Δίκοπες
συλλογές
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
Σουρούπωσε,
έκατσα και πάλι στην αγαπημένη μου γωνιά, με την ψάθινη καρέκλα και το τραπεζάκι,
που τα πόδια του κάνουν τραμπάλα, άπλωσα τις χαρτοφυλλάδες μου κι άρχισα με
αργές κοντυλιές ν’ αραδιάζω λέξεις, που μέσα τους διαβάζεις την ψυχή μου.
Δεν
με νοιάζει να τσαλακωθώ, ας γελάσεις, ας κλάψεις, η ανάγκη να ξομολογηθώ χωρίς παπά
και πετραχήλια είναι υπέρτερη. Να ξαλαφρώσω από τις μνήμες θέλω, που πότε αλαργεύουν
στο μυαλό μου και πότε χοροπηδάνε ολοζώντανες μπροστά μου, να σβήσω τις φωτιές
που με καίνε θέλω.
Απ’
τ’ ανοιχτό παραθύρι μπαίνει έντονη η μυρουδιά απ’ τ’ αγιόκλημα κι εγώ στις
συλλογές μου χάνομαι, με τα φτερά του νου ταξιδεύω. Ένα χλωμό φεγγάρι γκιζεράει
σαν μεθυσμένο στον ουρανό, χωρίς πυξίδα, χωρίς προορισμό. Έχει μια απέραντη
ησυχία στη γειτονιά, ούτε ένα σκυλί ν’ αλυχτήσει, ούτε ένα νυχτοπούλι να
κράξει, ούτε ένας γάιδαρος να γκαρίσει, λες κι απόκαμαν όλα απ’ τον αγώνα της
ζωής. Πού είναι οι βραδινές καντάδες κάτω απ’ τα μπαλκόνια, πού είναι τα
νυχτοπερπατήματα καβάλα στ’ άλογα!
Πήρα
στα χέρια μου όλες τις παλιές φωτογραφίες κι έπιασα κουβέντα μαζί τους. Να ο παππούς
με την τραγιάσκα και τα μουστάκια του, που με συμβούλευε ανάλογα με τα παθήματά
του.
-Μακριά
παιδάκι μ’, απ’ τις τράπεζες έλεγε, ένα βόδι πήρα, τρία πλήρωσα!
Όταν
του ψόφησε το βόδι, μεγάλη συμφορά για κείνα τα χρόνια, αναγκάστηκε να πάρει
πεντακόσιες
δραχμές δάνειο και ώσπου να ξεχρεώσει πλήρωσε χίλιες πεντακόσιες. Ήταν φτωχός,
αλλά περήφανος άνθρωπος, μισούσε την κακομοιριά κι έλεγε μια παροιμία:
-Φτωχός…
φτωχός, γιατί είσαι και μυξιάρης!
Κι
άλλες φορές που τον έπνιγε το παράπονο, μονορούφι κατέβαζε τις τσικουδιές και μονολογούσε:
-Ποτέ
δεν πλερώθηκε ο ιδρώτας μας, στράφι πήγαν οι κόποι μας. Έρχονταν όλοι αυτοί οι βολεμένοι,
μας φλόμωναν με παχιά λόγια και φανφάρες, για να μας αποκοιμίζουν στη φτώχεια
μας. Έτσι πέρασε η ζωή…
Ο καημός όμως που τον συνόδευε μέχρι το τέλος του και ποτέ δεν μιλούσε γι’ αυτόν ήταν για το παιδί του, το Χρήστο. Μ’ αυτόν τον καημό πέθανε και η γυναίκα του.
Σε
μια ταραγμένη εποχή, που ήταν γεμάτη αντάρα οι ψυχές των ανθρώπων, που κυριάρχησε
ο παραλογισμός και το μίσος, τότε έχασε το Χρήστο. Μπήκαν μια νύχτα στο σπίτι
και με το έτσι θέλω τον άρπαξαν χωρίς εξηγήσεις, πέντε έξι αρματωμένοι. Ήταν
μόλις δέκα εφτά χρονών, ένα αμούστακο παιδί με τα όνειρα που κάνει κάθε νέος.
Για
πολλά χρόνια δεν είχαν νέα του, δεν ήξεραν αν ζει ή πέθανε.
Ο
Χρήστος, χωρίς να το θέλει βρέθηκε να πολεμάει στα βουνά, ώσπου μια μέρα στο
Γράμμο έπεσε δίπλα του ένας όλμος κι όλα σκοτείνιασαν, έχασε τις αισθήσεις του.
Όταν συνήλθε το χέρι του, ποιο χέρι ένα κόκκαλο γυμνό, ήταν θαμμένο στο χώμα.
Προσπάθησε να το
τραβήξει
αλλά δεν είχε τη δύναμη και ξαναλυποθύμησε. Μέσα στην ατυχία του, φαίνεται πως
τον βρήκαν οι δικοί του και τον μετέφεραν στη Γιουγκοσλαβία σε κάποιο μικρό νοσοκομείο.
Εκεί ήταν δεκάδες τραυματίες και τους πιο βαριά τους μετέφεραν με ασθενοφόρα
στο Βελιγράδι. Μια νοσοκόμα , καλή της ώρα όπου κι αν βρίσκεται, τον είδε νέο
παιδί, τον λυπήθηκε και τον έβαλε σ’ ένα ασθενοφόρο. Από την καλοσύνη της κρατήθηκε
στη ζωή, έμεινε για μήνες στο νοσοκομείο κι έγινε καλά.
Μετά
βρέθηκε πρόσφυγας στην Ουγγαρία, στο χωριό Μπελογιάννης. Εκεί παντρεύτηκε μια Ουγγαρέζα
κι έκαναν δυο παιδιά.
Κάποτε
πήγα ταξιδιώτης στη Βουδαπέστη και τον ειδοποίησα να έρθει στο ξενοδοχείο Νovotel,
για να τον δω και να τον γνωρίσω για πρώτη φορά. Είχαμε μόλις κατεβεί απ’ το λεωφορείο
με τις βαλίτσες στο χέρι και περιμέναμε ένα τσούρμο άνθρωποι να πάρουμε τα κλειδιά
των δωματίων, όταν άκουσα μια φωνή τρεμάμενη από συγκίνηση και αγωνία να λέει:
-Ζούγρος,
είναι κανένας Ζούγρος εδώ!
Αυτή
τη φωνή δεν πρόκειται ποτέ να την ξεχάσω και πάντα θα ηχεί στ’ αυτιά μου.
Φυσικά δεν έμεινα στο ξενοδοχείο, άφησα τις βαλίτσες μου και με οδηγό τον Στάθη
τον γιο του, που ήταν κιόλας γιατρός, κινήσαμε για το χωριό τους. Άλλη μια
έκπληξη με περίμενε μπαίνοντας στο χωριό τους, μια ταμπέλα με ελληνικά γράμματα
έγραφε: ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΑΤΕ ΣΤΟ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
Ενώ
όλοι πήγαν νωρίς για ύπνο, εμείς οι δυο ξημερώσαμε κουβεντιάζοντας για τους συγγενείς
στην Ελλάδα, για το χωριό και τα τόπια μας.
Κι
όταν αργότερα μπόρεσε να έρθει στην πατρίδα, γυρνούσε στα μέρη που έζησε παιδί,
κοιτούσε τις πέτρες, τα δέντρα, τις βρύσες κι έκλαιγε σαν μικρό παιδί.
Οι
ξενιτεμένοι πονούν δυο και τρεις φορές για την πατρίδα!
Να
και μια φωτογραφία απ’ το Γυμνάσιο, με συμμαθητές και συμμαθήτριες σε μια
εκδρομή στον Αϊ-Λιά. Τα αγόρια με καμπάνες παντελόνια και τα κορίτσια με μπλε
ποδιές, κόκκινα μάγουλα και κόκκινα χείλη. Εγώ θυμάμαι, έκανα τα πάντα για να
βρεθώ δίπλα στην αγαπημένη μου Μυρτώ. Αξέχαστες εποχές, ανέμελα χρόνια γεμάτα
ζωντάνια και όνειρα, στην πιο όμορφη εποχή της ζωής μας, τη νιότη!
Κόκκινα χείλη φίλησα κι έβαψε το δικό μου
και το μαντίλι το ‘συρα κι έβαψε το μαντίλι
και στο ποτάμι το ‘πλενα κι έβαψαν τα νερά
του
κι έβαψε η άκρη του γιαλού κι η μέση του
πελάγου.
Κατέβει αϊτός να πιεί νερό κι έβαψαν τα
φτερά του
Κι έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι
ακέριο!
Πόσα άλλαξαν από τότε, τέτοιες σκέψεις
είναι μια πόρτα που ενώνει δυο κόσμους
αλλιώτικους, είναι το γλυκό νανούρισμα για
ένα γαλήνιο βράδυ!
Γιώργος Ζούγρος
Δάσκαλος-Λαογράφος
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου