TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

Νυκτιπλανή πνεύματα



Νυκτιπλανή πνεύματα & εν σκιατροφία τεθραμμένοι
[Του αείμνηστου Ρουμελιώτη Λαογράφου Ζάχου Ξηροτύρη]

  Όπως έχουμε τους χθόνιους θεούς, τα κακοποιά της νύχτας πνεύματα, καλικαντζάρους και άλλα της φαντασίας φαντάσματα, που όπως πιστεύει ο λαός είναι τιμωρημένα από το Δημιουργό να ζουν στο σκότος και να μη βλέπουν τον ήλιο και το φως της ημέρας, τα νυκτιπλανή αποκαλούμενα πλάσματα και πνεύματα τα οποία νύχτα ακόμα και σε ορισμένη ώρα πρέπει να αποχωρήσουν και να ξαναγυρίσουν κάτω από τη γη, δαίμονες και φαντάσματα που δρουν μόνο κατά την νύχτα, κατά τον ίδιο τρόπο, κατά την ίδια μυθολογία και λαϊκή φαντασία, έχουμε και ανθρώπους που ζουν πίσω από τον ήλιο, στη σκιά και στο σκότος, τους "εν σκιατροφία τεθραμμένοuς», όπως και άλλα έμβρια όντα κατ' αντίθεση προς τους «εν ηλίω καθαρώ τεθραμμένοuς» όπως μας λέει η ιστορία και η μυθολογία.

Και όπως μας πληροφορεί η μυθολογία, όχι μόνο άτομα, αλλά και λαοί υπήρχαν
"εν σκιατροφία ζώντες». Τέτοιοι ήσαν οι Κιμμέριοι, που κατοικούσαν στην Κύμη
"εν καταγωγίοις οικήμασι», διότι «έθοο αυτοίς ην πάτριον, μηδένα τον ήλιον οράν, αλλά της νυκτός έξω πορεύεσθαι των χασμάτων».

Κάτι παρόμοιο συνέβαινε και στη Λοκρική Μυωνία με τις νυκτερινές θυσίες στους Μειλίχιους θεούς, όπου οι θύοντες έπρεπε να φαν τα κρέατα της θυσίας προ της ανατολής του ηλίου.

Κλασσική περίπτωση λαού εν σκιατροφία βιώσαντος ήσαν οι διαβόητοι Συβαρίτες όλοι οποίοι πίστευαν ότι "τον βουλόμενον εν Συβάρει μη προ μοίρας αποθανείν, ούτε δυόμενον ούτε ανίσxoντa τον ήλιον οράν δει».

Αλλά και για άλλο λόγο οι Συβαρίτες δεν γνώρισαν τον ήλιο, ούτε ανατέλλοντα,
ούτε δύοντα, από τεμπελιά και καυχόνταν για την τεμπελιά τους «πρωί μεν καθεύδοντες Οψέ δ' ενειρόμενοι».


Κάτι παρόμοιο γίνεται σήμερα με κάτι πλουσιόπαιδα και κάτι μεγαλοκυρίες που όλη τη νύχτα γλεντούν και την ημέρα κοιμούνται. Εκτός από τους μυθικούς αυτούς λαούς και ανθρώπους που ζούσαν τις νύχτες χωρίς να τους βλέπει ο ήλιος "εν σκιαγραφία», υπήρξαν και μυθικοί Βασιλιάδες όπως ο γυιός του Βασιλιά Τρίκαρδου "ο Ανήλιαγος», που τον είχε μοιράνει η κακή του μοίρα έτσι να ζει χωρίς να δει τον ήλιο. Και πράγματι, κάποτε που άργησε στο γλέντι με την καλή του και τον πήρε η μέρα και ο ίδιος, πριν προφθάσει να μπει στα ανήλιαγα και υπόγεια Ανάκτορά του, πέθανε.
Πέθανε γιατί αυτή ήταν η μοίρα κι ο χρησμός του "ο ήλιος είχε βγει κι ο νιός είχε πεθάνει», ίσια που γνώρισε σαν αχτίδα την ομορφιά του ήλιου, τόσο έζησε έξω απ' τα υπόγεια Ανάκτορά του, δεν άντεξε άλλο.
Και άλλα έµβια ζουν «εν σκιατροφία», ο λαός πιστεύει ότι υπάρχει ένα φίδι που
λέγεται ανήλιαγος και λέγεται έτσι γιατί αρέσκεται να ζει στη σκιά και όχι στον
ήλιο, άλλοι πιστεύουν ότι αν σε δαγκάσει ο ανήλιαγος δεν προφτάνεις να δεις τον
ήλιο και ίσως να συµβαίνει και έτσι, γιατί η φύση σε πολλά είναι κι αυτή για ανεξήγητους λόγους ιδιότροπη.
Το Δηµοτικό µας τραγούδι µε τη µεγάλη φαντασία του ποιητή και τραγουδιστή, µας παρουσιάζει πολλές κοπέλες που κρατούνταν «εν σκιαγραφία», αλλά εδώ γίνεται για ηθικούς και κοινωνικούς λόγους «την είχαν δώδεκα χρονών κι ο ήλιος δεν την είδε».
Το Δηµοτικό τραγούδι αναφέρεται πολλές φορές στα κορίτισα της παλιάς εποχής
που για προληπτικούς λόγους κρατούσαν µακριά από τα βέβηλα µάτια «στα σκοτεινά την έλουζε (η µάνα της) στ' άφενγα την χτενίζει, στ' άστρι και τον Αυγερινό έπλεκε τα µαλιά της».
Σε άλλο πάλι Δηµοτικό τραγούδι µας δίνεται άλλη εικόνα της απόκρυφης ζωής
της κοπέλας, που δ
εν την ανέτρεφε η µάνα της «εν ηλίω καθαρώ», αλλά µακριά
από τον κόσµο περιορισµένη εξ αιτίας της οµορφιάς της. «Την έλουζε τη χτένιζε
στα σύννεφα την κρύβει και σάλεψαν τα σύννεφα και φάνηκε η κόρη, φανήκαν τα σγουρά µαλλιά τ' αρχοντικά πλεξίδια».
Και δεν ήταν µόνο τα βέβηλα µάτια και ο κίνδυνος ηθικής παρεκτροπής, ήταν και ο φόβος του κατακτητή, του δυνάστη που καραδοκούσε να πλουτίσει το χαρέµι του µε όµορφες Ελληνίδες, γι' αυτό και ζούσαν στα σκοτεινά.
Και ποιόν να πρωτοκρύψει ο δόλιος ο Ρωµηός, την κόρη από τα βέβηλα µάτια του κατακτητή και την κτηνώδη βουληµία του να µη την πάρουν στο χαρέµι ή το αγόρι να µη το πάρουν και το κάµουν Γενήτσαρο;
Η ανάγκη έκανε το Ρωµηό γονιό να κρατάει αγόρια και κορίτσια µακριά από το
δυνάστη και να ζουν εν σκιατροφία
, χωρίς κοινωνικές συναναστροφές που προκαλούσαν την υπόνοια του κατακτητή και κυκλοφορούσαν λάθρα και απαρατήρητο όσο µπορούσαν οι υπόδουλοι νέοι και κρυμµένες οι νέες.
Έτσι κατά κάποιον τρόπο αγόρια και κορίτσια, για όλους αυτούς τους λόγους και
τους πολλούς κινδύνους, ζούσαν όχι µόνο στο σκοτάδι της σκλαβιάς
, αλλά και «εν
σκιατροφία» και όχι «εν ηλίω καθαρώ τρεφόµενοι», σαν νυκτιπλανή πλάσµατα ζούσαν.

Πηγή: «Νυκτιπλανή Πνεύματα», Αθήνα 2001, Ζάχος Ξηροτύρης
Επιμέλεια-Ανάρτηση, κατόπιν αδείας του Νίκου Ζ. Ξηροτύρη: Ευθυμίου Τάκης


Δεν υπάρχουν σχόλια: