Η αντάρτισσα θεια κι ο Νικόλας, εγώ
-
Κολάτσα μου, πάμε να δούμε την θεια, μού΄ λεγε η Δέσπω, ή κυρία Δέσποινα, η
μάνα μου. Το Κολάτσας, παιδικό υποκοριστικό του Νικόλαος ή Νίκος ή Νικόλας που
νήπιο, ρωτώντας με πώς με λένε κι έχοντας ακούσει να με αποκαλούν Νικολάκη, μη
μπορώντας να το προφέρω έλεγα Κολάτσης...
Απ’
το 1949, στα 8, βίωνα έντονα ένα θλιβερό για την παιδική μου ψυχή γεγονός, Η
μπαλάντα του Διονύση Σαββόπουλου, τραγουδοποιού- ποιητή- συνθέτη-
τραγουδιστή, «για τα παιδιά που χάθηκαν», ακούγοντάς την από χρόνια, μου το
υπενθύμιζε και με συγκινούσε βαθιά, θυμίζοντάς μου τα παιδικά μου δάκρυα για
ένα από αυτά τα παιδιά που χάθηκαν. Την έφηβη 16χρονη θεια μου από χωριό των
Αγράφων Ευρυτανίας, την Παναγιώτα.
Ποτέ
δεν την είχα ιδεί. Άκουγα όμως από την Δέσπω, από νήπιο, για την
ομορφιά της, τον χαρακτήρα της. Μου είχε γίνει πρόσωπο αγαπημένο.
………………………………………..
Διηγούμαι την ιστορία, όπως την άκουσα, με όποιες πληροφορίες είχαν μέχρι που «έφυγαν» το 1970 μάνα και πατέρας σχεδόν ταυτόχρονα. Στο τέλος θα προσθέσω δικές μου πληροφορίες των τελευταίων 6 χρόνων πριν που τις θεωρώ απόλυτα ακριβείς καθώς προέρχονται από το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον της έφηβης τότε θειας μου:
Χρόνια
Εμφυλίου. Η Παναγιώτα ακολούθησε τη μάνα της, θεια της Δέσπως περίπου ίδιας
ηλικίας μ’ αυτήν, την Μαρία, αντάρτισσα του Λαϊκού Στρατού. Φεύγοντας με την
«νυχθημερόν καταδίωξη» του δόγματος του Αλεξάνδρου Παπάγου», η Παναγιώτα
την ακολούθησε. Ο Κώστας ο πατέρας της, ο άντρας της Μαρίας, που δεν
είχε συμμετάσχει, αντίθετος, άλλο ένα παράδειγμα διχασμού των οικογενειών με
τον Εμφύλιο, με το αγόρι τους, τον Χρήστο, και δύο ακόμη κόρες, έμειναν
πίσω. Τα παιδιά, καλόψυχα χωριατόπουλα. Θυμάμαι και σήμερα έντονα τα
χαρακτηριστικά τους. Τη μικρότερης Ευγενίας, τρία χρόνια μεγαλύτερής
μου, την θυμάμαι όμορφη, άσπρη και κοκκινομάγουλη, φεγγαροκέφαλη, ντροπαλούλα,
με τα μάτια κάτω συνεχώς, με δυο χοντρές χρυσοκάστανες κοτσίδες δεμένες κυκλικά
στο πίσω και πάνω μέρος του κεφαλιού, φορώντας μια μακριά, γκριζωπή, υφασμένη
σ’ αργαλειό φουστάνα. Μεγαλύτερη η Κατίνα..
Βλεπόμασταν
στο σπίτι μας στον Καραβά του Πειραιά τότε όταν απομακρύνθηκαν από το χωριό
τους από τον Εθνικό Στρατό, όπως όλοι οι χωριανοί των πεδίων του Εμφυλίου για
να μην βοηθούν τους αντάρτες, όπως τότε με την Εθνική Αντίσταση, εκόντες ή
άκοντες.
Στην υποχώρηση του Λαϊκού Στρατού προς Βορά, η θεια έχασε τη κόρη της. Η ίδια
παραδόθηκε στο Στρατό μόνη της, μια μικροκαμωμένη γυναίκα, ρημαγμένη, αγέλαστη,
φοβισμένη, ζαρκάδι πληγωμένο. Τίποτε πάνω της, καθώς την βλέπω και σήμερα μ΄
αυτήν την φωτογραφική μου μνήμη, επηρεασμένος από το εμφυλιοπολεμικό ραδιόφωνο
για τους άγριους «κατσαπλιάδες», δεν θύμιζε μια ορεσίβια, οπλισμένη,
σκληραγωγημένη, αγέρωχη χωριάτισσα-αγρότισσα αντάρτισσα, που όργωνε τις
παγωμένες κορυφές της Πίνδου.
Εκτός
από τις τύψεις της είχε να αντιμετωπίσει το Στρατοδικείο. Καμιά πληροφορία για
τη κόρη, 16 χρόνων τότε, ούτε αργότερα. Κάποιο γράμμα, κάποια είδηση.
Επί πολλά χρόνια μετά αναλογιζόμουν το γεγονός, όντας βέβαιος πια ότι σε κάποια
βουνοκορφή ασπρίζει ότι έχει απομείνει απ΄ τα κοκαλάκια της, αφήνοντας από τότε
τη τελευταία της πνοή από βόλι αδελφικό ή κακουχίες. Δεν υπήρχε λογική
αιτιολογία για μια τουλάχιστον επικοινωνία με τους «εναπομείναντες» του
Εμφύλιου μετά το γκρέμισμα των τειχών, την επιστροφή σχεδόν όλων, ακόμη και των
πλέον σκληρών από τους συντρόφους της που έπραξαν πολλά, τη διακίνηση της
πληροφόρησης.
Μια
τελευταία μου προσπάθεια έκανα πριν 10(;) χρόνια, χωρίς επιτυχία, όταν με την
ευκαιρία της Έκθεσης της Βουλής των Ελλήνων για τον Εμφύλιο, προσπάθησα να μάθω
με τα στοιχεία πλήρη της μην και τυχόν ζει σε κάποια χώρα του ανύπαρκτου πλέον
«σοσιαλισμού».
Η
θεια της μάνας μου, κοντά στα 40 της χρόνια τότε, πέρασε Στρατοδικείο
αντιμετωπίζοντας καταδίκη σε θάνατο, καταδικάστηκε τελικά σε ισόβια. Γλίτωσε το
απόσπασμα λόγω της «νομιμόφρονος» συμπεριφοράς της λοιπής οικογένεια, την
εκτέλεση κάποια χαράματα στην "Ξηριώτισσα", θέση δίπλα στο
νεκροταφείο της Λαμίας, όπου πολλοί οπλίτες του Λαϊκού Στρατού
τέλειωσαν..
Την
επισκεπτόμουν με την Δέσπω στο κελί της στις αρχές του εγκλεισμού της, όσο
βρισκόταν σε κάποια φυλακή που υπήρχε τότε στον Πειραιά, σε παράδρομο δεξιά της
οδού Ρετσίνα πηγαίνοντας στο κέντρο, δίπλα στα «σίδερα», τις γραμμές του
τραίνου των τότε ΣΠΑΠ. Πηγαίναμε με τα πόδια από το σπίτι μας στην Π.Π.Γερανού
και Κλεισθένους στον Καραβά να γλιτώσουμε τα εισιτήρια του λεωφορείου.
-
Κολάτσα μου, πάμε να δούμε την θεια, μου’ λεγε η Δέσπω, η μάνα μου.
Μπαίνοντας
στο κελί της, την κοίταζα πάντα, μα πάντοτε, στα μάτια. Με μαγνήτιζαν
χωρίς να θέλω, αμίλητος με το παιδικό μου των 8 χρόνων κεφαλάκι,
μισοσκυμμένο, με ολοφάνερη την ένταση και στενοχώρια, τα χειλάκια σουφρωμένα.
Σαν να μην υπήρχε καν σώμα σ’ αυτή τη γυναίκα, παρά μόνο μάτια. Σ’ αυτά, μόνο
σ’ αυτά τα θλιμμένα μάτια της εστιαζόμουν. Το βλέμμα της, λες και μαγνητιζόταν
με τη σειρά του, αποσπόταν απ’ την συνεχή αλλά λιγόλογη ρουμελιώτικη
ντοπιολαλιά, συνήθως με μονοσύλλαβα και κοφτές λέξεις κουβέντα με την ανιψιά
της και καρφωνόταν στα παιδικά αθώα μου μάτια. Η κουβέντα τους άρχιζε να
καθυστερεί ακόμη περισσότερο, μέχρι που η ίδια σταματούσε να μιλά. Βούρκωνε
τότε, τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμια στα μάγουλά της, χωρίς λυγμούς.
Η
πανέξυπνη Αγραφιώτισσα ορεσίβια μάνα μου σταμάτησε να με παίρνει μαζί της,
βλέποντας την κατάσταση. Πήγαινε μόνη στη φυλακή. Κρατούσε στο χέρι μια λευκή
πετσέτα με δεμένες τις τέσσερις άκρες της σε κόμπο, με ότι φαγώσιμο μπορούσε να
βρει στα δύσκολα εκείνα χρόνια της ανέχειας. Δε μου είπε το λόγο, ούτε εγώ της
ζήτησα να με ξαναπάρει, παρόλο που αγαπούσα τόσο πολύ και ήθελα να βλέπω την
πονεμένη μου νέα θεια- γιαγιά, πράγμα που το γνώριζε η μάνα μου καθώς με τη
Δέσπω συνεννοούμασταν με το βλέμμα μόνο, τα λόγια περίσσευαν.
Κάποια
χρόνια μετά η θεια αποφυλακίστηκε. Έζησε στο χωριό της με τον Κώστα και τα δυο
από τα τρία υπόλοιπα παιδιά της. Η μεγάλη κόρη, η Κατίνα, έγινε οικιακή βοηθός
για χρόνια στο σπίτι της νονάς μου κυρίας Κατίνας Κατρανίδου- Λαγογιάννη,
Σχολάρχου, στον Καραβά του Πειραιά, μέχρι που παντρεύτηκε ένα πολύ καλό παιδί,
επιπλοποιό, κι έκανε οικογένεια. Μέχρι τότε την βλέπαμε συχνά. Ειδικά εγώ. Όταν
παντρεύτηκε, αραιά, όσο ζούσε η μάνα μου. Ακόμη πιο αραιά μετά τον θάνατό της.
Το
δράμα όμως της αναμονής και της ελπίδας ότι η Παναγιώτα ζει δεν το ξεχνούσα,
ειδικά το διαρκές μέτρημα των χρόνων της ηλικίας της χαμένης έφηβης θειας
μου, ειδικά τότε στα παιδικά μου χρόνια.
Οι
συχνοί μεγαλόφωνοι υπολογισμοί μου, αιφνιδίαζαν την Δέσπω όταν τους της
ανακοίνωνα σε απρόβλεπτους χρόνους όσο ζούσε, μέχρι το 1970. Μετά, καθώς η
Δέσπω είχε «φύγει», μένοντας μόνος φεύγοντας σε 15 ημέρες κι ο πατέρας μου, σε
τρεις μήνες κι ο παππούς Στέλιος, τους έκανα και τους αναφωνούσα μέσα μου,
χωρίς ακροατήριο που να αισθάνεται τον πόνο μου.
-
Σήμερα, αν ζει, θα είναι 17.
-
Σήμερα, αν ζει, θα είναι 18.
……………………………
-
Σήμερα, αν ζει, θα είναι 30
-Σήμερα,
αν ζει, θα είναι 79
-Σήμερα
αν ζούσε, θα ήταν 91(!). Μα είναι δυνατόν;
Συνδύασα
αργότερα την ιστορία αυτή με τη μαρτυρία του Ανταίου. Αυτή που αναφέρεται
στον Γούσια, που οδήγησε καταχείμωνο 1300 παιδιά 14 μέχρι 19- 20 ετών,
άμαθα, σε μια απάνθρωπη πορεία από τη Βράχα της Ευρυτανίας στο
Γράμμο, έτσι που έφτασαν μόνο 300. Τα υπόλοιπα πέθαναν ή σακατεύτηκαν από
τις κακουχίες και εγκαταλείφθηκαν ή δραπέτευσαν για να σωθούν. Αναφέρει επίσης
ότι ο Γούσιας, σε έμπεδο παιδιών που είχε στη Πίνδο, είχε εκτελέσει
παιδιά που αποπειράθηκαν να δραπετεύσουν. Με τη μαρτυρία του αυτή ο Ανταίος
είχε αποτέλεσμα τη δική του διαγραφή από το Κόμμα, σύμφωνα με τον Δημητρίου.
……………………………………
Ίδια
εποχή, 1949, οι γονείς μου, μου έκαναν το πρώτο μου αγοραστό δώρο, ένα κόκκινο,
τσίγκινο αυτοκινητάκι, σαν κι αυτά που είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν. Τα μέχρι
τότε παιχνίδια μου ήσαν πρόχειρες ιδιοκατασκευές από ξύλα, χαρτόνια, ύφασμα,
άδεια σαρδελοκούτια. Με είδαν να το λαχταρώ σε μια βιτρίνα καθώς περνούσαμε.
Έπαιζα με το πολύτιμό μου όλος λαχτάρα, προσέχοντάς το μην και μου πάθει κάτι.
Όταν
ήλθε η «άσπρη, κοκκινομάγουλη, φεγγαροκέφαλη, ντροπαλούλα, με τα κατεβασμένα
μάτια, με τις χρυσοκάστανες χοντρές κοτσίδες», όμορφη μικροθειά μου με
τους δικούς της, το μόνο που κοίταξε με λαχτάρα, κοριτσάκι βουνίσιο, χωρίς
κουκλίτσες ή άλλα παιχνίδια, ήταν το αυτοκινητάκι. Η Δέσπω το πρόσεξε.
Λίγο πριν φύγουν με πήρε παράμερα.
-
Κολάτσα μου, το κοριτσάκι το καημένο δεν είχε ποτέ του ένα παιχνιδάκι. Θέλεις
να του δώσουμε το αυτοκινητάκι σου;
Λαχτάρισα!.
Άμεση αντίδραση, πρώτη σκέψη ν΄ αρνηθώ. Σκέφτηκα όμως την θεια της μάνας
μου στη φυλακή, μαζί την μικρούλα θεια μου και τη δική της λαχτάρα για το
παιχνίδι καθώς παίζαμε πριν λίγο. Σκέφτηκα και τα μικρά παιδιά του χωριού μου
στο Κάψι που ποτέ δεν τα είδα με κάποιο παιχνιδάκι. Μόνο με μια φούρκα για
σφεντόνα να κτυπήσουν κανένα τσόνι περιμένοντας κάτω από κάποια μουριά ή κάτι
άλλο, να το ψήσει η μάνα τους να το φάνε..
-
Δώστο μαμά!..
Θυμάμαι
το γεγονός μαζί και την ευχαρίστησή μου..
Η
Ευγενία, στα 86- 87 της με πήρε τηλέφωνο μαθαίνοντάς το από την ανιψιά της,
κόρη της Κατίνας και μιλήσαμε για τα παλιά.
…………………………………………..
2018,
καλοκαίρι: Αλήθειες
που πληροφορήθηκα ψάχνοντας πρόσβαση να εισέλθω και φωτογραφήσω το τέμπλο του
Ι.Ν. του Αγίου Δημητρίου, τεχνούργημα του Αγραφιώτη παππού μου Στέλιου Δ.
Υφαντή, στο ίδιο χωριό των Αγράφων, όπου γνώρισε και παντρεύτηκε τη Φώτω,
την μάνα της μάνας μου, εκεί όπου έζησε δέκα χρόνια ορφανή η Δέσπω, από
τα έξη μέχρι τα δεκάξι της κοντά στους συγγενείς της που περιέγραψα πιο
πάνω.
Σε
μια σειρά τηλεφωνικών γνωριμιών, με πρώτο τον τότε ηγούμενο της Ι.Μ. της
Παναγίας στον Προυσό και τελευταίο τον επίτροπο του Ι.Ν. του Αγίου Δημήτρη,
γνώρισα την κόρη της Κατίνας.
Συγκίνηση,
καθώς η μητέρα της έφυγε έναν χρόνο πριν. Η ίδια, αξιόπιστο άτομο, μου
διηγήθηκε αλήθειες που αλλάζουν την παραπάνω αφήγησή μου:
Η
Μαρία, δεν πήρε την Παναγιώτα στο βουνό. Η μάνα ακολούθησε την κόρη της που
αγαπώντας ένα συγχωριανό παληκαρόπουλο, οπλίτη του Λαϊκού Στρατού τον
ακολούθησε. Η οικογένειά της έμαθε πολύ αργότερα από το τέλος του Εμφύλιου από
τον ίδιο τον Χαρίλαο Φλωράκη, τον καπετάν «Γιώτη» που γνώριζε το
ζευγάρι ή από πληροφορίες δικών του ότι οι δυο νέοι σκοτώθηκαν σε μάχη.
Εικάζω
από την έγκυρη πληροφορία οι δυο νέοι σκοτώθηκαν στις φρικτές μάχες κατάληψης ή
της ανακατάληψής του Καρπενησίου, 20 Γενάρη 1949- 8 Φλεβάρη 1949 και της
καταδίωξης των ανταρτών από τον Εθνικό Στρατό.
Έτσι
έκλεισε τελικά και μια ακόμη πληγή για μένα..
1.Στη πάνω φωτογραφία: Ο αδελφός
μου +Κώστας αριστερά, η «θεία» μας +Κατίνα, η σύζυγος του αδελφού μου Ηρώ κι
εγώ, το 1971..
2. Στη κάτω φωτογραφία: Οπλίτες του
Εθνικού Στρατού εκφράζουν τη χαρά τους με την ανακοίνωση λήξης του Εμφυλίου,
29.08.1949.
Ν.
Δ. Παπαδιονυσίου/03.11.2024/Πρωτόλειες παλιές δημοσιεύσεις μου
Επιμέλεια-Ανάρτηση:
Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου