Το
τριέρι
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
Εκεί προς το
τέλος τ’ Αυγούστου, αρχές του Σεπτέμβρη, έβγαζε ο μπαρμπα-Κώστας το τριέρι στο
χωριό, για να καθαρίσουν οι γεωργοί το σπόρο για τα χωράφια τους. Κάποιες
δουλειές γίνονταν κάθε χρόνο αλάθευτα στον καιρό τους, στην ώρα τους. Παλιά το
όργωμα γίνονταν με το ζευγάρι, η σπορά με το χέρι κι ακολουθούσε το σβάρνισμα.
Είχε ένα κανούτο (σταχτί) γαϊδουράκι, που
έσερνε το τριέρι και το πήγαινε στις αυλές των σπιτιών, με τη σειρά σ’ όλες τις
γειτονιές. Το αλφάδιαζε λιγάκι κι έβαζε από κάτω τις κοπάνες, όπου μέσα έπεφτε
ο καλός ο σπόρος, πιο κει τα σκύβαλα, τα πετραδάκια και οι ξένες ύλες. Από πάνω
είχε μια χοάνη, όπου έπεφτε μέσα το στάρι κι ύστερα περνούσε μέσα από τα
κόσκινα κι έπεφτε στις κοπάνες. Όλη η λειτουργία του γίνονταν με το χέρι,
γύριζε κάποιος μια μανιβέλα και χοροπηδούσαν μέσα στο μακρύ κύλινδρο οι σπόροι.
Από δω πήρε και τ’ όνομά του, τροΰρω, στριφογύρισμα!
Το δερμόναγε λιγάκι, έλεγε η γιαγιά, να καθαρίσει η ήρα απ’ το στάρι!
Ο σπόρος ήταν ο πρώτος κρίκος στην αλυσίδα
της παραγωγής του ψωμιού. Στις 21 Νοεμβρίου, στα Εισόδια της Θεοτόκου, οι
άνθρωποι της γης γιόρταζαν την Μισοσπορίτισσα, τη μέση της σποράς, τα
πολυσπόρια που λένε. Έβραζαν ανακατεμένους σπόρους, σιτάρι, καλαμπόκι, φασόλια,
ρεβίθια και τα πήγαιναν στην εκκλησία, για τα βλογήσει ο ιερέας. Ύστερα τα
μοίραζαν στους πιστούς.
«Κάτω στον Ασπροπόταμο, κάνει ο Γιωργής χωράφι,
με βόδια λαφροκέντητα, με ζεύγες ασημένιες!»
Στη διδαχή του ο Χριστός, σε μια παραβολή,
παρομοίωσε το λόγο του Θεού με το σπόρο, που άλλος έπεσε στις πέτρες, άλλος στ’
αγκάθια κι άλλος σε γόνιμο έδαφος!
Ιερός ήταν πάντοτε κι ο αγώνας του ανθρώπου
για το ψωμί. Το ψωμί που έγινε συνώνυμο της ζωής. Το στάρι που γίνεται πρόσφορο
κι αντίδωρο στην εκκλησιά, χριστόψωμο και κλούρα του γάμου, στις χαρές. Το
στάρι που θα μοιραστεί για τις ψυχές το ψυχοσάββατο!
Πάντα λιγοστό ήταν το ψωμί και πολύς ο
κόπος κι ο ιδρώτας. Κι όταν δεν έφτανε, έφευγαν τα παιδιά στη ξενιτιά. Ξενιτιά
σημαίνει πόνος, δάκρυ και χωρισμός.
«Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμάμαι και λυπούμαι,
θυμήθηκα την ξενιτιά και θέλω να γυρίσω.
Σήκω μάνα μ’ και ζύμωσε, καθάριο παξιμάδι.
Με πόνο ρίχνει το νερό, με δάκρια το ζυμώνει
και με πολύ παράπονο, βάζει φωτιά στο φούρνο.
Άργησε φούρνε να καείς και συ ψωμί να γένεις,
για να περάσει ο κεραντζής κι ο γιος μου ν’ απομείνει!»
Την αξία του ψωμιού την γνωρίζουν μόνο
αυτοί που το στερήθηκαν, αυτοί που δεν το
χόρτασαν και με μπομπότα μεγάλωσαν. Εικόνες
που λίγο-λίγο ξεθωριάζουν στη θύμησή μας, όπως ο γεωργός που έκανε το σταυρό
του κι έπιανε τη χειρολάβα απ’ τ’ αλέτρι. Κι η γη άνοιγε τα σπλάχνα της, να
αγκαλιάσει το σπόρο. Μάνα γη, την έλεγαν οι αρχαίοι, αυτή που τα γεννάει όλα,
λουλούδια, καρπούς κι ευωδιές!
Αυτοί οι άνθρωποι αγάπησαν τόσο πολύ τη γη,
το τόπο τους και δεν θέλουν με κανέναν
τρόπο να τον αποχωριστούν. Η δικαίωση του
αγώνα τους, θα είναι μόνο όταν δουν τα
παιδιά τους, να έχουν μια καλύτερη ζωή κι
ένα καλύτερο αύριο.
Γιώργος Ζούγρος, Λαογράφος
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου