TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024

Και εισήλθαν οι ελευθερωτές στην πόλη

 

Η ξεχασμένη Ιστορία

ΚΑΙ ΕΙΣΗΛΘΑΝ ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

                                                                                 Επιμελήθηκε :  ο Περικλής Κ. Φύκας

(αποτελεί μερική επαναδημοσίευση εργασίας μας που φιλοξενήθηκε στην εφημερίδα ΄΄ΠΡΩΪΝΑ ΝΕΑ ΄΄, της Λαμίας αρ. φ. 2206, το Σάββατο της 18ης-10-1997) 

Και έλαχε η ξεχωριστή αυτή μέρα να είναι αφιερωμένη στον προστάτη της Άγιο, στέκεται ακοίμητος φρουρός της, χρόνια τώρα, και διαφεντεύει τις καρδιές μας και το θρησκευτικό μας συναίσθημα !

Και ξεκουμπιστήκανε οι επήλυδες, και μέσα στο φευγιό και το λυσσομάνημά τους, την μικρή μας πόλη στη φωτιά και τον όλεθρο, στην καταστροφή και το παρανάλωμα, την ερήμωση και το κλάμα πασχίσανε να παραδώσουνε. 

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

Τα βατευτικά ή μαρκαλίκια


Τα βατευτικά ή μαρκαλίκια

Λαογραφικά σημειώματα του Χρήστου Τούμπουρου


Τράγος: Η αρσενική γίδα με χαρακτηριστικό γένι. Τράγος λέγεται και υβριστικώς ο παπάς, γιατί έχει γένι και θυμίζει τράγο. «Λαθεύουν και οι παπαδιές και τρογκιούνται με τα τραγιά στο τραγότσιαλο». Να πούμε ακόμα πως γίδι είναι το νεογνό της γίδας, το κατσικάκι, ενώ ως ΓΙΔΙΑ ορίζονται το κοπάδι αποτελούμενο από γίδες και τράγους, ανεξαρτήτως ηλικίας. «Μπήκαν, μωρέ, μπήκαν/τα γίδια στο μαντρί,/τα πρόβατα στη στρούγκα».

Οι κάτοχοι της γίδας απευθύνονται στους κατόχους των αρσενικών ζώων, των τραγιών, για το βάτεμα. Ο τραγοκάτοχος παίρνει τα «βατευτικά» ή τα «μαρκαλίκια». Έτσι λένε το αντίτιμο για το ζευγάρωμα των ζώων, και αν δεν «στήσει» δηλαδή δεν γκαστρωθεί το θηλυκό, το επαναζευγαρώνουν χωρίς πληρωμή. Αν πάλι δεν γκαστρωθεί ο κάτοχος του αρσενικού επιστρέφει τα βατευτικά ή μαρκαλίκια. Όσες ημέρες τα θηλυκά ζώα, είναι στο αρσενικό, ο ιδιοκτήτης του αρσενικού, είναι υπεύθυνος για τη συντήρηση, αλλά και την ασφάλεια του θηλυκού ζώου. Όταν φθάσει εποχή του ζευγαρώματος, ο εκάστοτε ντελάλης φωνάζει: «Χωριανοί… ακούσατε, ακούσατε. Από μεθαύριο τη Δευτέρα αρχίζει ο μάρκαλος. Όποιος έχει μαρτίνες να τις πάει στο τραΐ του τάδε… (όνομα ιδιοκτήτη αρσενικού), για φέτος, είκοσι φράγκα η ταρίφα, άμα δεν στήσει η γίδα δεν πλερώνει. Το τάγισμα, το πότισμα και φύλαγμα ανέξοδο…».

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

Τα εξωτικά ελαφοκέρατα

 

ΤΑ ΕΞΩΤΙΚΑ ΕΛΑΦΟΚΕΡΑΤΑ

[Του Τάκη Ευθυμίου]

Το ελάφι, το περήφανο και ωραιότατο ιερό ζώο της θεάς Άρτεμις, την ηλικία του τη γράφει κάθε χρόνο με την προσθήκη και μιας νέας διχάλας στα κέρατά του, όπως τα δέντρα γράφουν τα χρόνια τους με τις διάφορες κυκλικές επιστρώσεις στον κορμό τους.

Τα παράξενα κέρατα, που του προσδίδουν και την εξωτική ομορφιά, τού γίνονται κακός μπελάς, όταν το κυνηγάει ο άνθρωπος. Κι αυτό επειδή στα θαμνώδη μέρη προδίδεται η παρουσία του εύκολα και αναγκάζεται ν’ αποτραβιέται στα ψηλά βουνά, στα λόγγια, για να ξεφεύγει από το ερευνητικό βλέμμα του κυνηγού, εκεί πάνω που ζούσε και η ελληνική κλεφτουριά για να μην οι αρπαχτικές διαθέσεις του Τούρκου δυνάστη

                                         Με γέλασε μια χαραυγή

                                         τ’ αστρί και το φεγγάρι,

                                         και βγήκα νύχτα στα βουνά

                                         νύχτα στα κορφοβούνια.

                                         Κι ακούω τα πεύκα να βροντούν

                                         και τις οξιές να τρίζουν

                                         κι ακούω τα λάφια που βοσκούν

                                         κι όλα τα λαφομούσκια…

Όμως αν για το ελάφι τα κέρατα είναι μπελάς για τον άνθρωπο γίνονται στολίδι και κόσμημα. Τα κρεμάει στον τοίχο, όπως κρεμούσαν οι βασιλιάδες τα λάφυρα των αντιπάλων τους. Τα χρησιμοποιεί ακόμα για καμουφλάρισμα και κράζοντας, όπως ρεκάζουν τα ελάφια μεταξύ τους κατά την εποχή του ζευγαρώματος, τα ξεγελάει τα καημένα, τα κάνει να κοντοζυγώνουν κι ύστερα τα τουφεκάει. Ευτελέστατη πανουργία! Και μάλιστα για ένα πολύ δειλό ζώο, γνωστό για τη φυσική του δειλία από την αρχαία εποχή: «Ελάφοιο κραδίην έχων» τονίζει για τον φοβιτσιάρη ο Όμηρος. Αλλά και σήμερα ακόμα «αλαφιασμένο» ονοματίζουμε τον τρομαγμένο.

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024

Οι σβουνιές


ΟΙ ΣΒΟΥΝΙΕΣ

[Του Αλέξανδρου Χουλιαρά]

Στην προβιομηχανική κοινότητα τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Η ανακύκλωση ήταν συνήθης πρακτική και συνέβαλε πολύ στην αειφορία του τόπου. Ένα από αυτά τα ανακυκλούμενα είδη ήταν οι ευτελείς γελαδοσβουνιές, οι οποίες είχαν αρκετές χρήσεις για τους ορεινούς. Όταν ξηραίνονταν αρκετά τις έσμιγαν με τις κοπριές των άλλων ζώων (πλην του γουρουνιού), κυρίως με κοπρατζίνες ή καβαλίνες από τα φορτιάρικα και κακαράτζες από τα γιδοπρόβατα, της οικόσιτης γεωργικής κτηνοτροφίας, και τις μετέφεραν με τα κοπρόσακα στους κήπους, στα περιβόλια και στα χωράφια για λίπανση.

Ως φρέσκες, αν και ήταν αρκετά υδαρείς, τις αραίωναν με νερό και αρμολογούσαν τα πετράλωνα ή πασάλειβαν τα χωματάλωνα, προκειμένου να μη βγάζουν χώμα και χαλίκια όταν αλώνιζαν. Για τους ίδιους περίπου λόγους, με ανάλογο μείγμα πασάλειβαν και το χωμάτινο πάτωμα του μαγεριού στο σπίτι τους ή έκλειναν κάποιες χαραμάδες, που έχασκαν βάζοντας στο σπίτι αέρα και κρύο. Επίσης όταν αγραυλούσαμε ως ξερή την καίγαμε μαζί με κάποιες σκλιμπόσιες (σαπίμια διάφορα) για κουνουποαποθητικά.

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2024

"Η δάφνη & το αηδόνι"

 

Η ΔΑΦΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ

(ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ)

  

[Ύμνος εις τον θάνατον του Έλληνα ποιητή Διονυσίου Κόμητος Σολωμού]

Μαύρισε, κύμα τον αφρό, και σεις βουνά το χιόνι. Γιατ’ ήλθε βαρυχειμωνιά και δε λαλεί τ’ αηδόνι, τ’ αηδόνι που τραγούδησε του βουνού τη ράχη. Κλάψτε βουνά και βράχοι, τ’ αηδόνι δεν λαλεί…

Και συ, δαφνούλα ελληνική, φυλλόχλωρη δαφνούλα, εσύ, που τ’ άνθη σου έλουζες τη νύχτα στη δροσούλα, για να σε βλέπει όμορφη και να σε καμαρώνει πες μου, γιατί τ’ αηδόνι δαφνούλα, δε λαλεί

Του μύρισεν η άνοιξη που πλάκων’ αποπέρα και λαίμαργο θα σο ‘φυγε ψηλά μες στον αιθέρα, πρώτο να πάγει να την βρει και να την απαντήσει, γλυκά να τη φιλήσει, και να ’λθουνε μαζί.

Αχ! Πότε νά ’λθ’ η άνοιξη, να ιδείς αν θα γυρίσει! Αχ! Πότε το τριαντάφυλλο, δαφνούλα μου, ν’ ανθίσει, να πας να βρεις τα φύλλα του να νιώσεις την οσμή του!… Ποιός ξεύρει την πνοή του μην εύρεις μέσα εκεί;

Αχ! Πότε να ’λθ’ η άνοιξη, να λιώσουνε τα χιόνια, να πάψουν τ’ αστραπόβροντα, να ’λθούν τα χελιδόνια, για να τους πεις, δαφνούλα μου, την άσπλαχνή σου μοίρα; Ποιος ξεύρει, μαύρη χήρα, κι εκείνα τί θα πουν.

Παρηγορήσου, δάφνη μου,  γιατί δεν είσαι μόνη που καρτερείς το φίλο σου, που καρτερείς τ’ αηδόνι. Να ’ξευρες πόσα κόκαλα και σπλάχν’ ανδρειωμένα στο μνήμα ξαπλωμένα με σε το καρτερούν.

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

Τα εξοχίτικα σπίτια & οι εξοχίτες

 

ΤΑ ΕΞΟΧΙΤΙΚΑ ΣΠΙΤΙΑ & ΟΙ ΕΞΟΧΙΤΕΣ

[Του Στέφανου Σταμέλλου]

Τα αραιά εξοχίτικα σπίτια και οι εξοχίτες χαρακτηρίζονταν από μια διαφορετική νοοτροπία και η οικονομία «κλειστού τύπου», με ιδιοπαραγωγή για ιδιοκατανάλωση, ήταν κάπως διαφορετική και πιο χαρακτηριστική. Ήμασταν μακριά από το χωριό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και το Ποτάμι για μας ήταν κομμάτι της ζωής μας. Παλιότερα η ρεματιά ήταν τόπος για χειμαδιά των κοπαδιών, το πλούσιο νερό να ποτίζουν τις λογγιές, τόπος να δοκιμάζουν τις τύχες τους ψαρεύοντας πέστροφες, χέλια και μπριάνια και να πιλατεύουν τη ζωή τους κυνηγημένοι, κρυμμένοι στις εσοχές των απόκρημνων βράχων του δύσβατου φαραγγιού και σε «γιατάκια» ανάμεσα στα πουρνάρια, όπως τα άγρια ζώα. Πότε κλέφτες και πότε αντάρτες, με την ελευθερία «ζωγραφισμένη» ανεξίτηλα στο κούτελο. Ο Σταμελο-Γιώργης, ως κλέφτης και ληστής, σίγουρα εκεί θα απάγκιαζε την ελευθερία του και τις έμμονες ιδέες της αδικίας.

[Είναι το καλύβι μας στην Ασβεσταριά. Η φωτογραφία είναι πριν δέκα χρόνια, τώρα πρέπει να είναι ερείπιο...] 

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου