TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

Ο επίλογος του Καραϊσκάκη

Γεώργιος Καραϊσκάκης
[Ο επίλογός του]
του Θωμά Θεολόγη από το βιβλίο του: 
«Τ’ Άγραφα ανεξίτηλα γραμμένα»


Ο Καραϊσκάκης πάλεψε, μόχθησε, αγωνίστηκε και νίκησε σ’ όλα τα πεδία των μαχών, αλλά δεν κατάφερε να υπερνικήσει τα καταχθόνια σχέδια και τις ύπουλες δολιοφθορές του Μαυροκορδάτου & Σία. Μετά την Οδύσσειά του ο Οδυσσέας γύρισε στην Ιθάκη, ενώ ο Καραϊσκάκης ούτε στο Μαυρομμάτι επέστρεψε, ούτε τις δάφνες της μεγάλης δόξας γεύτηκε…

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου όλα είχαν τελειώσει. Σε Μοριά και Ρούμελη προσκύνησαν τους Τούρκους. Ο Καραϊσκάκης μόνος σήκωσε την πατρίδα από τις λάσπες, την έπλυνε, τη χτένισε, την έκανε όμορφη και γενναία και μετά την Αράχωβα την έφερε περήφανη έξω από την Ακρόπολη. Την ώρα που της είπε: «Μάνα, να ο Παρθενώνας σου. Μπες και πάρε πίσω το θρόνο σου», τα ξένα συμφέροντα με τους αντιπροσώπους τους (Μαυροκορδάτο – Church Cohran & Σία) του ‘κοψαν το δρόμο. Αφαίρεσαν την αρχιστρατηγία από το Σταυραετό των Αγράφων και του ζήτησαν να λάβει μέρος στη μάχη του Φαλήρου την επομένη ως απλός στρατιώτης, για να κάνουν οι Τούρκοι ό,τι δεν κατάφεραν αυτοί, δηλαδή να τον σκοτώσουν. Σε ποια μάχη όμως; Αυτή δε θα ‘ταν μάχη, αλλά σφαγή Ελλήνων, σφαγή των ονείρων αυτών που αγωνίστηκαν και μετέτρεψαν τον Κιουταχή από πολιορκητή σε πολιορκημένο! Έκανε ό,τι μπορούσε να αποτρέψει τη συμφορά, αλλά αυτή ήταν προσχεδιασμένη και προμελετημένη.
Δεν χωρούσε ούτε αλλαγή, ούτε καθυστέρηση.
Τι να είχε στο νου του ο Καραϊσκάκης όταν έλεγε στον ιπποκόμο του:
«Αράπη, τράβα τ' άλογο, δώσε μου το σπαθί μου. Σήμερα θα πεθάνουμε, σήμερα θα χαθούμε»;
Βρισκόμαστε, πλέον, ώρες κοντά στο θάνατο του και νομίζω ότι μπήκα βαθειά μέσ’ την καρδιά του κι ένοιωσα τα ταραγμένα συναισθήματα, αισθήματα, ανησυ­χίες, προβληματισμούς, αμηχανίες. Έπρεπε άμεσα να πάρει μία σωστή απόφαση, αλλά η επιλογή ήταν οπωσδήποτε, πολύ δύσκολη. Μπροστά στα μάτια της φαντασίας του απλωνόταν το αυριανό πεδίο της μά­χης κι έβλεπε τα τούρκικα άλογα να καλπάζουν και τα κεφάλια των Ελλήνων να πέφτουν σαν τα κεράσια! Αγωνίστηκε ν' αποτρέψει τη συμφορά, άλλα δεν εισα­κούστηκε. Και ήταν φυσικό αυτό, επειδή οι Άγγλοι δεν ήθελαν την ανεξαρτησία μας, αφού αυτός ο εξαετής πόλεμος στοίχισε ακριβά στο εμπόριο πού διεξαγόταν σχεδόν αποκλειστικά δια θαλάσσης. Με την Τουρκία άθικτη ο δρόμος των Ρώσων προς τη Μεσόγειο παρέ­μεινε κλειστός, ενώ οι διαβάσεις των Άγγλων στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο ήταν ορθάνοιχτες στο εμπό­ριο και στα αποικιοκρατικά τους σχέδια στις Ινδίες. Ο Καραϊσκάκης έπρεπε να πάρει άμεσα μια απόφαση, ποια όμως;
Σκέφτηκε να μείνει και να πολεμήσει, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι η παρουσία του δεν θ' άλλαζε το αποτέλεσμα της μάχης, ενώ θα προσέθετε θύματα, αφού οι άνδρες του θ' αγωνίζονταν με μεγαλύτερη αυτοθυσία.
Πέρασε από το μυαλό του η ιδέα της φυγής, αμέσως, όμως αντελήφθη, ότι αύτη η λύση ταίριαζε μόνο σε δει­λούς. Έπειτα η κατακραυγή του κόσμου που θα του χρέωνε την ήττα θα τον βάραινε στην υπόλοιπη ζωή. Ας μη λησμονούμε, ακόμα, ότι με μία τέτοια ενέργεια θα γκρέμιζε τη δόξα στην οποία τον ανέβασαν οι αμέ­τρητοι αγώνες του.

Δεν του ‘μενε παρά η έξοδος του διά της αυτοκτονίας. Μια τέτοια πράξη, όμως αντίκειται στις θρησκευτικές μας παραδόσεις, κάτι που ο Καραϊσκάκης δεν μπο­ρούσε να ξεπεράσει. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η ανταλλαγή πυροβολισμών με το οργανωμένο από τον ανεψιό τού Cohran επεισόδιο που είχαν προκαλέσει οι μεθυσμένοι Κρήτες εθελοντές και σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό του ή ιδέα της εμμέσου αυτοκτονίας. Έκανε πως λησμόνησε τα λόγια του Κολοκοτρώνη να μην επιτίθεται σε στιγμές αψιμαχιών και ακροβολισμών, διότι «τότε τα βόλια κυνηγάνε ιδιαίτερα τους αρχηγούς». Ενσυνείδητα πήδησε πάνω στ' άλογο. Όταν αυτό τραυματίστηκε πήρε άλλο, κι επειδή ο Πανομάρας ήταν αποφασισμένος να το σφάξει για να τον προστατεύσει, με αταλάντευτη αποφασιστικότητα πή­δησε στο τρίτο κι έφτασε στα τούρκικα ταμπούρια όπου τον βρήκε το φαρμακερό το βόλι. Δεν εξετάζω κι ούτε έχει σημασία αν το βόλι ήταν από τούρκικο ή ελληνικό τουφέκι. Γεγονός είναι ότι ο Καραϊσκάκης ήθελε να πεθάνει, επειδή δεν του ‘μενε εναλλακτική λύση. Ας μην ξεχνούμε πως ήταν ένας πεπειραμένος στρατηγός που από παιδάκι μεγάλωσε μέσα στις μά­χες. Αν δεν ήθελε να πεθάνει δεν θ' ανέβαινε στο άλογο για να γίνει στόχος του καθενός. Αυτό δεν θα το 'κανε ποτέ ούτε ένας νεοσύλλεκτος!
Παρά το γεγονός ότι από τα ανωτέρω προκύπτει η βούληση του Καραϊσκάκη να πεθάνει, συμπληρωματικά αναφέρω και τα εξής:
1. Μαθαίνοντας ότι με την Γ' Συνέλευση της Τροιζήνας αποφασίστηκε η τοποθέτηση του Church vς αρχιστρα­τήγου και του Cohran  ως στολάρχου, ο Καραϊσκάκης είπε στο Μακρυγιάννη: «Σήκω να φύγουμε, ότι αυτήνοι θέλουν να μας φάνε».
2.   Αναφερόμενος στο ανωτέρω περιστατικό, ό Μακρυ­γιάννης γράφει: «Και σας λέγω αυτό τον έκανε πε­ρισσότερο να πάει να σκοτωθεί». Προσοχή! Το λέει κα­θαρά: «...τον έκανε περισσότερο να πάει να σκοτωθεί».
3.   Ο Κολοκοτρώνης που γνώριζε καλά τα καταχθόνια σχέδια του Μαυροκορδάτου για τον Καραϊσκάκη, του ‘πε: «Γύφτο, φυλάξου, φυλάξου, διότι αν χαθείς τι θα γίνει το έθνος;».
4.   Ο Αινιάν γράφει ότι τις τελευταίες ώρες ο Καραϊ­σκάκης «ήταν βέβαιος για το θάνατο του».
5.   Όσοι δεν έχετε πεισθεί ακόμα για την απόφαση του Καραϊσκάκη να θέσει τέρμα στη ζωή του, διαβάστε κι αυτό: «Για να φυλάξω τη δόξα που απέκτησα, πρέ­πει να πεθάνω». Αυτά τα λόγια δεν είναι δικά μου, ούτε ελέχθησαν εκτός τόπου και χρόνου. Τα είπε ο Κα­ραϊσκάκης την παραμονή της μοιραίας 23ης Απριλίου 1827!
Εν συνεχεία στη γολέτα «Σπαρτιάτης» ο Χατζηπέτρος κι ο Γρίβας Γαρδικιώτης πήγαν να προσφέρουν «τα κλαυθμηρά σεβάσματά τους». Φίλησαν τον ημιθανή αρχηγό τους κι έφυγαν κλαίγο­ντας. Ο Καραϊσκάκης μεταφέρθηκε στην Κούλουρη. Στις 23 Απριλίου 1827, ώρα 03.00, χαροπάλευε. Πο­νούσε πάρα πολύ και στο παραλήρημα του έλεγε: «Θεέ μου, λευτέρωσε με από τους πόνους. Εγώ την πατρίδα δούλεψα. Έκανα το χρέος μου». Στις 04.00, ανήμερα της γιορτής του, ξεψύχησε ο δεύτε­ρος Τροπαιοφόρος Γεώργιος, έφυγε από τη ζωή ο Σταυραετός των Αγράφων, ταξίδεψε στο υπερπέ­ραν αυτός που ανέστησε την Ελλάδα.
Πάνω που έσκαγε η χρυσαυγή και τ' απριλιάτικο φως χρύσωνε τα νερά της Σαλαμίνας που φλοίσβιζαν απαλά, οι καμπάνες έσειαν τον αέρα με τον πένθιμο ήχο τους. Το βουβό κλάμα έπνιγε τα μοι­ρολόγια και η σορός του Καραϊσκάκη ετάφη δίπλα στη θύρα, στη δεξιά είσοδο του ναού του Αγίου Δη­μητρίου.
Τροπαιοφόρε μου, Σταυραετέ μου περήφανε, δέξου το δάκρυ μου που δεν πέφτει από το τσίνουρο. Είναι η ευγνωμοσύνη που αισθάνομαι για σένα, εγώ, ένας ταπεινός κοντοχωριανός σου Αγραφιώτης.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου




1 σχόλιο:

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Ο Καραϊσκάκης είχε καταλάβει από πολύ νωρίς το βρόμικο ρόλο των Εγγλέζων&Σία, όπως και των ντόπιων υποτακτικών τους. Διαισθανόταν, ήξερε, πως η λευτεριά και η πραγματική ανεξαρτησία θα πληρωθεί με πολύ αίμα, μαζί και με το δικό του! Το προδοτικό θανατηφόρο βόλι που έκοψε το νήμα της ζωής του Γιώργη, ήταν η επιβεβαίωση της σιχαμερής συμμαχίας των ξένων και εγχώριων δυναστών της εποχής, που το DNA τους μας τυραννά ακόμη και σήμερα...