ΤΟ
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ‘21
[Του Βασίλη
Κανέλλου]
Μετά την άλωση της Πόλης και στην
Τουρκοκρατία που ακολούθησε και που βάσταξε αιώνες, ο λαός μας κατόρθωσε να
δημιουργήσει μια παράδοση δημοτικής ποίησης, κάτω από τον πιο άξεστο και πιο
βάρβαρο κατακτητή που γνώρισε ποτέ. Μέσα από αυτήν την ποίηση περνάει όλο το
ηθικό και πνευματικό υπόβαθρο του υπόδουλου γένους και μαζί με το Θούριο του
Ρήγα γίνονται η φωνή και το άρωμα της επανάστασης
Σαν σίγησαν τα σήμαντρα της Αγια-Σοφιάς, αυτός ο δύσμοιρος λαός, σε όλες
τις γωνιές της ελλαδικής γης, έφτιαξε θρύλους και παραδόσεις, πήρε τ΄ άρματα
και βγήκε στο κλαρί να πολεμήσει την Τουρκιά. Από τότε άρχισε να ξετυλίγεται το
κουβάρι της μεγαλουργίας του ΄21. Το δημοτικό τραγούδι ήταν εκείνο το μέσο που
διέσωσε ως κόρη οφθαλμού πολλές μάχες
και ανδραγαθήματα της εθνεγερσίας. Ήταν το αντιφέγγισμα της πραγματικής
ιστορίας. Γιατί κάποια απ΄ αυτά η επίσημη ιστορία, για πολλούς και διαφόρους
λόγους, τα αποσιώπησε. Αλλά δεν τ΄αποσιώπησε ο απλός λαός.
Το δημοτικό τραγούδι λοιπόν, ή καλύτερα το λαϊκό- δημοτικό τραγούδι,
σκαρώθηκε στα κλέφτικα λημέρια. Τραγουδήθηκε
και χορεύτηκε εκεί, πολλές φορές μόνο για μια βραδιά, και μετά χάθηκε, σβήστηκε,
ξεχάστηκε… Ύμνησε τον άνδρα, τον ήρωα, τη γυναίκα, την μάνα, το χωριό, τη φύση.
Πολλές φορές ναι, με υπερφυσική μορφή. Έδωσε χαρά και δύναμη σε όσους το άκουσαν και
το χάρηκαν, και την άλλη μέρα, βγήκαν να πολεμήσουν, ψελλίζοντάς το στα χείλη
τους...Σαν τους αρχαίους Σπαρτιάτες. Γι’ αυτό χάθηκαν τα περισσότερα από αυτά
τα άκρως επαναστατικά τραγούδια… Γιατί τότε στα κλέφτικα λημέρια δεν υπήρχαν
γραμματικοί και καλαμαράδες, αλλά κλέφτες, αγράμματοι, αγρότες και τσελιγκάδες,
άνθρωποι του προφορικού λόγου και της παράδοσης. Έπειτα η μακροχρόνια σκλαβιά, είχε
αδυνατίσει την θέληση για χορό και τραγούδι. Πού οι ποιητάδες κι οι τραγουδιστάδες
εκείνα τα μαύρα χρόνια!
Όταν το περιστατικό ή το γεγονός για το οποίο
πλέχθηκε το τραγούδι έπαψε να είναι στην επικαιρότητα, όταν έπρεπε να πλεχθεί
νέο, για να καλύψει και τις νέες μάχες και τους νιόκοπους ήρωες, τότε το παλιό
ξεχνιόταν και σκαρωνόταν γρήγορα-γρήγορα το καινούργιο. Νέες χαρές και νέα
πανηγύρια! Τις περισσότερες φορές αυτά τα αυτοσχέδια τραγούδια δεν ξεπέρναγαν
τα όρια του λημεριού, άντε του βουνού. Τα πιότερα απ’ αυτά δεν ήταν γνωστά καν,
στους γείτονες κλέφτες. Εκείνοι είχαν άλλα, δικά τους, είχαν δικούς τους ήρωες
και νεκρούς να κλάψουν και να νεκρολογήσουν, δικές τους μάχες να εξυμνήσουν,
δικά τους πρόσωπα είχαν ανάγκη να θυμηθούν.
Κάποιοι πολεμιστές, που έφευγαν από το ένα στρατόπεδο και πήγαιναν στο
άλλο, ή που γλίτωναν από μια μάχη, μετέφεραν μαζί με το καριοφίλι τους και
κάποια από τα τραγουδήματα που αγαπούσαν να λένε στο προηγούμενο λημέρι τους.
Μετέφεραν ό,τι θυμούνταν απ’ αυτά. Κι
όπως τα θυμούνταν. Στην προσπάθειά τους να τα αποδώσουν στην απλούστερη μορφή
μέτρου (τον 15σύλλαβο δηλαδή, αυτό που λέμε σήμερα ζεϊμπέκικο), προσέθεταν και
αφαιρούσαν λέξεις, με την μαεστρία που έχει αυτός ο λαός να αυτοσχεδιάζει, να
γίνεται ποιητής, ζωγράφος, καλλιτέχνης όποτε θέλει. Να εκφράζει τα ανέκφραστα
και να ιστορεί τα ανιστόρητα. Κι όσοι τ’ άκουγαν, τα διέδιδαν προσθέτοντας ή
αφαιρώντας κι αυτοί τα δικά τους. Κάποιες φράσεις-κλειδιά έμεναν πάντα ίδιες
και πάνω σε αυτές ο καθένας, με το ταλέντο του, έκτιζε την ιστορία που βίωσε,
υμνούσε τον οπλαρχηγό του, το κάστρο που πήρε… Έτσι γεννήθηκαν τα απειράριθμα
δημοτικά μας τραγούδια.
Αν δεν ήταν η δημοτική μας ποίηση, πολλές από τις ηρωικότερες σελίδες
των Ελλήνων και ιδιαίτερα της προεπαναστατικής περιόδου, θα είχαν χαθεί. Και
καλά που βρέθηκαν κάποιοι ξένοι, ναι ξένοι λόγιοι, που δέσωσαν πάμπολλα δημοτικά
τραγούδια με τις παραλλαγές τους, την ώρα που η πατρίδα στέναζε ακόμα. Ήταν
αυτοί που δεν γύρεψαν τα αρχαία ερείπια, όπως έκαναν τόσοι άλλοι πλιατσικολόγοι, πλουτίζοντας τα μουσεία τους
με τα λείψανά μας, για να αποκτήσουν έναν πολιτισμικό πλούτο που δεν είχαν και
δεν τον άξιζαν. Και οι μη φιλέλληνες ακόμα κατάλαβαν πως η μικρή Ελλάδα δεν είχε μονάχα αρχαίες
περγαμηνές να επιδείξει, αλλά και σύγχρονες. Πως είχε κι αυτή τα αναμφισβήτητα πνευματικά και ηθικά δικαιώματα για ελευθερία.
Σαν λευθερωθήκαμε, ο Σολωμός, ο
Βλαχογιάννης, ο Πολίτης και πλείστοι άλλοι μεταγενέστεροι, διέσωσαν και
ανέδειξαν αυτόν τον πλούσιο και μοναδικό στον κόσμο, λαογραφικό μας πλούτο.
Δυστυχώς,
πολλές φορές εμείς οι επιγενόμενοι αγνοούμε ή και κακοποιούμε την ιστορική και
πολιτιστική μας κληρονομιά. Η παράδοση, σαν γνήσια λαϊκή δημιουργία και
έκφραση, είτε το θέλουμε, είτε όχι, είναι η πιο βαθιά και η πιο γερή ρίζα του
εθνικού μας δέντρου. Το δημοτικό
τραγούδι κατέληξε ο φτωχός συγγενής στα σύγχρονα μουσικά δρώμενα. Τουλάχιστον
τέτοιες ώρες, ας προσεγγίζουμε με περηφάνια αλλά και με στοχασμό και
περισυλλογή εκείνο το τρανό φεγγοβόλημα του ΄21, που ακόμα το τρέμει ο
λογισμός. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε
πως Μπραΐμηδες και Κιουταχήδες ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν, να φοβερίζουν και
να καιροφυλακτούν.
Θα σεργιανίσουμε λοιπόν απόψε, παραμονή της μεγάλης διπλής γιορτής, στα
μονοπάτια της ιστορίας και της παράδοσης. Τραγουδώντας και χορεύοντας το
αθάνατο ΄21.
Χαρά που το ΄χουν τα βουνά
Τσάμικο του Μωριά. Διπλή γιορτή η 25η
Μαρτίου. Ο Ευαγγελισμός της Παναγίας και ο Ευαγγελισμός, η σωτηρία της Ελλάδας.
Γιορτάζει τη μέρα αυτή η Παναγιά, γιορτάζει κι η πατρίδα. Η λερή φουστανέλα και
το τριμμένο ράσο πλάι πλάι..
Χαρά που το ΄χουν τα βουνά, τα κάστρα
περηφάνια.
Γιατί γιορτάζει η Παναγιά, γιορτάζει
κι η πατρίδα.
Σαν βλέπουν διάκους με σπαθιά,
παπάδες με ντουφέκια.
Ένας αϊτός καθότανε
Αληγορικό- κλέφτικο τραγούδι της
Ρούμελης. Ο απλός λαός ταυτίζει τον αϊτό, το περήφανο κι άγριο πουλί που ζει
στις βουνοκορφές και δεν κατεβαίνει στα κατώμερα ούτε να ξεχειμάσει, με τον
κλέφτη που ζει στα βουνά με το αδούλωτο και περήφανο φρόνημα. Το σύμβολο του
αϊτού μας πάει πίσω, στα χρόνια του Βυζαντίου, στο δικέφαλο αϊτό. Είναι
παραλλαγή του «ένας αϊτός περήφανος κι
ένας αϊτός λεβέντης». Ένα από τα καλύτερα τσάμικα και χορεύεται πανελλήνια.
Ποιος είδε τέτοιο θαύμασμα
Η κλεφτουριά αποτέλεσε τη μαγιά του
ξεσηκωμού. Αυτήν την κλεφτουριά την έθρεψαν και τη φύλαξαν τα βουνά και τα
δάση. Σ΄αυτήν μαθήτεψαν όλοι οι μεγάλοι καπεταναίοι. Τρία μεγάλα γειτονικά
βουνά της Ρούμελης, η Λιάκουρα, δηλαδή ο Παρνασσός, η Γκιώνα και τα Βαρδούσια
κουβεντιάζουν μεταξύ τους, γιατί άλλο; Μα για τα κατορθώματα των κλεφτών τους.
Τραγούδι της Ρούμελης-καθιστικό.
Μάνα μου τα κλεφτόπουλα
Πανελλήνιο κλέφτικο τραγούδι, σε
ρυθμό καλαματιανού. Εκθειάζει αφενός μεν την
ελεύθερη, σκληρή και στερημένη κλέφτικη ζωή κι αφετέρου το δεσμό του
κλέφτη με τ΄άρματά του και ιδιαίτερα με το καριοφίλι του. Η αρματωσιά του
κλέφτη ήταν το σύμβολο της πολεμικής του ανδρείας και αρετής. Είναι επίσης ένα
από τα σπουδαιότερα επετειακά σχολικά τραγούδια.
Κάτω στου Βάλτου τα χωριά
Μετά τα Ορλωφικά και το αποτυχημένο
κίνημα των κλεφταρματωλών στο Αιτωλικό Μεσολογγίου οι ξεσηκωμένοι αρματωλοί
κατέφυγαν στην περιοχή του Βάλτου με τα 5 βιλαέτια (Αγρίνιο, Βόνιτσα, Ξηρόμερο,
Βλοχός και Ζυγός). Από κει ο καθένας τους γυρίζει στο αρματολίκι που είχε
χάσει, εκβιάζοντας τους Τούρκους να τους δοθεί αμνηστία και να ξαναπάρουν το
αρματολίκι τους. Κλέφτικο της Ρούμελης - σε ρυθμό. Τσάμικου. Ήταν το αγαπημένο
τραγούδι του Οδυσσέα Ανδρούτσου, που το χόρευε πριν και μετά από κάθε μάχη.
Σαμαρίνα
Το τραγούδι αυτό καταγράφει την
συμβολή των Βλάχων στον αγώνα του ΄21. Το 1826, μέσα στο πολιορκημένο μαρτυρικό
Μεσολόγγι, 120 περίπου Βλάχοι από τα βουνά της Σαμαρίνας αμύνονται πλάι στους
ηρωικούς υπερασπιστές του. Η Σαμαρίνα είναι ένα χωριό των Γρεβενών, ψηλά στην
Πίνδο. Στην Έξοδο, μόνο 33 γλίτωσαν και γύρισαν στα λημέρια τους. Τα τελευταία
λόγια του λαβωμένου αρχηγού τους Μίχου Φλώρου έγιναν στίχοι του τραγουδιού. Ο
καπετάνιος ορμηνεύει τα παλικάρια του σαν γυρίσουν πίσω και τα ρωτήσει η μάνα
του, να μην της πούνε ότι σκοτώθηκε, αλλά ότι παντρεύτηκε και πήρε για γυναίκα
τη μαύρη γη, την πέτρα πεθερά και τα λιανολίθαρα αδέλφια και ξαδέλφια. Συρτός
στα τρία
Σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά
Είναι κλέφτικο τραγούδι με πάρα πολλές
παραλλαγές. Σαράντα (ανώνυμα) παλικάρια ξεκίνησαν από τη γειτονική Λιβαδειά για
να πατήσουν την Τοπολιτσά. Είναι το σημερινό χωριό Κάστρο της Βοιωτίας. Κατά
μία εκδοχή πήγαν να κυριέψουν το χωριό και κατ΄άλλη για να κλέψουν. Στο δρόμο
τους συναντούν ένα γεροκλέφτη και τον παρακαλούν να πάει μαζί τους. Ένας
πανελλήνια γνωστός χορός στα τρία, που διδάσκεται και στα σχολεία.
Θέλετε δέντρα ανθίσετε, θέλετε μαραθείτε
Λέει η ιστορία πως την άνοιξη του
1794 ο Αλής έστειλε το συγγενή του, αιμοβόρο στρατηγό Γιουσούφ Αράπη, με 3.000
Τουρκαλβανούς, για να ξεπαστρέψει τους κλεφταρματωλούς εκείνους που θεωρούσε
ύποπτους και αντιστέκονταν στις βλέψεις του. Ο δερβέναγας του Αλή σκορπούσε
παντού αίμα και τρόμο. Στα σχέδιά του αντιστάθηκαν οι αρματωλοί της περιοχής,
οι Κοντογιανναίοι. Οι Κοντογιανναίοι και οι Κατσουδαίοι προεπαναστατικά, ήταν
οι σπουδαιότεροι κλεφταρματολοί της περιοχής. Ένα πρωτοπαλίκαρο των
Κοντογιανναίων, ο Ζαχαράκης, διακρίθηκε σε κείνες τις μάχες και τον ύμνησε η
δημοτική μας μούσα. Όχι μόνο δεν προσκύνησε, αλλά καρτερούσε την άνοιξη και το
καλοκαίρι να βγει στα βουνά να πολεμήσει. Τοποθεσία Ζαχαράκη υπάρχει στην Όθρη,
στα μέρη της Ρεντίνας. Καθιστικό της Ρούμελης.
Ο
Κατσαντώνης
Είναι λίγο πολύ γνωστή η
προεπαναστατική δράση του λιονταριού των Αγράφων, του Κατσαντώνη. Περίφημος
σαρακατσάνος κλεφταρματολός, ήταν το φόβητρο του Αλήπασα. Σκότωσε μάλιστα και
τον καλύτερο στρατηγό του, το γνωστό μας Βεληγκέκα. Τελικά τον συνέλαβαν σε μια
δυσπρόσιτη σπηλιά, όπου κρυβόταν άρρωστος. Ξεψύχησε στα μπουντρούμια στα Γιάννενα, του σπάγαν τα κόκαλα στο αμόνι
κι αυτός τραγουδούσε. Το όνομά του έγινε θρύλος και τον ύμνησε περίσσεια η
δημοτική μας ποίηση.
Τσάμικος σαρακατσάνικος.
Έχε γεια καημένε κόσμε
Το Δεκέμβριο του 1803 γράφεται
στ΄απόκρημνα βουνά του Ζαλόγγου ο τραγικός επίλογος της πτώσης του Σουλίου.
Δεκάδες Σουλιώτισσες, τραγούδησαν τη ζωή σέρνοντας στα βράχια το χορό του
Θανάτου, με τα βρέφη στην αγκαλιά τους. Αυτή η ηρωική αυτοθυσία εξυμνήθηκε από
τη λογοτεχνία και τη δημοτική μας μούσα ως ο χορός του Ζαλόγγου.
Μετά το χαλασμό και το σκόρπισμα των Σουλιωτών, μια όμάδα απ΄αυτούς
πέρασε στ΄ Άγραφα. Μια χούφτα από 20 οικογένειες κατέβηκαν στα μέρη μας κι
έγιναν κολίγοι στα κτήματα του ντόπιου αγά. Κατά την Παράδοση ήταν οι πρώτοι
κάτοικοι της Σπερχειάδας, Αγά την πρωτονόμασαν.
Αλλά και σε άλλα χωριά εγκαταστάθηκαν
Σουλιώτες, όπως το Κλωνί, η Άνω Καλλιθέα, τα Πουγκάκια, το Νεοχώρι Υπάτης κι
αλλού. Στο Κλωνί διασώζεται ακόμα το χορευτικό τραγούδι «γαϊτανάκι», που
χορεύεται την Τρίτη ημέρα του Πάσχα.
Αναφέρεται σε ένα τραγικό περιστατικό που διαδραματίστηκε το 1798 στην
Ήπειρο. Δυο αδέρφια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, αγκαλιασμένα έπεσαν στα βράχια
γιατί ο Αλήπασας ήθελε να βάλει στο χαρέμι του την όμορφη νέα. Χορεύτηκε το 1823 στη Ντερβέκιστα
Θέρμου-σημερινή Ανάληψη-από Κλωνιώτες αγωνιστές, υπερασπιστές του Μεσολογγίου,
που είχαν αρχηγό τους τον Κατσούδα. Το τραγούδημα αυτό θα αποτελέσει θέμα σε
μελλοντική μας εκδήλωση.
Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη
Ο γενναίος και αγνός Σουλιώτης Μάρκος
Μπότσαρης σκοτώθηκε στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησιού, τον Αύγουστο του 1823,
πολεμώντας τους Τουρκαλβανούς. Κατεβάζοντας τη σωρό του τα παλικάρια του στο
Μεσολόγγι πέρασαν κι από τον Προυσσό, όπου ο εκεί βρισκόμενος κατάκοιτος
Καραϊσκάκης τον ασπάστηκε δακρυσμένος. Κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές στο
Μεσολόγγι. Τον ύμνησε τόσο η λαϊκή, όσο και η έντεχνη μούσα. Στο τραγούδι που
ακολουθεί και που χορεύεται σε ρυθμό συρτού, περιγράφεται ο θρήνος για τον
απρόσμενο χαμό του.
Στα τρίκορφα μες στην κορφή
Πρωταγωνιστική μορφή του ΄21 ο
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Η ψυχή του αγώνα στο Μωριά. Πάντα δίπλα του, ο ανηψιός
του ο Νικηταράς. Ο Νικηταράς ήταν ο μόνος Μωραΐτης οπλαρχηγός που διάβηκε τον
Ισθμό και πολέμησε στη Ρούμελη. Αυτούς τους δυο ύμνησε το παρακάτω δημοτικό
τραγούδι-τσάμικος του Μωριά.
Καραϊσκάκης έλεγε
Ο σταυραϊτός των Αγράφων, ο
αρχιστράτηγος της Ρούμελης, δεν γεύτηκε τις δάφνες της δόξας και της λευτεριάς.
Όταν η πολύπαθη πατρίδα, σαν έπεσε το Μεσολόγγι, γονάτιζε, ο πολέμαρχος, αυτός
μόνος του τη σήκωσε από τις λάσπες, την έπλυνε, τη χτένισε, την έκανε όμορφη
και γενναία και μετά την Αράχωβα την έφερε έξω από την Ακρόπολη, το τελευταίο
προπύργιο, όπου ανάσαινε ακόμα η λευτεριά. Εκεί έχασε τη μία και μοναδική μάχη,
που ήταν κι η τελευταία του. Τη μάχη με τα υποχθόνια σχέδια των ξένων, δήθεν
προστατών μας και των ντόπιων άκαπνων πολιτικάντηδων. Η λαϊκή μας μούσα έκανε
τραγούδι τα τελευταία λόγια και στιγμές του ήρωα. Χορεύεται στα τρία.
Τ΄Ανδρούτσου η μάνα χαίρεται
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ο Θανάσης
Διάκος. Δυο φίλοι και εθνομάρτυρες του ΄21. Η δημοτική μούσα τους ανταμώνει
σ΄αυτό το τσάμικο της Ρούμελης. Στις 23 Απριλίου του 1821, ανήμερα
τ΄Αϊ-Γιωργιού, αφήνει τη ζωή του στο Ζητούνι το καλογεροπαίδι της Αρτοτίνας και
ήρωας της Αλαμάνας Θανάσης Διάκος. Στις 8 Μαΐου ο Δυσσέας, ο Αρβανίτης καπετάνιος
από τις Λιβανάτες Λοκρίδας, για να εκδικηθεί το θάνατό του, φράζει στη Γραβιά
το δρόμο του Ομέρ Βρυώνη για το Μωριά και τον αναγκάζει να γυρίσει πίσω. Η
ανταμοιβή κι αυτουνού; Τον στραγγάλισαν οι πουλημένοι σωτήρες της πατρίδας και
το έριξαν σα σκυλί από τα βράχια της Ακρόπολης.
Τ΄Ανδρούτσου η μάνα χαίρεται, του
Διάκου καμαρώνει.
Γιατί έχουν γιους αρματολούς και γιους
καπεταναίους.
Ανδρούτσος φυλάει τη Γραβιά, Διάκος
την Αλαμάνα.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου