TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

Οι απροσκύνητοι


ΟΙ ΑΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΙ*
[Του Γιάννη Αν. Σαντάρμη]
Κάθεται ο Ιμπραήμ πασάς ψηλά στο καραούλι
και ξαγναντεύει αντίπερα, κατά το Μεσολόγγι
κι ανάμεσα στ’ αγνάντεμα κι ανάμεσα στην τήρα,
βολές - βολές ταράζεται, βολές - βολές χτυπιέται
κι άλλες βολές μονολογεί και βαριαναστενάζει.
- Έχω κλειδιά, παρακλειδιά, έχω διαμαντοκλείδια,
κλειδιά απ’ το κάστρο τ’ Αναπλιού, κλειδιά από το Ζητούνι,
κλειδιά δεν έχω απ’ το Καστρί κι από το Μεσολόγγι,
είναι κλειστές οι αμπάρες του, βαριά μανταλωμένες.
Τριγύρα στον περίγυρο, τριγύρα στα τειχιά του,
μαχαίρια είναι οι ντάπιες του, χαντζάρια τα μεντένια,
είναι κι αυτές οι κούλιες του αστόμωτα λεπίδια,
που μου τρυπάν τα σωθικά, μου σχίζουν την καρδιά μου,
γέρνω λίγο να κοιμηθώ, αλλά ύπνος δε με παίρνει.
- Γύρισε, αφέντη, γύρισε απ’ το πλευρό το άλλο,
βάνε να στρώσουν στου βοριά το μπαλκονάκι απ’ όξω,
που πνέει, κι ας είναι Θεριστής, το δροσερό αεράκι,
θα κοιμηθείς ανέγνοιαστος, κοιτάζοντας τ’ αστέρια.

- Όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού στο Κάστρο ’ναι από πάνω
κι η πούλια στον αγέρα του κρεμιέται, σαν καντήλι,
και το φωτά, κάθε νυχτιά, μα οι ντάπιες που το ζώνουν,
μια ντάπια εδώ, μια ντάπια εκεί, αλλούθε κι άλλες κι άλλες,
σαν άλλη δεκαοχτάστερη μπροστά μου φέγγουν πούλια
και μου τυφλώνουν το μυαλό, το μάτι μου δεν ξέρει
τι τάχα λάμπει πιο πολύ, η πούλια για το Κάστρο.
Μα εγώ στη μαύρη σκοτεινιά και πως να βγω, δεν ξέρω,
όπου να γείρ’, ο καψερός, τα μάτια μου δεν κλείνουν,
αγκάθια μπήκαν μέσα τους, λες μυτερά παλιούρια,
με την αμάχη π’ άνοιξα και με την πάλη που ’χω,
παλεύω όλο το Θεριστή, όλο τον Αλωνάρη,
παλεύω και τη χειμωνιά, τον άλλο τον Απρίλη,
το Μάρτη φτάνουν τα πουλιά, το Μάη τα χελιδόνια,
πάν’ τα πουλάκια κι έρχονται και μπαίνουνε και βγαίνουν,
μπαίνουνε στο λημέρι τους, στις κούρνιες, στις φωλιές τους,
μα εγώ ο δόλιος δεν μπορώ ν’ ανοίξω, να ’μπω μέσα,
ν’ ανοίξω το κλειστό Καστρί, να μπω στο Μεσολόγγι.
- Πασά μας, μη σκανιάζεσαι, κιντέρι μην το βάνεις,
εμείς θα πάμε αντίπερα στο Κάστρο π’ αγναντεύεις,
κλειδιά εμείς θα σου φέρουμε, κλειδιά και παρακλείδια.
- Σύρε, Σουιταρίμπαση κι εσύ Μαχμούτ μου μπέη,
και πες τε στους γκιαούρηδες, μηνύστε στους ραγιάδες
να δώσουνε από το Καστρί κλειδιά και παρακλείδια,
να δώσουνε και τ’ άρματα, να ’ρθουν να προσκυνήσουν
και τους χαρίζω τη ζωή, λεύτερους τους αφήνω.
Σαν τα γεράκια αυτοί πετάν, σαν τα σαΐνια ορμάνε
και σαν τα λιμοξίφτερα διασχίζουν τον αγέρα,
πάνε στο δρόμο σκούζοντας και στο στρατί λυσσώντας,
π’ αγνάντια αναντρανίζουνε, που βλέπουνε μπροστά τους
πέρδικα που δεν πιάνεται και διαλαλούν και λένε.
- Εσείς, Γουσάκη, ακούσ ’τε μας, Βάγια και Κασομούλη,
λέει ο Μπραήμης ο πασάς, να δώσ ’τε τ’ άρματά σας,
να τόνε προσκυνήσετε και λεύτεροι να ζείτε.
Γουσάκης συνταράζεται, βρυχομανιάζει ο Βάγιας
και κόβεται, δίχως σπαθί, κι αυτός ο Κασομούλης.
- Πάτε και πες τε στον πασά, το μέγα Μεσολόγγι
ούτε ποτέ του προσκυνά, ούτε τ’ άρματα δίνει,
σκλάβοι εμείς δε λογιόμαστε, δεν είμαστε ραγιάδες,
μας διαφεντεύουν τ’ άρματα, σπαθιά μαζί κι αρμούτια,
έχουνε γλώσσα μυστική, έχουν αυτιά κι ακούνε,
πεισμώνουν μ’ άγνωρες φωνές, ταράζονται με ξένες,
για τούτο, να λακίσετε, κείθε, πού ’ρθατε, σύρ ’τε.
Στόμα σε στόμα, σκόρπισε στο Κάστρο το χαμπέρι.
Νίκος Στουρνάρας το ’μαθε, σαν το θεριό μουγγρίζει.
- Τ’ άρματα κότησε ο άτιμος πασάς να μας χαλέψει;
Δίνει ο αϊτός τη μύτη του, τα φοβερά του νύχια;
Κάλλιο εδώ να πεθάνουμε, εδώ και να θαφτούμε
στο Μεσολόγγι όλοι μας, βαστώντας τα τουφέκια,
παρά να του τα δώσουμε, σαν να ’μαστε ψοφίμια.
Δεν ξέρει ετούτα τ’ άρματα, αρματολοί και κλέφτες,
πως χρόνια στο ζουνάρι μας τριακόσια τα κρατάμε,
στ’ αρματολίκια τα ’χουμε, στα κλέφτικα γιατάκια
κι ούτε ποτέ τους πάψανε κι ούτε και θα σωπάσουν,
δεν έπαψεν ο βρόντος τους, δε σώπασε ο αχός τους;
Πάνε τα λόγια κι έρχονται στου Ιμπραήμ τα χέρια,
σκιέται ο πασάς στο ξάγναντο, αφρίζει και ξαφρίζει.
- Αμέτε πες τε τους ξανά ν’ ακούσουν τον ταφτά μου,
ν’ ακούσουν το φιρμάνι μου, αλλιώς θα μετανιώσουν.
Στ’ αγνάντιο στέκεται ο πασάς, στο Μεσολόγγι εκείνοι.
- Μπίρο μ’ Γιωργάκη Βαλτινέ, Μπότσαρη, Κοντογιάννη,
καινούργια λόγια φέρνουμε και πάλι απ’ τον Μπραήμη,
ριτζιά, είπε, να του κάνετε, προσκύνηση και ράι,
να φύγετε απείραχτοι και διαμηνάει ακόμα
κρατήσ ’τε τα τουφέκια σας, βαστάξ ’τε τα σπαθιά σας.
Τ’ ακούει ο Νότης Μπότσαρης, ο γερο - καπετάνιος,
σαν κεραυνός βροντομανά και σαν αστροπελέκι,
βογγά σαν αγριοδάμαλο του λόγγου λαβωμένο
και το μπαρουτοκάπνιστο το χέρι του σηκώνει,
βαρεί με πείσμα τ’ άρματα, τη χρυσαρματωσιά του,
βαρεί το ξέμακρο σπαθί, το μέγα γιαταγάνι
και τ’ ασημοκουμπούρια του, που ’ναι άλλα στο σελάχι
κι άλλα μες στο φηκάρι τους, θεριά λες που κοιμούνται
και να ξυπνήσουν καρτεράν την προσταγή τ’ αφέντη.
- Να πείτε στον αφέντη σας, στον Ιμπραήμ να πείτε,
άμα τα πάρει τ’ άρματα, μπορεί να τα χαρίσει,
μα όσο τα κρατάμ’ εμείς γερά μέσα στα χέρια,
εμείς και τα ορίζουμε, εμείς τα κυβερνάμε,
ξέν’ άρματα δε δίνονται και δε χαρίζονται ούτε,
μόν’ να τηράξει τ’ άρματα μη χάσει τα δικά του!
Στο καραούλι ο Ιμπραήμ προσμένει και προσμένει
κι αντί να ιδεί το τούρκικο να ροβολάει μιτζίλι,
βλέπει μια τούφα λαγαρή, μια τούφ’ άσπρη κι αφράτη,
αγάλια - αγάλια να ’ρχεται μες στ’ ουρανού τη στράτα,
εδώθε πρωτοδρόμισσα την κουβαλάει τ’ αγέρι
απάνω στις φτερούγες του, μπροστά η τούφα παγαίνει
και πίσω - πίσω ακολουθάν οι Τούρκοι μηνυτάδες,
μ’ αυτή δεν είναι σύγνεφο, δεν είναι μήτε αντάρα,
από τουφέκ’ είναι καπνός, χαμπέρι ολόχρυσο είναι,
όπου το στέλν’ η κλεφτουριά πέρ’ απ’ το Μεσολόγγι.
Κλαίει και μαδιέται ο Ιμπραήμ, βρυχιέται σαν λιοντάρι.
- Ούτε μιτζίλι βλέπω εγώ, ούτε και μηνυτάδες,
βλέπω καπνούς, δασιούς καπνούς, καπνούς από τουφέκια,
μαύρο μαντάτο θα ’ναι αυτό, πικρό, φαρμακωμένο.
Κι ένα πουλί πετούμενο από το Μεσολόγγι,
δασιά - δασιά κι αυτό λαλεί, δασιά - δασιά το λέει.
- Τι περιμένεις, Ιμπραήμ, τι καρτερείς, καημένε;
Άλλο χαμπέρι καρτερείς κι άλλο μαντάτο φτάνει,
μαύρο μαντάτο σού ’ρχεται, πικρό, φαρμακωμένο,
το φέρνουνε με βρονταριές τα κλέφτικα τουφέκια,
το φέρνουνε και με καπνούς και με το σιδερένιο
το στόμα τους το διαλαλούν και τα κλειδιά απ’ το Κάστρο,
λένε, πως δεν τα δίνουνε, πως πάνω τους κρεμιούνται
και τράβ’ από την μπούκα τους για να τα ξεκρεμάσεις!
Παύει απ’ το Κάστρο η μια φωνή κι άλλη φωνή αγρικιέται.
- Πουλάκι του Μεσολογγιού, του Κάστρου χελιδόνι,
να ’ρχεσαι κάθε άνοιξη και κάθε καλοκαίρι,
στο σπιτικό σου να ’ρχεσαι και στην παλιά φωλιά σου
κι αν βγεις από τα σύνορα κι απ’ όξω από το Κάστρο,
σύρε και πες στον Ιμπραήμ πως μέσα μπούσγωμα έχουν,
δεν παραδίνουν τα σπαθιά, δε ρίχνουν τα τουφέκια,
τροχάν χαντζάρια για κορμιά, λεπίδια για κεφάλια
κι ολάγριο συναρίζονται γιουρούσι για να κάνουν
κι αλί ’ς τον που βρεθεί μπροστά στον κύκλο του σπαθιού τους
κι αλί ’ς τον που βρεθεί κοντά στου τουφεκιού τον τίρο.
                                                               Γιάννης Αν. Σαντάρμης

Γλωσσάρι
αγριοδάμαλο, το = άγριος νέος ταύρος, μοσχάρι 2 χρόνων.
Αλωνάρης, ο = ο Ιούλιος μήνας, που αλωνίζονται τα σιτηρά.
αμπάρα, η = μεγάλη πόρτα της αυλής.
αναντρανίζω = γυρίζω τα μάτια προς επάνω, βλέπω.
αρμούτι, το = τουφέκι.                                    
       βρυχομανιάζω = οργίζομαι υπερβολικά, βγάζοντας δυνατή φωνή, κυριεύομαι από μανία, θυμώνω.
γκιαούρης, ο = ο άπιστος, κατά τους Μωαμεθανούς.
       δεκαοχτάστερη, η = παρομοίωση των νταπιών του Μεσολογγιού με την πολύαστρη πούλια, οι ντάπιες του Μεσολογγιού, κατά την πολιορκία του, ήταν 18, οι ακόλουθες: Αλέρτα ή Λόρδου Σέφιλντ, Ιγνάτιου Αρχιεπίσκοπου, Καρλελιού, Καστριού, Κεραυνοβόλου, Κλείσοβας ή Δρακούλη, Κοκκίνη Αντώνη, Κουτσονίκα, Λόρδου Βύρωνα, Μεγάλης Ντάπιας ή Μάρκου Μπότσαρη ή της Παναγίας, Μακρή Μήτσου, Νορμάν ή Γερμανών, Παλιάς Πόρτας ή Ρήγα Φεραίου, Τοκέλυ, Μονταλεβέργ, Μιαούλη Ανδρέα, Λουνέτας ή Γουλιέλμου της Οράγγης, Τερίμπιλε ή Φραγκλίνου του τρομερού.
        Ζητούνι, το = ονομασία της Λαμίας, από τον 8ο αιώνα ως τις 21 Ιουνίου 1832, που περιήλθε στο ελληνικό κράτος και αποχώρησαν οι Τούρκοι κατακτητές.
         Θεριστής, ο = ο Ιούνιος μήνας, που θερίζονται τα σιτηρά.
         Κάστρο, το = το Μεσολόγγι, που περιβαλλόταν από ψηλά τείχη, κατά την πολιορκία του από τους Τούρκους, 1825 - 1826, Καστρί, Κάρλελι.
καψερός, ο = αξιολύπητος, κακόμοιρος.
κιντέρι, το = λύπη, βάσανο, καημός, μαράζι.
κοτώ = τολμώ, έχω θάρρος.
κούλια, η = φυλάκιο σε μορφή μικρού πύργου, σκοπιά, οχυρό, προμαχώνας, κουλές.
λαγαρή, η = καθαρή, διαυγής.
λακίζω = φεύγω τρέχοντας σ’ ίσιο μέρος, εξαφανίζομαι, λακώ.
λιμοξίφτερο, το = είδος γερακιού, κεχρίδα, το γνωστό κιρκινέζι ή σαΐνι ή τσίφτης, αρπακτικό κι εύστροφο πουλί, ορμητικό, στο μέγεθος του περιστεριού, έχει όμορφο σταχτί φτέρωμα, το οποίο φτέρωμα στο αρσενικό δημιουργεί ανταύγειες πρασινόφαιες, κουρνιάζει στις αστρέχες (γεισώματα) των σπιτιών, σε σχισμές βράχων και σε απρόσιτους πετρώδεις γκρεμούς.
μανταλωμένη, η = κλεισμένη με το μάνταλο, είναι δε το μάνταλο ή 2 χοντρά ξύλα ή 2 σιδερένιοι δοκοί, που τοποθετούνται, ο ένας δεξιά κι ο άλλος αριστερά, πίσω από την πόρτα της αυλής και στη μέση της, ως σύρτης, για ασφάλεια, τέτοια ασφάλεια γίνεται και στην κύρια είσοδο του σπιτιού.
         μεντένι, το = έπαλξη, το επάνω, δηλαδή, μέρος φρουρίου ή πύργου ή κάστρου, από τα ανοίγματα του οποίου χτυπούσαν οι αμυνόμενοι τον αντίπαλο, κάστρο.
μιτζίλι, το =ταχυδρομική αποστολή.
μπίρο, επιφ. = αγαπητέ, γιέ, παλικάρι.
μπούκα, η = στόμιο πυροβόλου ή όπλου.
μπούσγωμα, το = πείσμα, θυμός, μπρί.
ντάπια, η = βίγλα, ταμπούρι, προμαχώνας, οχύρωμα.
ορίζω = εξουσιάζω, κυβερνώ.
       παλιούρι, το = θάμνος αγκαθωτός, κατάλληλος για περιφράξεις, έχει ευθύ στέλεχος, γεμάτο από λεπτές διακλαδώσεις, τα άνθη του είναι κίτρινα και οι καρποί του περιβάλλονται από άσπρο σκιάδι, αποτελεί την άνοιξη θελκτική τροφή των γιδιών, πάλιουρας, παλιουριά, αρπάκι.
      πούλια, η = ο αστερισμός των Πλειάδων, που ανατέλλει λίγο μετά τα μεσάνυκτα και συμπεριλαμβάνει 2.500 άστρα, από τα οποία τα 6 (εξάστρα) κυριώτερα, που είναι συγκεντρωμένα, καθώς και 1 πιο μακρύτερα, φαίνονται με γυμνό μάτι. Για το μικρό αστέρι, το απομονωμένο από τα 6, το δημοτικό τραγούδι λέει.
Κείνο τ’ αστέρι το μικρό, που πάει κοντά στην πούλια,
κείνο με κάνει κι έρχομαι το βράδυ στην αυλή σου,
βρίσκω την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
σκύβω, φιλώ την κλειδωνιά.
ράι, το = υποταγή, προσκύνηση, κατάθεση όπλων, ριτζιά, ράγι.
ριτζιά, η = υποταγή, προσκύνηση, κατάθεση όπλων, ράι.
σαΐνι, το =βλέπε λέξη: λιμοξίφτερο.
        σελάχι, το = ζώνη ανδρική της μέσης, δερμάτινη ή υφαντή ή πλεκτή, που αποτελείται από 3 - 5 ή περισσότερα φύλλα, με κεντημένο το εξωτερικό φύλλο, ανάμεσα δε στα φύλλα δημιουργείται χώρος για την τοποθέτηση χρημάτων, μαντιλιών προσώπου, καπνοσακκουλών, κουμπουριών και άλλων μικροαντικειμένων, σελαχλίκι, κεμέρι.
σκανιάζομαι = στενοχωριέμαι, θλίβομαι.
συναρίζομαι = ετοιμάζομαι, συγυρίζομαι, περιποιούμαι, συνιαρίζομαι.
ταφτάς, ο = έγγραφο διαταγής, φιρμάνι.
τήρα, η = κοίταγμα.
        τίρος, ο = η απόσταση μεταξύ εκτόξευσης και πτώσης ενός βλήματος, βεληνεκές, εμβέλεια.
φηκάρι, το = θήκη σπαθιού ή όπλου, θηκάρι.
χαλεύω = ψάχνω να βρω, ζητώ, γυρεύω.

Υπομνηματισμός.
     Στις 8 Μαΐου 1826, ο Ιμπραήμ θέλησε να συζητήσει με τους έγκλειστους του Μεσολογγιού, για την παύση του πολέμου κι έστειλε γι’ αυτό στο Μεσολόγγι 2 ανθρώπους δικούς του, τον Μαχμούτμπεη Μοθωναίο, από τους Τούρκους, δηλαδή, του κάστρου της Μοθώνης, γνώστη της ελληνικής γλώσσας και τον Σουιταρίμπαση, του βεζύρη του Μισιριού, αρχιγελωτοποιό. Οι καπεταναίοι του Μεσολογγιού διόρισαν, για τη συζήτηση, τον καπετάνιο Γιώργη Βάγια, τον Γουσάκη και τον Νικόλαο Κασομούλη.
     Μεταξύ των άλλων, οι Τούρκοι απεσταλμένοι είπαν ότι ο Ιμπραήμ πασάς ζητά να προσκυνήσουν οι υπερασπιστές του Μεσολογγιού, να παραδώσουν, δηλαδή, τ’ άρματά τους και να φύγουν απείρακτοι, να πάνε όπου θέλουν. Οι Έλληνες συζητητές τους έδωσαν την πρέπουσα απάντηση, ότι οι αγωνιστές του Μεσολογγιού ούτε προσκυνούν, ούτε κι άρματα παραδίνουν. Όταν έμαθε ο Στουρνάρας την πρόταση του Ιμπραήμ για τα ελληνικά άρματα, έγινε θηρίο.
  - Κότησε ο κερατάς να γυρέψει άρματα; είπε. Κάλλιο εδώ να θαφτούμε! Δεν ξέρει πως τ’  άρματα τα ’χουμε, όλοι όσοι είμαστ’ εδώ, τρακόσια χρόνια στο ζουνάρι μας;
     Κι εννοούσε, μ’ αυτά τα γενναία κι υπέροχα λόγια του, πως αν τυχόν έδιναν τ’ άρματα, πρόδιναν ολόκληρη την κλέφτικη παράδοση, που κράτησαν οι αρματολοί κι οι κλέφτες στα βουνά τριακόσια χρόνια.
     Οι ομιλίες επαναλήφθηκαν και μετά από 2 μέρες, με τους ίδιους απεσταλμένους Τούρκους κι απ’ τη Φρουρά του Μεσολογγιού ήταν ο γερο-Νότης Μπότσαρης, ο Μήτσος Κοντογιάννης, απ’ την Υπάτη κι ο Γιωργάκης Βαλτινός. Οι προτάσεις των Τούρκων ήταν οι ίδιες, εκτός από τ’ άρματα, που τους τα χάριζε ο Ιμπραήμ. Ακούγοντας ο γερο-Νότης για το χάρισμα των αρμάτων, θυμώνει, χτυπά με το χέρι του τις κουμπούρες, που είχε στο σελάχι του, και λέει.
  -  Ξέρεις, μωρέ, πότε μπορεί να μας χαρίσει ο Ιμπραήμ τ’ άρματα; Άμα τα πάρει΄ ειδεμής, όσο τα ’χουμε στο ζουνάρι, τα ορίζουμε εμείς και δεν είναι στην εξουσία του να τα χαρίσει, μα να κοιτάξει πως να προφυλάξει και τα δικά του!

     * Απ’ την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Το Δοξασμένο Κάστρο», σελίδες 340.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου




Δεν υπάρχουν σχόλια: