TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Γέφυρα Παπαδιάς & η ονομασία της

ΓΕΦΥΡΑ ΠΑΠΑΔΙΑΣ
[Πως προέκυψε τ’ όνομά της]
του Νικολάου Π. Τσίτσα

Πως προέκυψε το όνομα της γέφυρας Παπαδιάς; Η ψηλότερη γέφυρα του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας μας αγγίζει τα 99 μέτρα σε κάποιο σημείο, όπως μας έχουν πληροφορήσει και είναι δεμένη και αυτή με τις εξελίξεις στο δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ευρισκόμενη κοντά και διαδοχικά στη γέφυρα του Ασωπού και Γοργοποτάμου. Είναι γνωστή στο Πανελλήνιο, αλλά δεν είχαμε στοιχεία για προέλευση της ονομασίας που ακούγεται κάπως παράξενα: "Γέφυρα της Παπαδιάς".

Ο καλός φίλος του χωριού και Νίκος Τσίτσας, Εκδότης της Εφημερίδας τον Μπράλου, έδωσε προ καιρού ένα ιστορικό με πολλές επιφυλάξεις για την ακρίβεια των στοιχείων και τη χρονική τοποθέτηση των γεγονότων με πρωτογενή πηγή το περιοδικό Φθιωτικός Λόγος και σχετικό κείμενο του συμπατριώτη μας Κόμνα Παπαθανασίου.

«Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή την εκδοχή, σε γειτονικό προς τη γέφυρα χωριό που η παράδοση δεν το κατονομάζει, ζούσαν κάποτε ένας παπάς με  την παπαδιά του και τον μονάκριβο γιο τους (ανώνυμους τους θέλει κι αυτούς η παράδοση). Φτωχικά ζούσε όλο το χωριό και μόνον ο παπάς με τα ευχολόγια και τα σαρανταλείτουργα, τους γάμους, τα βαφτίσια και τ’ άλλα μυστήρια, τα βόλευε καλύτερα και ξεχώριζε από τους άλλους χωριανούς στα έχοντα. Αλλά ήταν παραδόπιστος.
Ο γιος του, παραδόπιστος επίσης σαν τον πατέρα του, στα 18 του χρόνια ξενιτεύτηκε για να πλουτίσει. Έφυγε στην Αμερική. Κι εκεί γρήγορα απέκτησε πολλά χρήματα, αλλά όπως όχι σπάνια συμβαίνει με τα παιδιά που εκπατρίζονται, ξέχασε και γονείς και συγγενείς! Ούτε ένα τσακιστό δολάριο έστειλε ποτέ στους γονείς του, ούτε καν ένα γράμμα για να μάθουν αν ζει πήραν ποτέ οι δικοί του. Πέρασαν 30 ολόκληρα χρόνια από τότε που έφυγε και καμιά είδηση δεν δόθηκε έστω και από τρίτους για τον Έλληνα μετανάστη. Έτσι, λοιπόν, όλοι οι χωριανοί, αλλά και οι γονείς του τον θεω­ρούσαν χαμένο και μάλλον πεθαμένο!
Κάποια μέρα πέρασε από το χωριό ένας ξένος. Μικρασιάτης Ελληνοαμερικανός, έλεγε πως ήταν. Ήταν περαστικός από το χωριό. Η παραποιη­μένη προφορά του και το ασυνήθιστο στον τόπο μας ντύσιμο του, επιβε­βαίωναν την ξενόφερτη προέλευση του.
Ήταν απόγευμα και ως το βράδυ κουβέντιαζε με τους χωρικούς στο καφενείο για τη ζωή και τις ασχολίες τους στο χωριό. Σαν νύχτωσε για τα καλά και οι κάτοικοι άρχισαν να αποσύρονται ένας-ένας για τα σπίτια τους, κά­ποιος τον προσκάλεσε να μείνει το βράδυ σπίτι του, να τον φιλοξενήσει. Εκείνος τον ευχαρίστησε αλλά δεν δέχθηκε. Ήθελε -είπε- να μείνει στου παπά το σπίτι. Έτσι μ’ ένα παιδί ο χωρικός τον έστειλε στο σπίτι του παπά. Πρόθυμα ο παπάς και η παπαδιά δέχθηκαν να φιλοξενήσουν τον «ξένο» μια και η όλη παρουσία του έδειχνε πως δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο.
Ο «ξένος» ούτε και σ’ αυτούς φανέρωσε την πραγματική του ταυτότητα, εκείνη τη βραδιά. Το άφησε για την επομένη μέρα. Ήθελε φαίνεται να τους κάνει έκπληξη. Είπε τα ίδια που είχε πει στο καφενείο. Είναι Μικρασιάτης, έρχεται από την Αμερική, είναι περαστικός από το χωριό.
Σαν ακούσανε εκείνοι πως έρχεται από την Αμερική, του διηγηθήκανε την ιστορία του γιου των και τον ρώτησαν μήπως έτυχε να τον γνωρίζει ή αν άκουσε κάτι γι αυτόν. Ο «ξένος» είπε ότι ούτε είδε, ούτε άκουσε οτιδήποτε γι’ αυτόν.
Σαν έφτασε η ώρα να κοιμηθούνε, η παπαδιά οδήγησε τον «ξένο» στο δωμάτιο που ήταν το κρεβάτι του. Τον καληνύχτισε και σαν του έκλεισε την πόρτα τον παρακολούθησε από την κλειδαρότρυπα. Ο «ξένος» ξεντύθηκε, δίπλωσε το παντελόνι του και το έβαλε σε μία καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι και στην ίδια καρέκλα έβαλε το σακάκι του. Έβγαλε ύστερα από το σακάκι το πορτοφόλι του, το έβαλε κάτω από το μαξιλάρι του και έπεσε στο κρεβά­τι του να κοιμηθεί.
Η πονηρή παπαδιά που είδε τον ξένο ότι έβαλε το πορτοφόλι του κάτω από το μαξιλάρι του, πάει και το λέει στον παπά:
-Το και το, παπά μου, τσουπωτό ήταν το πορτοφόλι του! Πολλά δολάρια έχει! Τι λες, δεν τον σκοτώνουμε να του πάρουμε τα χρήματα:
-Τι λες, παπαδιά; Επιτρέπεται εγώ, παπάς άνθρωπος, να κάνω τέτοιο έγκλημα; Τι θα πει ο Θεός;
-Πού θα το μάθει ο Θεός παπά μου; Σου είπε ποτέ τίποτα για το λάδι και τα λεπτά που τόσα χρόνια τώρα παίρνεις από την εκκλησία; Όχι βέβαια! Μην αφήνουμε την τύχη να μας φύγει μέσα από τα χέρια μας. Τον σκοτώ­νουμε, νύχτα είναι, εξαφανίζουμε το πτώμα και λέμε αύριο στους χωριανούς πως έφυγε νύχτα από το σπίτι μας! Πες παπά το ναι, εσύ και τ’ άλλα άφησε τα σε μένα, επέμεινε η παπαδιά. Πες, πες η παπαδιά, παραδόπιστος ο πα­πάς, κλονίστηκε και δέχθηκε!
Έτσι, λίγες ώρες μετά τα μεσάνυχτα και πριν ξημερώσει, παπάς και πα­παδιά σκοτώνουν τον «ξένο» στον ύπνο του και ρίχνουν το πτώμα σ’ ένα κάρκανο.
Όταν γυρίσανε στο σπίτι, τρέξανε στο μαξιλάρι, πήρανε το πορτοφόλι, τ' άνοιξαν και πήραν μερικές δέσμες δολάρια! Πόσα ήταν, δεν μας το λέει πάλι η παράδοση. Ίσως δεν προφθάσανε να τα μετρήσουν, γιατί τους ήρθε αστροπελέκι στο κεφάλι τους! Μία ταυτότητα του «ξένου» που βρήκανε μέσα στο πορτοφόλι του, έδειχνε πως ο «ξένος» δεν ήταν... ξένος, αλλά... ο ίδιος ο γιος τους! Το παιδί τους που γύριζε στους γονείς του! Κι η μοίρα τους τιμώρησε με το σκληρότερο τρόπο.
Δεν ξέρουμε τι έγινε ύστερα από αυτά ο παπάς και αν ξαναλειτούργησε για τους πιστούς του. Η παπαδιά όμως που συνέλαβε αυτό το σατανικό σχέ­διο και το εκτέλεσε μαζί με τον παπά της, κι έγινε άθελα της φόνισσα το παιδιού της πήγε σ’ εκείνη τη χαράδρα, που στήθηκε αργότερα η σιδηρο­δρομική γέφυρα κι έπεσε και σκοτώθηκε. Κι από τότε η γέφυρα που χτίστηκε αργότερα πήρε τ' όνομα της! Γέφυρα της Παπαδιάς».


Δεν υπάρχουν σχόλια: