TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Αξιοσημείωτα Χειρόγραφα Συμβόλαια

Α Ξ Ι Ο Σ Η Μ ΕΙ Ω Τ Α
Χειρόγραφα Συμβόλαια
του παρελθόντος αφορώντα τις επαρχίες
Ζητουνίου(Λαμίας) &  Πατρατζικίου(Υπάτης)
(1832-1957)
Ευθυμίου Μάρθα, Δικηγόρος
[Αποσπάσματα από το βιβλίο]

Από τις απαρχές σύστασης  του ελεύθερου ελληνικού κράτους συντάσσονταν επίσημα συμβολαιογραφικές πράξεις καθώς και δικόγραφα, ήτοι αποφάσεις Δικαστηρίων και Βουλεύματα, τα οποία καταχωρίζονταν σε ειδικά βιβλία, αρκετά των οποίων σώζονται και φυλάσσονται στα Γενικά  Τοπικά Αρχεία του Κράτους. Το ίδιο ισχύει και για την ιδιαίτερη πατρίδα μου τη Φθιώτιδα, όπου στα Κρατικά Αρχεία με έδρα τη Λαμία, βρίσκονται ταξινομημένα τέτοια συμβολαιογραφικά και δικαστικά έγγραφα.
Τα εν λόγω αρχεία παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον διότι εμπεριέχουν στοιχεία που αφορούν στο τότε ισχύον νομικό σύστημα την ιστορία, τη λαογραφία, τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων, τις εμπορικές συναλλαγές, τα προικοσύμφωνα και πλείστες άλλες, αξιοσημείωτες και αξιοπερίεργες μερικές φορές, ανθρώπινες δραστηριότητες, χρήσιμες σε κάθε ερευνητή, επειδή ακριβώς αυτές χαρακτηρίζουν τη φυσιογνωμία του τόπου αλλά και τον καθρέπτη της κοινωνίας γενικότερα, στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης εποχής.
Για το λόγο αυτό σταχυολόγησα μερικές συμβολαιογραφικές πράξεις και δικαστικές αποφάσεις που εμφανίζουν, κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον και οι οποίες παρουσιάζονται στο παρόν πόνημα με την εξής σειρά:
1. Ακριβές αντίγραφο του ιδίου του εγγράφου, το οποίο δύναται να  αναγνωσθεί, έστω και δυσχερώς, αυτολεξεί.
2. Περίληψη αποσπασματική του ουσιώδους περιεχομένου του εγγράφου σε ελεύθερη απόδοση για κατανόησή του και
3. Σχόλια επεξηγηματικά επί του περιεχομένου με δικαιϊκές αναφορές, ιστορικοκοινωνικές και εμπορικές πληροφορίες καθώς και γενικότερες επισημάνσεις.
Η ιδέα μου ως και η περιορισμένη, πλην όμως ενδεικτική, παρούσα έρευνα ευελπιστώ να συναντήσει πρόθυμους αναγνώστες και άξιους μιμητές!
ΙΣΤΟΡΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ
ΖΗΤΟΥΝΙΟΥ(ΛΑΜΙΑΣ) & ΠΑΤΡΑΤΖΙΚΙΟΥ(ΥΠΑΤΗΣ)
(1832-1857)
Προκειμέμου να κατανοήσουμε πληρέστερα τους λόγους σύνταξης των συμβολαιογραφικών πράξεων και δικογράφων, τους όρους τους οποίους περιελάμβαναν καθώς και το περιεχόμενό τους, είναι αναγκαίο να γίνει σύντομη αναφορά στην επικρατούσα τότε 1832-1857 περίοδο στην περιοχή του Ζητουνίου (Λαμίας) και του Πατρατζικίου (Υπάτης) από τις οποίες προήλθε η σημερινή επαρχία Φθιώτιδας.
Συγκεκριμένα θ’ αναφερθούμε στον στρατιωτικό, διοικητικό, αυτοδιοικητικό, εκκλησιαστικό, δικαστικό, δικαιϊκό, διπλωματικό, εκπαιδευτικό και οικονομικό τομέα.
Η μοίρα της Φθιώτιδας στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια υπήρξε τραγική. Ενώ πρόσφερε τα μέγιστα στον απελευθερωτικό αγώνα, η ακρινότερη περιοχή της παραχωρήθηκε στην ελεύθερη Ελλάδα μόλις στις 14/26 Δεκεμβρίου 1832 με νεότερο πρωτόκολλο και όχι με το αρχικό του Λονδίνου (Φεβρουάριος 1830)  το οποίο αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Οι Τούρκοι αποχώρησαν από την πόλη του Ζητουνίου στις 23 Μαρτίου 1833  την οποίαν παρέλαβαν: ο Γραμματέας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Παιδείας Ιάκωβος Ρίζος-Νερουλής και ο επικεφαλής των βαυαρικών στρατευμάτων αντισυνταγματάρχης Αλβέρτης.
Από την ημέρα αυτή η πόλη του Ζητουνίου ανέλαβε ηγετικό ρόλο στον κεντρικό Στερεολλαδίτικο χώρο. Από το 1833 ήταν η πρωτεύουσα της επαρχίας Ζητουνίου, αφού λειτουργούσαν ως ξεχωριστοί νομοί η Λοκρίδα και η Φωκίδα. Με την επαναφορά του νομαρχιακού συστήματος δημιουργείται ο νομός Φθιωτιδοφωκίδας, με έδρα το Ζητούνι. Το 1836 το Ζητούνι απέκτησε τη δική του παλιά ονομασία, δηλαδή Λαμία, που είχε απολέσει τον 80 αιώνα.
Με την απελευθέρωση στην ευρύτερη περιοχή του Ζητουνίου εγκαθίσταται  κρατικός διοικητικός μηχανισμός.
Στο διοικητικό τομέα στην πόλη βρίσκεται ο νομάρχης ή ο διοικητής, ενώ ταυτόχρονα ιδρύονται οι απαραίτητες κρατικές υπηρεσίες και στελεχώνονται με διοικητικά όργανα.
Στην Τοπική Αυτοδιοίκηση την εξουσία ασκούσαν στην αρχή οι Δημογέροντες και στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν με το Δημοτικό σύστημα, δηλαδή την ίδρυση των Δήμων και το διορισμό των Δημαρχών. Στη Φθιώτιδα ιδρύθηκαν και λειτουργούσαν τότε δέκα έξι Δήμοι.
Όσον αφορά τον εκκλησιαστικό τομέα, η Επισκοπή Ζητουνίου συγχωνεύτηκε με τη Μητρόπολη Πατρατζικίου και αποτέλεσαν το 1833 τη Μητρόπολη Φθιώτιδας. Πρώτος μετεπαναστατικός Μητροπολίτης ήταν ο Ιάκωβος Παπαγεωργίου, ο οποίος επιμελήθηκε και επέλυσε το ενοριακό και εφημεριακό πρόβλημα μεταξύ της Επισκοπής Ζητουνίου και της Μητρόπολης Πατρατζικίου.
Στο Δικαστικό τομέα, που μας ενδιαφέρει άμεσα, ιδρύθηκε τότε και λειτουργούσε το Επαρχιακό Ειρηνοδικείο Ζητουνίου, όπου πρωτοειρηνοδίκευσε ο Δημογέροντας Αθανάσιος Π. Τσίγκας, με την ιδιότητα του αγωνιστή του ’21, αφού ετύγχανε αγράμματος. Μάλιστα σε ερώτησε κάποιου ανακριτή τι γράμματα εγνώριζε, απάντησε: «Τόσα, όσα για να βάζω την υπογραφή μου!». Όντως αυτό επιβεβαιώνεται και από την υποτυπώδη υπογραφή του η οποία βρίσκεται σε αρκετά συμβόλαια ακινήτων της επαρχίας Ζητουνίου. Το 1836 μεταφέρθηκαν στη Λαμία το Πρωτοδικαίο της Άμφισσας και το Στρατοδικαίο του Μεσσολογγίου, με πρόεδρο τον ήρωα του ’21 Ιωάννη Ράγκο.
Στο σημείο αυτό χρήσιμο είναι να αναφερθούμε στην δικαιοταξία που διαμορφώθηκε κατά την Τουρκοκρατία, η οποία διατηρήθηκε και κατά τα πρώτα μετεπαναστατικά έτη.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχαν διαμορφωθεί τρεις αντιλεγόμενες μεταξύ τους δικαιοταξίες: η οθωμανική, η επίσημη-βυζα-ντινή και η δημοτική.
Φορέας της πρώτης ήταν ο Τούρκος δυνάστης, το δίκαιο του οποίου είχε αντικαταστήσει ολόκληρο το δημόσιο βυζαντινό δίκαιο και το συναλ-λακτικό. Όργανο επιβουλής του ήταν τα τουρκικά ιεροδικεία. Φορέας της δεύτερης  ήταν ο ελληνικός Κλήρος, που εφάρμοζε με βάση τα «προνόμια» αρχικά στο οικογενειακό και αργότερα σε ολόκληρο το ιδιωτικό, αποκλειστικά το επίσημο βυζαντινό δίκαιο που περιεχόταν στην «Εξάβιβλο» του Αρμενόπουλου, με όργανα επιβολής του τα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Φορέας τέλος της δημοτικής παράδοσης ήταν οι κοινότητες, οι συντεχνίες και οι συντροφίες που εφάρμοζαν το λαϊκό εθιμικό δίκαιο, το οποίο σε ορισμένες περιοχές είχε αρχίσει από τα μέσα του 17ου αιώνα να κωδικοποιείται. Παράλληλα όμως ίσχυε και σε άγραφη μορφή, εφαρμοζόμενο στην περίπτωση αυτή με βάση τις γενικές ρήτρες του ελληνικού δικαίου. Όργανο επιβολής του λαϊκού δικαίου υπήρξαν τα λαϊκά δικαστήρια που συγκροτούνταν με βάση γραπτούς ή άγραφους κανόνες από λαϊκούς δικαστές.
Η εφαρμογή του λαϊκού δικαίου που βασιζόταν πάνω στις γενικές ρήτρες της επιείκειας, της καλής πίστης και της διαιτησίας, εξασφαλιζόταν από τον κοινωνικό έλεγχο που προέβλεπε βαρύτατες κυρώσεις κατά των αρνουμένων να εφαρμόσουν τις αποφάσεις των λαϊκών κριτηρίων. Χρηματικές ποινές, όπως πρόστιμα ή εκπλειστηριασμοί ακινήτων, καθώς και στέρηση της κοινοτικής ιθαγένειας ήταν τα μέσα με τα οποία το λαϊκό δίκαιο εξασφάλιζε την εφαρμογή του, όπου κατάφερνε, επειδή οι διάδικοι μπορούσαν να ζητήσουν να υπαχθούν κάτω από τη ρύθμιση του οθωμανικού δικαίου ακόμη  και σε περιπτώσεις που υπάγονταν στην αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών δικαίων, δηλαδή γάμοι, διαζύγια, κληρονομικές διαφορές κλπ.
Το λαϊκό δίκαιο στην προσπάθειά του να εκσυγχρονισθεί άρχιζε να εφαρμόζει, κυρίως στις εμπορικές συναλλαγές, τον Γαλλικό Εμπορικό Κώδικα του 1807. Ο κώδικας αυτός είχε μεταφρασθεί στα ελληνικά και εκδοθεί το 1817 στη Βιέννη και το 1820 στο Παρίσι.
Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα των δικαιοταξιών αυτών ήταν ότι καθεμιά προσπαθούσε να παραγκωνίσει και να επιβληθεί στις άλλες. Οι αντιθέσεις αυτές γίνονταν εντονότερες με την έκρηξη και την επιτυχία της Επανάστασης.
Η οργάνωση της δικαιοσύνης, στα πλαίσια της προσπάθειας για την συγκρότηση ενός κράτους που θα εντασσόταν ανάμεσα στα πολιτισμένα έθνη της Ευρώπης, αποτέλεσε πρωταρχικό μέλημα των Ελλήνων του 1821.
Στο διπλωματικό τομέα ιδρύθηκε το 1846 το Τουρκικό Υποπροξενείο, το οποίο αναβαθμίστηκε σε Προξενείο και λειτούργησε έως το 1851. Οι Τούρκοι πρόξενοι ήταν Έλληνες μεν, αλλά με τουρκική υπηκοότητα και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στην τουρκική διπλωματία.
Την περίοδο αυτή η Φθιώτιδα αντιμετώπιζε, ως μάστιγα, το ληστρικό φαινόμενο το οποίο η πολιτεία αργοπόρησε να το αντιμετωπίσει.
Την ίδια περίοδο δημιουργούνται νέα κοινωνικά στρώματα με την απομάκρυνση του τουρκικού στοιχείου και την εγκατάσταση ομογενών από τον υπόδουλο κυρίως Ελληνισμό, δηλαδή των ετεροχθόνων. Το τεράστιο κενό σε πληθυσμό που παρουσίαζε η Λαμία καλύφθηκε από τους ομογενείς, οι οποίοι έδωσαν νέα ώθηση στις τέχνες και τα γράμματα. Η πόλη μεταβλήθηκε σε ορμητήριο των επαναστατών για την απελευθέρωση της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλίας. Τότε ανάμεσα στους λαούς της περιοχής του Ζητουνίου και της υπόδουλης Θεσσαλίας δημιουργήθηκαν διπλωματικές, φιλικές και εμπορικές σχέσεις.
Η επικρατούσα ιδεολογία της εξωτερικής πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων κατά τον 19ο αιώνα βρίσκει στη Λαμία απόλυτη στήριξη και πρόθεση για την εφαρμογή της.
Στον εκπαιδευτικό τομέα στο Ζητούνι λειτουργούσαν σχολεία και των δύο πρώτων βαθμίδων της εκπαίδευσης, ήτοι Δημοτικό Σχολείο (αρρένων και κορασίδων) καθώς και Εκκλησιαστικό Σχολείο και Γυμνάσιο από το σχολικό έτος 1850-51. Κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας λειτουργούσε στην πόλη ένα υποτυπώδες σχολείο, διευθυντής του οποίου διετέλεσε ο Μιλτιάδης Αγαθόνικος και αργότερα το 1830-1833 λειτουργούσε σ’ αυτή αλληλοδιδακτικό σχολείο, το οποίο στεγαζόταν σε κελιά του παλιού ναού της Παναγίας Δέσποινας, με διδάσκαλο τον Ιερώνυμο Οικονομίδη. Το Γυμνάσιο ονομάσθηκε «Θεσσαλικό Σχολείο» επειδή σ’ αυτό έρχονταν και φοιτούσαν νέοι από την τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία. Πρώτος γυμνασιάρχης ήταν ο Σεραφείμ Ιππομάχης.
Παρ’ όλα αυτά φαίνεται ότι τότε ένας μικρός αριθμός πολιτών φοιτούσε στα σχολεία, αφού στα συμβόλαια οι μάρτυρες αλλά και οι διάδικοι συχνά εμφανίζονται να δηλώνουν άγνοια γραμμάτων.
Στον οικονομικό - εμπορικό τομέα παρατηρούμε ότι η οικονομία τής Φθιώτιδας στηριζόταν στη γεωργία, στην κτηνοτροφία και εν μέρει στην αλιεία. Το μεγαλύτερο τμήμα της γης ήταν τσιφλίκια, γι’ αυτό και δεν είχε αξιοποιηθεί υπέρ των αγροτών. Αξιοσημείωτο αναφοράς είναι ότι προεπαναστατικά στην επαρχία Ζητουνίου από τα 49 χωριά που υπήρχαν, τα 37 ήταν τσιφλίκια και στα υπόλοιπα οι κάτοικοι διατηρούσαν μικρές ιδιοκτησίες. Και μετά την επανάσταση η κατάσταση δεν βελτιώθηκε, τη στιγμή κατά την οποία και πάλι δημιουργήθηκαν μεγάλα τσιφλίκια, με συνέπεια άλλοι ακτήμονες να γίνουν κολλήγοι και κτηνοτρόφοι και άλλοι να στραφούν προς τα αστικά επαγγέλματα.
Στην πόλη της Λαμίας πρωτολειτούργησε από το 1855 το φθινοπωρινό παζάρι και αργότερα το εαρινό. Επί πλέον γινόταν κάθε Σάββατο εμποροπανήγυρη, η οποία ξεκίνησε ως προεπαναστατικός εμπορικός θεσμός και διατηρείται έως σήμερα.
Το πρώτο πιστωτικό ίδρυμα, ως τράπεζα της Ελλάδας, ιδρύθηκε αργότερα το 1860 και μέχρι τότε στις εμπορικές συναλλαγές οργίαζε η τοκογλυφία.
Στον κάμπο της Λαμίας είχαμε γεωργικά προϊόντα, ενώ στις ορεινές περιοχές κτηνοτροφικά. Τέλος, τότε, ανθούσαν και μικροεργαστήρια τα οποία παρήγαγαν, χρήσιμα για την εποχή, εργαστηριακά είδη όπως: κάπες, φουστανέλες, σκούφιες, τσαρούχια, κουδούνια και κάθε λογής γεωργικά εργαλεία και οικοκυρικά σκεύη.
Η πόλη της Λαμίας, λόγω της σπουδαίας γεωμορφολογικής της θέσης, ανέλαβε ηγετικό ρόλο στην περιοχή της Στερεάς Ελλάδας και μετατράπηκε γρήγορα σε σπουδαίο διοικητικό, πνευματικό, διπλωματικό και εμπορικό κέντρο, αφού οι γειτονικές πόλεις, όπως για παράδειγμα η Άμφισσα, ήταν αδύναμες να τη συναγωνιστούν.
Μέσα στα παραπάνω πλαίσια πλάστηκε η κοινωνία εκείνης της εποχής και εδικαιούτο να ονειρεύεται ένα πιο αισιόδοξο μέλλον για την αναγέννησή της από το σκοταδισμό της τουρκικής κατοχής.
Και φαίνεται να τα κατάφερε αρκετά γρήγορα και σε ικανοποιητικό βαθμό.
ΦΥΛΑΞΗ ΠΡΟΒΑΤΙΝΩΝ
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Υπ’ αριθμ. 1036/1838
Θέμα: «Φύλαξη 20 προβατίνων»
Συνήφθη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων Κώστα Λαγού και Ιωάννου Παπαποστόλου, ο μεν πρώτος να παραδώσει στον δεύτερο είκοσι (20) προβατίνες, που η εκτιμωμένη αξία τής κάθε μίας ανέρχεται στο ποσό των επτά δρχ. και σαράντα λεπτών, ο δε δεύτερος υποχρεούται να φυλάξει τις προβατίνες τρία (3) ολόκληρα έτη. Κάθε έτος ο δεύτερος συμβαλλόμενος υποχρεούται να δίδει λογαριασμό στον ιδιοκτήτη των εσόδων και εξόδων και όσα χρήματα περισσεύουν, θα εκπέσουν από την τιμή των είκοσι προβάτων. Αφού παρέλθει η τριετία και αποπληρωθεί η αξία των προβάτων, τότε θα μοιράσουν εξ ίσου τα παλαιά πρόβατα και όσα τυχόν αυξηθούν.
ΣΧΟΛΙΑ - ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
1. Το ζωικό κεφάλαιο στις αρχές του 18ου αιώνα ήταν πολύτιμο, με αποκύημα να συντάσσονται για τη φύλαξή του συμβολαιογραφικές πράξεις. Μάλιστα οι είκοσι (20) προβατίνες που αναφέρονται εδώ αποτελούσαν ένα αξιοσημείωτο περιουσιακό στοιχείο, γεγονός που προκύπτει και από τη χρηματική τους αποτίμηση (7 δρχ. και 44 λεπτά η αξία εκάστης).
2. Στα πλαίσια της ανωτέρω αμφιτεροβαρούς συμβάσεως, ο δεύτερος των συμβαλλομένων, πέραν της υποχρεώσεώς του για φύλαξη των προβατίνων, βαρύνεται επιπροσθέτως με την υποχρέωση για μιας μορφής «λογοδοσία». Ειδικότερα, στο τέλος κάθε έτους της τριετούς φύλαξης, ο ίδιος οφείλει να παρέχει στον ιδιοκτήτη των προβατίνων λογαριασμό αναφορικά με τα έσοδα και έξοδα της φύλαξης.
3. Στο τέλος δε της παρούσης συμβολαιογραφικής πράξης γίνεται ειδική μνεία σχετική με την άγνοια γραμμάτων, αφορούσα τον έναν εκ των δύο συμβαλλομένων, ο οποίος εξαιτίας αυτής δεν ήταν σε θέση να υπογράψει. Αντίστοιχη άγνοια γραμμάτων, που συνεπάγεται έλλειψη υπογραφής ενός εκ των συμβαλλομένων, βεβαιώνεται στην συνταχθείσα πράξη ακόμη και σήμερα από το συμβολαιογράφο, καθόσον η εν λόγω έλλειψη υπογραφής αναπληρώνεται μόνο με τη βεβαίωση της δήλωσης άγνοιας γραμμάτων στο έγγραφο.
ΜΙΣΘΩΣΗ ΜΥΛΟΥ – ΝΕΡΟΤΡΙΒΗΣ
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Υπ’ αριθμ. 235/ 1836
Θέμα: «Μίσθωση μύλου – νεροτριβής»
Ο πρώτος συμβαλλόμενος ταγματάρχης και ιδιοκτήτης μύλου και νεροτριβής συμφώνησε με δύο μυλωνάδες να τους εκμισθώσει δύο εργαστήρια που βρίσκονται στη Δαμάστα, δηλαδή έναν αλευρόμυλο και μία νεροτριβή, για χρονικό διάστημα ενός έτους, με μίσθωμα ανερχόμενο στο ποσό των εξακοσίων εβδομήντα πέντε δρχ. (675 δρχ.).
Κατά τη συμφωνία τους μάλιστα,  το εν λόγω ποσό του  μισθώματος υποχρεούνται να αποπληρώσουν οι δύο μυλωνάδες με μηνιαίες δόσεις εντός οκταμήνου έως την ολοσχερή εξόφλησή του.
ΣΧΟΛΙΑ - ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
1. Η πλατιά διάδοση και χρήση  του νερόμυλου  στην ευρωπαϊκή  ήπειρο συντελέστηκε μεταξύ του 500 και 1200 μ.Χ. Οι νερό­μυλοι κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο ανα­γνωρίζονταν ως κρατική περιουσία.
Κατά τον 8ο αι. συντελείται ο εξελ­ληνισμός του Βυζαντινού Δικαίου. Δημοσιεύεται υπό των Ισαύρων η εκλογή νόμων, όπου περιέχονται και οι λεγόμενοι Γεωργικοί Νόμοι, αν και πολλοί τους θεωρούν ως έργο του Ιουστινια­νού, του 7ου αι., που σκοπό είχε την προστασία των χωρικών.
Στο πλαίσιο μιας ελεύθερης «κοινό­τητας» αγροτών, αναφέρονται για πρώτη φορά στο ιδιοκτησιακό καθε­στώς των νερόμυλων και επιβάλλουν να διευθετούνται, διαμέσου της «προ­τιμήσεως» των γειτόνων, πιθανές διεκδικήσεις επί της γης.
Αργότερα, κατά τον 10ο αι. η «προ­τίμηση» αυτή αρχίζει να χρησιμοποιείται, καταχρηστικά για τη συγκέντρωση της γης από τους ισχυρούς, ιδιαίτερα μετά την παρακμή της φορολογικής ε­νότητας της κοινότητας, αρχές του 1ου αι., που άνοιξε τον δρόμο στη φεουδοαρχοποίηση της αυτοκρατορίας και στη δημιουργία μεγάλων ιδιόκτητων καλλιεργήσιμων εκτάσεων, τις «στάσεις», ό­που περιλαμβάνονταν και «μυλώνες».
Κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο αρχίζουν να παραχωρούνται, για διάφορους λόγους, με αυτοκρατορικές δωρεές, πρόσοδοι και προνόμια σε αξιωματούχους και μοναστήρια. Ήδη οι κοινότητες εμφανίζονται στις πηγές να αποτελούν μόνον οικονομικές ενότη­τες, οι οποίες και μεταβιβάζονται. Απαραίτητα και οι μυλώνες, μαζί με τα βοσκοτόπια και τα χωράφια, είτε ανή­καν εξ ολοκλήρου στον πάροικο, που διατηρούσε το δικαίωμα της κληρονομιάς ή της μεταβίβασής τους με πληρωμή φόρου, είτε από μισοί και στον κύριο της γης. Αναφέρονται στα κατάστιχα ως «δεσποτικοί μυλώνες» ή «μυλικά εργαστήρια υδροκίνητα» και χαρακτηρίζουν κυρίως μοναστηριακές εγκαταστάσεις ή κτίσματα της τοπικής εκκλησίας.
Στην Τουρκοκρατία η παρέμβαση του οθωμανικού κράτους στους νερόμυλους δεν επιτελείται με τον έλεγχο των νερών, αλλά μέσα από ένα σύστημα που επιβάλλεται επί της συγκεκριμένης παραγωγικής διεργασίας, Οι νερόμυλοι ανήκαν σε ιδιώτες, είτε στην κοινότητα ή τα μοναστήρια και τους ενοικίαζαν,  τους  «πάκτωναν». Υπάρχουν άφθονες πληροφορίες για το φόρο των νερόμυλων. Στα τέλη του 15ου αι. καταβαλλόταν σε είδος και αυξομειωνόταν ανάλογα με την παραγωγικότητα που είχε κάθε μορφή μύλου. Με νομοθετικές διατάξεις, κανόνες, «Kanunnames» παρέχεται στο νομέα της προ­σόδου συγκεκριμένης έκτασης γης «τι­μάριο», το δικαίωμα να εισπράττει φό­ρο για τους νερόμυλους που βρισκόταν στην περιοχή του. Από τα μέσα του 16ου αι. ο φόρος συχνά καταβαλλόταν και σε χρήμα. Όριζαν 60 άσπρα για μαγγανόμυλο, 30 για νερόμυλο και 15 άσπρα για ανεμόμυλους. Επίσης υπάρχουν διατάξεις που επέβαλλαν στον ιδιοκτήτη του μύλου την επισκευή και επαναλειτουργία του, αν καταστραφόταν, με δικά του έξοδα. Ο «Kanunname» του Ευρίπου διακρίνει δικαιώματα, ανάλογα με τον χρόνο χρήσης τους. 15 άσπρα αν δούλευαν 6 μήνες και 10 άσπρα αν δούλευαν 4 μή­νες. Ο αντίστοιχος του βιλαετίου της Αθήνας όριζε δόσιμο 15 άσπρα, ανε­ξάρτητα χρόνου λειτουργίας, ενώ τα ί­δια ποσά αναφέρονται και στον κώδι­κα της Λαμίας. Μαρτυρίες βεβαιώ­νουν, όμως, ότι στο τέλος της Τουρκο­κρατίας έφθασε σε πολλές περιοχές και στο 1/5 του εισοδήματος.
Το καθεστώς ιδιοκτησίας στους ιδιό­κτητους μύλους διαμορφωνόταν, κυρίως, ανάλογα με τις δημιουργούμενες οικογενειακές ανάγκες. Συνήθως, μοι­ραζόταν, ιδιαίτερα στα τέλη του 18ου αι., σε εξ αδιαιρέτου μερίδια που εκχω­ρούνταν στους κληρονόμους. Πολύ συ­χνά ποσοστό εξαγόραζαν και Τούρκοι αξιωματούχοι, όπως φαίνεται από διά­φορα έγγραφα, για να είχαν το δικαίω­μα του δωρεάν αλέσματος της παραγω­γής των δημητριακών τους. Κάποτε, θε­ληματικά, και ο μυλωνάς προσέφερε με ρίδιό του στο μοναστήρι, ή στο χωριό για προστασία της περιουσίας του από τη βία της κεντρικής εξουσίας.
Η διοχέτευση των νερών κάποιου ποταμού ή χειμάρρου ή και πηγής στους μύλους επιτυγχανόταν διαμέσου του μυλαύλακου, απ' όπου το νερό ως κινητήρια δύναμη χρησιμοποιείται για το άλεσμα των δημητριακών. Όταν ό­μως, αυτό το υδάτινο δυναμικό, ιδιαί­τερα σε περιοχές όπου δεν ήταν πλούσιο, εχρησιμοποιείτο ταυτόχρονα και για πότισμα γεωργικών καλλιεργειών, ανέκυπταν συχνά σημαντικά προβλή­ματα. Υπαίτιοι άλλοτε ήταν οι νερόμυ­λοι, όταν κατακρατούσαν τα τρεχούμε­να νερά, δημιουργώντας υδάτινες απο­θήκες, άλλοτε οι αγρότες, όταν κατα­νάλωναν το νερό για άρδευση και ε­μπόδιζαν τη σωστή λειτουργία του νερόμυλου με τη δημιουργία μικρών φραγμάτων (τα «δέματα»), μέσω των οποίων έστρεφαν τη ροή των υδάτων προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις.
Οι διαμάχες αυτές ήσαν συνεχείς και τα προβλήματα δυσεπίλυτα, σε σημείο ώστε να προβλεφθούν ειδικές νομοθε­τικές διατάξεις, τις οποίες συναντάμε σε όλους τους «νομοκάνονες», σε μια προσπάθεια να δώσουν λύσεις. Επιπλέον αναφέρεται στις πηγές ότι υπήρ­χαν ορισμένα, για τον σκοπό αυτό, έμ­μισθα πρόσωπα, επιφορτισμένα από την κεντρική εξουσία με την επίβλεψη της ορθής διανομής του νερού, οι λεγό­μενοι «ποταμάρχες».
Το δικαίωμα που εισέπραττε ο μυ­λωνάς για τα αλεστικά, το λεγόμενο «ξάι» («exagium»), κυμαινόταν, κατά περιοχές, σε ποσοστό από 3-12%, ενώ υπήρχε και το κατ’ αποκοπήν, το «κεφαλιάτικο», για το άλεσμα όλου του χρόνου. Δωρεάν άλεθαν μόνο για τα ψωμιά του γάμου στον γαμπρό και τη νύφη, αλλά και στον εκμισθωτή του μύ­λου. Μπορούμε να πούμε ότι το εισόδημα των μύλων ήταν αρκετά σημαντι­κό, αφού άλεθαν και μέχρι 50ο0 οκάδες το εικοσιτετράωρο, ενώ το αύξαναν και με διάφορες πρόσθετες εργασίες, ό­πως καθάρισμα του σιταριού ή βρέξιμό του για να βγει σιμιγδάλι. αλλά και πολλές φορές κλέβοντας στα ζύγια ή την παραγωγή. Η τιμωρία του πονηρού μυλωνά στις περιπτώσεις αυτές αφηνό­ταν στον Θεό. στη μέλλουσα κρίση των αμαρτωλών κατά τη Δευτέρα Παρου­σία. Ήταν δε τόσο έντονο το φαινόμενο ώστε πέρασε και στην εικονογραφία των εκκλησιών.
Ο αλευρόμυλος  συνιστούσε απαραίτητο εργαστήριο της εποχής εκείνης, τόσο για το άλεσμα του σιταριού-καλαμποκιού που προορίζονταν για ανθρώπινη χρήση όσο και για το άλεσμα των άλλων δημητριακών βρώμης, σίκαλης, κριθαριού κλπ. τα οποία χρησιμοποιούνταν ως ζωοτροφές.
Προφανώς ο υπό εξέταση μύλος ήταν νερόμυλος αφής στιγμής βρισκόταν στη Δαμάστα όπου υπήρχαν πλούσια νερά. Εξάλλου η ύπαρξη στην ίδια περιοχή και της νεροτριβής το επιβεβαιώνει απόλυτα.
Κατά μήκος της κοιλάδας του ζωοδότη Σπερχειού ποταμού άλλωστε υπήρχαν δεκάδες τέτοια υδροκίνητα εργαστήρια, ίχνη των οποίων διασώζονται μέχρι σήμερα.
Βασικό εξάρτημα του νερόμυλου ήταν η φτερωτή. Πρόκειται για έναν ξύλινο τροχό, με μεγάλη διάμετρο, όπου στην περιφέρειά του είχε προσαρμοσμένα πτερύγια. Η φτερωτή περιστρεφόταν όταν έπεφτε με δύναμη νερό πάνω στα πτερύγιά της. Η κίνηση αυτή μεταβιβαζόταν με τη βοήθεια μιας διάταξης γραναζιών, αξόνων και ιμάντων στην πάνω μυλόπετρα, η οποία περιστρεφόταν αργά και άλεθε του σπόρους των σιτηρών.
Ο νερόμυλος πέραν από την οικονομική του διάσταση διαδραμάτισε και κοινωνικό ρόλο αφού ήταν το σημείο αναφοράς και συγκέντρωσης των κατοίκων της περιοχής. Ο μυλωνάς ήταν δέκτης και αναμεταδότης πληθώρας πληροφοριών. Συνήθως με τη μεσολάβηση του μυλωνά ολοκληρώνονταν και τα συνοικέσια.
2. Η νεροτριβή (ντιστρέλα) αποτελούσε ένα υδροκίνητο εργαστήριο (υπαίθριο πλυντήριο), το οποίο είχε τη δυνατότητα να πλένει το μαλλί και τα κλινοσκεπάσματα (βελέντζες, μπαντανίες, φλοκάτες), διευκολύνοντας και απλουστεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα των ανθρώπων εκείνης της εποχής.
3. Το ότι η εκμίσθωση συμφωνήθηκε για μικρή σχετικά χρονική διάρκεια του ενός έτους, το υψηλό ποσό του ενοικίου των 675  δρχ. και το ότι η ολική εξόφληση του ενοικίου θα πραγματοποιούνταν  εντός του πρώτου οκταμήνου (προκαταβολικά στην ουσία), επιβεβαιώνουν την μεγάλη εμπορική αξία που είχαν αυτά τα εργαστήρια και  το πόσο απαραίτητα ήταν αφού τότε όλοι προσέτρεχαν σε αυτά για να εξυπηρετήσουν τις καθημερινές  τους ανάγκες.
ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΕΥΣΙΜΟΥ
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Υπ’ αριθμ. 7206/1857   
Θέμα: «Αντικατάσταση στρατευσίμου»
Ο Τάσιος Μαλλιάτσος, υποδεκανέας πεζικοφόρος του επιλεκτικού λόχου, του πρώτου τάγματος του τρίτου Συντάγματος, κάτοικος του χωρίου Χόμωρης του Δήμου Προσχίου της επαρχίας Ναυπακτίας και ο Νικόλαος Παπππαποστολόπουλος, γεωργός, κάτοικος του χωρίου Ζιώψης του Δήμου Τυμφρηστού, παρουσιάσθηκαν ενώπιον του Συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκου Λαμίας Δημητρίου Νικολαΐδου, αναπληρούντος τον κωλυόμενον Συμβολαιογράφον Λαμίας Αλέξανδρον Χατζίσκον, καθώς και δύο μαρτύρων και εξέθεσαν τα ακόλουθα:
Ο Τάσσιος Μαλλιάτσος, έχων το δικαίωμα της Αντικατάστασης κληρούχου, υπόσχεται να υπηρετήσει αντί του Νικολάου Παππαποστολόπουλου εις τον στρατόν, ολόκληρη τετραετία, σύμφωνα με τον περί απογραφής Νόμον. Γι’ αυτή την αντικατάσταση προσφέρει στον Τάσσιο Μαλλιάτσιο, ο αδελφός του κληρούχου Νικολάου Παπππαποστολόπουλου για όλο το διάστημα της στρατιωτικής υπηρεσίας του, δραχμές πεντακόσιες (500), τις οποίες θα καταθέσει εις το ταμείον του πρώτου τάγματος του τρίτου Συντάγματος στο λογαριασμό του εν λόγω αντικαταστάτου. Με την έγκριση του Διοικητή τού Σώματος, ο αντικαταστάτης δύναται να λάβει ένα μέρος της παραπάνω χρηματικής ποσότητας κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, δεν δύναται όμως πριν λήξει η υπηρεσία του να δανεισθεί από αυτά ή να μεταβιβάσει όλη ή μέρος αυτής της χρηματικής ποσότητας σε άλλο πρόσωπο, άλλως κάθε τέτοια πράξη πριν τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας, λογίζονται ενώπιον του Νόμου, ότι ουδεμία ισχύ και κύρος έχει.
                                                         ΣΧΟΛΙΑ - ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
1.  Με το Νόμο περί Απογραφής το Νοέμβριο του 1837 η στρατιωτική θητεία γινόταν υποχρεωτική, χρονικής διάρκειας τεσσάρων χρόνων, δια της κατατάξεως εθελοντών και δια της απογραφής. Οι εθελοντές θα κατατάσσονταν σε όποιο σώμα επιθυμούσαν. Το προς κατάταξιν όριο ηλικίας οριζόταν το 18ο μέχρι το 24ο, εντός του οποίου συμπεριλαμβανόμενοι άνδρες απογράφονταν υποχρεωτικά σε ειδικούς πίνακες απ’ τους οποίους οι Δήμοι  επέλεγαν τον απαραίτητο αριθμό προς κατάταξιν στρατιωτών.
Ο Νόμος της Απογραφής άνοιγε ένα καινούριο κεφάλαιο και δημιουργούσε πρωτογενές Δίκαιο, διανθισμένο από γεγονότα τα οποία είχαν σχέση με τις αθέμιτες υπερβάσεις του Νόμου, τις παρερμηνείες, τις αυθαιρεσίες και τις μεροληπτικές  συμπεριφορές.
Εκείνο το οποίο θεωρείται αξιοπρόσεχτο είναι η διάταξη αυτού του Νόμου για το θεσμό της Αντικατάστασης στρατευσίμων που υπήρξε συνηθισμένο φαινόμενο, επειδή τα κίνητρα δοσοληψίας ήταν δελεαστικά. Οι καλοστεκούμενοι οικονομικά νοικοκυραίοι αναζητούσαν Αντικαταστάτες από τις ορεινές κοινότητες, προσφέροντάς τους αξιόλογα ποσά, για την εποχή εκείνη. Αυτόματα, γύρω απ' αυτή την υπόθεση δραστηριοποιήθηκε ένας μικρόκοσμος από εγγυητές, οικονομικούς παράγοντες, νομικούς κλπ. Η υπόθεση, όμως, αυτή δοκιμάστηκε ως προς την αξιοπιστία της, ξεπερνώντας, συχνά, τα όρια της νομιμότητας, με αποτέλεσμα να απαγγελθούν κατηγορίες κατά των νομικών και φυσικών προσώπων που ήταν  οι Δήμοι και οι Δημοτικοί άρχοντες, για παρατυπίες και υπερβάσεις. Έτσι μεταξύ των Δημοτικών παραγόντων και των Δημοτών αναπτύχθηκε ένα πελατειακό σύστημα το οποίο οικοδομήθηκε στην απροθυμία των νέων για στράτευση.
Η κυριότερη αιτία που στιγμάτισε τη διαδικασία της κλήρωσης και την κατέστησε   διαβλητή και αποκρουστική στους νέους ήταν η στάση των  Δημοτικών παραγόντων  και όσων εμπλέκονταν σε αυτή τη διαδικασία, όπου οι υπόνοιες για χρηματισμό αυτών των οργάνων για μεροληπτική συμπεριφορά στο θέμα της κλήρωσης ήταν η κύρια αιτία της λιποταξίας, η οποία συνήθως κατέληγε στο ληστρικό βίο, παρά στη φυλακή. Υπήρξαν περιπτώσεις τραγελαφικές όπου Δήμαρχοι εξέδιδαν ψευδείς ληξιαρχικές πράξεις θανάτου για να απαλλάξουν κάποιον από τη διαδικασία της κλήρωσης.              
 Ο θεσμός αυτός ίσχυσε νομοθετικά καθ' όλη τη διάρκεια του 19°U αιώνα. Πλούσιο αντιπροσωπευτικό αρχειακό υλικό υπάρχει στο Ιστορικό Αρχείο Λαμίας.
2. Ο αντικαταστάτης Τάσσιος Μαλλιάτσος καταγόταν από τα δύσμοιρα φτωχικά μέρη του Βάλτου-Ξηρομέρου και προφανώς η οικονομική ανέχεια τον οδήγησε να εκμεταλλευτεί το δικαίωμα της Αντικατάστασης κληρούχου.
3. Το ποσό των 500 δραχμών για την εποχή εκείνη ήταν αξιοσέβαστο, αναλογιζόμενοι ότι μια διώροφοι πετρόχτιστη κατοικία στα χωριά άξιζε περίπου 1200 δραχμές.
4. Το χωριό Ζιώψη από όπου καταγόταν ο κληρούχος Νικόλαος Παππαποστολόπουλος βρισκόταν κτισμένο στις δυτικής παρυφές της Όθρης και ανήκε στο Δήμο Τυμφρηστού. Οι πρώτοι κάτοικοί της εµφανίστηκαν πριν το 1800. Σύµφωνα µε µαρτυρίες, αλλά και χάρτη εποχής του Γάλλου περιηγητή Πουκεβίλ, που επισκέφθηκε την περιοχή µας, η πρωταρχική ονοµασία του χωριού εµφανίζεται ως Ζόπα και είναι πιθανότατα σλαβικής ρίζας και προέλευσης. Αργότερα και πριν την επανάσταση του 1821 παρουσιάζεται ως Ζόπεση. Μετά την ανεξαρτησία της πατρίδας µας από τους Τούρκους έλαβε την οριστική ονοµασία Ζιώψη, από παραφθορά αυτών των λέξεων: Ζόπα - Ζόπεση - Ζιώψη.
Για την ονοµασία της επικρατούσε µεταξύ των κατοίκων της και άλλη άποψη, ότι, δηλαδή, οφείλεται στη σύνθεση των λέξεων: ζωή και όψη, επειδή ακριβώς το χωριό παρoυσίασε κάποτε έντονη ζωτική δραστηριότητα, ύστερα από περίοδο παρακµής. Μάλιστα, επί Τουρκο-κρατίας, η Ζιώψη ήταν το κέντρο συγκέντρωσης των σιτηρών της περιοχής και τροφοδοτούσε (έδινε ζωή = Ζιώψη) όλους τους κατοίκους των γειτονικών χωριών. Το βέβαιο είναι ότι η συχνή επανάληψη των λέξεων Ζόπα - Ζόπεση ή ζωή και όψη στις συζητήσεις, καθώς και η επίδραση της ρoυµελιώτικης ντοπιολαλιάς, έπλασαν την oνoµασία Zιώψη.
Η Ζιώψη, ως οικισµός, µέχρι την επανάσταση του 1821 βρισκόταν αποµονωµένη στην απόκρυφη θέση Μπζιάκα, όπου σήµερα διέρχεται το κλησόρεµα και επεκτεινόταν νότια, µέχρι το ξωκλήσι του Αη Θανάση, µακριά από την αρπακτική διάθεση και επιρροή των αλλόθρησκων Τούρκων.
Αθρόα και γενναία υπήρξε και η συμμετοχή των κατοίκων της Ζιώψης στην επανάσταση του '21. Σαράντα εννέα απ' αυτούς είναι καταγεγραμμένοι στα Αρχεία Αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, που βρίσκoνται στην Εθνική Βιβλιοθήκη, καθώς και στο Αρχείο Αριστείων του κράτους.
Οι ίδιοι οι αγωνιστές, ως κάτοικοι της Ζιώψης, είχαν υποβάλει με αίτησή τους τα πιστοποιητικά οπλαρχηγών στο τότε Υπουργείο Πολέμου, κατά τα έτη 1843-44, και έλαβαν, τιμής ένεκεν, βαθμoύς αξιωματικών, καθώς σιδερένια και χάλκινα αριστεία, για την προσφορά τους στην πατρίδα.
ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Γ.Α.Κ. – Αρχεία Ν. Φθιώτιδας: Συμβολαιογραφικά αρχεία των συμβολαιογράφων Λαμίας Β. Δ. Περαιβού & Αλ. Χατζίσκου.
2.  Γ.Α.Κ. – Αποφάσεις δικαστηρίων.
3.  «Ανέκδοτα  τουρκικά Χοτζέτια», Δημ. Νάτσιος, Φθιωτικά χρονικά 2004.
4.  «Χειρόγραφα προικοσύμφωνα», Δημ. Νάτσιος, Φθιωτικά χρονικά 1993.
5.  «Ο θεσμός αντικατάστασις στρατευσίμου», Φύκας Περικλής, Φθιωτικά χρονικά 1992.
6.  «Ιστορικά χρονικά Λαμίας», Δημ. Γαρδίκης.
7.  «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», Ελληνικά Γράμματα, τ 4.
8.  «Ιστορίς Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τ ΙΒ΄
9.  «Οι πρώτοι τσιφλικάδες στη Φθιώτιδα», Λέλης Γεώργιος, Φθιωτικά χρονικά 1992.
10. «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», Κορδάτος Γ.  τ 11.
11. «Επιστήμη και Ζωή», εγκυκλοπαίδεια.
12. «Χάνια και χατζήδες», Τζιβελέκα-Πολυμεροπούλου Μ.
13. «Στα χνάρια της γενέτειρας Ζιώψης», Ευθυμίου Δημήτριος.
14. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», εκδόσεις ΔΟΜΗ.
15. «Η ένταξη της Φθιώτιδας στο διοικητικό μηχανισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας- οι κανουνναμές του Ζητουνίου», Καραχρήστος Ιωάννης, Πρακτικά 1ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας.
16. «Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των χωριών της επαρχίας Ζητουνίου κατά τα πρώτα μετεπελευθερωτικά χρόνια σύμφωνα με τα πρακτικά της Μικτής Ελληνοτουρκικής Δικαστικής Επιτροπής», Μακρής Ι.
17. «Το γαιοκτητικό καθεστώς στο χωριό Φραντζή στα αμέσως μετεπαναστατικά χρόνια βάσει του παραχωρητηρίου στο Βάσο Μαυροβουνιώτη», Πατρικοράκου-Θεοδώρου Αφροδίτη, Πρακτικά 1ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας.
18. «Πρακτικά οροθετικής γραμμής, 1832, του νεοσύστατου ελληνικού κράτους-προσκήνιο-παρασκήνιο», Λέλης Γ. Πρακτικά 1ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας.
19. «Οι τσιφλικάδες του κτήματος της Μπεκής(Σταυρού)», Μακρής Ι. περιοδικό «Σταυροδρόμι».
20. «Αφιέρωμα στην 160η επέτειο της ενσωμάτωσης της Φθιώτιδας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος», Λέλης Γ. , Φθιωτικά χρονικά, 1993.
21. «Ενθυμήματα Στρατιωτικά», Ν. Κασομούλη, πρόλογος Γ. Βλαχογιάννη.
22. «Οι απαρχές της εκπαίδευσης στη Φθιώτιδα και τη Λοκρίδα», Αντωνίου Δαυίδ, Φθιωτικά χρονικά.
23. «Δικηγόροι και δικηγορικός Σύλλογος Λαμίας», Δημ. Νάτσιος, Λαμία 2004.
24. «14 παράγραφοι για τον Χουρμούζη», Κ. Γεωργουσόπουλος.



Δεν υπάρχουν σχόλια: