Συνεργάτες

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Πολιτοχώρια

« Π Ο Λ Ι Τ Ο Χ Ω Ρ Ι Α »
Παλιά ονομασία των παρατυμφρήστιων χωριών
[Του Κωνσταντίνου Ν. Παπαναγιώτου]
 
Κατά την τελευταία περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη είχε εξελιχθεί σε μία «Ελληνική πόλη». Είχε συνενώσει την αρχαία Ελληνική παιδεία με τον Χριστιανισμό, έφερε νέα ήθη και δημιούργησε νέο πολιτισμό με βάση την αρχαία Ελληνική σκέψη. Επίσης, απέκτησε δική της οικονομική δραστηριότητα και αναδείχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα του παγκόσμιου εμπορίου, από το οποίο άλλωστε προερχόταν και η μεγάλη ακμή της αυτοκρατορίας. Οι έμποροι όλων των λαών διεκδικούσαν να αποκτήσουν τα προνομιακά δικαιώματα εμπορικής δραστηριότητας στις αγορές της. Μεγάλος αριθμός Ελληνικού πληθυσμού, από όλα τα διαμερίσματα του Ελληνισμού και ιδιαίτερα από τις Παρυφές του Τυμφρηστού, μετοίκησε στην Κωνσταντινούπολη. Όλα τα χωριά της Δυτικής Φθιώτιδας, στις Παρυφές του Τυμφρηστού, ήταν συνδεδεμένα με την Κωνσταντινούπολη και οι κάτοικοί τους είχαν συχνές επισκέψεις στην "Πόλη", για εμπόριο, σπουδές παιδιών κ.λ.π, γι’ αυτό τα χωριά αυτά ονομάζονταν "Πολιτοχώρια".  

Μερικά από τα χωριά αυτά μνημονεύονται στο Θρήνο της Κωνσταντινουπόλεως το 1453 (στίχοι 770 – 980) "…Τα Φάρσαλα, ο Δομοκός, Ζητούνη, Λεβαδία, το να ιδούσι τον Σταυρόν στην ώρα προσκηνούσι, Ελλάδα, Πάτρα, Άγραφα, Βελούχι και Πριστόλιο…". [Στο στίχο αυτό παρατηρούμε ότι εκτός των άλλων χωριών αναφέρεται και η αρχαία πόλη ή περιοχή "Ελλάδα", που ευρίσκετο στην κοιλάδα του Σπερχειού (ο ίδιος ο ποταμός την περίοδο εκείνη ονομαζόταν "Ελλάδας"). Επίσης αναφέρεται η Υπάτη, που την περίοδο εκείνη ονομαζόταν Πάτρα (Νέα Πάτρα) και το Πριστόλιο που είναι το σημερινό Πετρίλο των Αγράφων].
Την ονομασία "Πολιτοχώρια", την διατήρησαν τα χωριά αυτά και κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Τούρκοι ονόμασαν την περιοχή αυτή "Ρούμελη", που σημαίνει Τουρκικά, των "Ρωμιών ή χώρα(Ρουμ = Ρωμαίος + ιλί = χώρα = Ρούμ-ιλι = Ρούμελη)

Η περιοχή των "Πολιτοχωρίων", δεν υπετάγει ποτέ ολοσχερώς στην Τυραννία των Τούρκων. Αυτό το αναφέρει και ο Δημήτριος Αινιάν, φωτισμένος αστός, αληθινός πατριώτης, γραμματέας, συμπολεμιστής και πρώτος βιογράφος του Γεωργίου Καραϊσκάκη, στο βιβλίο του "Αναμνήσεις μίας Θερινής Νυκτός έν Υπάτη", σελ 3: "…Αξιέπαινος είναι η διαγωγή των Κατοίκων Τυμφρηστού και των περιοίκων αυτών, μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως και τας μετά ταύτα προς υποδούλωσιν αυτών εκστρατείας των Οθωμανών. Πολλάκις επολέμησαν τους Τούρκους και τους απεδίωξαν της πατρίδος των, αλλά μη δυνάμενοι να διατηρώνται καλώς άνευ της συγκοινωνίας των έν τη πεδιάδι χωρίων, άτινα ήδη είχον καθυποτάξει οι Τούρκοι, παραδέχθησαν και αυτοί την τουρκικήν εξουσίαν διά συμβιβασμού, υποσχεθέντες να δώσωσιν ωρισμένον φόρον εις τους Τούρκους (κατ’αποκοπήν), κατά τα λοιπά δε να αυτοδιοικώνται. Διά τούτο και οι Δημογέροντες των χωρίων εξελέγοντο παρά των κατοίκων, οι δε επαρχιακοί Δημογέροντες (προεστοί) από τους Δημογέροντας των χωρίων.
Φαίνεται ότι μία των κυριωτέρων αιτιών του συμβιβασμού τούτου υπήρξε και το ότι οι κάτοικοι του Τυμφρηστού και των πέριξ Κοινοτήτων, εσυνείθιζον να μεταβαίνωσιν εις Κωνσταντινούπολιν και εκεί να εμπορεύονται ή να μετέρχωνται τέχνας τινάς εξ’ ών επορίζοντο τα προς το ζήν, πολλάκις απέκτων και σημαντικάς περιουσίας. Αλλ’ οι Τούρκοι, φύσει βιασταί και άρπαγες, πολλάκις απεπειράθησαν να καταστήσωσι πλήρη την υποδούλουσιν των ορεινών. Το πνεύμα όμως της ανεξαρτησίας, έμφυτον είς τας καρδίας αυτών, δεν άφινεν αυτούς να καταβληθώσι. Διά τούτο πάς αδικούμενος υπό Οθωμανού και μη ευρίσκων το δίκαιον έν τη Τουρκική εξουσία, εξεδικείτο ιδίαις χερσί δια φόνου τον αδικήσαντα και απεσύρετο είς τα όρη κηρύττων άσπονδον κατά των Τούρκων μίσος. Όταν πολλοί τοιούτοι συγκεντρωθέντες κατέστησαν επίφοβοι είς τους Τούρκους και διέκοψαν μεταξύ πόλεων και χωρίων συγκοινωνίαν, ή Τουρκική εξουσία, μη δυνηθείσα να καταστρέψη αυτούς, εσύστησε Σώμα οπλοφόρων εκ των ιδίων κατοίκων, χωρίς να υπόκηνται είς ουδεμίαν βλάβην οι Οθωμανοί εκ της συγκρούσεως αυτών. Αι γενόμεναι μεταξύ των Σωμάτων τούτων συγκρούσεις δεν εγίνοντο καταστρεπτικαί προς εξόντωσιν των Κλεπτών (ούτος ωνομάσθη το Σώμα των απομακρυνομένων της κοινωνίας εξ αδικημάτων της Τουρκικής εξουσίας), διότι η καταστροφή τούτων ήθελε συνεπιφέρει αναγκαίως και την διάλυσιν των Αρματωλών, ως ωνομάσθησαν τα προς καταδίωξιν των Κλεπτών συσταθέντα Σώματα. Οι κάτοικοι δε, οίτινες εκ της υπάρξεως των Σωμάτων τούτων απέφυγον τας παρά ατόμων Τούρκων προξενουμένας είς αυτούς καταπιέσεις και αδικίας, επεθύμουν την διατήρησιν αμφοτέρων των Σωμάτων, διά τούτο και η παροιμία: «και του Κλέπτου ψωμί και του Αρματωλού χαμπέρι» (είδησι). […] «… είς  τα πέριξ του Τυμφρηστού εύρεν άσυλον και η παιδεία, καθ’ ήν εποχήν το σκότος της αμαθείας εξηπλούτο είς τα πλειότερα μέρη της Ελλάδος. Αρκεί να ονομάσω ένα λόγιον, τον Γόρδιον, ικανώς γνωστόν είς τον πεπαιδευμένον κόσμον της Ελλάδος και ότι εκ των μαθητών αυτού υπήρξαν οι διδαχθέτες τα Ελληνικά είς Άγραφα και Καρπενήσιον…" .

Ο λαογράφος - ιστορικός Δημήτριος Λουκόπουλος, ο οποίος ασχολήθηκε με την έρευνα και την μελέτη του Λαογραφικού Αρχείου, σχετικά με την ενδυμασία των κατοίκων της περιοχής των  "Πολιτοχωρίων", αναφέρει ότι οι γυναίκες ξεχώριζαν από τις γυναίκες των άλλων χωριών της περιοχής, ως προς την ενδυμασία και τον καλλωπισμό γενικά. Φορούσαν δηλαδή παράλληλα με τη «σεγκούνα» και «ρούχα - Πολίτικα», που έφερναν έμποροι από την Κωνσταντινούπολη μαζί με διάφορα χρυσά, σκουλαρίκια, δακτυλίδια, καρφίτσες κ.λ.π..
 "… Στ’ απάνω τα χωριά άμα θέλουν να σου πούν πώς μια γυναίκα δε συνηθίζει πιά να φουρεί σεγγούνι, σου λένε: αυτή φουρεί πουλίτικα ή αυτή έχει πουλίτικη ντυμασιά, τάβγαλι τα βλάχικα και φουρεί πουλίτικα. Πρωτύτερα σε τούτα εδώ τα χωριά παράλληλα με τη σεγγούνα πολλές γυναίκες, από καλές οικογένειες φορούσαν πολίτικα (πολιτίσ’ καν αυτές έλεγαν). Τέτοια ντύματα συνήθιζαν να φορούν οι νυφάδες. Τις έβλεπες να παρουσιάζονται με πολύ μακρύ μεταξωτό φόρεμα που σβαρνιόταν κάτω. Η φούστα του ήταν κολλημένη σε κορμί μεταξωτό (σύγκορμο φουστάνι) ανοιχτό μπροστά στ’αστήθι […] Απόξω απ’αυτό φορούσε η γυναίκα στο κορμί της κι άλλο μεταξωτό με χρυσοΰφαντα σειρήτια στολισμένο κορμί. Κι απόξω απ’ όλα τ’ άλλα φορέματα ντυνόταν μακρύ μαύρο με μεταξωτά σεράδια σεραδωμένο πανωφόρι από τσόχα φκειασμένο. […] Στο ομορφοχτενισμένο κεφάλι φορούσαν ολοκόκκινα φέσια με μακριές φούντες ολομέταξες. […] Στις γάμπες φορούσαν χρωματιστά καλτσούνια. Στα δάχτυλα είχαν ωραία χρυσά δακτυλίδια. Στ’ αυτιά κρεμούσαν σκουλαρίκια ή βενέτικα φλουριά. Στο λαιμό το γκιορτάνι και στ’αστήθι έμπηγαν τη χρυσή καρφίτσα. […] Για τους άνδρες το χαρακτηριστικότερο ένδυμα του τόπου είναι η Φουστανέλλα. Η πιο ξακουστή κι ονομαστή Φουστανέλλα είναι αυτή που γίνεται με σαράντα μανάδες: «…αυτός φουράει Φ’στανέλλα μί σαράντα μανάδες έλεγαν… ".

Το "Ειδικό καθεστώς αυτονομίας", που υπήρχε στην ευρύτερη περιοχή του Τυμφρηστού (Άγραφα - ορεινά Πολιτοχώρια), κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, συνετέλεσε στην εντυπωσιακή ανάπτυξη της παιδείας στην περιοχή. Εκτός από τους σημαντικούς λόγιους που κατάγονταν από την περιοχή αυτή υπήρξαν δέκα περίπου σχολές που ήταν φυτώρια εκατοντάδων μορφωμένων που διακρίθηκαν σε πνευματικά έργα και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Οι σπουδαιότεροι λόγιοι ήταν ο Ευγένιος Γιαννούλης, ο Κοσμάς ο Αιτωλός, που ήταν πνευματικός χειραγωγός όχι μόνο των κατοίκων της Στερεάς Ελλάδας αλλά ολοκλήρου του Ελληνισμού, ο Αναστάσιος Γόρδιος, ο Διονύσιος, ο Σέργιος Μακραίος, ο Θεοφάνης κ. ά. Κατώτερα σχολεία «κοινών γραμμάτων» λειτουργούσαν σε όλα σχεδόν τα Μοναστήρια της περιοχής, ένα από αυτά ήταν και το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στο Παλαιοχώρι, που το επισκέφθηκε ο Κοσμάς ο Αιτωλός και προέτρεψε τον Ηγούμενο να εντείνει την προσπάθειά του στη διδαχή των νέων, για να μείνει άσβεστη στις ψυχές στους η Ελληνο-Χριστιανική φλόγα. 

Θα αναφέρω για παράδειγμα την οικογένεια των "Αινιάνων", που καταγόταν από το χωριό Μαυρίλο Τυμφρηστού Φθιώτιδος, με απώτερη καταγωγή από την Υπάτη Φθιώτιδος. Το αρχικό επώνυμο της οικογένειας ήταν άγνωστο, θεωρείται όμως πιθανό ότι ήταν Αναγνώστου ή Οικονόμου και το άλλαξαν για να χρησιμοποιήσουν το όνομα του αρχαιότατου Ελληνικού φύλου "Αινιάνες", που κατοικούσε στην περιοχή τους και είχε πρωτεύουσα την Υπάτη. Ο πρώτος (ο γενάρχης) ήταν ο Παπα-Ζαχαρίας, διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στη σχολή του Καρπενησίου και το 1780 έγινε ιερέας και διδάσκαλος στο Μαυρίλο Φθιώτιδος. Στη συνέχεια δίδαξε στην Υπάτη Φθιώτιδος και το 1806 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, με τα τρία από τα πέντε παιδιά του, τον Γεώργιο, τον Χριστόδουλο και τον Δημήτριο, προκειμένου αυτά να σπουδάσουν σε ανώτερη σχολή. Με την ιδιότητα του οικοδιδασκάλου δημιούργησε σχέσεις με τους Φαναριώτικους κύκλους και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία μαζί με τους γιους του. Στο σπίτι του στην "Πόλη" φιλοξενήθηκε ο Παπαφλέσσας, ο Περαιβός, ο Χρυσοσπάθης, ο Αναγνωσταράς, κ.ά. Ο Παπα-Ζαχαρίας και τα παιδιά του, χρησιμοποίησαν το επώνυμο "Αινιάν", που ήταν όνομα του αρχαιότατου Ελληνικού φύλου, γιατί ήθελαν με τον τρόπο αυτό να τιμήσουν και να ανασυνδέσουν την Αρχαία Ελληνική ζωή με την Νέα, που μόλις ξεκινούσε. 

Αλλά και ο Γάλλος περιηγητής Γουστάβος Εϊχτάλ (Eichthal), που επισκέφθηκε την Ελλάδα και ειδικότερα την Ανατολική Στερεά, με σκοπό να εξετάσει την κοινωνική, οικονομική και διοικητική κατάσταση της χώρας και να υποβάλλει τις προτάσεις του για την οργάνωση του Νέου Ελληνικού κράτους, στις σημειώσεις στο ημερολόγιό του έγραφε μεταξύ άλλων και για τα ήθη και έθιμα που επικρατούσαν την περίοδο εκείνη στις ορεινές περιοχές των "Πολιτοχωρίων" και συγκεκριμένα στο Γαρδίκι Ομιλαίων :"Λαμία 16/18 Δεκεμβρίου 1834. Προχθές Παρασκευήν, επέστρεψα εκ της εκδρομής μου εις κοιλάδα του Σπερχειού. Ανεχώρησα εντεύθεν το παρελθόν Σάββατον, εν μέσω πυκνής χιόνος, δια το χωρίον Βαρυμπόπη (Μακρακώμη), όπου κατοικεί ο γέρων Τσουκαλάς, πενθερός μιάς των αδελφών του κ. Χατζίσκου. Έκαυσε τρίς την οικίαν του, δια να μην την αφήση εις χείρας των Τούρκων, τώρα την κτίζει πάλιν διά τετάρτην φοράν…». […] Άφιξις εκ Γαρδικίου Ομιλαίων του Γιαννάκη Κωνσταντίνου, γυναικαδέλφου του Χατζίσκου. Ο νέος ούτος, ευπρεπέστατος την όψιν, αφού εχρημάτισε στρατιώτης, επέστρεψεν είς τα όρη του, δια να φροντίση τα κτήματα και τα ποίμνιά του. Όλοι ανομολογούν την φιλοξενίαν και την φιλοφροσύνην των ορεινών. Αι δε γυναίκες των έχουν ελευθερίαν και αφέλειαν, αγνώστους εις τα πεδινά μέρη. Τα τουρκικά ήθη και έθιμα δεν εισέδυσαν έως εκεί επάνω". (Απόσπασμα από το Βιβλίο "Λαμία, με την γραφίδα των Περιηγητών", του Νικολάου Ταξ. Δαβανέλλου – Γεωργίου Π. Σταυρόπουλου).
Οι σημερινοί κάτοικοι των "Πολιτοχωρίων", θα πρέπει να αισθάνονται ιδιαίτερη τιμή και υπερηφάνεια και για ένα ακόμα λόγο, όταν το Ελληνικό Έθνος είχε εξαφανισθεί κάτω από την κυριαρχία των διαφόρων κατακτητών, ο τόπος τους αποτέλεσε το λίκνο του Ελληνισμού. Το όνομα "Ελλάδα" δεν εξέλειπε ποτέ από την περιοχή τους, καθ’ όσον και επί Ρωμαϊκής κυριαρχίας υπήρχε το 7ο  "θέμα" (Ρωμαϊκή επαρχία) με την ονομασία "Ελλάδα" (επαρχία που έφθανε Νότια μέχρι τον ισθμό της Κορίνθου και Βόρεια μέχρι τον Πηνειό ποταμό), αλλά και στα μαύρα χρόνια της Φραγκικής και Τουρκικής βαρβαρότητας, ο Σπερχειός ποταμός ονομαζόταν "Ελλάδας". 

Πηγή:http://www.paleochori.gr
(Έρευνα –κείμενα: Κωνσταντίνος Ν. Παπαναγιώτου)
Επιλογή-Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου