Ο Καραϊσκάκης
(του Γιάννη Σαντάρμη)
-«Τι πήγες, Καραϊσκάκη μου, τι πήγες, καπετάνο,
κ’ έστησες το ταμπούρι σου, τη φοβερή σου τάπια
κ’ έστησες το ταμπούρι σου, τη φοβερή σου τάπια
μες στου Προυσσού τα κράκουρα, μες στη βαθιά γκρεμίλα;
Δεν ήταν κάμπος να το πας, κατώμερο δεν ήταν,
δεν ήταν και χαμήλωμα να ‘βρεις για να το φκιάσεις,
μόν’ πήγες και το στέριωσες σε σταυραϊτών λημέρια;
Εκεί πετάνε μόνο αϊτοί, πετρίτες φτερακίζουν
και λύκοι κάνουν τις μονιές και τσάκαλοι φωλιάζουν».
-«Του τουφεκιού κ’ εγώ ‘μαι αϊτός και του σπαθιού πετρίτης,
σε ρίζα δε μου ταίριαζε, δε μου ‘πρεπε σε κάμπο,
σε ρίζα δε μου ταίριαζε, δε μου ‘πρεπε σε κάμπο,
μηδέ και σε χαμήλωμα να στήσω πολεμήστρα,
μόν’ να ‘χω τάπια στο βουνό, ψηλά στο καραούλι,
για ν’ αγναντεύω στ’ Άγραφα, να βλέπω στο Βελούχι,
στην Καλιακούδα να πατώ, στη Χελιδόνα να ‘μαι,
μα πιο πολύ να βρίσκομαι κοντά στο μοναστήρι,
στο μοναστήρι του Προυσσού το πολυξακουσμένο.
Να κατεβαίνω τις γιορτές, να ροβολάω τις σχόλες,
να προσκυνώ την Παναγιά, να γονατώ στους Άγιους
και στον αφέντη το Χριστό για να σταυροκοπιέμαι
και να τους λέω τα βάσανα της δόλιας μου πατρίδας.
Οι αϊτοί φωλιάζουν στα ραϊδιά, κουρνιάζουν στα κριτσιόπια,
τροχάν τα νυχοπόδαρα στις πέτρες και στα βράχια
κι από τον ήλιο παίρνουν φως, δύναμη απ’ τον αγέρα
και βγαίνουν να ‘βρουνε ταγή και βγαίνουν στην παγάνα,
κ’ εγώ αγρυπνώ στην τάπια μου, στη βίγλα μου βιγλίζω,
τροχίζω και την πάλα μου στις άγριες τις κοτρώνες
και τρώγω Τούρκικα κορμιά, πασάδες πελεκάω
κ’ ευχαριστώ την Παναγιά, δοξάζω το Θεό μου».
-«Δεν τους θαμάζω τους αϊτούς, μηδέ και τα γεράκια,
που χάνονται στο λιόφωτο, π’ αναπετάν στα νέφια,
εσένα, καπετάνο μου, θαμάζω απάνω απ’ όλα,
που χάνονται στο λιόφωτο, π’ αναπετάν στα νέφια,
εσένα, καπετάνο μου, θαμάζω απάνω απ’ όλα,
που τ’ όνομά σου τραγουδούν της Ρούμελης οι ράχες,
το κελαρούνε οι ρεματιές, το μουρμουράνε οι βρύσες,
το λέν’ τ’ αηδόνια του βουνού, του λόγγου τ’ άγριοπούλια
και το βαστάει χρυσόγραφτο, της πίστης σου η κορώνα,
κ’ η Παναγιά η Προυσσιώτισσα στην άγια της εικόνα».
Γλωσσάρι
Καλιακούδα = βουνό της Ευρυτανίας.
κράκουρο = πετρότοπος κορυφής, κακοτράχαλο βουνό.
κριτσιόπι = κακοτράχαλο έδαφος με μυτερές πέτρες, πετρόβουνο, άγονος τόπος.
μονιά = κατοικία αγριμιού, φωλιά άγριου πουλιού.
παγάνα = το γύρισμα εδώ κ’ εκεί ομάδας κυνηγών ή ζώων ή πουλιών αρπαχτικών με σκοπό το κυνήγι ζώου ή πουλιού.
πάλα = καμπυλωτό πλατύ σπαθί.
πετρίτης = είδος άγριου γερακιού που αρέσκεται να στέκεται σε ψηλές πέτρες γι’ αυτό και λέγεται πετρίτης, απ’ όπου ορμά και κυνηγά τη λεία του.
ραϊδιό = απόκρημνος χαρακωτός βράχος.
Χελιδόνα = βουνό της Ευρυτανίας.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Στις αετοφωλιές κατοικούν οι αετοί!
ΑπάντησηΔιαγραφή