Το Νεχώρι Υπάτης κατά της τουρκικής σκλαβιάς
(Του Γεωργίου Αθ.
Σκούρα)
Το Νεχώρι είναι ένα χωριό που βρίσκεται κοντά στην κορυφή της Οίτης στα σύνορα της Φθιώτιδας μα την Παρνασσίδα
και Δωρίδα.
Η επίσημη ονομασία του στους χάρτες και στα
κιτάπια της πολιτείας είναι Νεοχώριον
Υπάτης. Είναι χτισμένο ανάμεσα σε
απρόσιτες και δασώδεις βουνοκορφές
που σχηματίζονται από την Οίτη και τα Βαρδούσια με τους ορεινούς όγκους των οροσειρών τους και έχει 1300 μέτρα υψόμετρο.
Η τοποθεσία του αυτή προσδιορίζει και το ρόλο που έπαιξε τόσο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας στους αγώνες του έθνους για την απελευθέρωση, όσο και στα χρόνια της Μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Ήταν πάνω στην κεντρική οδική
αρτηρία μεταξύ Φθιώτιδας-Θεσσαλίας και Βόρειας Πελοποννήσου, καθώς και
στο πέρασμα από την Ευρυτανία -Άγραφα για την Παρνασσίδα-Βοιωτία. Από το Νεχώρι περνούσαν βασικοί
πλακόστρωτοι δρόμοι1: Ένας από
Νταουκλί (Δομοκό) - Ζητούνι - Πατρατζίκι - Μονή Αγάθωνα - Νεχώρι -Μακρυκάμπι - Μουσουνίτσα - Λιδορίκι. Άλλος από Ήπειρο - Θεσσαλία - Ρεντίνα - Μακρακώμη - Βίστριτσα
(δεξιά ή αριστερά) - Μακρυκάμπι - Μουσουνίτσα - Λιδορίκι. Από το Λιδορίκι ένας δρόμος κατέληγε στη Ναύπακτο - Ρίο - Παλιά Πάτρα κι ένας
άλλος στην Ερατεινή - Αίγιο (Βοστίτσα).
Τρίτος δρόμος ήταν από Άγραφα
- Ευρυτανία - Γαρδίκι - Σέλιανη - Μακρυκάμπι - Μαυρολιθάρι - Γραβιά - Βοιωτία. Κι ακόμα ένας άλλος δρόμος
μέσα στα βουνά περνούσε απ’ το Νεχώρι, τις Καταβόθρες και κατέληγε Παύλιανη - Γραβιά κ.λπ.
Όλοι αυτοί οι δρόμοι ήταν περάσματα από τους αρχαιότατους ακόμα
χρόνους και χρησιμοποιούνταν για τις
μετακινήσεις πληθυσμών και διαφόρων στρατευμάτων.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας από τους δρόμους αυτούς περνούσαν
οι αγγελιοφόροι, οι ταχυδρόμοι, οι
χαρατσήδες (φορατζήδες) και τα
στρατεύματα των Τούρκων στις διάφορες αποστολές τους προς Βορρά και
Νότο.
Τα ίδια αυτά περάσματα χρησιμοποιούσαν και τα κλεφταρματολικά σώματα που έδρασαν την Ίδια εποχή της σκλαβιάς αλλά και στη διάρκεια της
Επανάστασης. Μα και στις μέρες μας
στη Γερμανοϊταλική κατοχή τ’ αντάρτικα σώματα από τις Ίδιες στράτες
πέρναγαν.
Για το λόγο αυτό το Νεχώρι κατείχε σημαντική στρατηγική θέση. Ήταν
το κυριότερο δερβένι (πέρασμα) της
περιοχής. Ακόμα το Νεχώρι ήταν ένα σημαντικό Κεφαλοχώρι της Ρούμελης, ορεινό με μεγάλη κτηνοτροφία, στάνες
και τσελιγκάτα σκορπισμένα στους απέραντους βοσκότοπους της περιοχής του (46 χιλιάδες στρέμματα έκταση). Ο πληθυσμός του, κατά την καταγραφή πού έκαμε ό Γάλλος πρόξενος και περιηγητής Πουκεβίλ το 1810, ανέρχονταν σε 300 κατοίκους2. Αλλά και πιο μπροστά είχε τον Ίδιο πληθυσμό, γιατί όπως λέει ή παράδοση, - επιβεβαιώνεται από ιστορικές
πηγές - όταν έπεσε το μόλεμα3, στο Νεχώρι υπήρχαν εξήντα οικογένειες
(60x5 = 300), απ’ τις οποίες σώθηκαν
6-7 και ξανάφκιασαν το χωριό. Η ύπαρξη του χωριού, με τε στοιχεία που έχω συγκεντρώσει, συμπεραίνω πως φτάνει μέχρι τα χρόνια της
Άλωσης. Μα και ο οικισμός με τη
μορφή χτισμένων σπιτιών να μην ήταν τότε, θα πρέπει οπωσδήποτε να ήταν
τσοπάνικος οικισμός με καλύβες. Το τείχος της Πάθενας με το μικρό του κάστρο, ερείπια του οποίου σώζονται ακόμα, μαρτυρεί την ύπαρξη κάποιου
οικισμού κατά τη Βυζαντινή ή μάλλον την Καταλανική περίοδο του Δουκάτου των Νέων Πατρών, για την προστασία του οποίου χτίστηκε.
Πάντως στα χρόνια της Τούρκικης
σκλαβιάς ήταν χωριό που κατοικούνταν
κύρια από κτηνοτρόφους και λίγους
γεωργούς. Εδώ είχαν καταφύγει οι
κυνηγημένοι από τον κάμπο της Φθιώτιδας, της Θεσσαλίας και των ορεινών περιοχών των Αγράφων, των Τζουμέρκων και της Ηπείρου. Πολλοί Σουλιώτες κυνηγημένοι απ’ τη μανία του
Αλή Πασά βρήκαν αποκούμπι και
στρέχιασαν στο Νεχώρι.
Η περιοχή του και η μορφολογία του εδάφους του προσφέρονταν για
καταφύγιο των ανυπόταχτων αγωνιστών. Οι συνθήκες της εποχής δικαιολογούσαν κάτι τέτοιο. Οι Τούρκοι, αμέσως με την κατάκτηση της χώρας μας, πιάσαν όλα τα εύφορα
και πεδινά
μέρη,
όπου εγκαταστάθηκαν διώχνοντας τους ρωμιούς ιδιοκτήτες4. Όσοι έμειναν στα χωράφια καλλιεργητές έγιναν
ραγιάδες στους Τούρκους. Οι άλλοι
πήραν τα βουνά κι εγκαταστάθηκαν
όπου το έδαφος τους επέτρεπε. Εκεί φκιάσαν τα προβατάκια τους, τα γίδια
τους, βόδια κι αλογομούλαρα. Ξεχέρσωσαν πλαγιές φύτεψαν πατάτες, φασόλια, καλαμπόκι, βρίζα και λίγο σιτάρι για να ζήσουν. Στήσαν καλύβες στην
αρχή
κι ύστερα
χτίσαν
πέτρινα
σπιτάκια και μετά σπίτια αρχοντικά.
Το φευγιό αυτό για τα βουνά δημιούργησε τα ορεινά χωριά. Στην αρχή μικρά
και σκόρπια,
μα αργότερα
συγκεντρωμένα και πολυπληθή, τα Κεφαλοχώρια5. Στα Κεφαλοχώρια κρατήθηκε άσβεστη η φλόγα της ρωμιοσύνης, η γλώσσα, η θρησκεία, τα ήθη και έθιμα, τα τραγούδια, οι χοροί κι η Ελληνικότητα της φυλής. Είχαν αυτοδιοίκηση με τους δημογέροντες και τους τσελιγκάδες και μόνοι πλήρωναν το χαράτσι
στον Τούρκο πασά για να μην τους
ενοχλεί.
Ένα τέτοιο Κεφαλοχώρι ήταν και
το Νεχώρι. Η θέση του το είχε κάμει ένα από
τα κυριότερα λημέρια των αρματολών
και των κλεφτών της Ρούμελης. Στις στάνες και στις στρούγκες του ξαπόσταιναν τα παλικάρια και βρίσκαν μια μπουκιά ψωμί, γάλα, τυρί και κρέας.6 Στις χωματένιες ταράτσες των πλαγιερών εξωχώραφων, που ήταν εξοχικές αποθήκες της σοδειάς, απάγκιαζαν και
ξεχειμώνιαζαν.
Πολλά τοπωνύμια της περιοχής του
Νεχωριού, οφείλονται στη δράση ξακουστών κλεφτών. Παράδειγμα: στου Δρόσου και στου Κολομέτσου, στου Μπάκου και στου Κακλαυγέρη, τοποθεσίες που οφείλουν τ’ όνομά τους σε ομώνυμους κλεφταρματολούς των χρόνων της Τουρκοκρατίας.
Το τραγούδι
του Βλαχοθανάση,
που τραγουδιέται ακόμα και σήμερα, μαρτυρεί πως ο Ρουμελιώτης αυτός ήρωας λημέριαζε και στο Νεχώρι και ο ηρωικός του θάνατος μένει ζωντανός.7
Το τραγούδι του Γιουσούφ Αράπη, με το οποίο αρχίζει το πανηγύρι στην πλατεία, μαρτυρεί το πέρασμα απ’ το
Νεχώρι του τρομερού αυτού Τούρκου
πασά κι αποτελεί πικρή ανάμνηση του χαλασμού που φαίνεται πως πλήρωσε το χωριό κι ακόμα δεν μπορεί να το
ξεχάσει8.
Ο Αντρούτσος ο πρωτοκαπετάνιος κλεφταρματολός στις καταβόθρες είχε τα λημέρια του.9 Ο Γυφτάκης και ο Καλέμης, κλέφτες-ήρωες δημοτικού τραγουδιού, ψηλά στην καταβόθρα αποκλείστηκαν10.
Καταβόθρα,
στα χρόνια της σκλαβιάς, έλεγαν την
Οίτη11, που η ψηλότερη κορφή της είναι στην περιοχή του Νεχωριού.
Ακόμα το μόλεμα (επιδημία πανούκλας), που έπεσε στο Νεχώρι και το ξεκλήρισε σχεδόν, όπως λέει ή
παράδοση, μαρτυρεί πως την εποχή
εκείνη, που οι Ενετοί μάχονταν με τους Τούρκους12, οι στρατοί των αντιπάλων περνούσαν κι από το Νεχώρι. Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε
και τούτο. Στοιχεία θετικά και πληροφορίες από γραφτές ιστορικές πηγές και αρχεία, σχετικά με συγκεκριμένη δράση
των κατοίκων
του Νεχωριού
στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, δεν έχουμε. Εκτός από αυτά που διασώθηκαν από την προφορική παράδοση και τα δημοτικά μας τραγούδια.
Γενικά όμως μπορούμε να πούμε
πως και το Νεχώρι πρόσφερε ότι και
όλη η περιοχή μας. Ο αγώνας του είναι συνυφασμένος με τον αγώνα όλης της Φθιώτιδας και πιο στενότερα
της περιοχής Υπάτης. Ιδιαίτερα με
τους αγώνες που έγιναν στα βουνά του
και στη δική του γεωγραφική περιοχή, καθώς και της ορεινής περιοχής της Δωρίδας και Παρνασσίδας.
1. Ν. Ξ. Σταματόπουλου: Ιστορία ενός χωριού όπου εγεννήθη ο Διάκος - Πως είδε την Αν. Στερεά Ελλάδα ο Άγγλος περιηγητής Ληκ: μετάφραση Ιερέως Γ. Στάθη. Περιοδικό: Στερεά Ελλάς. Τ 40/1972. Τα 135/1980. - Αθ. Κόλια -Δερμιτζάκη: Τρεις ανέκδοται επιστολαί αφορώσαι εις την μάχην της Άμπλιανης. Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών. Τομ. Δ΄ σ. 147 - Ε. Ζαμάνου: Η εκστρατεία του Δράμαλη, σ. 26, 29.
2. Ι. Βαρτσέλα: «Φθιώτις, η προς νότον της Όρθρυος», Αθήναι 1907, α. 475.
3. Μόλεμα ήταν η επιδημία πανούκλας που έπεσε στη Ρούμελη γύρω στα 1687-1690, Βλ. Γ. Φίνλεη: Ιστορία της Τουρκοκρατίας και Ενετοκρατίας στην Ελλάδα», Αθήνα 1858: σ. 219 κ.ε. - Κ. Σάθα: Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, Αθήνα 1962 σ. 367. - Θ. Λαϊνά: Η Μητρόπολις Ν. Πατρών, Στερεοελλαδική Εστία Τ. 2/3 σ. 142.
4. Εκδοτική Αθηνών: Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους. Τ. ΙΑ΄σ. 145.
5. Εϊτχάλ: Η Ελλάς του 1833-1835. Αθήνα 1963. σ. 67.
6. Φθιωτικά Χρονικά, Λαμία 1980. Τ. 1: Γ. Σκούρα: Οι κτηνοτρόφοι και οι τσελιγκάδες της Φθιώτιδας στα 1821, σ. 97.
7. Δ. Παπαναγιώτου: Νεχωρίτικα, Τραγούδια Αθήνα 1977, σ. 124 - Τ. Λάππα: Η κλεφτουριά της Ρούμελης και τα τραγούδια της.
8. Δ. Παπαναγιώτου: Νεχωρίτικα Τραγούδια, σ. 122 - Γ. Σκούρα: Ο κλειστός χορός και τραγούδια στο Νεοχώρι Υπάτης. Περ. Στερεά
Ελλάς Τ. 58/1974.
9.
Δ. Σταμέλου: Το λιοντάρι της Κλεφτουριάς. Ανδρούτσος ο Πατέρας του Οδυσσέα. Αθήνα 1977.
10. Ζ. Ξηροτύρη: Καταβόθρες της Οίτης και το δημοτικό τραγούδι, περιοδ. Νεχωρίτικα Νέα Τ. 6/1978.
11. Κ. Ρωμαίου: Ελληνική Λαογραφία και Γεωγραφία. Ελλάς Τ. Α έκδοση Γιοβάνη Αθήνα 1969, σ. 60.
12. Γ. Φίνλεη: Ιστορία της Τουρκοκρατίας και Ενετοκρατίας στην Ελλάδα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παραπάνω είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Γεωργίου Αθ. Σκούρα:«ΤΟ ΝΕΧΩΡΙ ΥΠΑΤΗΣ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ» (Αγωνιστές Μαρτυρίες και Κείμενα).
Επιμέλεια -
Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου