Ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΣΠΕΡΧΕΙΟΥ
του Ευθυμίου Τάκη
Δικαιολογημένα ο Ηρακλής με τους άθλους του και το πλήθος των άλλων έργων του, καθιερώθηκε ως ο πιο συμπαθής ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, αφού εξόντωσε θηρία, παράξενα τέρατα που απειλούσαν την ανθρώπινη ζωή, αντιμετώπισε θρασείς υπονομευτές της κοινωνικής ζωής και αναδείχτηκε ο θρυλικός ευεργέτης της ανθρωπότητας.
Εκτός από τους γνωστούς άθλους, οι μύθοι αναφέρουν κι άλλα θαυμαστά έργα του, που αποτελούν δοκιμασία του θάρρους, της καρτερικότητας του κι εκθειάζουν την υπεράνθρωπη σωματική του ρώμη.
Ο ημίθεος Ηρακλής έζησε κι έδρασε για αρκετά χρόνια και τερμάτισε τη ζωή του μέσα στην κοιλάδα του Σπερχειού. Ας απολαύσουμε την πορεία του, μέσα από τις μυθολογικές αναφορές, σ’ αυτόν τον ευλογημένο τόπο που λέγεται Φθία.
Ο Ηρακλής, λοιπόν, κάποτε έφθασε στην πόλη Καλυδώνα για να ζητήσει σε γάμο τη Δηιάνειρα, την κόρη του βασιλιά Οινέα, αφού κάτι τέτοιο είχε υποσχεθεί στον αδερφό της, τον ήρωα Μελέαγρο. Για να την αποχτήσει όμως έπρεπε πρώτα ν’ αγωνιστεί εναντίον του Αχελώου ποταμού, που ήταν γιος του Ωκεανού και της Θέτιδας και ταυτόχρονα πρωτότοκος αδερφός των χιλιάδων θεών-ποταμών. Ο Αχελώος στη μάχη κατά του Ηρακλή, είχε τη δυνατότητα να εμφανίζεται άλλοτε με ανθρώπινη μορφή και ταυρίσιο κεφάλι, άλλοτε σαν γιγάντιο φίδι, άλλοτε σε τεράστιο ταύρο που με τα κέρατα του προσπαθεί να τρυπήσει τον ήρωα. Τελικά ο Ηρακλής κατορθώνει να του ξεριζώσει το ένα κέρατο. Ο Αχελώος ντροπιασμένος, ζητά πίσω το κέρατο από τον Ηρακλή, ο οποίος όμως για να το επιστρέψει απαίτησε, ως αντάλλαγμα, το κέρας της Αμάλθειας, της τροφού του Δία, που αργότερα έγινε γνωστό ως «Κέρας της Αφθονίας».
Ο παραπάνω αναφερόμενος μύθος έχει σχέση και με το Σπερχειό, αφού, σύμφωνα με τον Φρ. Στέιλιν, ο Σπερχειός ποταμός ονομάζεται και Αχελώος. Μάλιστα αρχαίος Αχελώος ονομάζεται κι ένας χείμαρρος που βρίσκεται ανατολικά της Λαμίας στην οροσειρά της Όθρης, στις όχθες του οποίου κατοικούσαν οι Παραχελωίτες. Κάποιοι συγγραφείς επίσης αναφέρουν την άμεση σχέση του Αχιλλέα και του Αχελώου, ως γιοι της θεότητας του νερού, της Θέτιδας.
Στην Καλυδώνα, όπου ζούσε ο Ηρακλής με τη Δηιάνειρα, πάνω σ' ένα γλέντι στο παλάτι του Οινέα, διαπληκτίστηκε με τον Οινοχόο Εύνομο, που δυστυχώς ξεψύχησε ύστερα από ένα δυνατό χαστούκι που του κατάφερε ο Ηρακλής. Ο πατέρας του νεκρού συγχώρεσε τον Ηρακλή, ο ίδιος όμως βασανιζόμενος από τις τύψεις και σύμφωνα με τις επικρατούσες τότε αντιλήψεις, υποχρεώνεται να αυτοεξοριστεί και να θέσει τον εαυτό του στην προστασία του βασιλιά Κήυκα της Τραχίνας στη Φθία, για καθαρμό. Φτάνοντας όμως στον πλημμυρισμένο Εύηνο (Φίδαρη), ο Κένταυρος Νέσσος προθυμοποιήθηκε να μεταφέρει στην πλάτη του απέναντι τη Δηιάνειρα. Στη διαδρομή ο Κένταυρος, θαμπωμένος από την ομορφιά δηλητήριο της Λερναίας Ύδρας, βέλη του. Ξεψυχώντας, πρόλαβε να συμβουλέψει τη Δηιάνειρα να μαζέψει το αίμα του που έτρεχε από την πληγή, για να αποκτήσει ένα ισχυρό φίλτρο, που θα της χρησίμευε σε περίπτωση που ο Ηρακλής θα έπαυε να της ήταν πιστός.
Μετά από αυτή την περιπέτεια ο Ηρακλής και η Δηιάνειρα έμειναν μόνιμα στην Τραχίνα της Φθίας.
Στις ευεργετικές ενέργειες του ήρωα, υπέρ των κατοίκων της Φθίας, συμπεριλαμβάνεται και το επεισόδιο με τους Κέρκωπες, κάτι φοβερούς ληστές που λήστευαν όσους διάβαιναν από τις Θερμοπύλες. Ήταν αδέρφια και ονομάζονταν Ώλος και Ευρύβατος. Επειδή σύντριβαν τους περαστικούς για να τους ληστέψουν τους αποκαλούσαν Άκμονα και Πάσσαλο, δηλ. αμόνι και παλούκι. Η μητέρα τους ήταν η Τιτανίδα Θεία, η οποία προειδοποίησε τους Κέρκωπες να φυλάγονται από τον Μελάμπυγον, αυτόν, δηλαδή, που έχει μαύρα οπίσθια.
Κάποια μέρα ο Ηρακλής αποσταμένος, καθώς ήταν, αποκοιμήθηκε στο δρόμο που οδηγούσε προς «Αλπηνούς», στο σημείο που σήμερα ορθώνεται ο «Μελαμπύγου Ηρακλέους λίθος». Δίπλα του ακούμπησε τα όπλα του, τα οποία προσπάθησαν ν' αρπάξουν οι ληστές. Ο ήρωας όμως ήταν μισοκοιμισμένος και μόλις τους πήρε είδηση τους άρπαξε με τις χερούκλες του και αφού τους κρέμασε σ' ένα ξύλο από τα πόδια, τους κουβαλούσε μαζί του με τα κεφάλια προς τα κάτω. Κρεμασμένοι καθώς ήταν γελούσαν τρανταχτά, κάνοντας και τον ίδιο τον ήρωα να γελάσει, οπότε τους απελευθέρωσε με την υπόσχεση να μην ξαναληστέψουν τους περαστικούς.
Ο μύθος αναφέρει ακόμη πως οι πηγές στις Θερμοπύλες έγιναν θερμές όταν ο Ηρακλής λούστηκε, προσπαθώντας ν’ απαλλαγεί από το δηλητηριασμένο αίμα του Κενταύρου Νέσσου. Έτσι από τότε εκεί αναδύονται δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις.
Ο Ηρακλής επισκεπτόταν συχνά τα θερμά λουτρά, όπου ανανέωνε τις σωματικές του δυνάμεις, που καταπονούνταν από τους άθλους του. Λέγεται ακόμη ότι τις πηγές αυτές δημιούργησε ο Ήφαιστος, με την παράκληση της Αθηνάς, για χατίρι του Ηρακλή. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο εκεί στην είσοδο των θερμών λουτροπηγών υπήρχε βωμός, αφιερωμένος στον ήρωα.
Ένα άλλο περιστατικό που πρέπει ν’ αναφέρουμε εδώ είναι η διαμάχη του Ηρακλή με τους Δρύοπες. Οι Δρύοπες ήταν μια φυλή που κατοικούσε στις πλαγιές της Οίτης. Ο ήρωας ζήτησε τροφή από τον Θεοδάμαντα, που τον συνάντησε να οργώνει με ξυλάλετρο ζεμένο σε δυο βόδια. Ο Θεοδάμαντας αρνήθηκε και τότε ο Ηρακλής του πήρε το ένα βόδι, που το 'σφαξε και το 'φαγε με τους συντρόφους του. Στη συνέχεια ο Θεοδάμαντας για να τον εκδικηθεί ξεσήκωσε τους κατοίκους της πόλης του, οι οποίοι άρπαξαν τα όπλα κι επιτέθηκαν κατά του Ηρακλή. Η μάχη ήταν τόσο σκληρή, ώστε αναγκάστηκε να λάβει μέρος και η γυναίκα του Ηρακλή η Δηιάνειρα, η οποία πληγώθηκε στο στήθος. Τελικά στη μάχη νίκησε ο Ηρακλής, σκοτώθηκε ο Θεοδάμαντας κι αιχμαλωτίστηκε ο γιος του 'Υλας. Από τότε οι Δρύοπες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Φθία και να εγκατασταθούν στην Πελοπόννησο.
Ο Ηρακλής στον πόλεμο κατά των Δρυόπων είχε συμμάχους και τους Μαλιείς, επειδή συμπαθούσε τον ήρωα ο βασιλιά τους ο Κήυκας, που έγινε κύριος της περιοχής όταν διώχτηκαν από κει οι Δρύοπες. Ο Ηρακλής, έμεινε πολλές φορές στην Τραχίνα, πόλη των Μαλιέων, που λένε, μάλιστα, πως την ίδρυσε ο ίδιος ο Ηρακλής. Εξάλλου, η Δηιάνειρα στην Τραχίνα είχε γεννήσει τους δυο γιους τού Ηρακλή, τον Γληνέα και τον Οδίτη.
Κάποτε, ο Ηρακλής πετάχτηκε από την Τραχίνα στην Οιχαλία της Εύβοιας, για να λάβει μέρος σε αγώνες τοξοβολίας, με έπαθλο την Ιόλη, κόρη του βασιλιά Εύρυτου. Στους αγώνες νίκησε ο Ηρακλής, όμως ο Εύρυτος αρνήθηκε να του παραδώσει την κόρη του. Στη συνέχεια ο ήρωας, σε κρίση τρέλας, σκότωσε τον αδερφό της Ιόλης, τον Ίφιτο και αναζήτησε εξαγνισμό στο Μαντείο των Δελφών. Εκεί φιλονίκησε με τον Απόλλωνα και έλαβε το χρησμό πως έπρεπε να πουληθεί ως δούλος για τρία χρόνια, προκειμένου να εξιλεωθεί. Έτσι, ο Ηρακλής εξορίζεται στη Λυδία, υπό τις διαταγές της βασίλισσας Ομφάλης. Με την Ομφάλη απέκτησε το Λάμο, που αργότερα ίδρυσε τη Λαμία.
Η πανέμορφη κόρη Ιόλη |
Τα Λιχαδονήσια από επιστημονικής άποψης είναι ηφαιστειακά και μάλιστα πρόσφατης ηφαιστειότητας. Επειδή τα πετρώματα που αποτελούνται αυτά τα νησιά διαφέρουν από τα πετρώματα της ευρύτερης περιοχής, φαίνεται ότι ίσως εξαιτίας σεισμογόνων ρηγμάτων, αναδύθηκαν από τη θάλασσα. Ο μύθος, επομένως, του Ηρακλή με το Λίχα, επιχειρεί να ερμηνεύσει τη δημιουργία αυτών των ηφαιστειακών νησιών.
Η συνέχεια και το τέλος του ήρωα ακολουθούν την εξής πορεία. Ο ίδιος καταβεβλημένος από το θανατηφόρο μανδύα, ζήτησε να μεταφερθεί στην Οίτη. Ενώ βρισκόταν στους πρόποδες αυτού του βουνού και σε συγκεκριμένη τοποθεσία που υπέδειξε το Μαντείο των Δελφών πολύ νωρίτερα, αποκαλύπτει στο γιο του, τον Ύλο τον παρακάτω χρησμό του μαντείου: «Κανένας ζωντανός άνθρωπος δε θα καταφέρει να σκοτώσει τον Ηρακλή, αλλά όμως ο θάνατος του θα προέλθει εξαιτίας ενός νεκρού εχθρού του...»
Ύστερα πρόσταξε να τον μεταφέρουν στο ψηλότερο οροπέδιο της Οίτης που ήταν αφιερωμένο στο Δία (Ζηνός υψίστου πάγου), εκεί που το χορτάρι παρέμεινε πάντα αθέριστο. Εκεί, ο ίδιος ξερίζωσε βαθύρριζες βελανιδιές και γέρικες αγριελιές, σχηματίζοντας ένα σωρό από ξύλα. Τέλος, ανέβηκε πάνω και περίμενε να του ανάψουν τη φωτιά. Οι συνοδοί του, όμως, που τον αγαπούσαν πολύ, αρνήθηκαν Τότε, ο Φιλοκτήτης, ο γιος τού Ποίαντα, που περνούσε από κει, αναζητώντας το κοπάδια του, λυπήθηκε το μαρτύριο τού Ηρακλή και δέχτηκε ν' ανάψει τη φωτιά λαμβάνοντας ως ανταμοιβή τα φαρμακερά βέλη του. Ενώ η φωτιά έκαιγε, ο Ηρακλής άφησε το θνητό του μέρος στην κορυφή της Οίτης και τότε ξαφνικά ένα σύννεφο τον σκέπασε και μέσα σε δυνατές βροντές, τον μετέφερε στον Όλυμπο ανάμεσα στους αθανάτους. Εκεί συμφιλιώθηκε με την Ήρα και πήρε για σύζυγο του την κόρη της Ήβη.
Η καύση του Ηρακλή
|
Η αποστολή του στη γη τερματίστηκε. Όμως τα απομεινάρια του ναού του Ηρακλή στην Πυρά της Οίτης, είναι αψευδής μάρτυρας της κατοπινής λατρείας του ημίθεου από τους απογόνους του, κατοίκους της κοιλάδας του Σπερχειού. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο αρχαιολόγος Ν. Παπαδάκης ανακάλυψε σε ράχη άδεντρη στις δυτικές κλιτύες του Ξηροβουνίου ερείπια δωρικού οικοδομήματος κα παράπλευρα πελώρια έκταση με τεφροχώματα ανακατεμένα με άπειρα θρύμματα λευκόχρωμων οστών. Έτσι συμπέρανε ότι επρόκειτο για την «Πυρά του Ηρακλέους», όπου ο μυθικός ήρωας βρήκε τη λύτρωση από τον τυραννικό χιτώνα της Δηιάνειρας. Τα χάλκινα λατρευτικά ειδώλια του ήρωα και τα διάφορα κάτοπτρα και οι στλεγγίδες που βρέθηκαν στην Πυρά, φυλάσσονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών. Οι αφύλαχτες σκόρπιες πέτρες καταμαρτυρούν την ύπαρξη ναού και βωμού και μια ορθογώνια κοντινή στοά βορειότερα μας μιλούν για ένα λατρευτικό χώρο, που χρησιμοποιήθηκε από τα αρχαία μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια.
Σε κάποια νότια πλαγιά της Οίτης, δίπλα στο φαράγγι του Ασωπού, βρισκόταν η αρχαία πόλη Ηράκλεια, που ιδρύθηκε από τους Σπαρτιάτες το 497 π.Χ. και ήταν αφιερωμένη στον Ηρακλή. Η Ηράκλεια αποτελούσε τη συνέχεια της μυθικής Τραχίνας. Ο Ηρακλής σ’ αυτή την πόλη έζησε με την Δηιάνειρα και την κόρη του τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Μάλιστα ο Παυσανίας κάνει λόγο πως οι κάτοικοι της έδειχναν με υπερηφάνεια στους ξένους τον τάφο της Δηιάνειρας που υπήρχε εκεί.
Σε κοντινή απόσταση, όπως προείπαμε, βρίσκεται το φαράγγι του Ασωπού, πουν σύμφωνα με το μύθο δημιούργησε ο Ηρακλής όταν, δηλητηριασμένος από το ερωτικό φίλτρο της γυναίκας του, υπομένοντας τους φριχτούς πόνους ανέβηκε το βουνό, παρασέρνοντας στο διάβα του ότι συναντούσε μπροστά του, ανοίγοντας δρόμο ακόμη και με τα νύχια των χεριών του.
Ο Σοφοκλής, ο τρανότερος ίσως τραγικός ποιητής της ελληνικής αρχαιότητας, παρουσιάζει τον Ηρακλή στην τραγωδία «Τραχίνιες» να βασανίζεται από φοβερούς πόνους και να ξεσπάει στα εξής πικρά παράπονα:
«...Και τι κινδύνους δεν αντιμετώπισα και τι άθλους δύσκολους δε μου φορτώσανε σ' αυτά τα χέρια και τις πλάτες! Μα η Ήρα και ο μισητός Ευρυσθέας ποτέ δε στάθηκαν τόσο κακόψυχοι ωσάν την κόρη του Οινέα, που η πονηριά της μ' αυτό το ρούχο το μοιραίο μ’ έντυσε! Οι Ερινύες το 'χουνε υφάνει και θάνατο θα μου φέρει... Έτσι κολλώντας στα πλευρά μου, όλες τις σάρκες μου έχει καταφάει κι ως τα πνευμόνια μου έχει φτάσει... Να το που πίνει το παλικαρίσιο μου αίμα κι όλο μου το κορμί διαλύεται, μες στις μυστηριώδεις τις κλωστές ετούτες τυλιγμένο! Κι αυτό που δεν μπόρεσαν να κάνουνε μηδέ κοντάρι των οχτρών μηδέ κι οι στρατιές εκείνες των Γιγάντων μηδέ η μανία των άγριων τεράτων μηδέ οι Έλληνες μηδέ κι οι βάρβαροι μηδέ τα τέρατα που εξολόθρεψα, ως εκκαθάρισα τη γη, μονάχα μια γυναίκα το κατάφερε και μοναχή με νίκησε χωρίς βοήθεια σίδερου...»
Ο κατ’ εξοχήν, λοιπόν, εκπρόσωπος όλων των Ελλήνων ηρώων, ο Ηρακλής, κλήθηκε μετά το τέλος της επίγειας διαδρομής του, πάνω στον Όλυμπο, όπου και τελικά θεοποιήθηκε και έζησε ύστερα ως θεός, μαζί με τους θεούς. Έτσι, άλλοτε τον προσφωνούσαν ήρωα, άλλοτε θεό και άλλοτε ημίθεο!
Η πυρφόρος ανάβαση του Ηρακλή στον Όλυμπο |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου