Ο καιρός τών Τσιγγάνων εν Ελατεία
Του Παναγιώτης Δημάκη, υπεύθυνου ιστορικού αρχείου Δήμου Αμφίκλειας-Ελάτειας
Σαν τα διαβατάρικα πουλιά, επέστρεφαν, κατ' έτος, οι Ομάδες τών Τσιγγάνων, στήν κοιλάδα τού Κηφισού κατά μήκος και στα ανοίγματα τού ποταμού και στήν Χώρα τής Ελατείας και έστηναν τα "τσατούρια" , γύρω από τα οποία στριφογύριζε, ένα σμήνος, από ανιπτόποδο, ξεμαλλιασμένο παιδομάνι, πρίν επιπέσει, στα κήπια και στα λιγοστά οπωροφόρα, μία θάλασσα χρωμάτων, πού ζωντάνευε, τα θερισμένα χωράφια. Οι "Άντροι" , ερευνούσαν τα παρόχθια, για αδέσποτα πουλερικά και σκατζοχέρια, ενώ οι γυναίκες άναβαν τις φωτιές και ετοίμαζαν το φτωχικό βραδινό, στο τσουκάλι. Οι τσιγγάνοι αυτοί, ήσαν καλαθοπλέκτες, Τσαμπάσηδες μυστακοφόροι, με το καμουτσίκι στο χέρι, έτοιμοι, ζωέμποροι και πρακτικοί κτηνίατροι, με ειδική φορεσιά, ραμμένη στο χωριάτικο στύλ, αλλά με διακριτές διαφορές, παντελόνι ντρίλινο με χωστές μπροστινές τσέπες, κάθετη πλακοραφή, λευκό πουκάμισο και τραγιάσκα, όλα ραμμένα, στα ραφτάδικα τής Ελατείας. Τήν καταγραφή αυτή επιχειρώ, όχι βέβαια, για τον βίο και τούς κοινωνικούς κώδικες, πού δεσμεύουν, τήν μικροκοινωνία των ακόμη, με όρια, πού ήδη παραβιάζονται και παραμορφώνονται, λόγω τών κοινωνικών αλλαγών και ανατροπών, αλλά για τήν διάσωση λεπτομερειών, πού ίσως είναι αργότερα, χρήσιμες στούς ερευνητές, αυτής τής κοινωνικής Ομάδας, πού πολλές αρχαϊκές δομές διασώζει.
Ο πολύχρονος συγχρωτισμός, η συνάφεια, με τούς συμπολίτες μας αυτούς και τα γραφόμενα μου, αποτελούν προσωπική μου, αυθεντική μαρτυρία, με τήν βοήθεια, τού κυρ Δημήτρη Μούστου. Ο κυρ Δημήτρης, πατέρας έντεκα τέκνων και η συμβία του, δύο αντιθετικά εξελισσόμενες μορφολογικά, παραστάσεις, σε στιγμές επικοινωνίας... Εκείνος με άψογο στύλ, σικ, αστάλαχτος, εκείνη με τον καλαίσθητο χρωματικό συνδυασμό... έξοχο δείγμα, εθνογραφικής μελέτης, σε απολογισμό πωλήσεων.
Αργότερα η βιομηχανική παραγωγή, εκτόπισε τα χειροποίητα αυτά, παρακολουθήματα, μεταφορικά και αποθηκευτικά, έργα από φυσικό υλικό και φρεσκάδα, παραγωγής, ακόμη και τής οικογένειας, πού σε μερικά δεν έλειπε η έμπνευση και χάρη, σε σχέδια και εκτέλεση, ιδίως στα νησιά. Τα βαριά τρυγοκόφινα, τα γαλίκια, οι κόφες και τα κοφίνια, ακολουθούσαν τούς παλιούς δρόμους, τού κάμπου, όπου υπήρχε παραγωγή και ζήτηση, με τήν σχεδόν αποκλειστικότητα, τής κατασκευής και εμπορίας, πού υπηρετούσαν οι συμπαθείς συμπολίτες μας Γύφτοι, πού κατοικούσαν στις παρυφές τής Ελάτειας, με επιτυχία. Ήταν η εποχή πού η λέξη Ρομά ήταν άγνωστη και το γύφτος δεν ήταν ακριβώς απαξιωτική η υβριστική αλλά συνήθης προσδιοριστική μίας ιδιαιτερότητας, πιθανά από την συνήχηση τού Αιγύπτιος. Αισθάνεται κανείς λύπη, συγκίνηση και απογοήτευση, όταν περιγράφει και καταγράφει, να καταγράφει, τα τελευταία οχυρά, πού πέφτουν, από την παλιά οργάνωση και τάξη, αλλά οι καιροί δεν συγχωρούν, ενώ άλλα κελεύουν σήμερα, σχηματοποιώντας ένα αβέβαιο μέλλον. Στην φωτό ο κυρ Δημήτρης Μούστος, ο γελαστός, αγαπητός μας συμπατριώτης, ίσως είναι ο τελευταίος, πού θα κλείσει τήν πόρτα, στο επάγγελμα αυτό, με το οποίο μεγαλώνει τα 11 παιδιά του, πάντα αισιόδοξος, εύθυμος και παρών, κόντρα στούς καιρούς, περιδιαβαίνοντας, διαπραγματευόμενος και πρόθυμος. Το παρόν ας θεωρηθεί Εγκώμιον στήν ταπεινή του παρουσία.
Μεγάλο δρόμο θα διαβής... Έλα να σε πώ... Ασήμωσε... Μαντολόγια, μαντζούνια, μαγικά, και μερικά λικνίσματα, ήταν ο εξοπλισμός στις τσιγγάνες, πού λύγιζαν και σείονταν και ξελίγωναν, τον άρρενα αγροδίαιτο πληθυσμό, με τα λάγνα, βαθύχροα μάτια και τα ευλύγιστα μέλη, έτοιμα να εκτελέσουν, ηδονικές, πολλά υποσχόμενες, χορευτικές φιγούρες, πού οι πολύπαθες συμβίες των, κατάκοπες από τήν γενική και οικιακή φροντίδα, είχαν αντίθετο και τον τοπικό, αυστηρό κώδικα κοινωνικής συμπεριφοράς, να στέλλει στα βάθη τής κολάσεως, τα παρεκλίνοντα μέλη... αχ... έρωτα !
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Εξαιρετική ανάρτηση!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό φθινόπωρο αγαπητέ φίλε μας.