Ο χρόνος που πληγώνει
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
Όσα πήραμε δάνεια απ’ τους προγόνους μας, δυστυχώς δεν ταιριάζουν σήμερα με τα γούστα των καιρών. Οι διηγήσεις των απλών ανθρώπων, που ασκούσαν μια γοητεία στη φαντασία των παιδιών, ξεθώριασαν στην υπόληψη των τωρινών ανθρώπων. Οι διηγήσεις εκείνες που έβγαιναν απ’ την βιωματική δύσκολη ζωή τους κι έμοιαζαν με ανάγνωσμα σε βιβλίο της νεότερης ιστορίας, σήμερα μοιάζουν ανιαρές και βαρετές.
Κι εγώ ο ανάξιος να ξεχάσω, βρίσκομαι στις ξενιτιές κι αναρωτιέμαι, να ψώμωσαν φέτος τα στάρια, πώς να ‘ναι τώρα το ηλιοβασίλεμα στο χωριό μας, πώς να στολίστηκε φέτος την άνοιξη, για να υποδεχτεί την Περσεφόνη. Η μόνη μου περιουσία η μνήμη κι ένα παιδί που γκρινιάζει συνεχώς μέσα μου, πως είναι μικρός ετούτος ο κόσμος και στενεύει τα όνειρά μας. Όταν το μέλλον μας φαίνεται αβέβαιο, τότε ρίχνουμε το βλέμμα μας στο παρελθόν.
Πολλές φορές δραπετεύω κρυφά τις νύχτες και κατηφορίζω προς το νερόμυλο, εκεί που τσαλαβουτούσαμε παιδιά, πιάνοντας νερόφιδα και βατράχια. Σ’ εκείνο το πλακόστρωτο καλντερίμι με τις λειασμένες πέτρες, πόσοι άνθρωποι περπάτησαν, πόσα βήματα πάτησαν και χάθηκαν κι όμως οι πέτρες παραμένουν ακόμα εκεί, να μαρτυράνε τον αγώνα τους. Ίδια διαδρομή, ίδιο δρομολόγιο και για τους κατοπινούς!
Δίπλα στον νερόμυλο έστεκε ένα σπίτι ακατοίκητο, σαν στοιχειωμένο και τις νύχτες τριγυρνούσαν μέσα του φαντάσματα και νυχτερίδες. Στην αυλή του, ένα ξεροπήγαδο αφημένο στις σκανταλιές των παιδιών, που πετούσαν μέσα του πέτρες για να ακούνε το γδούπο τους. Το σταμνί που έπαιρνε η κόρη το κρύο νερό έσπασε και τα κομμάτια του σκόρπισαν στα γύρω χωράφια.
Θυμάμαι πως κάθε μέρα ήταν γιορτή για μας. Ψηλαφίζαμε τον κόσμο, μικρά παιδιά τότε και μαθαίναμε απ’ το ραδίκι, το μυρμήγκι, τον ουρανό. Σήμερα ξέρουμε κι όμως πάλι σ’ αυτά όλο γυρνάμε!
Κι εκεί ανάμεσα στις χαρές και τις λύπες που κουβαλάει η καρδιά, μέσα σε έναν κουρνιαχτό ξεπηδάνε κάποιες μορφές, σαν του καλόγερου του Σωφρόνιου. Ζούσε ολομόναχος σε ένα μικρό μοναστήρι μέσα στην ερημιά, παρέα με τ’ άγρια πουλιά. Όταν τον θωρούσαμε στην κορφή του βουνού κι ο αέρας φυσούσε το μαύρο του ράσο, έμοιαζε με απόκοσμη θεϊκή φιγούρα. Κάθε Δευτέρα αλάθευτα κατέβαινε απ’ το κακοτράχαλο βουνό, πηγαίνοντας στο διπλανό χωριό να ψωνίσει όλα τα χρειαζούμενα για την εβδομάδα. Ψωμί, λίγο καφέ, ζάχαρη, ζυμαρικά, χαλβά για τις νηστείες κι απαραίτητα λάδι για τα καντήλια. Ύστερα με γεμάτο το δισάκι στον ώμο, τραβούσε αργά-αργά για το ησυχαστήριό του. Εκεί έψελνε με τη βραχνή φωνή του ύμνους στο Θεό, μετρούσε τους δίκαιους και προσεύχονταν για τους άδικους!
Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που έρχονται και φεύγουν αθόρυβα απ’ τη ζωή. Φορούσε πάντοτε ένα γαλήνιο και μακάριο πρόσωπο, δίδασκε με τον τρόπο του, εγκράτεια και ταπείνωση και στα χείλη του είχε πάντα τον καλό το λόγο. Ο καλός ο λόγος ελεημοσύνη είναι, έλεγε και σ’ ότι έκανε, άρχιζε με το Θεό και τελείωνε με το Θεό! Έτσι θα γίνεται πάντοτε σ’ αυτόν τον κόσμο, μονολογούσε, άλλοι θα μετράνε τις λιρίτσες τους, άλλοι τα πεφταστέρια κι άλλοι τις πληγές τους!
Γιώργος Ζούγρος, Λαογράφος
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου