ΜΑΡΚΟΣ: «Ο… ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ»
Ο τελευταίος… «Ραψωδός»
[Του Μπάμπη Κ. Μώκου]
Πέρασαν κι όλας 110 ολόκληρα χρόνια από τότε. Όπου στη Συριανή
συνοικία Σκαλί γεννήθηκε ο Μάρκος. Κι ύστερα ο Περαίας. Μια ζωή σαν παραμύθι. Με τις χαρές, τις διώξεις, τους
αφορισμούς, τις λύπες, τις
αναποδιές, τη φτώχεια, το παράπονο, τις προσβολές, την αγνωμοσύνη, την
ταλαιπώρια, αλλά και τις …γυναικοδουλειές, τη δόξα και,
τέλος, την καταξίωση!...
Διάφοροι μουσικοειδικοί,
αναφερόμενοι στον Μάρκο Βαμβακάρη τον αποκαλούν πρωτοπόρο, «Πατριάρχη».
Και έχουν δίκιο. Αυτός ο σχεδόν αγράμματος άνθρωπος (είχε μόλις
πάει τέσσερις τάξεις στο σχολείο), υπήρξε σαφώς μουσική ιδιοφυία. Eίναι και ο
λόγος που στην ερασιτεχνική παρεΐστικη μουσική διασκέδαση τα τραγούδια
του έχουν θέση πρωτεύουσα. Από τη μια το λιτό, αλλά και απέριττο χωρίς
καρικατούρες ιδιόμορφο παίξιμό του και από την άλλη
ο μεστός στίχος των δημιουργημάτων του, αιτιολογούν
την εκτίμηση που του έχει η μουσικολογία, αλλά
και άτομα συνήθη με το απλό λαϊκό αισθητήριο. Όσο απλός είναι στη μουσική εκφραστική,
τόσο σπουδαίος και ευρηματικός είναι στο στίχο του.
Υπάρχουν δίστιχα και
τραγούδια του ακόμα και σήμερα σε πολλούς άγνωστα. Πρόκειται για στιχουργικά
«αμαλγάματα»:
«Άσπρα τα
ρούχα που φορείς
άσπρη κι’
η φορεσιά σου
κι΄ άσπρα
λουλούδια πέφτουνε
απ’ την
περπατησιά σου»!..
*
«Ποθαίνω
εξ αιτίας σου
στον Άδη
κατεβαίνω.
Στο
σκοτεινό κριτήριο
εκεί σε
περιμένω»!...
Αναντίρρητα,
στο Λαϊκό Αστικό Τραγούδι ο Μάρκος είναι η… Βάση και ο Τσιτσάνης η… Κορυφή. Αλλά χωρίς βάση, υπάρχει κορυφή;
«Ο
ΓΑΡΙΖΑΣ ή ΓΑΡΙΛΑΣ» ΚΑΙ Ο …ΧΡΟΝΙΣΜΟΣ…
Τα τραγούδια του Μάρκου χαρακτηρίζονται
σαν «χρονομετρικά». Έχουν δηλαδή ειδική εκφραστική χροιά σε ότι αφορά το
παίξιμό τους, στον τόνο, χρόνο και ρυθμό, όποιον μουσικό «δρόμο» κι’ αν ακολουθούν. Σήμερα
θα λέγαμε πως σαν να υπήρχε σ’ αυτά κάτι σαν «μετρονόμος».
(Χρονομετρικά, λες και… χτυπάει
μετρονόμος σπαθί, με τη… μία!..)
Ο λόγος ότι πριν τα «βγάλει» στην
κυκλοφορία, στην πιάτσα, ο ίδιος αλλά και φίλοι του τα… χόρευαν. Και για να
«εγκριθούν» απ΄ τον ίδιο θα ‘πρεπε να ταιριάζουν απόλυτα στον ρυθμό, τον
βηματισμό του χορευτή. Με ιδιαίτερη λοιπόν επιμονή, δοκίμαζε, «τεστάριζε» το
«βάρος», «στακάτα», τα χορευτικά βήματα, από μόνος του!...
Σχετικά
με τα παραπάνω παλαιότεροι στον Πειραιά έχουν να διηγούνται: Είχε, λέει, τότε
έναν φίλο -στο κρασί και στα… λιβάνια-, κάποιον Γαρίζα ή Γαρίλα, λουλουδά
το επάγγελμα(είχε ανθοπωλείο). Για τον
Μάρκο αυτός ήταν ο μεγαλύτερος χορευτής που γουστάριζε-τον παραδέχονταν. Γι’
αυτό σε κάθε πρόθεσή του να γράψει ένα τραγούδι, τον έβαζε και του το χόρευε να δει αν ταιριάζει στα βήματα.
Τότε και το τελείωνε – το γραμμοφωνούσε. Τον είχε σαν βάση.
Τα
αραμπιέν, το καραντουζένι, τα γιουρούκικα, μόνον ένας τα ‘παιξε. Και μέχρι σήμερα κανένας. Μόνον ο Μάρκος ήξερε όσο κανένας άλλος
αυτά τα κουρντίσματα. Τρείς
από τους παλιούς ήταν μεγάλοι χορευτές: Ο Μάρκος στο γιουρούκικο, ο Παπαϊωάννου
στο καμηλιέρικο και ο Μπάτης στο απτάλικο.
Τον
είπαν «κοντραμπάσο» για τη φωνή του, την «πριονάτη», όλο… γρέζι και …βάθος. Ο Ζύλ Ντασσέν τον αποκάλεσε «Μπάχ» της Ελλάδας!.. Ο
Σπύρος ο Λάππας από την Καρδίτσα τον είπε «Συμπαντάρχη» και του έμεινε. Κι’ ο Νέαρχος ο Γεωργιάδης
τον αποκάλεσε «Τελευταίο Έλληνα
Ραψωδό»! (Χριστοφιλάκης).
Ο ίδιος, υπήρξε ο δημιουργός που αφουγκράστηκε
απόλυτα το σφυγμό των ανθρώπων του μόχθου. Πάνω απ’ όλα, όμως ήταν… άνθρωπος.
Φιλότιμος, ντόμπρος, πονεσιάρης, μπεσαλής,
ευαίσθητος και …παραπονιάρης.
Το πόσο
παραπονιάρης και πικραμένος ήταν φαίνεται σε απόσπασμα απ’ το παρακάτω τραγούδι του, όπου… παραβλέπει τα… γήινα και μιλά
με το… φεγγάρι:
«ΤΟ
ΦΕΓΓΑΡΙ»
«Χιλιάδες χρόνια στα ψηλά
συντρόφους έχεις τ’ άστρα.
Αποφευγέτηνε τη γη
γιατί είναι ξελογιάστρα.
#
Ποτέ μη θες φεγγάρι μου
ανθρώπους να γνωρίσεις.
Γιατί τα βάσανα της γης
κι΄
εσύ θα τ’ αποκτήσεις.
----------------------------------
Οι άνθρωποι είναι κακοί
στη γήινη τη σφαίρα.
Κι’ από τη γη δεν πρόκειται
να δεις μια άσπρη μέρα».
«ΤΙ ΠΑΘΟΣ …ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ…!!!»
Πρέπει να γίνει
ξεκάθαρο: Όπως και σε άλλο σημείο στο παρόν αναφέρεται, αυτοί οι άνθρωποι
(οι ρεμπέτες), στην κατοχή και αμέσως μετά πέρασαν δύσκολα. Όσοι
δεν πέθαναν από ασιτία και αρρώστιες, μη έχοντας άλλη διέξοδο,
φορτώθηκαν το «όργανο» και βγήκαν στη… γύρα -σε μικρά κουτούκια-
για το ελάχιστο μεροκάματο.
Η
«πιάτσα» τότε, για να κονομήσει κανείς «παιχνιδοπαίχτης» κανένα
φραγκοδίφραγκο ήταν μικρά ταβερνεία κοντά στον Αη-Γιάννη τον Ρέντη (τα
περίφημα «κοτοπουλάδικα» όπως τα έλεγαν), όπου αποβραδίς σύχναζαν διάφοροι χασαπάδες, μικροέμποροι, μεροκαματιάρηδες-βιοπαλαιστές
κ.α. για να πιούν κανένα κρασί και να διώξουν την κούραση της ημέρας.
Χαρακτηριστικό είναι το
περιστατικό, όπου στα 1950, ο Μάρκος έχοντας να συντηρήσει οικογένεια,
παίρνει παραμάσχαλα το όργανο και κάποιο βράδυ μπαίνει σ’ ένα απ’ αυτά, στο κουτούκι του Παναγή του Σοφιάδη.
Μαζί του ένας πιτσιρικάς, ένας από
τους γιούς του, που κρατά το «πιατάκι» την ονομαστή «σφουγγάρα», για
τα ελάχιστα , τα «ψιλά» από τους θαμώνες. Πασχίζει να παίξει κάποιο τραγούδι
του, αλλά μια παρέα του μαγαζιού απότομα και προσβλητικά
τον σταματά, του λέει να φύγει, τον διώχνει, φωνάζοντάς του ότι προτιμά ν’
ακούσει μουσική από το «Τζουκ-Μπόξ» του μαγαζιού (μόλις τότε είχαν
πρωτοβγεί). Τον πνίγει το
παράπονο. Το… καρύδι στο λαιμό… ανεβοκατεβαίνει. Πάει να… σκάσει απ’ τη
στεναχώρια. ένα δάκρυ αρχίζει να ζώνει τα μάγουλά του.
Απελπισμένος, με βήμα βαρύ,
βγαίνει από την ταβέρνα, κοντοστέκεται, μπροστά αυτός, πίσω ο πιτσιρικάς ο γιός του , πάει
λίγα μέτρα παραπέρα, κάθεται σε ένα παγκάκι, βγάζει το
πακέτο απ’ τα τσιγάρα και γράφει ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια
του, όπου «βγάζει» όλο τον πόνο, τη συγκίνηση και τη στεναχώρια
του για την προσβολή που δέχθηκε:
«Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου,
όλοι να θέλουν τη ζωή ,κι’ εγώ
το θάνατό μου.
#
Απελπίστηκα
μανούλα μου, να υποφέρω,
κουράστηκα, μεσ’ στη ζωή το χάρο να γυρεύω
#
Όσο
είναι η νύχτα σκοτεινή, έτσι είναι και η καρδιά μου
και
σαν τη σιγανή βροχή, τρέχουν τα δάκρυά μου.
#
Θα πάω να εύρω μια σπηλιά, με πέτρες και με
χώμα,
κι’ εκεί θ’ αφήσω πιο καλά, ζωή, ψυχή και
σώμα.
#
Απελπίστηκα μανούλα μου, να υποφέρω,
Κουράστηκε μεσ’ στη ζωή το χάρο να γυρεύω…»
(Πρωτοκυκλοφόρησε στα 1960. Στο Τραγούδι ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης).
Αυτός ο άνθρωπος ζούσε
για να γράφει και έγραφε για να… ζει, να κρατιέται… όρθιος! Κι΄ έγραφε-μέρα-νύχτα ό,τι έβλεπε, ό,τι
άκουγε, ότι τον… τριγύριζε, ό,τι του έφερνε η ώρα, ο λογισμός και η… ψυχή
του. Για την «πάρτη» του, αλλά και τον κόσμο που ήταν…
πονεμένος!...
Χρονογραφικά, κοινωνιοκεντρικά,
απόλυτα αποτυπωτικά λαϊκών βιωμάτων, τα τραγούδια του Μάρκου δεν αντέχουν τον
λαϊκίστικο κριτικό λόγο. Εκφράζονται με στόμφο, μακριά από πλατειασμούς και
σχολαστικισμό. Γι’ αυτό και φωτίζουν πρόσωπα και πράγματα με ενδιαφέρον
πρωτοφανέρωτο. Διέπονται από αξιοπρεπή εκλαΐκευση. Η αμεσότητά τους από την
αρχική γνωριμία ως την… γοητεία είναι η αιτία που μας θέλγουν. Μόνο ο Μάρκος
μέσα απ’ αυτά μετατρέπει φιγούρες «μυθολογίας» σε υποκείμενα ιστορίας. Κανείς
δεν δικαιούται πάνω τους συνήθεις αυθαιρεσίες, ανιστόρητους αφορισμούς, αιρετικότητα
και συμβιβασμούς. Ούτε δόλιο υπερτροφικό δημόσιο μουσικοκριτικό λόγο. Ο
Μάρκος ποτέ δεν «έκλεψε» μουσική –ρυθμούς και στίχο. Θυμόταν όμως. Θυμόταν,
τιμούσε και δεν δίσταζε να διαμορφώσει με ιδιόμορφη στιχουργική δεινότητα
πολλά ακούσματά του. Από τη Σύρα, παιδί ,είχε αυτά τα βιώματα γι΄ αυτό αργότερα
και στον Πειραιά τιμούσε, σέβονταν, δεν άγγιζε και εκτιμούσε
δημιουργίες συγκαλλιτεχνών ομοίων του. Αντλούσε μουσική δημιουργικότητα από
τα μικρασιατικά ακούσματα και της θάλασσας την αρμύρα του τόπου που τον
γέννησε. Από την παραδοσιακότητα της Σύρας και της Σμύρνης.
Γι’ αυτό
και ποτέ δεν εναντιώθηκε σε όποιον τον… χρησιμοποίησε και τον εκμεταλλεύτηκε μουσικά. Και ανάλογα με την
βιωματικότητά του έγραφε. Για το παραπάνω τραγούδι, το «Τι πάθος ατελείωτο» ή
«Απελπίστηκα», βρέθηκαν κάποιοι και το συσχέτισαν με έναν περιούσιο αμανέ με
τίτλο «Απελπισία έγινε».
«Απελπισία έγινε το πάθος το δικό μου.
Μονάχα ένας
θάνατος είναι το γιατρικό μου».
Γεγονός
πως πάμπολλες λέξεις του έχουν εμφανή ταυτοσημία με το «Τι πάθος
ατελείωτο». Αλλά ποιος μπορούσε να απαγορεύσει σε έναν Μάρκο με φόρτιση
ατελείωτη αυθόρμητα – στιγμιαία, εκφραζόμενος ,να αποτυπώσει συναισθήματα…
δύσκολα ,αφού θυμήθηκε, έστω, έναν αμανέ του 1929; Αυτό του ήρθε στο
μυαλό τη δεδομένη στιγμή και αυτό αποτύπωσε. Όμως με τρόπο δικό του,
αλλιώτικο.Tα
παραπέρα είναι θεωρίες. Τώρα, για την ιστορία, ο συγκεκριμένος αμανές
τραγουδήθηκε:
Μπερτσικιάρ
Aμανές.Αντώνης
Νταλγκάς. Δίσκος HMV AO-365/BW-2970.1929.
Χουζάν
μανές.Κώστας Ρούκουνας. columbia DG-129/WG-196/1931.
Κιουρντού
μανές.Χαραλ.Παναγής. Δίσκος colymbia DG-6171-GG
1315/1935.
Κιουρντού
μανές. Χαραλ. Παναγής. Δίσκος Odeon GA-1315.
Σε δύο
ακόμη αμανέδες υπάρχουν στιχουργικά ίδιες λέξεις.
1.-Εμένα
πρέπει μια σπηλιά.
Εμένα
πρέπει μια σπηλά σ’ αραχνιασμένο χώμα.
Εκεί
ν’ αφήσω κόκκαλα, ζωή, ψυχή και σώμα.
Πειραιώτικος μανές. Κ. Νούρος. Δίσκος PATHE X-80187/70236/1930.
2.-Θα πάω
να εύρω σπήλαιο.
Θα
πάω να εύρω σπήλαιο να βάλω το κορμί μου
Να
πάψουνε οι πόνοι μου κι’ οι αναστεναγμοί μου.
Μανές. Το Nέον
Τζιβαέρι. Λέων Σμυρναίος. Δίσκος VICTOR 68808/38449/1927.
«Εντός, εκτός και επί τα… αυτά!»
«Να γιατί ο Μάρκος θεωρήθηκε δίκαια «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου. Κι΄ όχι
μόνον γι’ αυτά. Γιατί ήξερε όσο κανείς άλλος τους «δρόμους», τις παραδοσιακές
κλίμακες και τα κουρδίσματα του τρίχορδου μπουζουκιού (και όχι του
τετράχορδου). Ήξερε τα «βυζαντινά» και της φυλακής τα «ντουζενάτα», όχι
ευρωπαικά, καραντουζένι, συριανό, αρα-μπιέν, ανοιχτά, από σόλ… Γιατί από ένστικτο, είχε συνείδηση της
συνέχειας του ελληνισμού, τραγουδώντας για τους αρχαίους σαν να ήταν σύγχρονοί του. Γιατί είχε
χιούμορ!... Γιατί ήταν μάγκας κι’ αλανιάρης, μα και οικογενειάρχης
σωστός. Γιατί αν και βρέθηκε στη δίνη της εμπορικότητας δεν προσχώρησε στο παιχνίδι, αλλά κρατήθηκε
«εντός, εκτός και επί τα αυτά». Γι’ αυτό και πλήρωσε με αίμα το περιθώριο που
τάχθηκε να διακονήσει…
Ο
μεγάλος ο γιός του ο Στέλιος λέει: -Κάθε πρωί που γυρίζαμε στο σπίτι απ’ τη «γύρα» στα μαγαζιά, έκλαιγε. Σου λέει, εγώ ο Μάρκος πως έγινα
έτσι; Κι’ όταν πέθανε,
πήγαμε και πήραμε χρήματα από την ΑΕΠΙ για να τον κηδέψουμε! Για μια
αξιοπρεπή κηδεία…».
«…Στο
μεταξύ με την νεκρανάσταση του ρεμπέτικου έστω και μετά θάνατον ο Μάρκος ήρθε
στο προσκήνιο με ευλαβικές αλλά και με ιερόσυλες επανεκδόσεις και
επανεκτελέσεις τραγουδιών του. Τώρα οι έμποροι ταύροι σε υαλοπωλείο- πότε
τον… ξεθάβουν πότε τον αγνοούν. Αφήστε λοιπόν το Μάρκο ήσυχο στον αιώνιο ύπνο
του. Δεν προσφέρεται για το παιχνίδι του μάρκετιγκ και των Βίντεο Κλίπ, ούτε
των χρυσών δίσκων. Ούτε μνημόσυνα χρειάζεται. Αρκεί ο στίχος του ποιητή:
«Γειά σου ρε Μάρκο Βαμβακάρη,
της μοναξιάς μας ουρανέ…
Πού ’κοβες βόλτες στο φεγγάρι
κι’
έλεγες δύσκολα το ναι»…
(Νίκος
Γκάτσος: «Τα κατά Μάρκον») - Λ. Λιάβας.
«Στο
νησί, στη Σύρα, από μικρός , «αμάλλιαγος», έκαμα δουλειές
πολλές. Και σε κλωστήριο με
τη μάννα μου και εφημερίδες να πουλώ και σε μπακάλικο κι’ άλλες πολλές.
Ότι να μαζεύω καμιά δεκάρα για τον πατέρα μου. Ύστερα πήγαινα έξω απ’ τα
μαγαζιά κι’ άκουγα. Πότε δυο τρείς που παίζανε κάτι σαν μπουζούκια, γόνατα
και τσιβούρια τα λέγανε και βγάζανε ήχο σχεδόν παρόμοιο με του μαντολίνου.
Και τη λατέρνα την άκουγα
άμα πέρναγε. Όπου ο λατερναντζής με πήρε παραπαίδι και μούδωνε καμιά δεκάρα να φορτώνομαι τη λατέρνα.
Γι’ αυτό λέω πως εγώ ο
Μάρκος τη μουσική από μικρός τη γουστάρισα και τη φορτώθηκα. Εγώ τη μουσική
τη… φορτώθηκα. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Ήμουνα 13, μικρός αλλά ψηλός για την
ηλικία μου. Κι ύστερα
ξαναγύριζα στα μαγαζιά κι’ άκουγα αυτούς που παίζανε. Ωραία παίζανε. Μου
παίρνονταν η ψυχή ν’ ακούω κι’ όλο ν’ ακούω. Ήταν αυτοί γεννημένοι πριν τα 1900 πολύ
και τα ήξεραν τα όργανα. Όλοι
παίζαν μερακλίδικα. Ο Μανωλάκης ο Τρισίμισυ, ο Στραβογιώργης, ο Βαφέας ο
Φραγκοσυριανός, ο Καραγιάννης ο κουρέας, ο Μαούτσος, ο Ανδρικάκης, ο
Παγκαλάκης, παίζαν και ξεχώριζαν. Κι’ εγώ εκεί, να τους ακούω με τις ώρες. Μου άρεσε
από τότε το μπουζούκι. Στη
Σύρα απ’ αυτούς το πρωτοάκουσα. Στον Περαία το ’μαθα κι’ έγινα ο Μάρκος. Ορκίστηκα να το μάθω και το
’μαθα καλά!...».
«Ο… ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ… ΛΟΓΟΣ»
«Επαίζαμε
τότες εκεί στη μάντρα, στο Σαραντόπουλο εμείς. Εγώ, ο Γιώργης ο Μπάτης, ο Αρτέμης(Ανέστος Δελιάς) κι’ ο Στράτος.
Ωραία κομπανία! Κοντά στο ’34. Παίζαμε τα δικά μας, τα Πειραιώτικα. Κι’
ερχότανε και μας άκουγε ντουνιάς από την Αθήνα, τον Περαία κι’ απ’ αλλού. Κόσμος
πολύς!.. Άπειρος κόσμος, πολύς! Κι’ εμείς παίζαμε τα ντέρτια μας και
τα παράπονά μας που ήτανε και
ντέρτια και παράπονα του κόσμου. Μεγάλη λαϊκή ορχήστρα. Πρώτη φορά! Μεγάλη
δουλειά. Ε!...».
«…Οι άνθρωποι αυτοί, φτωχοί και
ρέστοι, σαν άκουγαν τα πάθη τους που γίνονταν τραγούδι, τραγούδαγαν κι’
αυτοί μαζί μας. Ξεχνιόντουσαν για λίγο. Παίρναν κουράγιο και σπρώχναν
τη ζωή για να πάει παρακάτω. Γιατί ήταν δύσκολη η ζωή, κλεισμένη,
αφόρητη και πώς να τη σηκώσεις. Αν πέθαινε το όνειρο, τελείωνες κι’
εσύ μαζί. Η μουσική μας ήτανε που κράτησε το όνειρο, γιατί αυτή γινότανε τ’
αντίδοτο στης φτώχειας το φαρμάκι.
Όσο σκληρή κι’ αν ήταν η ζωή, μαλάκωνε
σαν ήξερες ότι το βράδυ
θα πέρναγε από την Κοκκινιά και το Κερατσίνι ο Μάρκος και του Πειραιώς
η Ξακουστή Τετράς, να πούμε τα δικά μας ,να κάνουμε τραγούδι και χορό
τα ντέρτια και τα παράπονά μας. Εγώ τα λέω αυτά, ο Μάρκος, το
Συριανάκι, που στη ζωή δεν πείραξα κανέναν, όπου αγάπησα
πολύ, άφησα όνομα καλό, τρία παιδιά λεβέντες κι αξιώθηκα
να γίνω ποιητής, μπουζουκντζής, τραγουδιστής και χορευτής, αριστοκράτης και… χαμάλης!»…
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
|
Κορυφαίος ο Μάρκος...
ΑπάντησηΔιαγραφή