ο Δίπλας λέει.
-Να ζάει, κουμπάρε, ο φιότσος μου, να ζάει ο αναδεχτός μου,
να ζάει σαν τα ψηλά βουνά, σαν τα τρανά τα ελάτια,
κι άμα δε γένει τσέλιγκας, να οϊδίσει σαν κι εσένα,
να γένει κλέφτης μια βολά, αρματολός να γένει,
κλέφτης απάνω στ' Άγραφα, αρματολός στο Βάλτο
και στο Βελούχι το ψηλό μεγάλος καπετάνιος,
φούμισμα να ‘χει στον ντουνιά και ξάκουσμα στον κόσμο.
Και τη χρυσή του την ευχή και την τραχιά φωνή του,
την ακλουθάει βαρύ-βαρύ και βροντερό τουφέκι
με τρεις αράδα μπαταριές, με τρεις αράδ’ αχούρες,
που το χαμπέρι κουβαλάν, που το χαμπέρι φέρνουν,
με τ’ αγεράκι του βουνού, με το γοργό τ’ αγέρι,
το κουβαλάν στη Μύρεση, το φέρνουν στα κονάκια,
στον φιδοκυκλογύριστο το παν τον Αγραφιώτη
και τ’ ανεβάζουν ως ψηλά στα κλέφτικα λημέρια
κι αυτά πρωταφουγκράζονται και τ’ όνομ’ αγρικάνε
και κάτι σα να προνογάν και κρυφαναγαλλιάζουν.
Γλωσσάρι
Αη-Ταξιάρχης = εκκλησία του 17ου αιώνα στο Μάραθο Αγράφων της Ευρυτανίας
αρμάτα, η = το σύνολο της ενδυμασίας ανδρός ή γυναικός, ο πλήρης εξοπλισμός του πολεμιστή, ο εφοδιασμός με κουδούνι των γιδοπροβάτων
Αρέτω = η γυναίκα του Γιάννη Μακρυγιάννη και μάνα του Κατσαντώνη ήταν κόρη του κλεφταρματολού του Βάλτου Βασίλη Δίπλα
Αρμούτι, το = τουφέκι
βετούλι, το = αρσενικό κατσίκι ενός χρόνου ως δύο ετών
βορός, ο = περιφραγμένος χώρος στο μαντρί για το σταύλισμα ζώων, αυλή σπιτιού, οβορός
Δίπλας Βασίλης = κλεφταρματολός της δυτικής Ελλάδας, της Ακαρνανίας, στο τέλος του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα, νουνός του Κατσαντώνη και θείος του, γιατί ο πατέρας του Αντώνη παντρεύθηκε την κόρη του Δίπλα
δράκος, ο = το αγόρι που είναι αβάπτιστο
ζαβή, η = ιδιότροπη, ανάποδη
ζήβω = πίνω, ρουφώ
ζυγιά, η = συγκρότημα από οργανοπαίκτες, που παίζουν μαζί σε λαϊκές εκδηλώσεις, κομπανία, λαλούμενα, παιχνίδια
ζυγούρι, το = αρσενικό αρνί δύο χρόνων
καπρούλι, το = κατώφλι σπιτιού
κίκαρη, η = κούπα ξύλινη, το φλιτζάνι του καφέ
κωσταντινάτο, το = χρυσό νόμισμα με την παράσταση του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης
λαδίκι, το = κάθε ένα απ’ τα βαπτιστικά ρούχα, συνήθως παντελονάκι ή φουστανάκι, φουστανελίτσα, κάλτσες, που χαρίζει ο νουνός κατά τη βάπτιση στο βαπτιστήρι, το οποίο τα φορά έχοντας ακόμα στο σώμα του το λάδι του βαπτίσματος
λακριντίζω = συζητώ, συνομιλώ.
Μακρυγιάννης Γιάννης = Σαρακατσάνος τσέλιγκας απ’ τη Μύρεση (Μάραθο) των Αγράφων της Ευρυτανίας, πατέρας του Κατσαντώνη.
μανιά, η = γιαγιά.
μαυλίζω = κράζω πουλιά ή ζώα με ιδιαίτερη φωνή ή σφύριγμα για το καθένα, ελκύω κοντά μου, ξεπλανώ.
μερώνω = κάνω κάποιον ήμερο, καθησυχάζω, εξημερώνω, καταπραΰνω.
μεσκλώ = σχίζω, κομματιάζω.
μπούκλα, η = μικρό ξύλινο, στρογγυλό βαρελάκι, με περιεχόμενο μιας οκάς, ξομπλιασμένο εξωτερικά, που κρεμιόταν στον ώμο μ’ αλυσίδα ή σχοινί, για να κουβαληθεί, κεραστάρι.
Μύρεση, η = χωριό των Αγράφων της Ευρυτανίας, σήμερα Μάραθος, όπου γεννήθηκε ο Κατσαντώνης.
νάκα, η = ελαφριά, υφαντή βρεφική κούνια, με πέτσινη βάση, με δύο ξύλινους άξονες στις μεγαλύτερες πλευρές της, στις άκρες των οποίων είναι προσδεδεμένα σχοινιά ή λουριά, ανεμόκουνα.
νεφρωμένο, το = παχύ σφάγιο.
ντουκάς, ο = νόμισμα, δουκάτο.
ξάκουσμα, το = καλό όνομα, φήμη, είδηση.
οϊδίζω = είμαι ίδιος με άλλον, μοιάζω.
παιχνίδια, τα = μουσικά όργανα.
σαρμανίτσα, η = ξύλινη κούνια μικρού παιδιού, ίδια σαν σκάφη, με πέλμα οριζόντιο που δεν κουνιέται.
σκαπετώ = αναχωρώ γρήγορα, εξαφανίζομαι τρέχοντας, χάνω από τα μάτια μου κάποιον.
σοφίλι, το = είδος νομίσματος.
σπαργανήθρα, η = βρεφικό μικρό χεράμι ή μικρή μαντανία, σπάργανο.
σταυραδερφός, ο = αυτός που είναι με όρκο και με σμίξιμο αίματος στενά συνδεδεμένος με άλλον, με σκοπό την αμοιβαία μεταξύ τους προστασία, αδελφοποιτός, βλάμης.
συχαρίκια, τα = αμοιβή για την αναγγελία ευχάριστης είδησης.
τάσι, το = κύπελλο με πλατύ στόμα.
φιότσος, ο = το αρσενικό βαπτιστήρι, το αγόρι το βαπτισιμιό, βαπτισιμιός.
φιρφιρί, το = μικρό δοχείο, στενόμακρο, πορσελάνινο ή ξύλινο, κεντημένο απ’ έξω, για κρασί ή τσίπουρο, κεραστάρι.
φούμισμα, το = φήμη, δόξα.
ψίχα, η = μικρή ποσότητα από ένα σύνολο, λίγο.
Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ» τ. 502, έτος 2011-12-08
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Ο Γιάννης Σαντάρμης ίσως, σήμερα, είναι ο μοναδικός που στιχουργεί μεταχειριζόμενος άριστα τη γλώσσα των δημοτικών μας τραγουδιών, τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο, δημιουργώντας θαυμάσια έργα, στηριζόμενα σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα, όπως είναι και το παραπάνω: «Τα βαφτίσια του Κατσαντώνη».
ΑπάντησηΔιαγραφήΚουβαλώντας μέσα του από μικρός τα ακούσματα της ρουμελιώτικης υπαίθρου και το πλούσιο γλωσσολογικό λεξικό που κληρονόμησε, κυρίως, από τη μάνα του, πλαισιωμένα από ένα ανεξάντλητο πηγαίο στιχουργικό τάλαντο, δημιουργεί ανεπανάληπτο και τεράστιο σε αξία και έκταση ποιητικό έργο, θησαύρισμα και παρακαταθήκη για τις επερχόμενες γενιές.
Αγαπητέ Γιάννη, απλά εύγε!!!
Τάκης