Περί ορίων μεταξύ Υπαταίων & Λαμιέων ο λόγος
[Του Γιώργου Καλλιώρα ερευνητή]
Το διάταγμα χαραγμένο σε μαρμάρινη πλάκα με λατινικούς
χαρακτήρες
Πριν ξεκινήσω θα ήθελα να ενημερώσω τους αναγνώστες ότι τα παρακάτω
αναγραφόμενα στοιχεία είναι αποτελέσματα ερευνών ενός προσώπου μη αρμοδίου σε
ιστορικά θέματα.
Κατά
τους ιστορικούς χρόνους στους οποίους θα αναφερθούμε στην παρούσα έρευνα στη
κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού, επικρατούσαν δύο πόλεις κράτη. Η Λαμία
πρωτεύουσα των Μαλιέων και η Υπάτη πρωτεύουσα των Αινιάνων. Για την παραπάνω
έριδα μάθαμε από σπασμένο διάταγμα με λατινικούς χαρακτήρες που βρέθηκε το 1855
στο χωριό Μεξιάτες Φθιώτιδος.
Πρέπει
να λάβουμε υπόψη μας ότι στο κάτω μέρος της επιγραφής λείπει ίσως το
σημαντικότερο τμήμα του διατάγματος που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις τελικές
μας εκτιμήσεις για το θέμα των ορίων ανάμεσα στις δυο πόλεις.
Η επιγραφή γράφει: Κατά τον μήνα Μάρτιο
αναγνώστηκε διάταγμα του ανθύπατου Κόϊντου Γέλιου Σέντιου Αυγουρίνου το οποίο
προκύπτει από επιστολή αυτού.
[Επειδή ο άριστος και μέγιστος αυτοκράτωρ Τραϊανός Αδριανός Αύγουστος μού
έγραψε να πάρω γεωμέτρας και να κρίνω τη διαμάχη μεταξύ Λαμιέων και Υπαταίων,
και να βάλω εγώ τα όρια και επειδή εγώ βρέθηκα επί τόπου πολλές φορές και για
πολλές μέρες και έκρινα με τους
συνηγόρους και των δύο πόλεων παρόντες, όρισα τον Ιούλιο Βίκτορα ως ανάκλητον
γεωμέτρη του Αυγούστου και καταλήγω στις εξής αποφάσεις. Αρχή των ορίων να είναι από αυτόν τον τόπο
για τον οποίον έμαθα ότι υπήρξε σίδη, η οποία είναι πιο κάτω από τον περίβολο
που έχει καθιερωθεί για τον Ποσειδώνα και από εκεί κατεβαίνουν για να τηρείται
ευθεία γραμμή μέχρι την πηγή Δέρκυνα, η οποία είναι πέρα από τον Σπερχειό
ποταμό έτσι ώστε να οδηγεί από τα αμφίσπορα των Λαμιέων και Υπαταίων η ευθεία
γραμμή στην πηγή Δέρκυνα που έχουμε αναφέρει και από εκεί στο λόφο Πήλιο μέσα
από τον ρου του Σπερχειού, και από εκεί στο μνημείο του Εύρυτου, το οποίο
βρίσκεται μεταξύ των συνόρων των Λαμιέων, των Ευρυκανίων και των Προερνίων].
Από
το παραπάνω διάταγμα μαθαίνουμε ότι η έριδα ανάμεσα στις δυο πόλεις ήταν τόσο
σοβαρή που ο ίδιος ο αυτοκράτορας της Ρώμης έδωσε εντολή να μεταβεί επιτόπου ο
ανθύπατος Κόϊντος Γέλλιος Σέντιος Αυγουρίνος για να διαλύσει την έριδα. Σύμφωνα με την επιγραφή ο Ρωμαίος Ανθύπατος
για πολλές ημέρες εργάστηκε για το θέμα της οριοθέτηση, συζήτησε με τους
συνηγόρους των πόλεων και στο τέλος κατέληξε στο παραπάνω διάταγμα. Στο
διάταγμα δεν αναφέρεται αν τα όρια ξεκινούσαν από το βορρά ή το νότο αλλά μας
λέει ότι ξεκινούσαν από τέμενος του Ποσειδώνος και κατά μήκος της οροθετικής
γραμμής υπήρχε η σίδη, η πυγή Δέρκυνα, ο λόφος Πήλιο και ότι η οροθετική γραμμή
τέλειωνε στα σύνορα μεταξύ Λαμιέων, Προερνίων και Ευρυκανίων στο σημείο όπου υπήρχε
το μνημείο του Εύρυτου. Εκτιμούμε ότι ο Ρωμαίος Ανθύπατος, για να δώσει λύση
στο πρόβλημα των ορίων, εκμεταλλεύτηκε τη μορφολογία του εδάφους, την ιστορική
παράδοση, την θρησκευτική παράδοση και τα παλιά όρια των δύο πόλεων άλλα και τους
συνηγόρους των δυο πόλεων.
Οι
μέχρι σήμερα ερευνητές που ασχολήθηκαν με το θέμα εκτιμούν ότι τα όρια που
καθόρισε ο Ρωμαίος ανθύπατος ξεκινούσαν από τον Βορρά. Έτσι, για να μπορέσουμε
να εντοπίσουμε από πού ξεκινούσε και πού κατέληγε η οροθετική γραμμή, πρέπει να
λάβουμε υπόψη μας τα παρακάτω.
Σίδη και ιστορικές περιγραφές γύρω από αυτήν
Κάποιοι
ιστορικοί όπως και κάποιοι σύγχρονοι ερευνητές πιστεύουν ότι η Σίδη ήταν αρχαία
πόλη. Ο Ι. Βορτσέλας πιστεύει ότι πόλη με το όνομα Σίδη δεν υπήρξε ποτέ αλλά η
Σίδη είναι γεωγραφικός προσδιορισμός και αναφέρεται στην αρχαία ονομασία της
ροδιάς (ροιά). Ο Fr. Staehlin
επίσης υποστηρίζει ότι η λέξη Σίδη είναι γεωγραφικός προσδιορισμός και σημαίνει
ροδιά η οποία συναντάται ακόμη στην περιοχή και ότι η βλάστηση ελάχιστα έχει
αλλάξει από εκείνη την εποχή και είναι δυνατόν το όνομα της αρχαίας τοποθεσίας να
έχει δανειστεί από την όψη του τόπου. Συνεχίζοντας πιστεύει ότι το όνομα δεν
είναι προγενέστερο του 5ου αιώνα.
Ο ίδιος τοποθετεί τη Σίδη στην περιοχή της Μπεκής (Σταυρός) και το ναό του
Ποσειδώνος στην Τσοπαλνάτα (Λυγαριά) δηλαδή τοποθετεί την οροθετική γραμμή στο
Μπεκιόρεμα ανάμεσα στα χωριά Λυγαριά, Αγριελιά, Σταυρό. Ο Αθηναίος επίσης μας
πληροφορεί ότι εκείνα τα χρόνια με τον όρο Σίδη οι Έλληνες εννοούσαν κάποια
δασώδη και θαμνώδη περιοχή, λέει επίσης ότι πολλά μέρη ονομάζονται Side εξ
αιτίας των δέντρων που βρίσκονται εκεί. Γνωρίζουμε ότι μέχρι την δεκαετία του
1960 η βορειοανατολική πλευρά της κοιλάδας του Σπερχειού ήταν ένας τόπος
θαμνώδης με πολλές Λυγαριές, βάτα και λοιπά υδρόβια φυτά. Η περιοχή ανάμεσα
στην Λυγαριά και στην Αγριελιά ήταν βαλτώδης και αδιαπέραστη. Η συγκοινωνία
ανάμεσα στην Λυγαριά και στην πρωτεύουσα του νομού Λαμία γίνονταν μέσω της
διαδρομής Λαμίας- Λιανοκλαδιού. Ίσως λόγο της απροσπέλαστης βαλτώδους περιοχής
ανάμεσα στην Λυγαριά και την Λαμία μέχρι την απελευθέρωση από την Οθωμανική
αυτοκρατορία η Λυγαριά διοικητικά άνηκε στο Πατρατζίκι. Ως Ελλάδας αναφέρεται ο Σπερχειός στον «θρήνο
της Κωνσταντινουπόλεως» λόγω των Ελών που υπήρχαν.
Ο Παυσανίας στα Φωκικά (20,7) αναφέρει ότι, στα λιμνάζοντα έλη του Σπερχειού
πνίγηκαν πολλοί Κέλτες όταν ο Βρένος πέρασε από την κοιλάδα του Σπερχειού
κατευθυνόμενος για τους Δελφούς. Κάποιοι υποστηρίζουν πως η πόλης Ελλάδα
βρίσκονταν στην Ελώδη κοιλάδα του Σπερχειού.
Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω εκτιμούμε ότι ο όρος Σίδη είναι γεωγραφικός
προσδιορισμός και αναφέρεται στην πυκνή βαλτώδη βλάστηση της βορειοανατολικής
πλευράς της κοιλάδας του Σπερχειού και με αυτήν την έννοια θα χρησιμοποιούμε
τον όρο Σίδη σε όλο το άρθρο. Η Σίδη θα πρέπει να ξεκινούσε από το Καστράκι
στην δυτική πλευρά του Σταυρού καταλάμβανε όλη την περιοχή του κάμπου της
Αγριελιάς, (Νταϊτσάς), ίσως να έφτανε μέχρι τον συνοικισμό των Ευρυτάνων,
καταλάμβανε όλη την βόρεια πλευρά της κοιλάδας του Σπερχειού καταλάμβανε όλους
τους χείμαρρους της Λυγαριάς όλη την νοτιοανατολική πλευρά του κάμπου της
Λυγαριάς και πρέπει να σταματούσε στο χείμαρρο της Πλατάνας.
Παλιόκαστρο
Ανατολικά της Λυγαριάς στην θέση Παλιόκαστρο υπάρχει ακόμη σήμερα ένα
πέτρινο κάστρο γνωστό σαν το κάστρο της Λυγαριάς για τους ιστορικούς και σαν
Παλιόκαστρο για τους ντόπιους.
Το Παλιόκαστρο από ψηλά στον τρίτο λόφο της λοφοσειράς (Ζούπουρνο) και αρκετά
μακριά από τον Σπερχειό ατενίζει την κοιλάδα του Σπερχειού. Στο Παλιόκαστρο για
πρώτη φορά είχα ανέβει η το 1974 ή το 1975.Θυμάμαι ότι το τοίχος του κάστρου ήταν
ακόμη σε πολύ καλή κατάσταση
Αν
δεν με γελάει η μνήμη των εφηβικών μου χρόνων η είσοδος ήταν στο κέντρο της
δυτικής πλευράς. Υπήρχαν μάλιστα και πετρόχτιστα μισοθαμμένα σκαλοπάτια που
οδηγούσαν στο κάστρο. Όλη περιοχή του Παλιόκαστρου ήταν και είναι καλυμμένη από
τεράστια πουρνάρια εκτός από το σημείο της εισόδου στο μέσον της δυτικής
πλευράς όπου η συνεχή ανθρώπινη δραστηριότητα δεν τους επέτρεψε να αναπτυχθούν.
Για δεύτερη φορά ανέβηκα το 2006. Όλη η ανατολική πλευρά του τοίχους είχε
κατάρρευση όπως επίσης και η νοτιοδυτική
(http://clubs.pathfinder.gr/Lygariaclud/234126?zoom=20&album=373426). Την
επομένη φορά ανέβηκα με παρέα το 2011. Με θλίψη και πίκρα διαπίστωσα ότι όλο το
κάστρο εκτός από την βορειοδυτική πλευρά έχει καταρρεύσει σε σημείο να έχουν
εξαφανιστεί ακόμη και οι πέτρες των τειχών. Χαρακτηριστικό της καταστροφής
είναι ότι ήμασταν μέσα στην περίμετρο του κάστρου, δεν το είχαμε αντιληφθεί και
ψάχναμε να το βρούμε. Αντιληφθήκαμε ότι είμαστε μέσα κάστρο όταν φτάσαμε στην
βορειοδυτική πλευρά του και συναντήσαμε το τοίχος που είναι ακόμη στην θέση
του.
Ο Γάλλος αρχαιολόγος Yves Bequignon πού πέρασε από την κοιλάδα γύρω στο 1930
ανέβηκε στο κάστρο και μας έδωσε την παρακάτω περιγραφή. [Το αρχαίο οχυρό που
βρίσκεται στο ανατολικά του χωριού Τσοπαλνάτες είναι σχεδόν άγνωστο στους
κατοίκους ...ωστόσο, δεν είναι καθόλου μακριά παρά 20 λεπτά, αλλά δεν κτυπά στο
μάτι σαν επιβλητική όψη. Είναι περιτριγυρισμένο από ένα τοίχο από ταιριαστές
πέτρες. Η μορφή του είναι ελλειψοειδής. Ο μεγάλος άξονας είναι 200 μέτρα ενώ ο
μικρός 45 μέτρα και η περίμετρος του περίπου 800 μέτρα. Το πρόχωμα είναι καλά
διατηρημένο κυρίως δυτικά, όπου διατηρούνται κομμάτια πού έχουν μέχρι 20 μέτρα
μήκος.
Το μέσο πάχος του τείχους ποικίλει από 1.85-1.40 μέτρα. Το ύψος φτάνει νότια 1.60-2
μέτρα, άλλοτε 1.40 μέτρα.
(http://clubs.pathfinder.gr/Lygariaclud/234126?album=373426&zoom=13).
Το τείχος είναι χτισμένο πάνω σε χοντρές πέτρες και πάνω στις οποίες έχει τεθεί
ένα διπλό τοίχωμα εσωτερικά και εξωτερικά με μπλοκάρισμα από πέτρες. Στην
ανατολική πλευρά υπάρχουν διάσπαρτα μπλοκ και τείχη ύψους 1.60 μέτρα και πάχους
1.65 μέτρα.
Φαίνεται ότι κάποια πόρτα υπήρχε στο ανατολικό σημείο, όμως ίσως να μην
ταιριάζει στην κλασική θεωρία. Στο εσωτερικό αυτού του οχυρού παρατηρούμε
σωρούς από πετρώματα, τα οποία όμως δεν έχουν αναγνωριστεί χωρίς την απαραίτητη
δειγματοληψία.
Από το φρούριο, η θέα στην κοιλάδα αγκαλιάζει όλη τη δεξιά όχθη του Σπερχειού
και τα γύρω χωριά από δυτικά προς ανατολικά Υπάτη, Μεξιάτες, Κομποτάδες, και
μέχρι τη θάλασσα.
(http://clubs.pathfinder.gr/Lygariaclud/234126?album=373426&zoom=22).
Το
Παλιόκαστρο είναι κτισμένο στην βορειοανατολική πλευρά της άνω κοιλάδας του
Σπερχειού ποταμού. Είναι πετρόχτιστο και η τεχνοτροπία της κατασκευής του μας
παραπέμπει στη μυκηναϊκή εποχή.
(http://clubs.pathfinder.gr/Lygariaclud/234126?album=373426&zoom=12).
Οι
ιστορικοί και περιηγητές που ασχολήθηκαν με την τοπική ιστορία έχουν σαν
δεδομένο ότι το Παλιόκαστρο δημιουργήθηκε και χρησιμοποιήθηκε για στρατιωτικούς
σκοπούς και πιστεύουν ότι ήταν αμυντικό έργο των Μαλιέων απέναντι στους
Αινιάνες.
Όταν κάποιος ανέβει στο Παλιόκαστρο θα καταλάβει ότι η υψομετρική του θέση και
ο τρόπος κατασκευής του, το καθιστούν αδύνατο να χρησιμοποιηθεί σαν χώρος
στρατιωτικών επιχειρήσεων από μια πόλη κράτος διότι οι αμυντικές δυνατότητες
του είναι ελάχιστες. Περισσότερο μοιάζει σαν περίβολος για κάτι (τόπος λατρείας)
η σαν στρατιωτικό παρατηρητήριο εν καιρώ ειρήνης από μια δύναμη που ήθελε να
παρατηρεί την κοιλάδα και τα περάσματα βόρεια της Σίδης. Όποιος κατείχε με
οποιονδήποτε τρόπο το Παλιόκαστρο μπορούσε πολύ εύκολα να παρατηρήσει
οποιαδήποτε κίνηση- δραστηριότητα, στην νότια είσοδο - έξοδο του Δερβέν Φούρκα,
έχει ορατότητα στον Μαλιακό κόλπο, την Τραχίνα, τις Θερμοπύλες, την Οίτη, την
Υπάτη, τα περάσματα βόρεια-βορειοδυτικά της Υπάτης και ελέγχει οποιαδήποτε
κίνηση σε όλη την κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού.
Ο Δ. Παπαναγιώτου μας ενημερώνει ότι για την προστασία της Λαμίας από τον βορά
υπήρχε και άλλο κάστρο στην βορειοανατολική πλευρά της Λαμίας στην κοιλάδα το
Αχελώου (Ξηριάς Λαμίας). Βόρεια της Σίδης υπήρχε δρόμος που περνούσε από το
κάστρο και είχε κατεύθυνση προς την δύση. Ο Fr. Staehlin μας ενημερώνει ότι ο αναφερόμενος
δρόμος ξεκινούσε από την κύρια οδό Λαμίας Δομοκού στο ύψος της Ταράτσας
περνούσε πάνω από την Νταϊτσά και στο ύψος της Λυγαριάς ενώνεται με την κοιλάδα
του Σπερχειού. Τα υπολείμματα του παραπάνω δρόμου υπήρχαν στο ύψος της λάκας
νότια-νοτιοδυτικά του Παλιόκαστρου τουλάχιστον μέχρι το 2011. Ο αναφερόμενος
δρόμος ήταν αρκετά φαρδύς που σε ένα σημείο ήταν στρωμένος με πέτρες σε τέτοιο
πλάτος που θα μπορούσε να περάσει και άμαξα. Εκτιμούμε ότι η κατασκευή του
συγκεκριμένου δρόμου εξυπηρετούσε στην οδική επικοινωνία των κατοίκων της
κοιλάδας του Σπερχειού, των ταξιδιωτών, των εμπόρων που ανεβοκατέβαιναν τα
περάσματα και που ήθελαν να παρακάμψουν την Λαμία και να κατευθυνθούν
ανατολικά, βόρεια ή δυτικά πίσω από την Σίδη. Για τις ανάγκες πρόσβασης στο
Παλιόκαστρο υπάρχει και δεύτερος αρχαίος δρόμος μονοπάτι πολύ πιο στενός από
τον δρόμο που αναφέραμε παραπάνω. Ο δρόμος ξεκινάει από την δυτική πλευρά της
Ντρατσιέρας και καταλήγει στην νοτιοανατολική πλευρά του Παλιόκαστρου εδώ που ο
Fr. Staehlin
τοποθετεί την είσοδο του Κάστρου
(http://clubs.pathfinder.gr/Lygariaclud/234126?album=373426&zoom=15).
Στην νότια πλευρά του Παλιόκαστρου στο ύψος της Βαθειάς Λάκας υπάρχουν
ενδείξεις ύπαρξης παλαιού οικισμού που πιθανών να πρόκειται για στρατιωτικές
εγκαταστάσεις.
Γνωρίζουμε ότι το τελευταίο αμυντικό έργο των Λαμιέων στην δυτική πλευρά
απέναντι στους Υπατιαίους ήταν στο Καστράκι. Το Καστράκι παράλληλα είναι το
αμυντικό έργο των Λαμιέων που μας δείχνει που ήταν τα στρατιωτικά όρια ανάμεσα
στις δυο πόλεις. Από εκεί και βόρεια εντός της κοιλάδας δεν υπήρχε άλλο
οχυρωματικό έργο διότι η πόλης της Λαμίας καλύπτοντας αμυντικά από την βαλτώδη
και απροσπέλαστη Σίδη που ξεκινούσε από το Καστράκι, καταλάμβανε όλη την περιοχή
της Αγριελιάς (Νταϊτσά), ανέβαινε και κάλυπτε όλες τις εξόδους των χειμάρρων
που έρχονταν από την Όθρυ και έφτανε πιθανόν μέχρι το ρέμα της Πλατάνας. Η
παραπάνω απροσπέλαστη περιοχή καθιστούσε αδύνατη οποιαδήποτε στρατιωτική
επιχείρηση για τα δεδομένα εκείνης της εποχής και έδινε στην βορειοδυτική
πλευρά της Λαμίας ένα φυσικό και αδιαπέραστο οχυρό απέναντι στους αντιπάλους
της.
Μπορεί η Σίδη να παρείχε ασφάλεια στην Λαμία, όμως ο δρόμος και τα περάσματα
που υπήρχαν βόρεια της Σίδης έδιναν ένα σοβαρό στρατιωτικό πλεονέκτημα στους
αντίπαλους της αν ήταν αφύλαχτα. Έτσι το κάστρο στις παρυφές της Όθρυς
χρησιμοποιήθηκε για τις οι αμυντικές ανάγκες της πόλης της Λαμίας με σκοπό να
προστατεύει την πόλη από τα βορειοδυτικά.
Όμως παρ’ όλα τα στρατιωτικά πλεονεκτήματα που παρουσιάζει το Παλιόκαστρο με τα
μέχρι τώρα στοιχεία δεν δικαιολογεί την υψομετρική θέση της κατασκευής του. Όλα
τα παραπάνω στρατιωτικά πλεονεκτήματα μπορούσαν το ίδιο εύκολα να τα παρέχει το
κάστρο αν ήταν κτισμένο πάνω από την Ντρατσιέρα στον πρώτο λόφο της ίδιας
λοφοσειράς. Από την Ντρατσιέρα μάλιστα θα είχε περισσότερες δυνατότητες
στρατιωτικής αντίδρασης όταν απαιτούταν. Παρόλα αυτά όμως το κάστρο είναι
κτισμένο ψηλά στον τρίτο λόφο κάτι που άμεσα από πολεμικό οχυρό άμεσης
αντίδρασης μετατρέπεται σε απλό παρατηρητήριο με ελάχιστη έως καθόλου αμυντική
δυνατότητα. Επομένως οδηγούμαστε στην λογική ότι οι κατασκευαστές του κάστρου,
το έκτισαν τόσο ψηλά για να είναι ορατό από κάπου. Οι δημιουργοί του προτίμησαν
να το χρησιμοποιούν σαν απλό παρατηρητήριο παρά σαν πολεμικό οχυρό αρκεί να είναι
ορατό από κάποιο σημείο. Εκτιμούμε ότι το Παλιόκαστρο σαν κατασκευή προϋπήρχε
και στην αναφερόμενη ιστορική περίοδο χρησιμοποιήθηκε σαν έσχατο παρατηρητήριο
από τους Λαμιέους με σκοπό τον έλεγχο των βορείων περασμάτων και την παρατήρηση
της κοιλάδας του Σπερχειού, στην οποία, απ' ότι φαίνεται, δεν είχαν τον έλεγχο.
Στην παραπάνω εκτίμηση ότι το Παλιόκαστρο ήταν μόνο αμυντικό έργο των Μαλιέων
διατηρούμε κάποιες σοβαρές επιφυλάξεις εννοώντας ότι το Παλιόκαστρο χρησιμοποιήθηκε
και σαν τόπος λατρείας. Οι αρχαίοι κάτοικοι της κοιλάδας του Σπερχειού λάτρευαν
το ελληνικό πάνθεον, όπως όλοι οι Έλληνες, αλλά πάνω απ' όλους τους θεούς
λάτρευαν τον Πετραίο Ποσειδώνα, θεό όλων των ποταμών, των θαλασσών, πατέρα των
περίφημων θεσσαλικών ίππων, πατέρα της Λαμίας βασίλισσας της Τραχίνας η οποία
σύμφωνα με την παράδοση ίδρυσε την πόλη της Λαμίας. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω
το τέμενος του Ποσειδώνος που συναντάμε στην επιγραφή θα πρέπει να κτίστηκε από
τους Λαμιέους και λογικά θα πρέπει να ήταν κτισμένο μέσα στην χώρα των Λαμιέων
κοντά στα βόρεια βορειοδυτικά όρια της με την Υπάτη όπως αναφέρεται στο
διάταγμα.
Ο Ρωμαίος ανθύπατος στην αρχή του διατάγματος γράφει. Αρχή των ορίων να είναι
από αυτόν τον τόπο για τον οποίον έμαθα ότι υπήρξε Σίδη, η οποία είναι πιο κάτω
από τον περίβολο που έχει καθιερωθεί για τον Ποσειδώνα. Σύμφωνα με το διάταγμα
πάντα το τέμενος του Ποσειδώνος θα πρέπει να ήταν βόρεια της Σίδης και μέσα
στην περιοχή των Λαμιέων. Αν πάρουμε ξανά σαν δεδομένο ότι το τελευταίο
οχυρωματικό έργο των Λαμιέων προς δυσμάς ήταν το Καστράκι τότε το τέμενος του
Ποσειδώνος θα πρέπει να ήταν μερικά χιλιόμετρα βόρεια από το Καστράκι, πίσω από
την Σίδη και στην αρχή της οροθετικής γραμμής. Αν πάρουμε επίσης σαν δεδομένο
ότι το δύσβατο της περιοχής δεν θα επέτρεπε την ανέγερση λατρευτικού χώρου-τεμένους
γύρω από την ελώδη Σίδη τότε εκ των πραγμάτων οδηγούμαστε στο Παλιόκαστρο. Ίσως
το Παλιόκαστρο λοιπόν να μην ξεκίνησε σαν οχυρό, ούτε παρατηρητήριο αλλά τόπος
λατρείας. Την επιβεβαίωση ότι το Παλιόκαστρο ήταν και τόπος λατρείας μας την
δίνει ο Fr. Staehlin που αναφέρεται σε αυτό με τα
παρακάτω. Στα νοτιοανατολικά ανοίγει μια πύλη προς τη χαράδρα, η οποία οδηγεί
στην πεδιάδα. Στο νότιο άκρο απολαμβάνει κανείς μια καταπληκτική θέα προς την
κοιλάδα του Σπερχειού και την απέναντι ευρισκόμενη Οίτη. Εδώ βρίσκονται οι
θεμέλιοι τοίχοι ενός κτιρίου 1,90 μ. σε τετράγωνο σχήμα, προφανώς ενός αρχαίου
ιερού.
Για να βρούμε απάντηση στο γιατί κτίστηκε τόσο ψιλά το Παλιόκαστρο, από ποιους
και ποιον σκοπό είχε, πρέπει να πάμε πολύ μακριά στην εποχή που μεσουρανούσε η
Τραχίνα η πρωτεύουσα της Μαλίδας. Η
Τραχίς ήταν η αρχαιότατη πόλη της Φθιώτιδας πρωτεύουσα της Μαλίδας πριν από την
Λαμία. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι το 427 π.χ. οι Οιταίοι κατέστρεψαν την Τραχίνα.
Τότε οι κάτοικοι της ζήτησαν βοήθεια από τους Σπαρτιάτες. Μαζί με τους
Τραχίνιους πρέσβεις στην Σπάρτη έστειλαν και οι Δωριείς της Δωρίδας, επειδή και
αυτοί δέχονταν πιέσεις από τους Οιταίους. Οι Σπαρτιάτες γνωρίζοντας την
στρατηγική θέση της Τραχίνας και θέλοντας να προστατέψουν την Δωρική Τετράπολη
από τους Θεσσαλούς και άλλους εισβολείς και αφού είχαν την έγκριση του μαντείου
των Δελφών έκτισαν μια νέα πόλη ανατολικά της αρχαίας Τραχίνας στην όχθη του
Ασωπού ποταμού και την ονόμασαν Ηράκλεια προς τιμήν του Ηρακλή. Στην νέα πόλη
ήρθαν να κατοικήσουν πολλοί Πελοποννήσιοι και αρκετοί από άλλες περιοχές της
Ελλάδος, κυρίως της Βοιωτίας.
Στις επόμενες δεκαετίες οι Μαλιείς ήταν κάτω από την ηγεμονία των Σπαρτιατών
μέχρι τον Κορινθιακό πόλεμο που συμμάχησαν με την Κόρινθο και στράφηκαν
εναντίων της Σπάρτης. Σε αυτόν τον πόλεμο οι Μαλιείς έχασαν την Τραχίνα που
πέρασε στους Οιταίους. Τα επόμενα χρόνια μαζί με τους Οιταίους και τους
Αινιάνες έγιναν μέλη της κορινθιακής συμπολιτείας και αργότερα της Αιτωλικής .
Το 189 π.χ. εντάχθηκαν στην Αχαϊκή Φθιώτιδα της Θεσσαλίας και τα επόμενα χρόνια
θεωρούνταν Θεσσαλοί.
Έτσι οι Μαλιείς για στρατιωτικούς λόγους
πιθανών το 426 π.χ. έκτισαν την Λαμία που ουσιαστικά το όνομα της προέρχεται
από τον αναγραμματισμό της λέξις Μαλία- Λαμία.
Το Παλιόκαστρο θα πρέπει να χτίσθηκε στην μυκηναϊκή εποχή τότε που όλες οι
πόλεις και τα κάστρα κτίζονταν ψηλά στα βουνά και είχαν οπτική επαφή μεταξύ
τους. Αν παρατηρήσουμε τον χάρτη με τα όρια της αρχαίας Τραχίνας θα δούμε ότι
είναι ίδια με τα όρια που αμφισβητήθηκαν από τις δυο πόλεις την εποχή του Ανδριανού.
Τέμενος του Ποσειδώνος, Σίδη, Δέρκυνα, Οιχαλία, Πρόαρνα.
Το
Παλιόκαστρο ήταν το έσχατο παρατηρητήριο της Τραχίνας προς βορειοδυτικά. Από
εκεί οι Μαλιείς παρακολουθούσαν τις κινήσεις των βόρειων γειτόνων και των
Αινιάνων σε όλον τον κάμπο του Σπερχειού κάτι που δεν μπορούσαν να το κάνουν
από την Τραχίνα λόγο του βόρειου όγκου της Οίτης προς τα δυτικά της πόλης τους,
άλλα ούτε και από την Λαμία αργότερα διότι η κοιλάδα δυτικά της Λαμίας
καλύπτονταν από τον προφήτη Ηλία. Επίσης από εκεί έλεγχαν όλα τα περάσματα
βόρεια της Σίδης. Αν το κάστρο είχε κτιστεί πιο χαμηλά μπορεί να είχε
περισσότερες αμυντικές δυνατότητες αλλά δεν θα είχε ορατή επαφή με την Τραχίνα
διότι θα ήταν κριμένο πίσω από τον λόφο του προφήτη Ηλία. Αν ήταν πιο ψηλά θα
ήταν μακριά από την κοιλάδα του Σπερχειού και δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί
στις στρατιωτικές του απαιτήσεις. Επομένως το Παλιόκαστρο ήταν κτισμένο στο
κατάλληλο ύψος που συνδύαζε τον από βορά έλεγχο της κοιλάδας του Σπερχειού, των
περασμάτων βόρεια από αυτό αλλά παράλληλα είχε και την οπτική επαφή με την
Τραχίνα.
Υποθέτουμε
ότι ανάμεσα στην Τραχίνα και στο Παλιόκαστρο υπήρχε κάποιος οπτικός
στρατιωτικός κώδικας επικοινωνίας, πιθανών με την μέθοδο των φρυκτωριών η του
τηλεβόα.
Οι Τραχίνιοι πολλά χρόνια πριν την ίδρυση της Λαμίας στο έσχατο σημείο της
επικράτειας τους μέσα στο Παλιόκαστρο για δικούς τους λόγους έκτισαν τέμενος
προς τιμή του Ποσειδώνα πατέρα της Ομηρικής βασίλισσας τους Λαμίας. Οι λόγοι
ίσως να ήταν πολιτικοί. διπλωματικοί μέχρι και θρησκευτικοί η όλοι μαζί. Από το διάταγμα καταλαβαίνουμε ότι μετά την
κάθοδο των Ρωμαίων και την κατάληψη της Λαμίας το κάστρο είχε χάσει οποιαδήποτε
άλλη ιδιότητα του και λειτουργούσε μόνο σαν τόπος λατρείας.
Πυργάκι
Ακριβώς
απέναντι και δυτικά του Παλιόκαστρου υπήρχε ένα πολύ μικρότερο κυκλικό καστράκι
σε ελάχιστη απόσταση στην βορειοανατολική πλευρά του χωριού Λυγαριά Φθιώτιδος.
Οι κάτοικοι του χωριού το αποκαλούσαν Πυργάκι και ήταν πολύ νεώτερο από το
Παλιόκαστρο. Εκτιμούμε ότι κτίστηκε από τους Αινιάνες μαζί με το κάστρο της
Αγίας Άννας σαν παρατηρητήριο ελέγχου μετά τα όρια που καθόρισε ο Ρωμαίος
ανθύπατος. Σήμερα από το Πυργάκι δεν έχει απομείνει τίποτα εκτός από τα σημάδια
των θεμελίων του στην κορυφή του λόφου βορειοδυτικά του χωριού. Όλα τα υλικά
σύμφωνα με πληροφορίες έχουν χρησιμοποιηθεί για την ανέγερση κατοικιών του
χωριού.
Κάστρο της Αγίας Άννας (Τοπωνύμιο Πέτρες)
(http://clubs.pathfinder.gr/Lygariaclud/234126?album=373426&zoom=11).
Βόρεια -βορειοανατολικά του μοναστηριού της Αγίας Άννας υπάρχουν υπολείμματα
μικρού αρχαίου κατεστραμμένου κάστρου. παρατηρητηρίου από πέτρα πολύ νεότερο από αυτό
του Παλιόκαστρου. Ανατολικά του κάστρου υπάρχουν υπολείμματα οικισμού. Το κάστρο της Αγίας Άννας πιθανόν να
δημιουργήθηκε μαζί με το Πυργάκι και να χρησιμοποιήθηκαν από τους Υπατιαίους
μετά την απόφαση του Ρωμαίου ανθύπατου για να ελέγχουν τα βορειοανατολικά τους
όρια απέναντι στους Λαμιέους αλλά και σαν σημείο ελέγχου για τα περάσματα που
υπάρχουν δυτικά του και ανατολικά του τα οποία χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα
ενώνοντας το πέρασμα Δερβέν Φούρκα με την κοιλάδα του Σπερχειού.
Η πηγή Δέρκυνα
(http://clubs.pathfinder.gr/Lygariaclud/234126?album=373426&zoom=3).
Η αρχαία πηγή Δέρκυνα η οποία σύμφωνα με το διάταγμα βρίσκεται πέραν του
Σπερχειού ποταμού σε σχέση με την αρχή των ορίων που ήταν στην βόρεια πλευρά
της κοιλάδας εκτιμούμε ότι είναι το σημερινό Κεφαλόβρυσο στο χωριό Μεξιάτες. Τα
πλούσια νερά της αρχαίας Δέρκυνας θα ήταν η αιτία για να αναπτυχθούν σπουδαίες
πόλεις γύρω από αυτήν. Η Οιχαλία του Εύρυτου ανατολικά της και η Πρόαρνα ίσως
δυτικά ή πάνω στην οροθετική γραμμή ήταν δυο πόλεις που για τις καθημερινές
τους ανάγκες χρησιμοποιούσαν τα πλούσια νερά της Δέρκυνας. Εδώ έφτανε η
οροθετική γραμμή που καθόρισε ο Ρωμαίος ανθύπατος αφού περνούσε τον Σπερχειό και
συνέχιζε νότια νοτιοανατολικά προς το Πήλιο μέσα από τον ρου του Σπερχειού
ποταμού. Μετά την Δέρκυνα βλέπουμε ότι η οροθετική γραμμή η γυρίζει πίσω προς
το Σπερχειό (και από εκεί στο λόφο Πήλιο μέσα από τον ρου του Σπερχειού) ή
συνεχίζει ανατολικά και συναρτάει τον Σπερχειό βόρεια από τις Κομποτάδες σε
ευθεία γραμμή μέχρι να βρει τον λόφο Πήλιο. Εδώ βλέπουμε ότι τα πράγματα κάπου
μπερδεύονται. Η επιγραφή μας δίνει την δυνατότητα να καταλάβουμε ότι τα όρια
της Λαμίας μετά την οριοθέτηση έφταναν μέχρι τον Σπερχειό ποταμό. Αν είναι έτσι
τότε γιατί ο οριοθέτης περνά την οροθετική γραμμή πέραν του Σπερχειού αφού
ήξερε ότι θα την γύριζε πίσω. Επομένως η οροθετική γραμμή μετά την Δέρκυνα
συνεχίζει ανατολικά και μπαίνει στον Σπερχειό βόρεια από τις Κομποτάδες μέχρι
να συναντήσει τον λόφο Πήλιο και τα σύνορα ανάμεσα στην Λαμία Πρόαρνα και
Οιχαλία. Εκτιμούμαι ότι ο λόφος Πήλιο θα πρέπει να είναι αρκετά μακριά από την
Δέρκυνα και δίπλα στον Σπερχειό ποταμό. Θα πρέπει να είναι κάπου ανάμεσα στα
χωριά Κωσταλέξη Φραντζή και Κόμμα καθώς επίσης και το Μνημείο του Εύρυτου.
Οι πόλεις Πρόερνα και Πρόαρνα
Όπως
είδαμε το διάταγμα αναφέρει ότι τα όρια κατέληγαν: (από εκεί στο μνημείο του
Εύρυτου το οποίο βρίσκεται μεταξύ των συνόρων των Λαμιέων, των Ευρυκανίων και
των Προερνίων. Εδώ εκτιμούμε ότι έχει γίνει λάθος στην μετάφραση στο όνομα της
πόλης. Ο Στέφανος Βυζαντινός αναφέρεται στην πόλη Πρόαρνα, πόλις των Μηλιέων,
ουδετέρως, οι οικήτορες Προάρνιοι. Εκτιμούμε λοιπόν ότι η πόλης που αναφέρεται
στο διάταγμα ήταν η πόλης των Λαμιέων Πρόαρνα των Προαρνίων και όχι η Πρόερνα
των Προερνίων και ήταν κτισμένη στην δεξιά πλευρά του ρου του Σπερχειού
ποταμού. Επίσης και σύμφωνα με το διάταγμα βλέπουμε ότι στην αριστερή πλευρά
του Σπερχειού ποταμού υπήρχε το τέμενος του Ποσειδώνος, και η Σίδη και στην
δεξιά πλευρά του Σπερχειού υπήρχαν η πηγή Δέρκυνα, ο λόφος Πήλιο, η πόλης των
Μαλιαίων Πρόαρνα, η Ομηρική Οιχαλία του Εύρυτου και το μνημείο του Εύρυτου που
απ’ ότι φαίνεται υπήρχε ακόμη εκείνη την εποχή. Όπως αναφέραμε και παραπάνω η
Πρόαρνα ήταν κτισμένη δυτικά της Οιχαλίας και ανατολικά της Υπάτης. Η πόλης
Οιχαλία ήταν κτισμένη δυτικά της Τραχίνας. Όπως θα δούμε παρακάτω ο Στράβωνας
την τοποθετεί δίπλα στην Τραχίνα Επομένως η Πρόαρνα θα πρέπει να ήταν κτισμένη
στα ριζά της Οίτης μέσα στα γεωγραφικά όρια των σημερινών χωριών Κωσταλέξη,
Κομποτάδες και Μεξιάτες.
Οιχαλία- Εύρυτος- Ευρυτάνες
Στο
διάταγμα του Ρωμαίου ανθύπατου σαν ιστορικό ντοκουμέντο πλέον μας βεβαιώνει
επίσημα ότι στην αναφερόμενη εποχή το μνημείο του Εύρυτου όχι μόνο υπήρχε αλλά
και μας υποδεικνύει πού έζησε ο μυθικός Βασιλιάς Εύρυτος και πού ήταν η Οιχαλία
η πόλη που βασίλευσε.
Εκτιμούμε ότι έχει γίνει λάθος στην μετάφραση του διατάγματος σχετικά με το
όνομα των Ευρυκανίων και πιστεύουμε ότι ο σωστός όρος είναι Ευρυτάνες-
Ευρυτανίων και αναφέρεται στους κατοίκους της Οιχαλίας που κατοικούσαν στην
περιοχή που έζησε κάποτε ο βασιλιάς Εύρυτος ή σε αυτούς που ζούσαν γύρω από το
μνημείο του Εύρυτου.
Μέχρι σήμερα ξέρουμε ότι οι πόλεις με αυτό το όνομα ήταν πέντε στην Εύβοια
,στην Καλαμάτα, στην Αιτωλία, στην Τρίκκη Τρικάλων και στην Φθιώτιδα. Ο
Στράβωνας μας πληροφορεί ότι η Οιχαλία βρισκόταν κοντά (δίπλα) στην Τραχίνα. Ο
Fr. Staehlin επίσης μας πληροφόρησε επίσης για μια δικαστική δραστηριότητα
κάποιων κάτοικων της Φθιωτικής Οιχαλίας. Δικαστές από την πόλη Οιχαλία κλήθηκαν
να δώσουν λύση στην έριδα που είχε προκύψει ανάμεσα στην πόλη Ερυθρές (-αί) και
την Υπάτη . Οι δύο πόλεις φιλονικούσαν για ένα βουνό ( Πεν.....) μια χαράδρα
(Χαα......) και μια ράχη ενός βουνού.
Τελικά οι δικαστές της πόλης Οιχαλίας αποφάσισαν ότι οι αμφισβητούμενες
περιοχές ανήκουν στην Υπάτη και δόθηκαν σ' αυτήν. Το όνομα Εύρυτος το συναντάμε
τακτικά στην αρχαιότητα. Π.χ. ο Εύρυτος των Επειών ήταν ο ένας από τους δύο
Μολίονες, ο γιος του Άκτορα και αδελφός του Κτεάτη. Ο ένας από τους Γίγαντες,
που φονεύθηκε από το Διόνυσο κατά τη Γιγαντομαχία. Ο γιος του Ιππόωντα, που
φονεύθηκε από τον Ηρακλή. Ο Εύρυτος της Κυρήνης, βασιλιάς της Κυρήνης και ο
Εύρυτος του Ερμή, γιος του Ερμή.
Ο γνωστότερος όμως Εύρυτος ήταν βασιλιάς της Οιχαλίας γιος του Μελανέα και της
Στρατονίκης, και εγγονός του θεού Απόλλωνα. Συνδέεται με τον μυθικό κύκλο του
Ηρακλή ως πατέρας της Ιόλης. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Εύρυτος
κληρονόμησε το θεϊκό τόξο, δώρο του Απόλλωνα, και το άφησε με τη σειρά του στον
γιο του Ίφιτο. Ο ίδιος ήταν άριστος τοξότης, όπως όμως συνέβη και σε άλλες
περιπτώσεις μυθολογικών ηρώων, καυχήθηκε για την τοξευτική του δεινότητα και
προκάλεσε τον Απόλλωνα σε μονομαχία. Ο Απόλλωνας τον τιμώρησε με θάνατο, είτε
άμεσα, είτε έμμεσα δια του Ηρακλέους.
Στον κατάλογο των πλοίων ( Ιλιάδα Β 594) ο Εύρυτος αναφέρεται ως «Εύρυτος
Οιχαλιεύς». Τον Εύρυτο διεκδίκησαν ως τέκνο τους όλες οι περιοχές της Ελλάδας
που είχαν πόλη με το όνομα Οιχαλία: η Μεσσηνία, η Θεσσαλία και η Εύβοια. Επειδή
και στην Τραχίνα της Αιτωλίας υπήρχε Οιχαλία, οι γείτονες Ευρυτάνες θεωρούσαν
ότι η Ευρυτανία είχε πάρει το όνομά της από τον Εύρυτο. Ο βασιλιάς Εύρυτος της
Φθιωτικής Οιχαλίας ήταν παράλληλα και βασιλιάς των Κυλικράνων, ενός αρχέγονου
λαού, που ως ένα είδος Πενεστών (Ιλλυρική φυλή) υπό τους Μαλιείς και αργότερα
υπό τους Οιταίους υπηρετούσαν στην Ηράκλεια ως αγροτικοί εργάτες στην πεδιάδα
(Fr. Staehlin
σελίς 354). Ο Εύρυτος πήρε για γυναίκα
του την Αντιόπη ή Αντιόχη, και απέκτησαν 5 παιδιά: τον Δηίονα, τον Κλύτιο, τον
Τοξέα, τον Ίφιτο και την Ιόλη. Ο Ηρακλής ερωτεύθηκε την Ιόλη και τη ζήτησε σε
γάμο, αλλά ο Εύρυτος, προκειμένου να μην αποχωρισθεί τη μονάκριβη κόρη του,
προκήρυξε πανελλήνιο αγώνα τοξοβολίας με την Ιόλη ως έπαθλο, για όποιον τον
νικούσε. Ο Ηρακλής, που κατά ειρωνεία της τύχης είχε μάθει την τέχνη της
τοξοβολίας από τον ίδιο τον Εύρυτο (Απολλόδωρος, Β 63), κατόρθωσε να τον
νικήσει. Τότε ο Εύρυτος και οι γιοί του προφασίσθηκαν ότι φοβούνταν μήπως ο
ήρωας καταληφθεί και πάλι από μανία και σκοτώσει τα παιδιά του, και αρνήθηκαν
να του παραδώσουν την Ιόλη. Από τα παιδιά του Εύρυτου μόνο ο Ίφιτος πήρε το
μέρος του Ηρακλή και υποστήριξε ότι έπρεπε να του δώσουν την Ιόλη.
Ο Ηρακλής τότε έφυγε για λίγο, για να γλυτώσει την Άλκηστη από τα χέρια του
Άδη. Επιστρέφοντας, βρήκε τον Εύρυτο να εξακολουθεί να αρνείται να του δώσει
την κόρη του. Μάλιστα του είχαν κλέψει κάτι βόδια ή άλογα και κατηγορούσε για
την κλοπή τον ήρωα. Ο Ίφιτος είπε ότι θα τα έβρισκαν και ότι δεν έφταιγε σ’
αυτό ο Ηρακλής. Πριν όμως ξεκινήσουν για την έρευνα, ο Ηρακλής καταλήφθηκε και
πάλι από μανία και σκότωσε τον Ίφιτο. Στο σημείο αυτό η μυθική παράδοση έχει
πολλές παραλλαγές. Σύμφωνα με μία, ο Ηρακλής όταν συνήλθε, μετανόησε και θέλησε
να εξαγνισθεί για το νέο του έγκλημα, καθώς είχε αρρωστήσει μετά το θάνατο του
Ίφιτου. Ταξίδεψε λοιπόν στους Δελφούς και δέχθηκε το χρησμό ότι έπρεπε να
πωληθεί ως δούλος και να πληρώσει αποζημίωση στον Εύρυτο. Ο Εύρυτος δε δέχθηκε
τα χρήματα, αλλά ο Ηρακλής έμεινε επί τρία χρόνια δούλος της Ομφάλης. Στη
συνέχεια, επέστρεψε στην Οιχαλία, κυρίευσε την πόλη, σκότωσε τον Εύρυτο και τα
υπόλοιπα τρία αρσενικά παιδιά του, και πήρε την Ιόλη. Κατ’ άλλη εκδοχή
(Απολλόδωρος, Β 7,7) ο ήρωας ζήτησε κατευθείαν τη βοήθεια των Αρκάδων, των
Μαλιέων των Τραχινίων και των Επικνημιδίων Λοκρών, εξεστράτευσε εναντίον της
Οιχαλίας, την κατέλαβε και σκότωσε τον Εύρυτο και τους γιους του. Από τον μύθο
μαθαίνουμε επίσης ότι από τα τείχη της Οιχαλίας πήδηξε για να αυτοκτονήσει η
Ιόλη για να μην παντρευτεί τον Ηρακλή. Από τον ίδιο μύθο επίσης μαθαίνουμε ότι
η Ιόλη γλύτωσε όταν το φόρεμα της λειτούργησε σαν αλεξίπτωτο και δεν έπαθε
τίποτα. Σύμφωνα με τα παραπάνω και με το διατάγματα σαν ιστορικό ντοκουμέντο
πλέων καταλαβαίνουμε με βεβαιότητα ότι η πόλη των Μαλιαίων Οιχαλία ήταν
κτισμένη μέσα στα γεωγραφικά όρια των χωριών Γοργοπόταμος και Φραντζή και ήταν
η πόλη που βασίλεψε ο Εύρυτος γιός του Μελανέα και της Στρατινίκης με την
σύζυγο του Αντιόπη ή Αντιόχη, και τα πέντε τους παιδιά: τον Δηίονα, τον Κλύτιο,
τον Τοξέα, τον Ίφιτο και την Ιόλη. Σύμφωνα με το διάταγμα όταν η οροθετική
γραμμή έφευγε από την Δέρκυνα έπαιρνε κλήση προς ανατολάς και μέσω τού ρου του
Σπερχειού ποταμού έφτανε στον λόφο Πήλιο και στα όρια της Λαμίας, Οιχαλίας και
της Πρόαρνας.
Πριν συνεχίσουμε θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι πόλεις Οιχαλία και Πρόαρνα
ήταν πόλεις των Μαλιαίων με πρωτεύουσα την Λαμία. Επίσης τα μέχρι τώρα στοιχεία
μας έδωσαν την δυνατότητα να καταλάβουμε ότι τα όρια ανάμεσα στην Λαμία και
στην Υπάτη στην αριστερή πλευρά του Σπερχειού μπορεί να ήταν ασαφή άλλα ήταν
αμετάβλητα επί εκατοντάδες χρόνια παρά τις συνεχείς έριδες. Ο χώρος των
ουσιαστικών πολεμικών αναμετρήσεων και ανακατανομής εδαφών ανάμεσα στις δυο
πόλεις ήταν η δεξιά πλευρά του Σπερχειού ποταμού. Εντύπωση μας κάνει η τακτική
που εφήρμοσε ο Ρωμαίος Ανθύπατος στην δεξιά πλευρά του Σπερχειού θέτοντας το
τέλος της οροθετικής γραμμής ανάμεσα στα όρια τριών πόλεων των Μαλιέων.
Αντιλαμβανόμαστε πλέων με σιγουριά ότι μετά την επέμβαση του Ρωμαίου ανθύπατου
τα όρια ανάμεσα στους Λαμιέους και στους Υπατιαίους περιορίστηκαν πια μόνο στην
βόρεια πλευρά του Σπερχειού ποταμού και συγκεκριμένα από την Σίδη μέχρι τον
Σπερχειό. Στην νότια πλευρά του Σπερχειού ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πόλεις
Λαμία και Υπάτη παρεμβάλλονταν πλέων οι πόλεις Οιχαλία και η Πρόαρνα. Απ ότι
φαίνεται για να τελειώσει για πάντα η έριδα ανάμεσα στις δύο πόλεις ο Ρωμαίος
ανθύπατος δεν αναγνώρισε ή αφαίρεσε την κυριαρχία της Λαμίας από τις πόλεις
Οιχαλία και Πρόαρνα περιορίζοντας έτσι τα γεωγραφικά σύνορα ανάμεσα στην Λαμία
και στην Υπάτη στο ελάχιστο και μόνο στην βόρεια πλευρά του Σπερχειού ποταμού
που ήταν έξω από τον χώρο των εδαφικών διεκδικήσεων. Η Λαμία μετά την
ανεξαρτησία των πόλεων Οιχαλία και Πρόαρνα συνέχιζε την επικράτεια προς τον
νότο μέχρι τον Η κυριαρχία της Υπάτης προς τον νότο έφτανε μέχρι την Πρόαρνα.
Αν το συμπέρασμα μας είναι σωστό τότε το μνημείο τους Εύρητου ήταν δυτικά η
βορειοδυτικά της Οιχαλίας και δεν πρέπει να ήταν κοντά στην Δέρκυνα άλλα
ανατολικά και αρκετά μακριά από αυτήν. Επομένως τα όρια που καθόρισε ο Ρωμαίος
ανθύπατος μετά την πυγή Δέρκυνα έστριβαν ανατολικά και μέσα από τον ρου του
Σπερχειού αν το Πήλιο που λογικά θα ήταν βόρεια του χωριού Φραντζής στην θέση
Νερόμυλος και από εκεί στο μνημείο του Εύρυτου που πιθανότατα θα βρίσκονταν στη
ίδια περιοχή. Εκτιμούμε ότι το Πήλιο είναι το κλειδί για την λύση του γρίφου
στο θέμα των ορίων που καθόρισε ο Ρωμαίος ανθύπατος. Αν εντοπίσουμε ποιο είναι
το Πήλιο τότε θα ξέρουμε με ακρίβεια που κατέληγαν τα όρια.
Άλλα
ιστορικά στοιχεία στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Λυγαριάς.
Ερυθραίς
Κατά
την διάρκεια της κατασκευή της νέας σιδηροδρομικής γραμμής στην θέση
Τρύπιολιθάρι- Παλιοχώρια οι εργασίες έφεραν στο φως απομεινάρια αρχαίας
ελληνικής πόλης. Στην αναφερόμενη περιοχή παλιότερα υπήρχε επεξεργασμένη πέτρα
σε σχήμα βωμού, ύψους ενός μέτρου περίπου. Στο πάνω μέρος ήταν σκαλισμένη και
σχημάτιζε μία κοιλότητα διαμέτρου εξήντα έως εβδομήντα εκατοστών. Από την
παραπάνω επεξεργασμένη πέτρα έχει λάβει το όνομά της η γύρω περιοχή
(Τρυπιολιθάρι). Ο Fr. Staehlin
μας ενημερώνει ότι η Υπάτη επιτρεπόταν
να ονομάζεται με το όνομα του Αυγούστου, όπως η Λάρισα και η Λαμία, και είχε
διάσημους άνδρες ως πολίτες. Ακόμα τον 2ο αιώνα π. Χ. μπορούσε μια μικρή πόλη,
όπως οι Ερυθρές, να βρίσκεται σε δίκη με το προάστιο για μια έκταση, όμως
σύμφωνα με τη συνοριακή επιγραφή, με την οποία ασχοληθήκαμε παραπάνω, επί
Αδριανού όλες οι περιοχές της Αινίδος, που βρίσκονταν ανατολικά της Υπάτης,
εντάχθηκαν στην περιοχή της πόλεως της Υπάτης. Οι η πόλης Ερυθρές (-αί) ήταν αποικία
της πόλης Ερυθραί από τη Μικρά Ασία και ήταν η σημαντικότερη πόλης των
Αινιάνων. Η πόλις Ερυθραίς εκτιμάται ότι ήταν κτισμένη Ανατολικά της Υπάτης.
Από τον ίδιο συγγραφέα μαθαίνουμε ότι η πόλη συνόρευε με την Υπάτη και
φιλονικούσε μάλιστα μαζί της για ένα βουνό (Πεν.....) μια χαράδρα (Χαα......)
και μια ράχη ενός βουνού. Για να λυθεί η έριδα ανάμεσα στις δυο πόλεις,
κλήθηκαν δικαστές από τη πόλη Οιχαλία. Τελικά οι δικαστές αποφάσισαν ότι οι
αμφισβητούμενες περιοχές ανήκουν στην Υπάτη και δόθηκαν σ' αυτήν.
Ο Staehlin γράφει ότι η πόλη ήταν κτισμένη σε περιοχή που υπήρχε κοκκινόχωμα
(γι' αυτό ονομάστηκε Κόκκινη πόλη ). Η ανασκαφείσα πόλη στο Τριπιολιθάρι
πιθανών να ήταν η πόλη Ερυθρές (-αί), η οποία όντως είναι κτισμένη σε κόκκινο
χώμα. Η παραπάνω περιοχή και όπως όλος ο γεωγραφικός χώρος της σημερινής
Λυγαριάς στην αρχαιότητα άνηκαν στην κυριαρχία της Υπάτης. Αν η ανασκαφείσα
πόλις ήταν η Ερυθρές τότε η χαράδρα (Χαα.... ) για την οποία φιλονικούσε με την
Υπάτη εκτιμούμε ότι θα ήταν το Βαθύρεμα και το βουνό για το οποίο επίσης
φιλονικούσε με την Υπάτη ήταν τα Ντρεμάρια. Σύμφωνα με τον Staehlin από αυτή
την πόλη καταγόταν και ο περίφημος στρατηγός των Αιτωλών με το όνομα ο Λύκος.
Οι επίσημες εκτιμήσεις μέχρι σήμερα έλεγαν ότι η πόλης Ερυθραί ήταν κτισμένη κοντά
στο Φραντζή. Γνωρίζουμε ότι η περιοχή που σήμερα είναι κτισμένο το χωριό
Φραντζή στην αρχαιότητα ήταν υπό την κυριαρχία των Λαμιέων ενώ η Ερυθραίς ήταν
πόλη των Υπατιαίων. Γνωρίζουμε επίσης ότι όλες οι αρχαιολογικές έρευνες στην
παραπάνω περιοχή αποδείχτηκαν άκαρπες. Απ ότι φαίνεται η παραπάνω πέτρα
(Τριπιολιθάρι) ήταν απομεινάρη της πόλεως Ερυθρές.
Βαθύρεμα
Είναι ο μεγαλύτερος χείμαρρος της περιοχής ,σε κάποια σημεία μάλιστα θα
μπορούσε κάποιος να τον χαρακτηρίσει και σαν χαράδρα. Ξεκινάει από την κορυφή
της Όθρυς (Σελλάς ή Τσελλάς- Τσελλάδες ) χωρίζει την κοιλάδα και καταλήγει στο
Σπερχειό ποταμό. Σήμερα αποτελεί το γεωγραφικό όριο που χωρίζει τη Λυγαριά από
τη Στύρφακα.
Το Βαθύρεμα είναι ιδιαίτερα ευρύχωρος σαν χείμαρρος και ανέκαθεν ευνοούσε τη μετακίνηση
στρατευμάτων ,κοπαδιών, εμπορευμάτων κλπ. Έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές κατά
το παρελθόν σαν πέρασμα από το Δερβέν Φούρκα προς την κοιλάδα του Σπερχειού και
αντίστροφα. Εκτιμούμε ότι το Βαθύρεμα χρησιμοποίησε ο Ρωμαίος στρατηγός
Αχίλλειος κατά την κάθοδό του το 191 π.Χ., από την κοιλάδα του Δομοκού προς την
κοιλάδα του Σπερχειού απ’ όπου κατευθύνθηκε προς την Υπάτη (Tite-Live xxxvi
14&15 Λατινικά)
«Ο Αχίλλειος για να αποφύγει την Ξυνία (Ξενιάδα), η οποία είχε προετοιμάσει την
άμυνά της προς τα δυτικά, πέρασε από το Δομοκό στην κοιλάδα του Σπερχειού μέσα
από κάποιο πέρασμα παράπλευρα του Δερβέν Φούρκα, στράφηκε νότια και βγήκε στην
κοιλάδα της Λυγαριάς ,αλλά, αντί να κατευθυνθεί ανατολικά προς την Λαμία η
οποία ανήκε τότε στους Αιτωλούς και να την κυριεύσει, στράφηκε νότια σε σχεδόν
ευθεία γραμμή προς την Υπάτη.
Ο Tite-Live δε αναφέρεται σε κάποια μάχη στην περιοχή της Λυγαριάς και πιστεύει
ότι μάλλον μπροστά στον ρωμαϊκό στρατό πιθανών έγινε κάποια συνθηκολόγηση . Ο
Tite-Live πιστεύει ότι όταν η Λαμία έχασε την ανεξαρτησία της και όλα τα οχυρά
που ήταν σκορπισμένα έχασαν την στρατηγική τους σημασία και μετατράπηκαν σε
μικρά χωριά. Ο ίδιος ιστορικός γραφεί ότι η μόνη επιγραφή που έχει βρεθεί στην
περιοχή της Λυγαριάς είναι μια επιτάφια πλάκα που δηλώνει μόνο όνομα και
πατρώνυμο χωρίς να δηλώνει το έθνος.
Το κείμενο αφήνει να εννοηθεί ότι η πορεία ήταν γρήγορη και άνετη. Δεν αναφέρει
πουθενά καμία πόλη ανάμεσα στους Θαυμακούς και τον Σπερχειό. Εδώ μα κάνει
εντύπωση η παραπάνω καταγραφή διότι αν ο Αχίλλειος είχε κατέβει το Βαθύρεμα
τότε θα έχε αναφέρει τις Ερυθραίς που ήταν δίπλα στο Βαθύρεμα. Ο συγκεκριμένος
χείμαρρος δεν έχει σχέση με τα παραπάνω όρια αλλά σε κάποια ιστορική στιγμή τα
όρια που καθόρισε ο Ρωμαίος Ανθύπατος μεταφερθήκαν δυτικότερα και το Βαθύρεμα
χρησιμοποιήθηκε σαν όρια ανάμεσα στα χωριά Λυγαριά και Στύρφακα Φθιώτιδος.
Τελικά συμπεράσματα
(http://clubs.pathfinder.gr/Lygariaclud/234126?album=373426&zoom=5).
Το 1855 βρέθηκε στης Μεξιάτες Φθιώτιδος επιγραφή που αναφέρονταν σε ένα διάταγμα
που αφορούσε μια τοπική έριδα ανάμεσα σε δυο πόλεις κράτη της κοιλάδας του
Σπερχειού. Το διάταγμα που αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο θέμα των ορίων
έμελλε να μας δώσει σημαντικότατες πληροφορίες για το ιστορικό παρελθόν του
τόπου μας που χάθηκε μέσα στην λήθη και στον χρόνο. Κατ’ αρχάς μάθαμε ότι η
έριδα ανάμεσα στις δυο πόλεις δεν ήταν σημείο εκείνων των καιρών και μόνο. Η
έριδα για τα όρια ανάμεσα στις δυο πόλεις είχαν ξεκινήσει από την εποχή της
Τραχίνας και συνεχίζονταν ακόμη στην εποχή που όλη η Ελλάδα ήταν κάτω από
Ρωμαϊκή κατοχή αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα της Ρώμης Ανδριανό να στείλει τον
Ρωμαίο ανθύπατο της Μακεδονία για να δώσει οριστικό τέλος στην διαμάχη ανάμεσα
στις δυο πόλεις. Όπως αναφέραμε και παραπάνω η έρευνα μας έδωσε την δυνατότητα
να καταλάβουμε ότι τα όρια ανάμεσα στις δυο πόλεις στην αριστερή πλευρά του
Σπερχειού να ήταν ασαφή άλλα ήταν αμετάβλητα επί εκατοντάδες χρόνια παρά τις
συνεχείς έριδες. Ο χώρος των ουσιαστικών πολεμικών αναμετρήσεων και
ανακατανομής εδαφών ανάμεσα στις δυο πόλεις ήταν η δεξιά πλευρά του Σπερχειού
ποταμού. Παρακολουθώντας την έρευνα βλέπουμε ότι οι δυο πόλεις είχαν μεταξύ
τους μια συνεχή πολεμική ρήξη. Σε κάποια ιστορική περίοδο στην ρήξη ανάμεσα
στις δυο πόλεις ενεπλάκησαν και οι Οιταίοι οι οποίοι είχαν φιλικές-συμμαχικές
σχέσεις με τους Αινιάνες. Το αποτέλεσμα ήταν οι Μαλιείς να χάσουν την
πρωτεύουσα τους Τραχίνα. Αυτή η ρήξη στην δεξιά πλευρά του Σπερχειού
διατηρήθηκε για εκατοντάδες χρόνια μέχρι που ο αυτοκράτορας Αδριανός έστειλε
τον ανθύπατο της Μακεδονίας και διέλυσε για πάντα την έριδα. Ο Ρωμαίος
ανθύπατος για τις ανάγκες της οριοθέτησης χρησιμοποίησε όρους, ιστορικά σημεία
και στοιχεία του γεωγραφικού παρελθόντος που έπειτα από τις αλλεπάλληλες
καταστροφές μας ήταν άγνωστα. Το διάταγμα ήταν η αφορμή για να μάθουμε και να
κατανοήσουμε πολλές ιστορικές αλήθειες χαμένες μέσα στην λήθη όπως π.χ. μάθαμε
που πραγματικά έζησε ο Εύρυτος ο βασιλιάς της Οιχαλίας γιος του Μελανέα και της
Στρατονίκης, που περπάτησε ο Ηρακλής στην περιοχή μας, ποια ήταν η τοπική
θρησκεία άλλα και την γεωγραφική πραγματικότητα εκείνης της εποχής. Στο
διάταγμα δεν αναφέρεται που έγινε η αρχή της οροθεσίας . Μπορούμε όμως να
υποθέσουμε με βεβαιότητα ότι η αρχή της οροθεσίας ξεκίνησε από τον βορά, από
την Όθρυ και το τέμενος του Ποσειδώνος που όπως αναφέραμε είχε δημιουργηθεί από
του Τραχινίους στο Παλιόκαστρο. Ο Ρωμαίος ανθύπατος αφού μίλησε με τους
συνηγόρους των δυο πόλεων και σύμφωνα με το διάταγμα έδωσε το τέμενος του
Ποσειδώνος πάλι στους Λαμιέους μιας και αποτελούσε κομμάτι της θρησκευτικής και
ιστορικής τους κληρονομιάς. Για αυτόν τον λόγο οι Υπατιαίοι για στρατιωτικούς
σκοπούς δημιούργησαν το Πυργάκι βορειοανατολικά της Λυγαριάς και πιθανόν το
κάστρο της Αγίας Άννας για να μπορούν να ελέγχουν τα όρια τους μετά την απόφαση
του Ρωμαίου ανθύπατου. Η οροθετική γραμμή λοιπών ξεκινούσε από τον χείμαρρο
δυτικά του Παλιόκαστρου ακολουθούσε ευθεία γραμμή περνώντας μέσα από την Σίδη,
δυτικά και έξω από το Καστράκι που ήταν το δυτικότερο αμυντικό έργο των Λαμιέων
περνούσε τον Σπερχειό ποταμό και έφτανε στην Δέρκυνα στο σημερινό Κεφαλόβρυσο
στο χωριό Μεξιάτες. Η οροθετική γραμμή μετά το κεφαλόβρυσο έστριβε ανατολικά
όπου συναντούσε το λόφο Πήλιο που πιθανόν ήταν στα γεωγραφικά όρια του χωριού
Κομποτάδες. Από το Πήλιο σε ευθεία γραμμή συναντούσε το μνημείο του Εύρυτου που
ήταν δυτικά της Οιχαλίας και στα όρια της με την Πρόαρνα και την Λαμία. Εδώ
πρέπει να τονίσουμε ότι τα γεωγραφικά όρια που καθόρισε ο Ρωμαίος ανθύπατος
ανάμεσα στους Λαμιέους και τους Υπατιαίους είναι ακριβώς τα ίδια γεωγραφικά
όρια που χωρίζουν σήμερα τα γεωγραφικά διαμερίσματα Λυγαριάς-Αγριελιάς-Σταυρού,
τα οποία διατηρήθηκαν επί χιλιάδες χρόνια αμετάβλητα έως την διάσκεψη του
Λονδίνου στις 18-30 Αυγούστου του1832 που αποφάσιζε οριστικά για την οροθετική
γραμμή Παγασητικού-Αμβρακικού και την παραχώρηση της επαρχίας Ζητουνίου στην
Ελλάδα, αντί χρηματικής αποζημίωσης 40.000.000 γροσιών. Όπως αναφέραμε παραπάνω
η Τσοπλανάτα την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας ανήκε διοικητικά στο
Πατρατζίκι, αλλά η εκκλησία της Τσοπαλνάτας Άγιος Αθανάσιος ανήκε στην επισκοπή
της Λαμίας. Με την παραχώρηση της Λαμίας στην Ελλάδα τα γεωγραφικά της όριά
πιθανών με την παρέμβαση της εκκλησίας έπειτα από χιλιάδες χρόνια μεταφέρθηκαν
δυτικότερα στο σημείο όπου είναι σήμερα στα γεωγραφικά όρια από τα γεωγραφικά
διαμερίσματα Λυγαριάς -Στύρφακας στο χείμαρρο -χαράδρα με το όνομα Βαθύρεμα που
αναφερθήκαμε παραπάνω
Στην
παραπάνω έρευνα ελήφθησαν υπόψη η σημερινή μορφολογία του εδάφους, τα
τοπωνύμια, και η βιβλιογραφία που αναφέρεται στο κείμενο.
Τελειώνοντας την τοποθέτηση στο «Περί ορίων μεταξύ Υπατιαίων και Λαμιέων ο
λόγος» Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους : Τον Άνθρωπο Γιάννη Μακρή από τον Σταυρό
Φθιώτιδος για τη βοήθεια και τη συμπαράσταση που μου έδειξε καθ' όλη την
διάρκεια της έρευνας.
Την Σοφία Μπακιρτζέλη διευθύντρια του ιστορικού αρχείου του κράτους.
Το Δημήτριο Νάτσιο τέως διευθυντή του ιστορικού αρχείου του κράτους.
Το Γεώργιο Σταυρόπουλο για τις πολύτιμες πληροφορίες όσο και για το φωτογραφικό
υλικό που μου προμήθευσε. Τον Τάκη Ευθυμίου επίσης για τις πολλές πληροφορίες
που μου προμήθευσε.Επίσης τον παλιό μου φίλο και συμμαθητή από τη Λυγαριά
Γιάννη Κουκούλη για τις πληροφορίες που μου έδωσε σχετικά με τα τοπωνύμια και
τη μορφολογία του εδάφους της Λυγαριάς.
Πηγές:
Ιστορικό αρχείο του κράτους
Ιωάννης Γ. Βορτσέλας, «Φθιώτις »
Yves Bequignon LA VALLEE DU SPERCHEIOS
Fr. Staehlin: Η αρχαία Θεσσαλία- γεωγραφική και ιστορική περιγραφή της
Θεσσαλίας κατά τους αρχαίους ελληνικούς και ρωμαϊκούς χρόνους (1924), Αφοι
Κυριακίδη 2002
http://fthiotikos-tymfristos.blogspot.gr/
http://www.dgorgopotamou.gr/
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8D%CE%BB%CE%B7:%CE%9A%CF%8D%CF%81%CE%B9%CE%B1
http://www.piniada.gr/pages/atrax/atrax-history.htm
http://www.hellinon.net/NeesSelides/Fthia.htm
http://www.mixanitouxronou.gr/to-ntokoumento-tou-omirou-gia-tous-29-ischirous-tou-archeou-ellinikou-kosmou-o-katalogos-me-tis-polis-ke-plia-pou-piran-meros-ston-troiko-polemo/
Σημείωση Τάκη Ευθυμίου:
Συγχαίρουμε από καρδιάς το φίλο και συνεργάτη του
«Φθιωτικού Τυμφρηστού» Γιώργο Καλλιώρα για την εμπεριστατωμένη πολύχρονη έρευνά
του για το σπουδαίο ζήτημα των ορίων των
δύο γειτονικών πόλεων Υπάτης και Λαμίας που προκάλεσε τοπική έριδα μεταξύ των, κατά
τους ιστορικούς χρόνους. Φώτισε με το μόχθο και την αξιοσύνη που τον διακρίνει ένα ακόμα
άγνωστο φθιωτικό ιστορικό και πατριδογνωστικό θέμα για γνώση και έναυσμα για
περαιτέρω μελέτη. Εύγε! Καλή δύναμη για καλή συνέχεια!
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Αγαπητέ Τάκη χρόνια πολλά. Θα ήθελα να σε ευχαριστήσω για την την φιλοξενία στο Blog σου . Όλοι ξέρουμε οτι στην κοινωνία που ζούμε όλοι κρινόμαστε θετικά η αρνητικά ανάλογα με τα έργα μας και την προσφορά μας σε αυτήν Είμαι σίγουρος οτι εδω και πολλά χρόνια έχεις παρει τις καλύτερες κριτικές. Είμαι σίγουρος οτι ακόμη καλύτερες κριτικές θα συνεχίσεις να τις παίρνεις και στο μέλλον.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετική εργασία. Η αξία της ιστορίας είναι το πάντρεμα των ιστορικών περιγραφών με τις εικόνες του σήμερα. Πολλά συγχαρητήρια.
ΑπάντησηΔιαγραφή