Το Δοκίμι του χωριού Μακρυρράχη
(πρώην Καΐτσα Φθιώτιδας)
του Κώστα Κούτσικα
Το
λιθάρι
που σηκώνει
ο νέος
της φωτογραφίας,
είναι
αυτό που
σηκώνουν
κατά
την διάρκεια
των αγώνων
στο πανηγύρι του
Άϊ-Γιώργη.
Ζυγίζει
περίπου
80 οκάδες.
Ο νικητής
παίρνει
για έπαθλο
ένα ζωντανό
αρνί
Στο χωριό μας Μακρυρράχη του Νομού Φθιώτιδος υπάρχει πεδινή τοποθεσία που καλείται ΔΟΚΙΜΙ. Είναι στην περιοχή που άλλοτε εκαλείτο Σμάκι, λέξη παράγωγος του ρήματος ζέω, εκ του οποίου παράγεται η λέξη ζωμός ή ζουμί, ήτοι ζουμί - ζουμάκι - ζμάκι. Η περιοχή αυτή, μέχρι του έτους 1940 που αποξηράνθηκε η λίμνη Ξυνιάδος και λίγο αργότερα, καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, εκαλύπτετο επιφανειακά από νερό και υδροχαρή χόρτα, δεν ήταν ως εκ τούτου καλλιεργήσιμη και εχρησιμοποιείτο ως βοσκότοπος ή άλλως βοϊδολίβαδο ή ζευγαρολίβαδο (λιβάδι των αροτριόντων ζώων). Πλησίον της περιοχής αυτής ήκμασε η πόλη Κύπαιρα ή Κύφαιρα, η οποία, κατ' αρχάς, ήταν αυτόνομη, αργότερα περιήλθε υπό την κυριαρχίαν των Αιτωλών και στη συνέχεια του Βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου του Ε'. Ανεκτήθη υπό των Αιτωλών το έτος 198 π.Χ.
Η τοποθεσία ΔΟΚΙΜΙ έλαβε την ονομασία της από μια πέτρα, η οποία φέρεται με την ίδια ονομασία, επειδή, κατά την υπάρχουσα μέχρι σήμερα στοματική παράδοση, με την άρση της πέτρας αυτής οι νέοι του χωριού μας δοκίμαζαν την δύναμη τους. Η λέξη δοκίμι είναι παράγωγο του ρήματος δοκιμάζω, που σημαίνει επιχειρώ να εξακριβώσω κάτι και στην προκειμένη περίπτωση τη δύναμη.
Η πέτρα αυτή σώζεται στο χωριό μας και κάτω από την ευθύνη του Κοινοτικού Συμβουλίου. Είναι βάρους 100 περίπου χιλιόγραμμων, ημισφαιρικού σχήματος, χρώματος μολυβί και έχει ρικνή επιφάνεια, επηρεασμένη προφανώς από τις περιβαλλοντολογικές συνθήκες, όπως όλα τα άλλα αρχαία μνημεία. Ο χρωματισμός της πέτρας, καθώς και η σύνθεση αυτής είναι όμοια με άλλες πέτρες της περιοχής, υπολείμματα των ερειπίων της άλλοτε κραταιός πόλης Κύπαιρα. Δεν αποκλείεται συνεπώς η πέτρα αυτή να σώζεται από την εποχή που ήκμασε η πόλη αυτή, για να αποτελεί μοναδικόν μνημείον, περισωθέν λόγω της ακατανίκητης αθλητικής ιδέας του Ελληνισμού και σιωπηρά να διηγείται, ανά τους αιώνες, ότι και το άθλημα της άρσης βαρών έχει Ελληνικές ρίζες. Βέβαια, περί αυτού υπάρχουν και άλλες μαρτυρίες, όπως για τον αθλητή Βύβο, που έζησε τον 6ο π.Χ. αιώνα και, όπως προκύπτει από στοιχεία του Μουσείου Ολυμπίας, σήκωνε βάρος 140 περίπου χιλιόγραμμων.
Από τα πιο πάνω, αλλά και από άλλες πηγές αποδεικνύεται ότι και το άθλημα της άρσης βαρών, που προϋποθέτει ατσάλινη καρδιά, σπονδυλική στήλη και νεύρα πρωτοεμφανίστηκε στην αρχαία Ελλάδα, αλλά και στην Αίγυπτο. Τα πρώτα σφαιρικά μεταλλικά βάρη χρονολογούνται από τα μέσα του 19ου αιώνα. Ο Γάλλος Ντεμοντέ κωδικοποίησε τους κανόνες του αθλήματος και ίδρυσε το έτος 1896 τον Όμιλο Άρσης Βαρών Γαλλίας, ο οποίος εξελίχθηκε σε Ομοσπονδία το έτος 1913. Το άθλημα τούτο εμφανίστηκε στο πρόγραμμα των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων το 1986, χωρίς κατηγορίες αθλητών και με διαφορετικούς κανόνες από τους σημερινούς. Οι κανονισμοί τροποποιήθηκαν διαδοχικά κατά τα έτη 1914, 1924 και 1928. Στους αγώνες του έτους 1896 διακρίθηκαν οι Έλληνες Βερσής και Νικολόπουλος, χωρίς όμως να ανακηρυχθούν ολυμπιονίκες, για το λόγο ότι αγνοούσαν τον παλμό. Το έτος 1906 ο Τόφαλος αναδείχθηκε πρώτος ολυμπιονίκης, υψώνοντας βάρος 142,80 χιλ/μων.
Το χωριό μας ΚΑΪΤΣΑ, χτίστηκε από Σαρακατσαναίους, οι οποίοι, κατά τα μέσα του 18ου αιώνα μετακινήθηκαν κατά φάρες, τόσον προς νότον, για να χτίσουν το χωριό μας στην παλαιά του θέση, όσον και προς βορράν για να χτίσουν την άλλη ΚΑΪΤΣΑ στο Νομό Δράμας. Μετακινήθηκε στην πεδινή περιοχή, κατά το έτος 1903, ατύχησε όμως κατά τη μετονομασία του σε ΜΑΚΡΥΡΡΑΧΗ, δοθέντος ότι, για ιστορικούς λόγους, επεβάλλετο να μετονομασθεί σε ΚΥΠΑΙΡΑ, επειδή στην ίδια θέση υπήρξε η αρχαία ομώνυμη πόλη ΑΓΓΕΙΑ!, επειδή στην παλαιά θέση του χωριού, σφόδρα πιθανολογείται ότι ήκμασε η αρχαία Δολοπική πόλη ΑΓΓΕΙΑΙ.
Δυστυχώς, από της καταστροφής της ΚΥΠΑΙΡΑ, δεν υπάρχουν στοιχεία ή άλλες πληροφορίες για να γνωρίζομε σήμερα ποίοι έζησαν στη σημερινή θέση του χωριού μας μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα. Πιστεύεται ότι έζησαν νομαδικά και εποχιακά διάφοροι κτηνοτρόφοι, οι οποίοι μαζί με άλλους κατατρεγμένους από το Μεσολόγγι και άλλες περιοχές εντάχθηκαν αργότερα στο χωριό ΚΑΪΤΣΑ. Έτσι μόνον εξηγείται η ανά τους αιώνες επιβίωση του εθίμου να συγκεντρώνονται κατά καιρούς οι νέοι στη θέση ΔΟΚΙΜΙ, για να συναγωνίζονται στο άθλημα της άρσης βαρών, που συνίστατο στην άρση της ως άνω πέτρα ΔΟΚΙΜΙ υπεράνω της κεφαλής και τη ρήψη αυτής όπισθεν της ωμοπλάτης.
Από πληροφορίες που συγκέντρωσα και ειδικότερα από τους Νικόλαο Χρ. Κουτρούμπα, ο οποίος απεβίωσε προ 11/ετίας, σε ηλικία 93 ετών, και από τον Δημήτριο Ανδρέα Πατρίδα, που απεβίωσε το έτος 1993 σε ηλικία 96 ετών, από το έτος 1850 μέχρι και πρόσφατα, μόνον ο Απόστολος Τσεκούρας, που γεννήθηκε το έτος 1846, κατόρθωνε να σηκώσει και να ρίψει το ΔΟΚΙΜΙ πίσω από την πλάτη του. Οι Κωνσταντίνος Βλαχάκης και Δημήτριος Κάλτσας, που γεννήθηκαν κατά τα έτη 1852 και 1886 αντίστοιχα σήκωναν το ΔΟΚΙΜΙ μέχρι το ύψος του στήθους. Υπήρξαν και άλλοι αθλητές, αλλά με μικρότερες επιδόσεις.
Φρονώ ότι η μεμονωμένη και άγνωστη ανά το Πανελλήνιο αυτή περίπτωση άθλησης, σε μια περιοχή, η οποία σκληρά δοκιμάστηκε από διαφόρους επιδρομείς και κατακτητές, χωρίς οι κάτοικοι αυτής να εγκαταλείψουν τις παραδόσεις τους, πρέπει να καταγραφεί σαν φωτεινό παράδειγμα στην ιστορία του Ελληνικού Αθλητισμού.
Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ»,
τ. 11, Ιαν. 1995
Επιμέλεια-Ανάρτηση:
Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου