ΠΕΡΔΙΚΑ &
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
(του Τάκη Ευθυμίου)
Η δημοτική ποίηση ασχολείται χορταστικά με την ομορφιά και
τα καμώματα της πέρδικας. Σύμφωνα μ’ ένα νυφιάτικο τραγούδι, στην ομορφιά και
στο καμάρι, θέλουν να της μοιάσουν όλες οι κοπέλες, που την παίρνει ο γαμπρός.
«Επήραμε την πέρδικα, την πενταπλουμισμένη
κι αφήσαμε τη γειτονιά
σαν χώρα κουρσεμένη,
σαν εκκλησιά
αλειτούργητη, σαν νεραντζιά κομμένη».
Κι ακόμα, λένε για τη νύφη που φεύγει απ’ το σπίτι της και
τη γειτονιά της.
«Άσπρη, κάτασπρη
πέρδικα είχαμε στην αυλή μας,
ήρθε ξένος,
πεντάξενος, ήρθε και μας την πήρε.
Ασχήμινε το σπίτι μας
κι ομόρφυνε το ξένο,
η γειτονιά μας
’σχήμινε κι ομόρφυνε η ξένη».
Στη Ρούμελη, την ώρα που καταφθάνει η νύφη στο σπίτι του γαμπρού,
οι συμπέθεροι τραγουδούν.
«Έβγα,
μανούλα του γαμπρού και πεθερά της νύφης,
να ιδείς τον
ακριβό σου γιο τι πέρδικα σου φέρνει,
πως σειέται,
πως λυγίζεται, πως βεργοκαμαρώνει…»
Αλλά και οι ίδιες οι πέρδικες παρακινούν με το λάλημά τους
τον αφέντη τους για γλυκό ξύπνημα.
« Τώρα τα πουλιά, τώρα
τα χελιδόνια,
τώρα οι πέρδικες
συχνολαλούν και λένε.
-Ξύπνα, αφέντη μας, ξύπνα, γλυκό μου ταίρι,
ξύπνα, αγκάλιασε κορμί
κυπαρισσένιο…»
Σ’ άλλο δημοτικό τραγούδι, η
σκλάβα Ελλάδα συμβολίζεται με την πέρδικα.
«Θέλω να πάρω ανήφορο, να πάρω ανηφοράκι,
να βρω κλαράκι
φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι,
να γείρω, ν’
αποκοιμωθώ, γλυκόν ύπνο να πάρω.
Ούτε έγειρα, ούτε
πλάγιασα, μα μήτε ύπνο πήρα
κι ακούω τα πεύκα να
βογκούν και τις οξιές να τρίζουν,
ακούω μιας πέρδικας
λαλιάς, μιας αηδονολαλούσας,
που το ’λεγε λυπητερά,
σαν μαύρο μοιρολόι.
-Το τ’ έχεις,
περδικούλα μου, και κλαις κι αναστενάζεις,
μην είν’ τ’ αυγά σου
μελανά και τα πουλιά σου μαύρα;
-Δεν είν’ τ’ αυγά μου
μελανά και τα πουλιά μου μαύρα,
μόν’ κλαίγω για την
κλεφτουριά, για τους καπεταναίους,
που τους χαλάει ο
Αλη-Πασάς στα Γιάννενα, στη λίμνη».
Πάλι η δημοτική μούσα, μιλάει για τις διατροφικές της
αδυναμίες.
«-Πού ήσουν, πέρδικα γραμμένη
κι ήρθες το πρωί βρεγμένη;
-Ήμουνα πέρα στα πλάγια,
στις δροσιές και τα χορτάρια.
-Τ’ έτρωγες πέρα στα πλάγια,
στις δροσιές και στα χορτάρια;
-Έτρωγα το Μάη τριφύλλι
και τον Αύγουστο σταφύλι».
Η πέρδικα είναι το ποιητικότερο σύμβολο της ομορφιάς και
της χάρης. Ακόμα κι ο αϊτός που την κυνηγάει, παρακαλεί τα νύχια του.
«Νύχια μου και νυχάκια μου
και νυχοποδαράκια μου,
την πέρδικα, που
πιάσατε,
να μη τήνε χαλάσετε».
Η πέρδικα στήνει τη φωλιά της ακόμα και πάνω στην
τριανταφυλλιά.
«Απάνω στην τριανταφυλλιά,
φτιάνει η πέρδικα φωλιά,
με σύρματα και με φλουριά
και με σαράντα πέντε αυγά.
Κι αναταράχτ’ η πέρδικα
και πέσαν τα τριαντάφυλλα
και τα σαράντα πέντε αυγά.
Τα μάσαν οι αρχόντισσες,
τα βάναν σε ζεστό νερό,
να λούσουν νύφη και γαμπρό
κι όλο το συμπεθερικό».
ΥΜΝΟΥΝ την ομορφιά του τόπου μας τέτοιες αναρτήσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είστε πάντα καλά.