TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Τα τσαρουχάδικα

Τα τσαρουχάδικα της Λαμίας
(19ος & 20ος αιώνας)
του Δημητρίου Νάτσιου
 
Οι κάτοικοι της πόλης της Λαμίας, οι οποίοι είχαν ικανότητα προς εργασία και ηλικία, στράφηκαν προς τα αστικά επαγγέλματα. Γίνονταν δηλαδή τεχνίτες, δημιουργούσαν μικροεπιχειρήσεις, ίδρυαν καταστή­ματα, επιδίδονταν στο εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο, περισσότερο δε ήταν μεταπράτες, παρά εισαγωγείς. Ακόμη, όμως δεν μπορεί να γίνει λόγος για μεγά­λες βιοτεχνίες, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να γίνει, λόγος για βιομηχανίες στα αμέσως μετεπαναστατικά χρόνια, διότι ακόμη η χώρα μας βρισκόταν στη Γεωρ­γική Επανάσταση, η δε εργασία στηριζόταν στη μυϊκή ανθρώπινη δύναμη, στα ζώα και ελάχιστα γινόταν εκμετάλλευση άλλων πηγών ενεργείας (αιολική- υδατοπτώσεις - μηχανές).                                                         

Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του περασμένου αιώνα έχουμε μικρή βιοτεχνία (κυρίως εργαστήρια), χωρίς βέβαια ν’ απασχολείται εργατικό δυναμικό, πλην των μαθητευομένων (τσιράκια, καλφούδια). Έτσι, λοιπόν, στο ισόγειο της διώ­ροφης κατοικίας ή παραπλεύρως κύριας κατοικίας υπήρχαν εργαστήρια (όπως σιδηρουργεία, σαμαράδικα, παγουρτσίδικα, χρυσοχοεία, κηροπλαστεία, βυρσοδε­ψεία, τσαρουχάδικα, μαχαιροποιεία, αρτοποιεία, τενεκτσίδικα, ρα­φτάδικα κλπ.).

Επομένως, η λαϊκή βιοτεχνία ήταν επαγγελματική, διότι οι τε­χνίτες παρήγαγαν και φιλοτεχνούσαν περισσότερα εργαστηριακά προϊόντα προς εμπορευματοποίηση. Το φαινόμενο αυτό μας κάνει να πιστεύουμε ότι η παραγω­γή προοριζόταν όχι μόνο για τους κατοίκους της πόλης, αλλά και για εκείνους της υπαίθρου, τόσο των πεδινών, όσο και των ορεινών (κυρίως) περιοχών, αφού οι τελευταίοι, σε σύγκριση με τους κατοίκους των αστικών και πεδινών περιοχών, είναι περισσότερο παραδοσιακοί στις συνήθειες και συντηρητικοί στις ιδέες.

Η διάθεση των περισσοτέρων εργαστηριακών προϊόντων δεν είχε προσλά­βει μεταπρατική μορφή, διότι περνούσαν στην αγορά - κατανάλωση απ’ τους ίδιους τους παραγωγούς - τεχνίτες, οι οποίοι τα πουλούσαν απ’ τα εργαστήρια τους ή τα πήγαιναν οι ίδιοι προς πώληση στις εβδομαδιαίες λαϊκές αγορές και στα ετή­σια εμπορικά πανηγύρια (παζάρια).  
Θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε και τούτο το γνώρισμα: ότι δηλαδή, πολλά αστικά επαγγέλματα αποτελούν συνέχεια εκείνων της Τουρκοκρατίας και είναι «Αι κατά παράδοσιν πράξεις και ενέργειαι του ελληνικού λαού» (Νικόλαος Πολίτης). Οι κοινωνικοοικονο­μικές συνθήκες, που διαμορφώθηκαν στη Λαμία και γενικότερα στον Φθιωτικό χώρο κατά την μετεπαναστατική περίοδο και στο διάστημα, όπου η Φθιώτιδα ήταν ακριτική περιοχή, συνετέλεσαν στην επιβίωση και τη δημιουργία πολλών αστικών επαγγελμάτων. Ειδική έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από τον γράφον­τα, απέδειξε ότι τα Λαμιώτικα επαγγέλματα των ετών 1833 -1881 ξεπερνούν τα εκατόν τριάντα (130).

Ένα, λοιπόν, απ’ τα πολλά Λαμιώτικα επαγγέλματα της μετεπαναστατικής περιόδου ήταν και εκείνο του τσαρουχά. Ο λαϊκός τεχνίτης, δηλ. ο τσα­ρουχάς, συνεχιστής της παραδόσεως, παράγει και φιλοτεχνεί όχι για αυτοκατανάλωση, αλλά για την αγορά. Τα εργαστηριακά του προϊόντα - καλλιτεχνικά αριστουργήματα στο είδος τους - επέλυσαν για αρκετό χρονικό διάστημα το πρό­βλημα της υποδήσεως και σήμερα θεραπεύουν τις ανάγκες λαογραφικών Ομίλων και διακοσμούν χώρους αναψυχής, διαμονής και εργασίας. Ελάχιστοι δε ρομαν­τικοί νοσταλγοί του παλιού καλού καιρού... ιδιαίτερα ποιμένες και ορεσίβιοι φορούν ακόμη τσαρούχια με εντυπωσιακή διακόσμηση και επιβλητική φούντα...

Η λαϊκή βιοτεχνία της τσαρουχοποιίας αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στη Λαμία - την πρωτεύουσα της Ρούμελης - τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια. Παρουσίασε μεγάλη έξαρση τον περασμένο αιώνα, στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων και στην περίοδο του μεσοπολέμου. Στην εικοσαετία 1940-1960 εμφα­νίζει μεγάλη κάμψη και σχεδόν εγκαταλείπεται με τάσεις προσαρμογής στις νέες απαιτήσεις των ανθρώπων όσον αφορά την υπόδηση τους.

Το 1960, με τον ερχομό στη Λαμία του Δημοσθένη Γούλα ως νομάρχου, η τσαρουχοποιία ξαναζωντανεύει, αλλά τα εργαστηριακά προϊόντα τον τσαρουχά τώρα εξυπηρετούν άλλες ανάγκες και ελάχιστα την υπόδηση.

Το φαινόμενο της αναπτύξεως της τσαρουχοποιίας στη Λαμία ερμηνεύεται εύκολα αν εξετάσουμε τη γεωγραφική θέση της Λαμίας, τη μορφολογία του εδά­φους, την ασχολία των κατοίκων τον Φθιωτικού χώρου και γενικότερα τις κοι­νωνικές και οικονομικές συνθήκες της πόλης και της περιοχής. Η Λαμία ήταν και είναι το διοικητικό και εμπορικό κέντρο της Ανατολι­κής Στερεάς.

Η πληθυσμιακή και εμπορική της ανάπτυξη υπήρξε ραγδαία στα αμέσως μετεπαναστατικά χρόνια. Τα βιοτεχνικά εργαστήρια, τα εμπορικά καταστήματα, το εβδομαδιάτικο παζάρι του Σαββάτου και τα δυο ετήσια εμπορικά παζάρια τον Μαΐου και Σεπτεμβρίου δημιουργούν μια αξιόλογη εμπορική κίνηση. Οι κάτοι­κοι του Φθιωτικού χώρου είναι οι περισσότεροι ποιμένες και γεωργοί. Οι ορει­νοί όγκοι της Οίτης, τον Βελουχιού, της Όρθρης και του Καλλιδρόμου συντη­ρούν μεγάλες κτηνοτροφίες και οι βοσκοί χρειάζονται υποδήματα ν’ αντέχουν στη μορφολογία του εδάφους.

Η βιομηχανία στην περιοχή μόλις αρχίζει να εμφανίζεται και είναι αδύ­νατον να έχουμε βιομηχανική παραγωγή υποδημάτων.

Η ύπαρξη στρατιωτικών μονάδων σε διάφορα σημεία της μεθοριακής γραμ­μής Ελλάδος και Τουρκίας για τη φύλαξη των συνόρων δημιουργεί απαιτήσεις για την υπόδηση των στρατιωτών, αλλά και η εδώ έδρα τάγματος των Ευζώνων δεν είναι άσχετη με την άνθηση της τσαρουχοποιίας στη διάρκεια των Βαλκα­νικών πολέμων και την περίοδο τον μεσοπολέμου.

Οι μετακινήσεις πληθυσμού από ορεινούς όγκους και η μόνιμη εγκατάσταση τους γύρω απ’ τη Λαμία (Αμπλιανήτες, Γαρδικιώτες) στην περίοδο του μεσοπο­λέμου και οι απαιτήσεις τους για παραδοσιακή ενδυμασία και υπόδηση ευνοούν την άνθηση της τσαρουχοποιίας την εποχή εκείνη.

Τέλος, το μεράκι και η περηφάνια των κατοίκων, αλλά και η επιθυμία τους να φορούν την εθνική υπόδηση, δηλαδή το τσαρούχι, στο γάμο τους, σε γιορτές, σε πανηγύρια, αλλά και στην καθημερινή τους ασχολία, είναι ένας απ’ τους λόγους που αναπτύχθηκε η τσαρουχοποιία.

Ακόμη, η ευκολία προμήθειας δερμάτων απ' τα βυρσοδεψεία της Λαμίας, αλλά και η εύκολη εισαγωγή δερμάτων από άλλες περιοχές (όπως κατεργασμέ­να βουβαλοδέρματα, κατεργασμένα τελατίνια, δέρματα χρωματισμένα - σεχτάνια - και άλλα).

Όλα αυτά, ακόμη και άλλες αιτίες, συνετέλεσαν στην ανάπτυξη και άνθη­ση της λαϊκής βιοτεχνίας της τσαρουχοποιίας κυρίως στη Λαμία και ελάχιστα σε άλλες κωμοπόλεις και χωριά της περιοχής.

Θα δούμε στη συνέχεια τσαρουχάδες, που δούλεψαν με φαντασία, μεράκι και ευαισθησία το τσαρούχι, αλλά και που κληροδότησαν και στα παιδιά τους το επάγγελμα του τσαρουχά. Ο λαϊκός τεχνίτης κάθεται ώρες πολλές να κεντήσει με χάρη και ομορφιά το τσαρούχι και δεν ενδιαφέρεται τόσο για την ημερήσια παραγωγή, αλλά για το δημιούργημα του. «Ο ίδιος, γράφει ο Δημήτρης Σταμέλος, αντιπροσωπεύει τάσεις που έχουν διαμορφωθεί σ’ ένα μεγάλο χρονικό διά­στημα, αλλά βάζει και την προσωπική τον σφραγίδα της καλλιτεχνικής ορμής».
Η αναβίωση της λαμιώτικης τσαρουχοποιίας στα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια είναι πολύ διαφορετική από εκείνη του περασμένου αιώνα. Η μηχανή επιδρά καταλυτικά στην ποιότητα της παραγωγής. Τα χειροποίητα, άλλοτε, τσα­ρούχια τώρα δεν έχουν ζήτηση, ο τσαρουχάς όμως γνωρίζει την κατασκευή τους, αλλά για ποιον να τα κατασκευάσει; Η «μηχανή» και η «κόλλα» αντικατέστησαν τη δεξιοτεχνία του υπομονητικού άλλοτε τσαρουχά και το «δέντρο της λαϊκής δη­μιουργίας έχει τώρα ξεραθεί» (Ράλλης Κοψίδης).

Και όπως λέει ο αείμνηστος λαογράφος Κίτσος Μακρής: «Όσο οι ικανό­τητες ενός ανθρώπου ανταποκρίνονται σε μια κοινωνική δραστηριότητα, όταν εκεί­νος λείψει, τη θέση του θα τη λάβει, αργά ή γρήγορα, κάποιος άλλος. Μα η λαϊκή μας τέχνη, καρπός άλλων εποχών, δεν έχει πια τη δυνατότητα ν’ ανανεώ­νει το ανθρώπινο δυναμικό της. Ακόμη και το υποκατάστατο της, η σύγχρονη χειροτεχνία, γρήγορα θα παραχωρήσει τη θέση της στη λεγόμενη καλλιτεχνική βιοτεχνία. Και έχει ο θεός».

Αυτά ήταν τα κυριότερα γνωρίσματα που έχει η σύγχρονη λαμιώτικη τσαρουχοποιία, για τα οποία θα γίνει ιδιαίτερα λόγος στη συνέχεια.

Εισαγωγικό απόσπασμα από την ιστορική και λαογραφική μελέτη του Δημητρίου Νάτσιου για τη λαμιώτικη τσαρουχοποιΐα του 19ου και 20ου αιώνα.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου 

Δεν υπάρχουν σχόλια: