TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021

Η εφηβεία στην αρχαία Ελλάδα

Το πέρασμα στην εφηβεία στην αρχαία Ελλάδα
Καλλιώρας Γεώργιος Ερευνητής. Απόστρατος Αξ/κός Π.Ν. Εκπρόσωπος ΕΑΑΝ για το Ν. Φθιώτιδος

Πηγή: https://www.google.gr/search?

Το πέρασμα στην εφηβεία αποτελούσε ανέκαθεν ένα ιδιαίτερο κοινωνικό γεγονός σε όλους τους μεγάλους πολιτισμούς από την αρχαιότητα  έως τον μεσαίωνα και αποτελεί ακόμη μία από τις σοβαρότερες δραστηριότητες στις κοινωνίες του τρίτου και αναπτυσσόμενου κόσμου.
Στους αρχαίους Έλληνες το συμφέρον του κράτους καταλάμβανε την πρώτη θέση
[1]  σε σύγκριση με τα συμφέροντα του ατόμου[2]. Ο Σπαρτιάτης για παράδειγμα δεν ανήκε καθόλου στην οικογένεια του αλλά ανήκε ολοκληρωτικά στο κράτος. Στις υπόλοιπες Ελληνικές πόλεις οι νόμοι ήταν ποιο επιεικείς.  Οι φιλόσοφοι που ασχολιόντουσαν με την αγωγή της νεολαίας τακτικά κατέκριναν τις υπερβολές των Σπαρτιατών, εκ των πραγμάτων όμως αναγκάστηκαν να δανειστούν πολλά από αυτούς.
Ο απώτερος σκοπός της ελληνικής αγωγής ήταν η πρόοδος του κράτους. Τα παιδιά έπρεπε να εκπαιδευτούν και να κατανοήσουν ότι έπρεπε κάποτε να φέρουν κάποιο όφελος στην πόλη, η εφηβεία δε εθεωρείτο η περίοδος μύησης των νέων στην πολεμική και κοινωνική ζωή της πόλης.   
  Οι άρχοντες και ο λαός γνωρίζανε την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης φάσης των νέων και είχαν καταρτίσει ειδικά προγράμματα εκπαίδευσης για τους έφηβους τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με την σημερινή στρατιωτική θητεία, αλά ήταν ένα πρόγραμμα προετοιμασίας των νέων για να μπορέσουν να γίνουν ενεργοί πολίτες, άξιοι μαχητές και υπεύθυνοι οικογενειάρχες.
Τα αποδοτικότερα προγράμματα εκπαίδευσης των νέων στην αρχαία Ελλάδα εφαρμόζονταν στην Αθήνα με τον όρο Έφηβος, στην Σπάρτη με τον όρο Κρύπτης και στη Μινωική Κρήτη με τον όρο Άγέλης.

ΑΘΗΝΑ

Στην αρχαία Αθήνα το παιδί έως επτά ετών δεν έπαιρνε καμία μορφή μόρφωσης[3].
Το παιδάκι πολύ σπάνια αποχωριζόταν την μητέρα του, ζούσε μαζί της στον γυναικωνίτη η στο υπόγειο του σπιτιού, αφήνοντας έτσι τον άντρα στο διαμέρισμα του πάνω ορόφου, την συνόδευε δε σε όλες τις θρησκευτικές τελετές π.χ. στην γιορτή των Θεσμοφορίων και συμμετείχε σε όλες τις οικογενειακές εορτές.
Τον 5ο αιώνα στην Αθηναϊκή αριστοκρατία διαδόθηκε η Λακωνομανία, όπου οι Λακεδαιμόνιες παραμάνες έγιναν περιζήτητες στην Αθηναϊκή αριστοκρατία. Αυτές έδιναν στα παιδιά της Αθήνας τραχεία Σπαρτιάτικη αγωγή, δεν τα φασκιώνανε δεν τα καλομαθαίνανε στο φαγητό , δεν τα κουκουλώνανε όταν κοιμότανε, τα μαθαίνανε να μην φοβούνται την μοναξιά και το σκοτάδι, να μην είναι απαιτητικά και να μην κλαίνε.

Εδώ μπορούμε να πούμε, ότι αυτές που έδιναν την πρώτη διδασκαλία στα παιδιά της Αθήνας, είναι οι μητέρες τους και οι τροφοί οι οποίες εκπαίδευαν το παιδί όχι μόνο με νανουρίσματα και τραγούδια, αλλά όταν έφταναν στην κατάλληλη ηλικία, να μπορούν να καταλάβουν τις ιστορίες της παράδοσης. 
Γνωρίζουμε επίσης πως το ανυπάκουο παιδί το απειλούσανε με διάφορους  (μπαμπούλες) που τα ονόματα τους ήταν (Ακκώ, Αλφιτώ, Γελλώ, Γοργώ, Έμπουσα, Λάμια, Μορμώ ή Μορμολύκη ,Εφιάλτης :κοπάδι μεγάλο και τρομαχτικό)!  Ο λύκος χρησίμευε και αυτός σαν φόβητρο καθώς βλέπουμε στον μύθο του Αισώπου (Ο λύκος και η Γριά ). Στα φρόνιμα παιδιά διηγιόντουσαν διασκεδαστικές ιστορίες όπου τα ζώα είχαν τον πρώτο ρόλο.
[4]  Απ' αυτούς τους μύθους που ήταν μια διδασκαλία, έβγαινε ένα δίδαγμα, το δίδαγμα της πείρας[5]

Χωρίς αμφιβολία οι μητέρες και οι τροφοί μυούσαν τα παιδιά στην μυθολογία και στους εθνικούς μύθους. Τους μετέδιδαν αυτά που είχαν μάθει στην παιδική τους ηλικία και αργότερα πηγαίνοντας στις θρησκευτικές εορτές τα παρακολουθούσαν ως μυημένοι θεατές. Τα ετοίμαζαν  για την μελέτη των ποιημάτων του Ομήρου και του Ησίοδου που γινόταν από τον γραμματιστή (τον δάσκαλο της ανάγνωσης).

Αυτά μέχρι να γίνει το παιδί επτά ετών, γιατί από εκεί και πέρα άλλαζαν όλα ριζικά.
Το παιδί το έπαιρναν από τα μητρικά χέρια και το παρέδιδαν σε έναν παιδαγωγό
[6].  Ο παιδαγωγός ήταν αυστηρός και η βέργα του ήταν το κύριο επιχείρημα του και η βασική μέθοδος αγωγής του. Συνόδευε τον νεαρό του κύριο παντού: στο σχολείο, στην παλαίστρα, στις δημόσιες τελετές, βαδίζει πάντα πίσω του κουβαλώντας τα βιβλία του, τις πλάκες, τα μουσικά όργανα και οτιδήποτε άλλο χρειαζόταν ο νεαρός μαθητής .
    Στον δρόμο πρόσεχε να μην πιάσει το παιδί συζήτηση με κάποιον
[7], να βαδίζει με χαμηλωμένο το κεφάλι, τα μάτια του να είναι καρφωμένα στην γη και να κάνει στην άκρη όταν συναντάει κάποιον ηλικιωμένο.

Στο σπίτι ο παιδαγωγός ήταν υποχρεωμένος να μάθει καλούς τρόπους στο παιδί: ένα παιδί απαγορεύεται να συζητάει με τους μεγάλους, η να γελάει με χάχανα, δεν είναι σωστό να κάθεται με σταυρωτά τα πόδια ή το ένα πόδι πάνω στο άλλο και ούτε να στηρίζει το πηγούνι  πάνω στο χέρι του, επίσης όταν τον τρώει το δέρμα του απαγορεύεται να ξύνεται μπροστά στον κόσμο, αλλά στα κρυφά όσο μπορεί ποιο απαρατήρητα, δεν επιτρέπεται να παίρνει φαγητό μόνος του, αλλά ούτε και να το ζητάει, το ψωμί το πιάνει πάντα με το αριστερό, ενώ τα άλλα φαγητά με το δεξί. Τα παστά να τα πιάνουν πάντα με τα δύο δάκτυλα, ενώ το κρέας, το ψάρι και το ψωμί με τα τρία και τέλος εάν στο δωμάτιο μπαίνει κάποιος ηλικιωμένος το παιδί πρέπει να σηκώνεται όρθιο.

Ο παιδαγωγός είχε ακόμη μία πιο σημαντική αποστολή : πρέπει να είναι ο μόνιμος συνοδός του παιδιού έως την εφηβεία του, πρέπει να τον επιβλέπει συνέχεια, για την ηθική διαμόρφωση του χαρακτήρα του, να του απαγορεύει συναντήσεις με ύποπτα άτομα ή να πλησιάζει σε χώρους όπου μπορεί να δει η να ακούσει πράγματα τα οποία θα είναι επικίνδυνα για την διαμόρφωση του χαρακτήρα του. 

Όση ώρα το παιδί ήταν στο σχολείο, ο παιδαγωγός καθόταν στην ίδια αίθουσα διδασκαλίας και άκουε τον μαθητή.  Έτσι αφού ήταν παρών ο παιδαγωγός  στο μάθημα μπορούσε αργότερα στο σπίτι να βοηθήσει το παιδί να επαναλάβει τα μαθήματα του. 

Στην Αθήνα δεν υπήρχαν δημόσια σχολεία, υπήρχαν πάρα πολλά, αλλά όλα άνηκαν σε ιδιωτικούς δασκάλους. Πριν τον πέμπτο αιώνα αρκούσε κάποιος να ξέρει να γράφει και να διαβάζει για να κάνει τον δάσκαλο. Δεν χρειαζόταν να έχει κανένα δίπλωμα.
Οι δάσκαλοι και κυρίως οι βοηθοί θα πρέπει να πληρώνονταν από τα χρήματα που έδιναν οι γονείς των μαθητών και θα πρέπει να έπαιρναν πολύ λίγα χρήματα πριν από το δεύτερο ήμισυ του πέμπτου αιώνα. Με την εμφάνιση των σοφιστών άρχισαν να εμφανίζονται πραγματικοί καθηγητές με κύρος και με καλές αμοιβές για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν.

Στα σχολεία οι δάσκαλοι καθόταν σε καρέκλες που η πλάτη και τα πόδια ήταν κυρτά. Οι καρέκλες αυτές λεγότανε θρόνοι οι οποίοι είναι οι πρόδρομοι των εδρών. Οι μαθητές, οι παιδαγωγοί και οι βοηθοί του δασκάλου καθόταν σε σκαμνάκια με ίσια πόδια και χωρίς ράχη. Δεν υπήρχαν τραπέζια και οι μαθητές έγραφαν σε κέρινες πλάκες, τις οποίες τις ακουμπούσαν πάνω στα γόνατα τους και ήταν πολύ σκληρές. Επάνω σ' αυτές μπορεί να έβαζαν και ένα φύλλο παπύρου. 

Στο σχολείο, ο δάσκαλος μόλις τα παιδιά μάθαιναν να διαβάζουν, τα έβαζαν να διαβάζουν δυνατά στην τάξη καθισμένα πάνω στα σκαμνάκια τους στίχους των μεγάλων ποιητών και τα  ανάγκαζε να τους αποστηθίσουν. Οι κιθαριστές με την σειρά τους, όταν ο μαθητής ήξερε να παίζει όργανο τον έβαζαν να μάθει και άλλα έργα των λυρικών ποιητών.
Το παιδί άρχιζε πρώτα να μαθαίνει να διαβάζει μετά να γράφει. Έπρεπε πρώτα - πρώτα να μαθαίνει να λέει απ' έξω τα ονόματα των γραμμάτων της αλφαβήτου και τα χάραζε στην μνήμη του με μνημονικούς στίχους.
Στην αρχαία Αθήνα τα μαθήματα προχωρούσαν αργά, από το πιο απλό στο πιο περίπλοκο, από το γράμμα στην συλλαβή με δύο γράμματα (βήτα και άλφα = βα ), ύστερα στη συλλαβή με τρία και τέσσερα γράμματα και στη συνέχεια ασκούταν το παιδί με λέξεις πολύ σπάνιες και δύσκολες, όπως λύγξ. Δεν έκαναν καμία προσπάθεια να του κάνουν τα πράγματα ποιο εύκολα. Ίσα-ίσα πίστευαν πώς όταν υπερνικηθεί η πιο μεγάλη δυσκολία, αυτό που υπομένει θα το μάθει πιο εύκολα. Υπήρχαν συλλαβιτάρια στα οποία οι συλλαβές κάθε λέξεις ήταν χωρισμένες.

Η ανάγνωση θα πρέπει να ήταν πολύ δύσκολη γιατί δεν χρησιμοποιούσαν σημεία στίξεις αλλά ούτε και διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις.

Με πρωτόγονες μεθόδους εκμάθησης, ανάγνωσης και γραφής η εκπαίδευση των μαθητών διαρκούσε πολύ καιρό, συνήθως διαρκούσε τρία έως τέσσερα χρόνια. Το παιδί, όπως προαναφέραμε, ήξερε να διαβάζει και να γράφει σχετικά καλά. Στην αρχή το έβαζαν να μαθαίνει στοίχους απ' έξω. Έπειτα κομμάτια ποιητών όλο και ποιο μεγάλα και ιδίως του μεγαλύτερου ποιητή του Όμηρου.

Ο Ηράκλειτος έγραψε κάποτε:

«Από την πιο τρυφερή ηλικία στο άδολο πνεύμα του παιδιού που κάνει τις πρώτες σπουδές, δίνουν τον Όμηρο για τροφή : είναι πολύ σωστό να ρουφάει το πνεύμα μας από τα σπάργανα το γάλα των στοίχων του. Μεγαλώνουμε και είναι πάντα κοντά μας.»

Στο σύστημα αγωγής των Ελλήνων η μουσική μόρφωση των νέων ήταν ένας από τους βασικότερους παράγοντες της εκπαίδευσής τους.
Ο νεαρός Αθηναίος μόλις μάθαινε να γράφει και να διαβάζει έπρεπε να αρχίσει να μαθαίνει μουσική. Στα Αθηναϊκά σχολεία η μουσική άρχιζε μαζί με την λογοτεχνία.
Η μουσική φαινόταν αληθινά στους Έλληνες σαν το ουσιαστικό μέρος και σαν το καλύτερο σύμβολο κάθε μόρφωσης. Ο άνθρωπος, ο πραγματικά μορφωμένος είναι ο μουσικός ανήρ
[8].

Από ιστορική άποψη η διδασκαλία της μουσικής θα πρέπει να άρχισε πολύ παλαιότερα από την διδασκαλία των γραμμάτων. Σε όλες τις εποχές οι Έλληνες μάθαιναν μουσική και χορό και θεωρούσαν την εκμάθηση του τραγουδιού και του των μουσικών οργάνων σαν την βάση της παίδευσης των ελευθέρων πολιτών.

Ήδη από την Ομηρική εποχή οι τραγουδιστές, οι αοιδοί ,που υμνούσαν τα παλιά κατορθώματα περιβάλλονταν με εκτίμηση και σεβασμό όπως δηλώνει ο Οδυσσέας στους Φαίακες.

«Γιατί έχουν δόξα και τιμή
στη γη οι τραγουδιστές
απ' όλους ,που τους έμαθε
να τραγουδούν η Μούσα
και αγάπησε το γένος τους
ξέχωρα απ' όλα τ' αλλα».

Είναι χαρακτηριστικό πως το ίδιο το όνομα της μουσικής προέρχεται από τις Μούσες, τις θεές που προεδρεύουν σε κάθε καλλιτεχνική και πνευματική δραστηριότητα του ανθρώπου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα επίσης είναι η μουσική προσφορά που οι επιζώντες κάνουν στους συγγενείς ή στον φίλο που δεν υπάρχει πια .

Τι χρειάζεται αυτό το φτωχό σώμα που πιστεύουν πως ζει κάτω από την γη κάτι άλλο από προσφορές :του χρειάζεται η πνευματική ευχαρίστηση.  Να γιατί μέχρι τον τάφο φροντίζουν να δίνουν  χαρά  στον νεκρό, κάνοντας να φτάσουν κοντά του οι ήχοι της μελωδίας που τον μάγευαν σε όλη του την ζωή. 

Λένε πώς η μουσική εξημερώνει τα ήθη, αλλά για τους Έλληνες ήταν η πρώτη κατάσταση του πολιτισμού και κάθε τροποποίηση που γινόταν στην τεχνική της μουσικής,  τους φαινόταν επικίνδυνη και ικανή να αλλάξει την ηθική ισορροπία όλου του σώματος της πολιτείας και ολόκληρου του κράτους.

«Πρώτο χρέος των παιδιών η σιωπή ,
τσιμουδιά να μην βγάζουν ,
στους δρόμους με τάξη και μαζί,
γειτονόπουλα αν ήταν ,
γραμμή να βαδίζουν να πάνε να ακούσουν
της κιθάρας το μάθημα ,
δίχως χοντρό πανωφόρι ,
και ας έπεφτε χιόνι
[9]».

Στο πρόγραμμα εκπαίδευσης προέβλεπε ότι μαζί με την ανάπτυξη του μυαλού ταυτόχρονα ξεκινούσε και η σωματική ανάπτυξη.

Στην Αθήνα[10] και την Σπάρτη το πρόγραμμα της γυμναστικής ήταν καθορισμένο με νόμο και ήταν κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του κράτους, υπήρχαν δε παιδαγωγοί και ειδικοί υπάλληλοι που παρακολουθούσαν την τήρηση των αποφάσεων.

Οι νεαροί Αθηναίοι εκπαιδευόντουσαν στις παλαίστρες από τα δώδεκα τους χρόνια. Οι παλαίστρες όπως και τα σχολεία ήταν ιδιωτικές και έφεραν το όνομα του ιδιοκτήτη[11] τους, σε αντίθεση με τα γυμνάσια που ήταν κρατικά[12]. Στις παλαίστρες κυριαρχούσε ο παιδοτρίβης που ήταν υπεύθυνος για την σωματική εκπαίδευση των νέων. Κυκλοφορούσε ανάμεσα στους νέους και διηύθυνε τις ασκήσεις με μία μακριά διχαλωτή βέργα με την οποία τιμωρούσε τους απείθαρχους. Φορούσε πορφυρή χλαμύδα και την έβγαζε μόνο όταν ήταν να δείξει στα παιδιά κάποια άσκηση. Είχε συχνά κάτω από τις διαταγές του βοηθούς που τους διάλεγε ανάμεσα από τους μαθητές του. Παρακολουθούσε το παράστημα των μαθητών που έπρεπε να βαδίζουν ίσια με τις μύτες των ποδιών τους προς τα έξω. Τρία ήταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής γυμναστικής: η τέλεια γυμνότητα του αθλητή (η λέξη γυμναστική προέρχεται από την λέξη γυμνός), η χρήση αλοιφών από λάδι και το παίξιμο του αυλού όσο κρατούσαν οι ασκήσεις.
Οι κύριες σωματικές ασκήσεις των νέων στην παλαίστρα ήταν η πάλη, ο δρόμος, το άλμα, ο δίσκος και το ακόντιο.

Σε κάθε παλαίστρα υπήρχε τουλάχιστον ένας αυλητής. Η δουλεία του ήταν όχι μόνο να ρυθμίζει τις ασκήσεις ευκαμψίας αυτό που σήμερα ονομάζουμε σουηδική γυμναστική, αλλά ακόμη και την ρίψη του δίσκου η του ακοντίου αλλά και τα άλλα αθλήματα.
Από την εποχή του Πεισιστράτου, τον έκτο αιώνα γινόταν στην γιορτή των Παναθηναίων ένας αγώνας που συμμετείχαν μόνο παιδιά, το πένταθλο, που περιελάμβανε πέντε αγωνίσματα: την πάλη, τον δρόμο, το πήδημα, την ρίψη δίσκου, και το ακόντιο.  
Η πάλη ήταν το κατεξοχήν αγώνισμα, αυτή είχε δώσει και το όνομά της στις παλαίστρες. Τα παιδιά αρχίζουν ισιώνοντας το έδαφος με ένα φτυάρι εργαλείο. Έπειτα αγωνίζονταν δύο -δύο με τα κεφάλια χαμηλωμένα, τα μπράτσα τεντωμένα μπροστά και προσπαθούσαν να πιάσουν τον αντίπαλο τους η από τον καρπό η από τον λαιμό ή από την μέση. 
Τα αγωνίσματα του δρόμου ήταν πολλά: δρόμος ταχύτητας, μήκος σταδίου[13], η διπλού σταδίου (δίαυλος) ή τετραπλού σταδίου (ίππιος) και ο δρόμος μεγάλου μήκους που μπορούσε να φτάσει μέχρι είκοσι τέσσερα στάδια, δλδ. περισσότερα από τέσσαρα χιλιόμετρα.

Στο πήδημα οι Έλληνες φαίνεται ότι συνήθιζαν μόνο το άλμα εις μήκος  μετά φοράς. Και στο αγώνισμα αυτό όπως και στην πάλη, τα παιδιά πρώτα ίσιωναν με το φτυάρι το έδαφος στο σημείο που θα έπεφταν μετά το άλμα. 

Εκείνο που κάνει εντύπωση είναι ότι είναι ότι δεν βλέπουμε σχεδόν ποτέ μέσα στους άλλους αγώνες την κολύμβηση, ενώ οι Έλληνες είναι ναυτικός λαός[14], πολύ σπάνιες είναι επίσης οι κωπηλασίες και οι λεμβοδρομίες. Ίσως εξηγείται το γεγονός ότι οι Έλληνες ήρθαν από βορρά από ηπειρωτική περιοχή και τα αγωνίσματα καθορίσθηκαν σύμφωνα με την παράδοση τους.

Στο δέκατο έκτο έτος της ηλικίας η έτος της ηλικίας η εκγύμναση των νέων σε γενικές γραμμές τελείωνε, τα παιδιά των φτωχών[15] άρχιζαν να εργάζονται διότι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν σε ανώτερα σχολεία[16].

Τα παιδιά των πλουσίων όμως σπούδαζαν ακόμη για δύο χρόνια στο πανεπιστήμιο[17], ήταν δηλαδή κάτω από την εκπαίδευση και παρακολούθηση της ομάδος ενός σοφιστή, ενός φιλοσόφου η ενός ρήτορα στον οποίον οι γονείς του πλήρωναν πολλά χρήματα.

Ο νεαρός Αθηναίος[18] στην εποχή του Περικλή, μελετάει την διδασκαλία του Αναξαγόρα, διαβάζει μα θαυμασμό τις αστρονομικές θεωρίες του Μέτωνα, συζητάει με πάθος για τα φιλοσοφικά έργα του Δήμωνα και του Πρωταγόρα και ενημερώνεται για πρώτη φορά για τις τολμηρές απόψεις των σοφιστών.   

Στα δεκαοκτώ τους οι νέοι της Αθήνας, ήξεραν να διαβάζουν να γράφουν να χορεύουν να τραγουδούν να παίζουν λίρα και αυλό, ξέρανε επίσης να κολυμπάνε να ιππεύουν, να παλεύουν, να τρέχουν και να πηδάνε.
Είχαν μάθει να απαγγέλλουν στίχους από τα έργα του Ομήρου και του Ησιόδου και από άλλους λυρικούς ποιητές αλλά πάνω απ' όλα ήξεραν να φέρονται σε κάθε συναναστροφή.
Ήταν δηλαδή τέλειοι νέοι.

Αλλά στα δεκαοχτώ τους οι νέοι της Αθήνας[19] για να μπορούν να θεωρούνται  Αθηναίοι  πολίτες, έπρεπε να περάσουν άλλη μία δοκιμασία, την δοκιμασία της εφηβείας, μία δοκιμασία με καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα. Οι καθοδηγητές τους εκλεγόταν κατευθείαν από το κράτος και ο ανώτερος διοικητής άνηκε στους στρατηγούς.

Οι έφηβοι εδώ παίρνανε καθαρά στρατιωτική εκπαίδευση, στα δεκαοχτώ τους γινότανε μαχητές και με την επίβλεψη του επίσημου κράτους προετοιμαζόντουσαν για την προοπτική του πολέμου. Μαθαίνουν  να υπερασπίζονται την πατρίδα με το όπλο στο χέρι. 
 Τον μήνα Βοηδρομιώνα, στον ναό της Αγλάυρου, ο νέος της Αθήνας πάνοπλος μαζί με τους συντρόφους του καλούνταν να δώσει τον όρκο με τον οποίο θα τον χώριζε για πάντα από την παιδική του ηλικία.

  Ο όρκος του έφηβου ήταν ο εξής:

 «Δε θα ντροπιάσω τα όπλα τα ιερά, ούτε θα εγκαταλείψω το συμμαχητή μου, με οποιονδήποτε κι αν ταχθώ στη γραμμή. Θα αμυνθώ και για τα ιερά και τα όσια και μόνος και μαζί με πολλούς και την πατρίδα δε θα παραδώσω μικρότερη αλλά μεγαλύτερη και ισχυρότερη απ’ όση την παρέλαβα. Και θα υπακούσω πρόθυμα σ΄αυτούς που δικάζουν κάθε φορά και θα πολιτεύομαι σύμφωνα με τους καθιερωμένους θεσμούς και σύμφωνα με όσους άλλους ο λαός με κοινή απόφαση θα καθιερώσει. Και σε περίπτωση που κάποιος θα αποπειραθεί να καταλύσει τους θεσμούς ή να μην πειθαρχεί σ΄ αυτούς, δεν θα επιτρέψω, θα αμυνθώ και μόνος και μαζί με πολλούς. Και θα τιμήσω τα πατροπαράδοτα ιερά. Μάρτυρες μου γι αυτά ας είναι η Άγλαυρος, Ενυάλιος, Άρης, Ζεύς, Θαλλώ, Αυξώ, Ηγεμόνη»)

Από τον Ξενοφώντα και τον Πλάτωνα μαθαίνουμε ότι καθ' όλη την διάρκεια της δοκιμασίας οι έφηβοι περνούσαν την ζωή τους στην ύπαιθρο .
(Να τρέχεις στις πεδιάδες να κυνηγάς στα βουνά, να συνηθίσεις να υποφέρεις την πείνα. Αυτός που δεν σκοτώνει τίποτα, τρέφεται με χόρτα).
Η στρατιωτική προετοιμασία των εφήβων ήταν πολύπλευρη. Οι παιδοτρίβες τους ασκούσαν καθημερινά στις παλαίστρες και στα γυμνάσια, ο οπλομάχος διηύθυνε τις ασκήσεις πεζικού,ο ακοντιστής δίδασκε την ρίψη του ακοντίου, ο τοξότης την χρήση του τόξου και ο αφέτης την χρήση του καταπέλτη. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτοί υπήρχαν και οι σωφρονιστές οι οποίοι ήταν ειδικά διαλεγμένοι για να παρακολουθούν την συμπεριφορά και την πειθαρχεία των εφήβων. Τον τέταρτο αιώνα εμφανίστηκαν οι κοσμητές οι οποίοι αντικατέστησαν τους σωφρονιστές. Οι κομιστές εκλέγονταν για ένα χρόνο από τους πιο σεβαστούς πολίτες και σ' αυτούς υπαγόταν οι καθηγητές των εφήβων ή διοριζόταν από τους ίδιους.
Κατά την διάρκεια της εκπαίδευσης οι έφηβοι κοιμόταν τυλιγμένοι με τις χλαμύδες όπου τους έβρισκε η νύχτα.

Ο Πλάτωνας απαιτούσε οι νέοι να μαθαίνουν την ταχτική του πολέμου, την πορεία και την τέχνη της στρατοπεδίας, τα οποία μάθαιναν οι έφηβοι τον πρώτο χρόνο της εκπαίδευσης τους.
Με το πέρας του πρώτου χρόνου οι έφηβοι οπλισμένοι με ασπίδα και ακόντιο παρουσιαζόταν σε μία επιθεώρηση, ένα είδος οργανωμένης παρέλασης στον περίβολο του θεάτρου. Στην αρχαία Αθήνα το στράτευμα αποτελούταν από 42 σειρές , ηλικίας από 19 έως 60 ετών και κάθε σειρά είχε και τον επώνυμο Ήρωα της.   

    Όλοι οι έφηβοι[20] της Αθήνας, έκαναν θητεία δύο χρόνων φρουράς στα σύνορα[21], σαν περίπολοι, φύλακες, όπου συντηρώντουσαν, παρατηρούσαν, σκεφτόντουσαν ,αποφασίζανε και δρούσαν τελείως μόνοι τους, η ενδυμασία τους δε ήταν παρά μόνο τα μαύρα ρούχα. Ο βασικότερος χώρος εκπαίδευσης των νέων της Αθήνας ήταν τα σύνορα με την Βοιωτία, τόπος ορεινός και άγριος που κατοικούταν μόνο από βοσκούς και κυνηγούς. Επίσης η παραπάνω περιοχή ονομάζονταν Μέλαιναι ή Μελανία Χώρα (μαύρη γη) και ήταν υπό αμφισβήτηση και από τις δύο πόλεις.
Η θητεία τους ήταν περίοδος εκπαίδευσης και τέλειας απομόνωσης από την οικογένεια τους και την κοινωνία. Αυτή η κατάσταση όπως είναι φυσικό θα πρέπει να επέφερε στους έφηβους αφόρητη ψυχική και σωματική κούραση, διότι για δύο χρόνια ήταν μακριά από την πόλη χωρίς να έχουν καμία κοινωνική επαφή, αλλά παράλληλα ήταν υπεύθυνοι για την φύλαξη και ασφάλεια της Αθηναϊκής επικράτειας. Μάθαιναν να χρησιμοποιούν οποιονδήποτε τρόπο η μέσον που θα τους έδινε την νίκη.
Εδώ μπορούμε να αναφέρουμε ένα μύθο που εκτυλίχθηκε στην Μελανία Χώρα. Την εποχή στην οποία αναφέρεται ο μύθος, βασιλιάς των Βοιωτών ήταν κάποιος με το όνομα Ξάνθος ενώ στην Αθήνα ήταν ο Θυμοϊτης.
Οι δύο βασιλιάδες αποφάσισαν να μονομαχήσουν, για διευθετήσουν την εδαφική διαφορά ανάμεσα στις δύο πόλεις. Την τελευταία στιγμή όμως ο Θυμοϊτης φυγομαχεί με την δικαιολογία ότι ήταν ηλικιωμένος. Στο αθηναϊκό στράτευμα παρουσιάζεται κάποιος Μέλαθρος, που δέχεται να πολεμήσει στην θέση του Θυμοϊτη με την προϋπόθεση ότι θα γίνει αυτός βασιλιάς.   
Ενώ η μάχη ανάμεσα στον Μέλαθρο και τον Ξάνθο εξελισσόταν, γυρίζει ο Μέλαθρος και λέει στον αντίπαλο του : Ξάνθε παραβαίνεις τους κανόνες της μονομαχίας . Ποιος είναι αυτός που είναι δίπλα σου;
Ξαφνιασμένος ο Ξάνθος γυρίζει να δει ποιος είναι δίπλα του και ο Μέλαθρος
[22] βρίσκει την ευκαιρία και τον σκοτώνει[23].  Εδώ βλέπουμε ότι σε εκείνους τους χρόνους η απάτη ηταν καθοριστικός παράγοντας για την έκβαση της τελικής νίκης.

Ο Αριστοτέλης παρουσιάζει την παραπάνω περίοδο σαν στρατιωτική θητεία, αλλά σίγουρα ήταν κάτι πολύ περισσότερο, διότι η εκπαίδευση των νέων ξεκινούσε ουσιαστικά στα 16 και τελείωνε στα 20, περιελάβανε δε πέρα από την στρατιωτική εκπαίδευση και πολλά αλλά θέματα.
Με το τέλος της θητείας τους στα σύνορα οι νέοι θωρούντουσαν πολίτες και οπλίτες.   Απαραίτητες προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ο νέος, οπλίτης ήταν ο γάμος και η ένταξη του στην φάλαγγα των οπλιτών.

Οι Αθηναίοι διατηρούσαν καταλόγους με τους πολίτες που μπορούσαν να στρατολογηθούν. Στις εκστρατείες συμμετείχαν κατ' αρχάς όσοι δεν είχαν συμμετάσχει στο παρελθόν. Πέρα από τις εκστρατείες,  από τις σειρές εκλεγόντουσαν οι δημόσιοι διαιτητές και οι άρχοντες της πόλης.

Από την τελευταία σειρά ( 60 ετών- των γερόντων) εκλέγονταν οι άρχοντες. 

ΣΠΑΡΤΗ

Οι Δωριείς οι κατακτητές της Λακωνικής γης εξαιτίας του μικρού τους αριθμού αλλά και ζώντας σε μία χώρα από υποταγμένους λαούς, που κατά βάθος ήταν εχθροί και περιτριγυρισμένοι από άλλους εχθρικούς λαούς, αναγκάστηκαν να ζουν μόνιμα  σε στρατόπεδα για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους σαν Ελληνικό φύλο.

Για να εξασφαλίσουν την κυριαρχία στην περιοχή έπρεπε να δυναμώσουν από την παιδική ηλικία το θάρρος και την ενεργητικότητα κάθε μελλοντικού πολίτη.

Στη Σπάρτη σε αντίθεση με την Αθήνα η εκπαίδευση των νέων είχε καθαρά στρατιωτικό προσδιορισμό μιας και η κοινωνία της Σπάρτης είχε καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα.
Η ανατροφή των νέων απασχολούσε ιδιαίτερα την πολιτεία. Όποιο παιδί γεννιότανε δύσμορφο και όχι τέλειο το θανάτωναν
[24] , επειδή δεν θα γινόταν καλός στρατιώτης. Τα υγιή παιδιά από την γέννηση τους ανήκαν στην πολιτεία η οποία τα εμπιστευόντουσαν στις μητέρες τους μέχρι το 7ο έτος, για να τα αναθρέψουν.  Από το 7ο μέχρι το 18ο τα αναλάμβανε η πολιτεία. Κατά το διάστημα αυτό οι νέοι ζούσαν οργανωμένοι σε αγέλες[25] οι οποίες ήταν χωρισμένες βασικά σε δύο ομάδες, σε μία ομάδα συνομηλίκων που ονομάζονταν (βούα)[26]που τις διοικούσαν  οι ποιο μεγάλοι από αυτούς οι  Είρηνες και διαιρούνται σε λόχους που τις διοικεί  το ποιο συνετό από τα αγόρια και τον ονομάζουν Βουαγό και σε μία ομάδα με παιδιά διαφορετικής ηλικίας που λέγονταν ίλη[27].

Τα αγόρια της Σπάρτης  σύμφωνα με την ηλικία τους διαιρώντουσαν στους: το αγόρι από οκτώ ετών ονομάζονταν μειράκιον  ή λυκόπουλο (Ρωβίδας, Προμικκιζόμενος, Μικκιζόμενος, Πρόπαις[28]), από δώδεκα έως τα δεκαπέντε (Πρωτοπάμπαις, Ατροπάμπαις, Μελλείρην (Μελλέφηβος) τέλος από τα δεκαέξι μέχρι τα είκοσι Είρην . Οι ίλες αντιστοιχούσαν σε παιδικές ομάδες με καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα, τα παιδιά εξασκούνταν στην χρήση όπλων, στην εκτέλεση αποστολών και στην σιδερένια πειθαρχεία: η ατομικότητα εξαφανίζονταν ενώ η ομαδικότητα ήταν ο βασικός σκοπός της εκπαίδευσης.
Κατά την διάρκεια της εκπαίδευσης τα παιδιά, βασικά μάθαιναν γραφή και ανάγνωση κάτω από την καθοδηγήσει των παιδονόμων και ασκούνταν στην σκληραγωγία του σώματος, στην πειθαρχεία ,στην απόκτηση πολεμικών δεξιοτήτων, στην μόρφωση και την απόκτηση ήθους. Γιαυτό όσο μεγάλωναν τόσο περισσότερο τα ασκούσαν. Τα κούρευαν σύρριζα και τα μάθαιναν να περπατάνε ξυπόλυτα και να παίζουν τον περισσότερο καιρό γυμνά. Μάθαιναν ακόμη πολεμικά τραγούδια και τα έπη του Ομήρου, αλλά ήταν υποχρεωμένα να ακούν διαφόρων ειδών αφηγήσεις και ν' απαγγέλουν ποιήματα πατριωτικού περιεχομένου
[29].
Ο Πλούταρχος μας λέει ότι τα παιδιά της Σπάρτης οπωσδήποτε μάθαιναν να γράφουν και να διαβάζουν, αλλά αυτό γινότανε επειδή ήταν απολύτως αναγκαίο.
Βέβαια εκτός από τις συνεχείς στρατιωτικές ασκήσεις που προετοίμαζαν τους νέους σπαρτιάτες για τον  πόλεμο ,έπαιρναν και κάποια μουσική μόρφωση, που εκ των πραγμάτων είχε σχέση με τον πόλεμο ,γιατί ο πολύ καλά κανονισμένος μουσικός ρυθμός των χορών, ετοιμάζει τις πειθαρχημένες κινήσεις των ταγμάτων και καθώς ξέρουμε, ο αυλός και τα τραγούδια ρύθμιζαν τις κινήσεις του Σπαρτιάτικου Στρατού.

Μετά τα δώδεκα φορούσαν ένα ιμάτιο το ίδιο όλο τον χρόνο, δεν κάνουν μπάνιο και δεν αλείφονται με λάδι παρά μόνο στις πιο γιορτινές ημέρες του χρόνου. Για το παραμικρό παράπτωμα μαστιγώνονταν άσχημα, στα δείπνα τους έδιναν επίτηδες κακής ποιότητος τροφή και πολύ λίγη για να τα αναγκάσουν να κλέβουν τρόφιμα για αν συνηθίσουν στη τόλμη και το δόλο[30].

Στα δεκαέξι τους τα παιδιά της Σπάρτης περνούσαν από την παιδική ηλικία στην νεότητα. Οι Είρηνες υφίστανται πολλές και διαδοχικές μυήσεις που είναι απόδειξη αντοχής και παράλληλα τελετές με μαγικό χαρακτήρα πολύ συχνά με χορούς και μασκαράτα. Στο βωμό της Ορθίας Αρτέμιδος οι έφηβοι χωρισμένοι σε δύο αντίπαλες ομάδες έρχονται να κλέψουν τυριά και αυτό το μεγάλο παιχνίδι γίνεται η αφορμή να δώσουν και να πάρουν μερικά χτυπήματα με το μαστίγιο.

Από τα 18 -20 χρόνια τους οι νέοι της Σπάρτης, όπως οι Αθηναίοι συνομήλικοι τους έπρεπε να περάσουν την τελική δοκιμασία. Την ποιο σκληρή δοκιμασία του Κρύπτη, τα δύο χρόνια της απομόνωσης και της ατομικής πρωτοβουλίας, μίας δοκιμασίας που με το τέλος της σήμαινε και το τέλος της εφηβείας και την είσοδο των νέων στους πολεμιστές.

Ο Κρύπτης[31] ήταν ο νέος που εγκατέλειπε την πόλη για να περιπλανηθεί κρυμμένος και πλήρως απομονωμένος με ελαφρύ οπλισμό στην ύπαιθρο και στα βουνά.
Η εκπαίδευση του Κρύπτη ήταν πολύ πιο σκληρή από αυτή του Έφηβου, αφού όλη την περίοδο της εκπαίδευσης οι Κρύπτες έκαναν καταδρομές σε δάση και σε βουνά αναρριχώντουσαν σε βράχους σε τοίχους και άγριες χαράδρες, ενώ το βασικό στοιχείο της εκπαίδευσης ήταν η παραμονή τους την νύχτα στα βουνά. Στην περίοδο της εκπαίδευσης ήταν διαδεδομένο το κυνήγι και ο φόνος των Ειλώτων, τους οποίους η κοινωνία κάθε χρόνο τους κήρυττε τον πόλεμο
[32] για να μην θεωρηθεί φόνος ο θάνατός τους από τους Κρύπτες.

Πρέπει να αναφέρουμε ότι σε αυτές τις μάχες επιτρεπόταν ορισμένα όπλα και πολλά απαγορευμένα χτυπήματα όπως δαγκωματιές γονατιές κ.λ.π.
Αξίζει να αναφέρουμε το τελετουργικό που επικρατούσε πριν μάχες ανάμεσα σε ομάδες Κρυπτών.
Πριν από την μάχη οι δύο ομάδες έκαναν θυσία στον Ενυάλιο θεό της συμπλοκής δύο σκύλους, στη συνέχεια βάζανε δύο εξημερωμένους αγριόχοιρους να μονομαχήσουν. Όποιος αγριόχοιρος κέρδιζε , συνήθως προοιώνιζε την νίκη της ομάδος στην οποία ανήκε.
 Στα είκοσι τους οι νέοι της Σπάρτης ήταν τέλειοι στρατιώτες και μπορούσαν να γίνουν πολίτες της πόλης.

Για να θεωρηθούν όμως πολίτες και πολεμιστές με πλήρη δικαιώματα έπρεπε να περάσουν από την εκπαίδευση και την αγωγή του Κρύπτη καθώς επίσης και ένα σύνολο μυητικών τελετουργιών που συνεχίστηκαν έως την κλασική εποχή. Όπως είδαμε παραπάνω  η κοινωνία της Σπάρτης, αν και έδινε στα παιδιά της κάποια μουσική μόρφωση και τα απαραίτητα στοιχεία ανάγνωσης και γραφής, θα μπορούσαμε να πούμε πως όλη η σπαρτιάτικη  εκπαίδευση, ουσιαστικά προορίζονταν σε σωματικές ασκήσεις και στην προετοιμασία του νέου Σπαρτιάτη για τον πολέμου.  
Εκτός από τον πόλεμο και τις ασκήσεις, ο Σπαρτιάτης τις μόνες ασχολίες που είχε, ήταν το κυνήγι και η συνομιλία στους δημόσιους χώρους, όπου συνηθίζονταν τα λίγα και φρόνιμα λόγια(λακωνισμός).
Απαγορεύονταν τα ταξίδια έξω από την Σπάρτη, για να μην διατρέχει κίνδυνο εκφυλισμού η σπαρτιάτικη ζωή από την μίμηση ξένων συστημάτων.   

Πρέπει να αναφέρουμε ότι στην Σπάρτη οι κοπέλες σε αντίθεση με την Αθήνα (εκεί οι κοπέλες ζούσαν κλεισμένες) γυμνάζονταν δημόσια, στα διάφορα σπορ όπως τα αγόρια. Πάλευαν έριχναν το δίσκο  ή το ακόντιο (που θεωρούταν πολεμικό όπλο). Το εκπαιδευτικό σύστημα της Σπάρτης ήθελε να δημιουργήσει μητέρες ρωμαλέες και δυνατές προικισμένες με αντρικές αρετές.

Ο Πλούταρχος μας λέει ότι ο Λυκούργος για να αποφευχθεί η μαλθακότητα μιας σπιτικής εκπαίδευσης χωρίς σκληραγωγία επέτρεψε στα κορίτσια να εμφανίζονται γυμνά στις λιτανείες όπως και τα αγόρια και να χορεύουν και να τραγουδούν μπροστά στους άντρες. Οι χοροί των κοριτσιών της Σπάρτης που τους χόρευαν ενώ τραγουδούσαν τα παρθένια του Αλκμάνος[33], ήταν περίφημοι ανάμεσα στους χορούς αυτού του είδους.
Έτσι ετοίμαζαν γάμους αρμονικούς που θα έδιναν στην Σπάρτη ρωμαλέα παιδιά.

Ο πόλεμος για τον Σπαρτιάτη ήταν βίωμα ζωής , ξεκινούσε γιαυτόν με  την μάνα του η την γυναίκα του, που αδιαφορούσαν για την ζωή του και ενδιαφέρονταν μόνο για την τιμή του, το καλό , την δόξα  και την ακεραιότητα της Σπάρτης. Γιαυτό ξεκινώντας για τον πόλεμο του έδιναν την ασπίδα του και του έλεγαν :    (Η ταν ή επί τας) δηλ. (ή θα νικήσεις ή θα γυρίσεις νεκρός πάνω στην ασπίδα σου). 
 Για να αποκτήσουν όμως πολιτικά δικαιώματα έπρεπε να εκλεγούν μέλη μίας από τις δεκαπενταμελείς ομάδες που ονομάζονταν  (συσσίτια) ή (συσκηνίες) και δεν ήταν τίποτα άλλο από μονάδες στρατού (κάτι σαν τις σημερινές διμοιρίες). Οι εικοσάχρονοι υπέβαλαν αίτηση υποψηφιότητας για ομάδες όπου υπήρχαν κενές θέσεις. Τα ήδη μέλη ψήφιζαν με μυστική ψηφοφορία αν θα δεχόταν τον κρύπτη η όχι, μία αρνητική ψήφος ήταν αρκετή να μην γίνει δεκτός ο υποψήφιος.
Οι δεκαπέντε κάθε ομάδος ζούσαν μέρα νύχτα μαζί
[34] και κοιμόντουσαν σε κοινούς στρατώνες[35] και έτρωγαν σε κοινούς χώρους[36] τον μέλανα ζωμό. 
Μετά απ' όλα αυτά κάθε μέλος ήταν υποχρεωμένο να προσφέρει στα συσσίτια στα οποία άνηκε, κάθε μήνα τα εξής : περίπου τριάντα κιλά αλεύρι, δεκαπέντε κιλά κρασί, έντεκα κιλά τυρί, έξι κιλά σύκα και μία μικρή χρηματική προσφορά. Αυτός που δεν κατέβαλε τα παραπάνω εξέπιπτε από μέλος ενώ ταυτόχρονα έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα.
Σε αντίθεση με τους Κρύπτες οι κανόνες των πολιτών ήταν τελείως διαφορετικοί.
Κατά το 30ο έτος παντρευόταν, κατά το 60ο έληγε το στρατιωτικό στάδιο και από τότε καταγίνονταν με την διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων και με την ανατροφή των παιδιών της πολιτείας.  
 Ελεύθερος πολίτης με πλήρη πολιτικά δικαιώματα στην αρχαία Σπάρτη ήταν αυτός που είχε γεννηθεί από πατέρα και μάνα Σπαρτιάτες, ήταν υγιείς και κατά την γέννηση του ήταν αρτιμελής, να έχει συμμετάσχει σε όλα τα στάδια του Σπαρτιατικού στρατιωτικού βίου και να μην έχει πέσει σε ατιμία.
Οι πολίτες είχαν δικαίωμα στην κοινή ζωή, στα δείπνα, στις ανοιχτές μάχες, στα πεδινά μέρη, στην κατά μέτωπο επίθεση κ.λ.π., αρετές οι οποίες τιμόντουσαν στην Σπάρτη περισσότερο από οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδος. Επίσης πρέπει να αναφέρουμε ότι το χαρακτηριστικό των ενήλικων Σπαρτιατών ήταν τα μακριά μαλλιά πράγμα το οποίο δεν συναντάται στην υπόλοιπη Ελλάδα. Μοναδική εργασία των Σπαρτιατών ήταν η στρατιωτική εκπαίδευση
[37]που συνεχίζονταν είτε σε περίοδο πολέμου είτε σε περίοδο ειρήνης.
Ουσιαστικά οι Σπαρτιάτες έως τα τριάντα τους ζούσαν σε κατάσταση μόνιμης επιστράτευσης.  
Τα έσοδα τους προέρχονταν από κλήρους που τους καλλιεργούσαν οι είλωτες. Οι κλήροι πήγαιναν πάντα στους πρωτότοκους, οι υπόλοιποι δεν παίρνανε τίποτα.
Άλλοι λόγοι που έχανε ένας Σπαρτιάτης τα πολιτικά του δικαιώματα
[38] ήταν οι εξής: να λιποτακτήσει ή να πιαστεί αιχμάλωτος ή να υποχωρήσει μπροστά στην ανωτερότητα του εχθρού.

ΚΡΗΤΗ

Αντίθετα από την Αθήνα και την Σπάρτη, στην Μινωική Κρήτη η εκπαίδευση και η μύηση των εφήβων στους νόμους και τις αρετές της κοινωνίας ήταν δουλειά έμπειρων και επώνυμων παιδαγωγών. Σκοπός αυτών των  ανθρώπων ήταν η σωστή διάπλαση των εφήβων ώστε να μπορέσουν να γίνουν ενεργά και αξιότιμα μέλη της κοινωνίας.
 Στην Κρήτη οι νέοι ζούσαν κατά ομάδες που ονομάζονταν Αγέλες, ενώ οι ενήλικες απάρτιζαν τα ένοπλα σώματα που ονομάζονταν Εταιρίες.
Η εκπαίδευση των νέων της Μινωικής Κρήτης μοιάζει πολύ με την εκπαίδευση που πήρε ο Αχιλλέας από τον Χείρωνα και τον Φοίνικα, δηλ. μαθαίνανε τρόπους καλής συμπεριφοράς , κυνήγι, ιππασία, ακόντιο, τοξοβολία, μουσική χορό, επίσης κατείχαν γνώσεις ιατρικής και φαρμακευτικής.
Υπάρχουν ευρήματα που δείχνουν τους νέους σε αγώνες πυγμαχίας
[39], αγώνες δρόμου, σύλληψη άγριου ταύρου, κυνήγι με τόξο, να χορεύουν ιερούς χορούς, να παίζουν μουσική με πολλά όργανα, και ιδικά με επτάχορδη λύρα.    

Όπως στην Αθήνα και την Σπάρτη οι νέοι στην Κρήτη έπρεπε να περάσουν την δοκιμασία της μεθορίου και να δοκιμαστούν στην απομόνωση- επιβίωση. Έπειτα από την δοκιμασία της μεθορίου οι νέοι ήταν υποχρεωμένοι και φορούν μαύρα και γυναικεία ρούχα και υποβάλλονταν σε πολύ σκληρές δοκιμασίες.

Ο αγώνας δρόμου θεωρούταν άθλημα καθαρά αντρικό και ήταν το άθλημα πάνω στο οποίο οι νέοι αποκτούσαν το δικαίωμα να λέγονται άντρες, όποιος έφηβος δεν ήταν δρομέας δεν ονομάζονταν άντρας.  Αλλά το υπέρτατο κριτήριο αξιολόγησης για να θεωρηθεί ο έφηβος άντρας ήταν ο χορός και το κυνήγι[40] .   Στην γιορτή των Υπερβοϊων (δυνατών κραυγών) ξεκινούσε η γιορτή του κυνηγίου και απαιτείτο από τους έφηβους να φέρουν κάποιο θήραμα. Το κυνήγι του άγριου ταύρου γινόταν ανάμεσα στην κοιλάδα της Μεσσαράς και τους νότιους πρόποδες της Ίδης (Ψηλορείτης).

 Με το πέρας όλων των παραπάνω δοκιμασιών οι νέοι αποκτούσαν πολιτικά δικαιώματα, γινότανε μάλιστα ειδική τελετή- εορτή που ονομάζονταν γιορτή των Ενδυσιών ή των Περιβλημαίων όπου γιόρταζαν την μετάβαση των νέων στην τάξη των ανδρών. Κατά την διάρκεια της γιορτής σε ειδική τελετή οι νέοι εγκατέλειπαν τα παιδικά ρούχα και ντυνόντουσαν με αντρικά και μετατρεπόταν σε άντρες ενώπιον της Πότνιας Θεάς. Οι παραπάνω τελετές γινόντουσαν σε γνωστά σπήλαια της Κρήτης όπου έχουν βρεθεί  πολλά αντικείμενα προσφοράς των νέων.  Σε όλη την διάρκεια της εκπαίδευσης οι νέοι έπρεπε να αποδείξουν ότι διακατέχονται από δύναμη, αντοχή, θάρρος και εξυπνάδα για να μπορέσουν να αποδείξουν ότι είναι ικανοί για να αντεπεξέρθουν στον νέο τους ρόλο σαν πολίτες , πολεμιστές και σύζυγοι.  


[1] Ο Πλάτωνας δήλωνε ανοιχτά ότι τα παιδιά ανήκουν περισσότερο στο κράτος παρά στους γονείς και ότι δεν μπορεί να τους επιτραπεί να αποφασίζουν αν πρέπει τα παιδιά να πάνε στο σχολείο ή όχι.

[2] Αριστοτέλης έλεγε :Επειδή το κράτος έχει πάντα ένα σκοπό, η αγωγή πρέπει να είναι υποχρεωτικά η ίδια  για όλα τα μέλη του και συνεχίζει: τον καιρό της δημοκρατίας η αγωγή να είναι δημοκρατική, τον καιρό της ολιγαρχίας να είναι ολιγαρχική και να βρίσκεται πάντοτε σε αντιστοιχία με την μορφή της διακυβέρνησης

[3] Ο Πλάτωνας στους διαλόγους αναφέρει ότι η πλειοψηφία των νέων που σπούδαζαν  ήταν γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών, ο δε Πρωταγόρας είναι πιο συγκεκριμένος και λέει :Τα παιδιά των βαθύπλουτων πάνε στο σχολείο νωρίτερα από τα άλλα παιδιά και τελειώνουν αργότερα απ' αυτά.

[4] Τους Αισωπικούς ρόλους ο Σωκράτης τους ήξερε απ' έξω μέχρι τα γεράματα του και είχε βαλθεί να τους κάνει στίχους μέσα στη φυλακή λίγο πριν πεθάνει.

[5] Ο γερο Φιλοκλέων θυμόταν αυτόν που άρχιζε έτσι  «Μια φορά και ένα καιρό ένας ποντικός και μια νυφίτσα ...;.»

[6] Πάντοτε δούλος . Ο Πλάτωνας και αργότερα ο Πλούταρχος ,διαμαρτυρήθηκαν έντονα αλλά μάταια για το παραπάνω σύστημα αγωγής, γιατί ακόμη και τα πιο φωτισμένα μυαλά της εποχής προτιμούσαν να εμπιστεύονται δούλους για την διαπαιδαγώγηση των δικών τους ανθρώπων . Π.χ.  ο Περικλής εμπιστεύθηκε την διαπαιδαγώγηση του ανιψιού του Αλκιβιάδη σ' έναν Θράκα δούλο τον  Ζώπυρο (που είναι ανίκανος για όλες τις δουλειές εξαιτίας των γηρατειών.) ((Πλάτωνας)) . Σύμφωνα με περιγραφές  εκείνης της εποχής  η γενική εντύπωση για τους παιδαγωγούς δεν είναι  η καλύτερη, τα διάφορα σχόλια που τους χαρακτηρίζουν είναι τα εξής: μιλάει σπαστά ελληνικά , είναι ωμός , καβγατζής , μέθυσος κ.λ.π.

[7] Ο Σόλωνας έβγαλε νόμο που υποχρέωνε τους γονείς να μην στέλνου τα παιδία στο σχολείο πριν από την ανατολή του ηλίου και να τα παίρνουν πριν την δύση του ήλιου για να αποφύγουν τους κινδύνους της διαδρομής μέσα στο σκοτάδι. Επίσης απαγόρευαν σε νέους και σε ξένα πρόσωπα να μπουν μέσα στο σχολείο, όταν τα παιδία  βρίσκονταν εκεί χτυπώντας έτσι την παιδεραστία.

[8] Ο Θεμιστοκλής παραδέχονταν πώς η μόρφωσή του ήταν λειψή γιατί δεν είχε μάθει να παίζει καλά κιθάρα

[9] Αριστοφάνης (Νεφέλες ,στίχοι 963-965)

[10] Από τον καιρό του Σόλωνα στην Αθήνα η γυμναστική ήταν υποχρεωτική.

[11] Που ταυτόχρονα ήταν και παιδοτρίβης.

[12] Στην Αθήνα υπήρχαν τρία γυμνάσια: Η Ακαδημία στην βορειοδυτική πλευρά της πόλης ,το Λύκειο στην δεξιά όχθη του Ιλισού και το Κυνοσάργες που ήταν κτισμένο στον δρόμο προς την Κηφισιά.

[13] Τα αγωνίσματα ήταν διαφορετικά από πόλη σε πόλη.

[14]  Έλεγαν χαρακτηρίστηκα πως κουτός είναι εκείνος που δεν ξέρει να διαβάζει και να κολυμπά.

[15] Γνωρίζουμε ένα ανέκδοτο μ ΄εκείνον τον Αθηναίο ,που το 482 ζήτησε από τον Αριστείδη να γράψει το ίδιο του το όνομα πάνω σ'  ένα όστρακο γιατί δεν ήξερε να γράφει. 

[16] Φαίνεται πως τον πέμπτο αιώνα η μόρφωση στην Αθήνα είχε μεγάλη διάδοση στα χρόνια του πελοποννησιακού πολέμου , δεν υπήρχαν αγράμματοι ανάμεσα στα πρόσωπα του Αριστοφάνη :ακόμη και ο χωριάτης Στρεψιάδης στις Νεφέλες , ακόμη και ο χόντρος αλλαντοπώλης Αγοράκρητος στους Ιππείς, ξέρουν τα γραμματάκια τους. 

[17] Ένας από τους πιο ξακουστούς δασκάλους των νέων της Αθήνας ήταν ο Ισοκράτης.

[18] Ο Πλάτωνας λέει ότι μόνο στη μάθηση ο άνθρωπος γίνεται η πιο τέλεια και θεία ύπαρξη, ενώ ο αμαθής είναι το ποιο άγριο δημιούργημα απ' όσα  υπάρχουν στη γη, ενώ ο Ισοκράτης συμβουλεύει να μην ανακατεύει κανείς, το θολό νερό και τις ακαλλιέργητες ψυχές.

[19] Η εφηβεία άρχιζε με την εγγραφή του νέου στους καταλόγους των πολιτών γιαυτό έπρεπε να περάσει  από την παραπάνω δοκιμασία .

[20] Ο Πλάτωνας (Στους Νόμους) τους φύλακες των συνόρων τους αναφέρει και   σαν Αγρονόμους.

[21] Σύμφωνα με τον όρκο τους εγγυούνταν την  φύλαξη των συνόρων της Πόλης ,τα στάχυα, το κριθάρι, τα αμπέλια, τις ελιές, και τις συκιές.

[22] Η παράδοση λέει ότι ο Μέλαθρος πριν την μονομαχία είχε προσευχηθεί στον Απατήνορα Δία.

[23] Ο παραπάνω μύθος ήταν η αιτία της γιορτής των Απατουρίων που γινόταν τον μήνα Πυαμεψίωνα (Οκτώβριο) όταν γύριζαν οι νέοι από τις εκστρατείες.

[24] Το άφηναν κάπου έκθετο μέχρι να πεθάνει ή το πετούσαν στον Καιάδα εκεί που συνήθως πετούσαν τους εγκληματίες και τους αιχμαλώτους πολέμου που δεν γίνονταν είλωτες.

[25] Το σύστημα εκπαίδευσης των νέων της Σπάρτης.

[26] Κοπάδι Βοδιών

[27] Υπάρχουν αναφορές και για διαφορετική οργάνωση των ομάδων των νέων στη Σπάρτη, με χωρισμό σε «βούες», ανάλογο των σχολικών τάξεων, και σε «ίλες», στις οποίες γινόταν στρατιωτική εκπαίδευση. Η σχέση της αγέλης με τις δύο άλλες ομαδοποιήσεις δεν είναι εξακριβωμένη. Άλλοτε ταυτίζεται με τη βούα, άλλοτε με την ίλα, ενώ, σύμφωνα με μία άλλη άποψη, η βούα ήταν υποδιαίρεση της αγέλης.

[28] https://books.google.gr/books?id=1JhRAAAAcAAJ&pg=PA345&lpg=PA345&dq=%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%BA%CE%B9%CE%B6%CF%8C%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CF%82&source=bl&ots=Ov2tl1kqtf&sig=ACfU3U3GFKtWFMp5AVLnomr-Sx6I7gEzyg&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwjRyci3urbzAhVpQvEDHU5TDkMQ6AF6BAgXEAM#v=onepage&q=%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%BA%CE%B9%CE%B6%CF%8C%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CF%82&f=false

[29] Χαρακτηριστικό παράδειγμα  ήταν οι στίχοι του ποιητή Τυρταίου(Τα λόγια των ποιημάτων του Τυρταίου ήταν μέσα στην εξεταστέα ύλη των μαθητών της Σπάρτης) την εποχή του ΄Β Μεσσηνιακού πολέμου όταν καλούσε τους νέους στον υπέρ όλων αγώνα : Είναι ωραίο να πεθαίνεις για την πατρίδα, και ότι δεν πρέπει να υποκύψετε στον φόβο και την αισχρή φυγή και ότι είναι ανάγκη καθένας να μένει ακίνητος γερά στηριγμένος στη γη δαγκώνοντας τα χείλη του όταν δέχεται επίθεση.

[30] Κάποτε ένα σπαρτιατόπουλο είχε πιάσει ένα αλεπουδάκι και το κρατούσε κρυμμένο κάτω από το ιμάτιο του, για να μην φανερωθεί προτίμησε να του ξεσκίσει το ζώο την κοιλιά παρά να φωνάξει ,και πέθανε υπομένοντας τον πόνο.

[31] Κάποιος Ρωμαίος ιστορικός γράφει ότι ο Λυκούργος διέταξε να οδηγήσουν τα παιδιά στα χωράφια για να ζήσουν χωρίς πολυτέλεια μέσα από πολύ δουλειά και μεγάλους κόπους, στην πόλη δε θα γύριζαν μόνο όταν γινόντουσαν άντρες.

[32] Συνήθως τον χειμώνα.

[33] Ο Αλκμάν συνέθεσε τα Παρθένια —χορικά λυρικά άσματα που τα τραγουδούσαν παρθένες σε διάφορες γιορτές, παιάνες, υπορχήματα, χορικά άσματα με κύριο χαρακτηριστικό το ορχηστικό στοιχείο  και υμεναίους,  γαμήλια άσματα

[34] Μόνο ανάμεσα στους παντρεμένους κάνανε τα στραβά μάτια ώστε κάποιες βραδιές να μπορούν να κοιμούνται με τις γυναίκες τους στα σπίτια τους.

[35] Τα ανδρεία

[36] Τα φιδίτια.

[37] Άλλο επάγγελμα δεν εξασκούσαν

[38] Στην αρχαία Σπάρτη το ποιο εύκολο πράγμα ήταν να χάσει κάποιος τα πολιτικά του δικαιώματα και να γίνει Υπομείων.

[39] Από απεικονίσεις σε πολλά αγγεία φαίνεται ότι οι νέοι και οι Κρήτες γενικότερα είχαν αναπτύξει  πάρα πολύ καλά την τέχνη της πυγμαχίας.

[40] Ο Μίνωας κατά την μυθολογία ήταν δεινός κυνηγός και διέθετε πολύ καλό τόξο. Η σημαντικότερη θεά της Κρήτης ήταν η θεά του κυνηγιού η Δικτύννα  Άρτεμης η οποία συνοδευόταν από έναν νεαρό άντρα που σύμφωνα με τον μύθο ήταν κάποιος νεαρός Αγέλης.

 Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: