TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

'Εθιμα του Γάμου

Η  ΕΒΔΟΜΑΔΑ  ΠΡΙΝ  ΤΟ  ΓΑΜΟ
Του Τάκη Ευθυμίου & Βασίλη Κανέλλου
από το βιβλίο τους «Απ’ το ίσιασμα ως τα πιστρόφια»
Την Κυριακή το βράδυ οχτώ ημέρες πριν το γάμο απαραίτητα πήγαινε στο σπίτι της νύφης ο πεθερός, ο γαμπρός και ο νουνός για να επιβεβαιώσουν τα συμφωνηθέντα του γάμου και να πάρουν την προίκα, αλλιώς γάμος δεν κινούσε.
Ενώ τρώγανε και πίνανε, συζητούσαν όλες τις λεπτομέρειες του γάμου και αντάλλαζαν ευχές. Ο γάμος τότε γινόταν μονάχα Κυριακή. Σάββατο ή άλλη μέρα γινόταν τα δευτεροστέφανα, δηλαδή δεύτερος γάμος ύστερα από χηρεία του άντρα. Η χήρα γυναίκα σπάνια ξαναπαντρευόταν, επειδή ήταν υποχρεωμένη να φροντίζει την οικογένειά της και να σεβαστεί παντοτινά τη μνήμη του άντρα της.
Αφού, λοιπόν, οι συμφωνίες τηρούνταν, ξεκινούσε η εβδομάδα πριν το γάμο που αναλυτικά περιλάμβανε τις εξής εθιμικές εκδηλώσεις:

Δευτέρα: «Κίν’σει ο γάμος»
Σημάδι ότι ξεκινούσε ομαλά η διαδικασία του γάμου ήταν η τουφεκιά που έριχνε στον αέρα ο γαμπρός τη Δευτέρα το πρωί και από τότε έλεγαν «η νύφη μπήκε στη βδομαδούλα της».
Στη συνέχεια ο γαμπρός έπαιρνε την τσίτσα (ξύλινο παγούρι) στολισμένη με λουλούδια και πήγαινε να προσκαλέσει αυτοπροσώπως το νουνό που θα στεφάνωνε το ζευγάρι. Κατόπιν τρία αγόρια, που ζούσαν οι γονείς τους, πήγαιναν στο μύλο σιτάρι, που στο μεταξύ είχαν διαλέξει για να είναι καθαρό, για ν’ αλέσουν φρέσκο αλεύρι για τα ψωμιά του γάμου, άσχετα αν τ’ αμπάρια ήταν γεμάτα αλεύρι. Στο μύλο πήγαιναν τραγουδώντας κι εκεί ο μυλωνάς τους έδινε προτεραιότητα στο άλεσμα (παραράδισμα). Μάλιστα ο μυλωνάς έβαζε όλη του τη μαστοριά να φτιάξει το αλεύρι ψιλό-ψιλό σαν άχνη. Αυτές ήταν οι μοναδικές φορές που ο μυλωνάς δεν έπαιρνε ξάι (δικαίωμα αλεστικών). Βέβαια ο ίδιος αποζημιωνόταν και με το παραπάνω αφού υπήρχε έθιμο απαράβατο η νύφη να του στέλνει πίττα, κότα ψητή και μια τσίτσα κρασί για να τον ευχαριστήσει για το άλεσμα. Τέλος με τραγούδια γύριζαν κι από τον μύλο:
Σαράντα μύλοι άλεθαν αλεύρι για το γάμο
                                        κι ένας μύλος ξερόμυλος αλέθει το πιπέρι
                                        να νοστιμίσουν τα φαγιά, να φάει ο κόσμος όλος.
Από την ίδια κιόλας ημέρα, δηλαδή τη Δευτέρα ανάπιαναν τα προζύμια για την προβέντα του μυλωνά.
Στο σπιτικό της νύφης μαζεύονταν χαράματα οι κοπελιές του χωριού και μόλις άκουγαν την τουφεκιά του γαμπρού ξεκινούσαν το πλύσιμο των προικιών. Η νύφη  ετοίμαζε τη στριφτόπιτα για ψήσιμο, που θα τους φίλευε το μεσημέρι. Οι κοπελιές όλες μαζί φόρτωναν τα προικιά στα ζώα και τα πήγαιναν στην πλησιέστερη βρύση ή στην ποταμιά για πλύσιμο. Εκεί έστηναν τις ξύλινες σκαφίδες κι άρχιζαν το πλύσιμο, χρησιμοποιώντας μπουγάδα από αλισίβα, δηλαδή σταχτόνερο και σπάνια σαπούνι ελιάς ή μοσχοσάπουνο που τότε σπάνιζε. Κατά τη διαδικασία του πλυσίματος των προικιών οι κοπελιές αλλά και ηλικιωμένες γυναίκες που παρευρίσκονταν εκεί τραγουδούσαν σχετικά παινετικά τραγούδια όπως:

Ευχή σου με μανούλα μου, στη λεύκα τα προικιά μου.
                             Με την ευχή, παιδάκι μου και καλοφορεμένα!
Επί πλέον τη Δευτέρα ερχόταν η μοδίστρα για να ράψει το νυφικό και να φροντίσει τα ρούχα των μελών της οικογένειας.
Το παραδοσιακό πλύσιμο των προικιών της νύφης στην ποταμιά
Τρίτη: Σιδέρωμα των προικιών
Την Τρίτη οι κοπελιές και οι φίλες της νύφης σιδέρωναν όλα τα προικιά με καρβουνοσίδερο, τα κολλάριζαν και τα μπαλώτιαζαν. Η ετοιμασία, το κέντημα ή το προβάρισμα του νυφικού κυριαρχούσε αυτή τη μέρα. Την Τρίτη επίσης, αν δεν είχαν μεγάλο απόθεμα καυσόξυλων, πήγαιναν στο δάσος κι έκοβαν επειδή ο γάμος χρειαζόταν πολλά ξύλα για πλύσιμο προικιών, για μαγείρεμα φαγητών και για ζεστασιά αν ο καιρός ήταν κρύος. Φυσικά κάθε ενέργεια συνοδευόταν απαραίτητα από παινετικά τραγούδια, καρδιακές ευχές και πειράγματα «για καλό τυχερό» προς τις παρευρισκόμενες κοπελιές.

Τετάρτη: Ανάπιασμα προζυμιών
Τόσο στο σπιτικό της νύφης όσο και στου γαμπρού την Τετάρτη ανάπιαναν τα προζύμια για τα ψωμιά του γάμου, δηλαδή τις προβέντες. Έστρωναν στη μέση του σπιτιού το σκαφίδι και εκεί συμβολικά δύο αγόρια κι ένα κορίτσι (για γούρι ώστε τόσα να ήταν τα παιδιά της νύφης) βάσταγαν τη σήτα για να κοσκινίσουν το αλεύρι, ενώ μια κοπέλα, που ζούσαν οι γονείς της, ανακάτευε το νερό μέχρι να γίνει το ζυμάρι. Ταυτόχρονα τραγουδούσαν όλοι μαζί:
                         1. Ψιλά – λιγνά τ’ αλεύρια σας κι αφράτα τα προζύμια,
                              κι η κόρη που τ’ ανάπιανε με μάνα με πατέρα…

                        2. Για φέρτε μας τα χλια νερά, τ’ αφράτα τα προζύμια.
                              Ευχή σου με πατέρα μου, στα πρώτα κοσκινίδια.
                              Ευχή σου με μανούλα μου, στα πρώτα κοσκινίδια.
                              Με την ευχή μου, παιδάκι μου, να ζήσεις να προκόψεις.
Κατά τη διαδικασία του κοσκινίσματος έριχναν κέρματα κι έλεγαν τα παρακάτω τραγούδια:
                             Ανάχλια, ανάχλια το νερό κι αφράτο το προζύμι,
                             κόρη καλή τ’ ανάπιανε, όμορφη περιστέρα.
Συχνά οι κοσκινάδες καλούσαν τους προσκαλεσμένους λέγοντάς τους: «Ρίξτε – ρίξτε παράδες γιατί χάλασε η σήτα και θέλει μπάλωμα». Τότε οι γονείς και οι άλλοι συγγενείς έριχναν κέρματα και τα χωρατά τελειωμό δεν είχαν.
Όσοι μπλέκονταν στη διαδικασία του ζυμώματος υποχρεώνονταν να πιάσουν τα κέρματα με το στόμα. Αυτό το γεγονός το εκμεταλλεύονταν οι παρευρισκόμενοι και τους βουτούσαν τα κεφάλια στο ζυμάρι (τους αλεύρωναν κατά κάποιον τρόπο), χωρατεύοντας και τραγουδώντας. Βέβαια τα χωρατά αυτά και το συμβολικό αλεύρωμα είχαν βαθύτερη σημασία επειδή πίστευαν ότι έτσι στα  νεόνυμφα δεν θα τους έλειπε σε όλη τους τη ζωή το ψωμί, που τα στερημένα εκείνα χρόνια ήταν το αναγκαιότερο αγαθό για την οικογένεια.
Στο τέλος η μάνα τού γαμπρού έφτιαχνε με λίγο ζυμάρι το σχήμα του Σταυρού και το κολλούσε στο μέτωπο τού γιου της, ευχόμενη: «Καλά στέφανα κι ευλογημένα απ’ το θεό».
Ο γαμπρός δεν έπρεπε να επισκεφθεί τη νύφη όταν ανάπιαναν τα προζύμια, αν όμως το έκανε τον μουντζούρωναν με κάρβουνο.
Όλη η διαδικασία των προζυμιών συνοδευόταν με φαγοπότι, τραγούδι και χορό.

Πέμπτη: Προβέντα - Κάλεσμα κουμπάρου – Βλάμηδες - Φλάμπουρο
Την Πέμπτη συστρατεύονταν όλες οι γυναίκες για το ζύμωμα των προβεντών και των εφτάζυμων, που ήταν γαμήλια αρωματικά ψωμιά. Ύστερα ακολουθούσε το φούρνισμα  και το ψήσιμο.
Η προβέντα φτιαχνόταν από καθάριο αλεύρι πρώτης ποιότητας. Ζυμωνόταν δυο φορές με λάδι και ζάχαρη για να γίνει αφράτη.  Πρόσθεταν διάφορα μυρωδικά όπως βανίλια, γλυκάνισο, μαστίχα και βασιλικό. Τη στόλιζαν με κεντίδια που χάραζαν στην επιφάνειά της με πιρούνι, επιδέξιες νοικοκυρές, όπως μαργαρίτες και κορδόνι πλεγμένο ολόγυρα, όλα ανάγλυφα με ζυμάρι. Κάλυπταν την επιφάνεια με ζάχαρη άχνη και τη στόλιζαν με λογιών – λογιών λουλούδια, μαργαρίτες, γαρίφαλα και βασιλικό.  Όταν η νύφη πέζευε στο σπίτι του γαμπρού μετά το γάμο, τοποθετούσε ένα μαντήλι στο κεφάλι της και πάνω την προβέντα που ήταν χαραγμένη στα τέσσερα για να μπορεί να την κομματιάζει εύκολα. Τα κομμάτια τα μοίραζε στο συγκεντρωμένο πλήθος.
Προβέντα έστελνε ο κάθε καλεσμένος, γι’ αυτό η κουλούρα αυτή πήρε το όνομα προβέντα, επειδή «προβαίνει», στέλνεται δηλαδή πρώτη, φανερώνοντας ότι ο καλεσμένος ανταπροκρινόταν στην πρόσκληση. Καλοψημένη, κεντημένη και καλοστολισμένη η προβέντα εμφάνιζε ένα καλλιτεχνικό και ευωδιαστό σύνολο που χαιρόσουν να τη βλέπεις.
Οι κοπελιές εργάζονταν τραγουδώντας σχετικά τραγούδια  για τη νύφη και το γαμπρό, όπως:
                                  1.  Άσπρη νερατζιά είχαμε στη γειτονιά μας
                                         κι ήρθε ξένος παντάξενος, ήρθε και μας την πήρε
                                         ρημάξανε τον τόπο μας και μόρφυναν τον ξένο.

                                  2. Θέλεις γαμπρέ μου να χαρείς, θέλεις να κάνεις γάμο,
                                         βάλε να σφάξουνε αρνιά, κατσίκια και κριάρια,
                                         βάλε και νιες μες στο χορό σε πέτρινο αλώνι,
                                         να μαζευτούν οι όμορφες κι όλες οι μαυρομάτες.
                                         Να ‘ρθει κι η κόρη π’ αγαπάς μαζί της να χορέψεις.
Την ίδια μέρα ο γαμπρός προσκαλούσε επίσημα τον κουμπάρο του στο γάμο. Και να πως. Τοποθετούσε μια προβέντα σ’ ένα κεντημένο τροβά, έπαιρνε και την τσίτσα με κρασί και μ’ ένα αγόρι συντροφιά ξεκίναγε για το σπίτι του. Αν ο κουμπάρος κατοικούσε στο ίδιο το χωριό, τη στιγμή που ξεκινούσε έριχνε μια τουφεκιά για ειδοποίηση. Ο κουμπάρος ανταπέδιδε την τουφεκιά, σημάδι ότι τον περίμενε.
Αν όμως ο κουμπάρος ήταν  ξενοχωρίτης, ο γαμπρός τουφεκούσε στην είσοδο του χωριού του. Στο σπίτι του κουμπάρου τρωγόπιναν και συζητούσαν. Κατά την αναχώρηση του γαμπρού, ο κουμπάρος έκοβε ένα κομμάτι από την προβέντα και την έβαζε στον τροβά του γαμπρού για φιλοφρόνηση.

Επίσης την Πέμπτη ο γαμπρός καλούσε με κουλούρα τους βλάμηδες και βλάμισσες, τους υπηρέτες δηλαδή της χαράς. Ο αριθμός τους ήταν ανάλογος με το πλήθος των καλεσμένων και πάντοτε  μονός.  «Μικρός γάμος, μικρό ‘πηρέτιο, μεγάλος γάμος, μεγάλο ‘πηρέτιο», έλεγαν. Οι βλάμηδες ήταν φίλοι τού γαμπρού και οι βλάμισσες κοπέλες από το σόι του. Αυτοί φρόντιζαν τα πάντα που αφορούσαν το γάμο. Όλα εξαρτιόνταν από τη σβελτάδα και την αξιοσύνη τους.
Οι βλάμηδες φρόντιζαν να δανείζονται από τα σπίτια τού χωριού, χαλκώματα, καζάνια, κακάβια, τεντζερέδες, αγγειά, γαβάθες, σαγάνια, πιάτα, ποτήρια, κουταλοπήρουνα και μαχαίρια. Ακόμα τραπέζια και διάφορα καθίσματα. Οι ίδιοι οι βλάμηδες είχαν και την ευθύνη επιστροφής όλων των παραπάνω στους κατόχους τους. Στις αρμοδιότητές τους ήταν να κλείσουν τα όργανα, να στολίσουν το φλάμπουρο και να βοηθήσουν στο αρμάτωμα του γαμπρού. Στα γλέντια σερβίριζαν τους μεζέδες και κερνούσαν κρασί.
Όπως ο γαμπρός, κατά τον ίδιο τρόπο και η νύφη καλούσε τις βλάμισσές της για να βοηθήσουν στην προετοιμασία του γάμου της.
Την ίδια μέρα, την Πέμπτη, οι βλάμηδες έφτιαχναν και στόλιζαν το φλάμπουρο. Λεγόταν και μπαϊράκι, δηλαδή σημαία. Το έφτιαχναν οι βλάμηδες και συγχρόνως το στόλιζαν.  Το κοντάρι ήταν  από ξύλο κρανιάς.  Το πελεκούσαν  και το   στόλιζαν    με   μεράκι.    Στην κορυφή     του     στέριωναν     ένα  οριζόντιο       ξυλάκι      για       να σχηματιστεί το σχήμα του σταυρού. Μια  βλάμισσα  έραβε με μεταξωτή κλωστή   στις   άκρες  τού άσπρου πανιού  του,   ολόγυρα   τα   χρυσά κρόσσια.       Κατόπιν    γινόταν   το στόλισμα   του    φλάμπουρου.    Η βλάμισσα       τοποθετούσε    στην κορυφή  του  κονταριού λουλούδια της εποχής  και κρεμούσε διάφορα  φρούτα,    μήλα και ρόιδα  από  τα τσιατάλια  του   σταυρού. Τέλος  έδενε  ένα   άσπρο  μαντήλι στη     βάση    τού     σταυρού   τού κονταριού,   σύμβολο    αγνότητας. Έτοιμο    πλέον    το    φλάμπουρο στηνόταν    στην   αυλόπορτα   του σπιτιού  τού γαμπρού σε  περίοπτη θέση   την Πέμπτη       το     απόγευμα     για  να  το προσέ-χουν   και να     το    θαυμάζουν    όλοι   και κατέβαινε   την   Τρίτη  το   βράδυ μετά   την  τέλεση  του   μυστηρίου του  γάμου. Το φλάμπουρο ήταν το απαραίτητο σύμβολο      του γάμου.
Την ώρα που οι βλάμηδες ετοίμαζαν το φλάμπουρο οι κοπέλες τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι:
  Εσένα φλαμπουριάρη μου να σε χαρεί η μανούλα σ’.
                                Να σε παντρέψει γρήγορα, να φτιάξει άσπρο φλάμπουρο.
                                Ράψε το φλάμπουρο καλά, θα γείρει ράχες και βουνά.
                                Θα το  γελάσουν τα χωριά, θα το γελάσει πεθερός και πεθερά.
Επίσης άλλα δημοτικά τραγούδια που  συνόδευαν την κατασκευή του φλάμπουρου ήταν:
                            1.-Βασιλικέ μου φλάμπουρα, μαντήλι λουλουδάτο,
                                τι κάθεσαι, τι καρτερείς κι δεν κινάς να πάμε;
                                -Καρτερώ τον πατέρα μου να μου δώσει
                                την ευχή του θεού και τη δική του.

                           2.-Κυρ γιε μου κι ποιος τον κάνει τούτον  του νιου τον γάμο
                                με μήλα κι με ρόιδια κι με κόκκινα μαντήλια;
                                -Πατέρας μου κάνει τούτον του νιου  τον γάμο
                                με μήλα κι με ρόιδια κι με κόκκινα μαντήλια.        
Το φλάμπουρο είχε την έννοια της σημαίας και προσέδιδε επισημότητα στο γάμο, καταργήθηκε όμως νωρίς, γύρω στη 1920, για λόγους πρακτικούς γι’ αυτό ήταν δύσκολο να εντοπίσουμε σχετική αυθεντική φωτογραφία και παραθέτουμε από αναπαράσταση που έγινε στον Άγιο Γεώργιο το 1998 τις Απόκριες.
Ωστόσο και σήμερα επικράτησε να λέγεται η φράση: «Μη στέκεσαι σαν φλάμπουρο», σε κάποιον που είναι αμίλητος και γεμάτος έπαρση.

Παρασκευή: Καλέσματα με την τσίτσα - Μεταφορά προικιών
Το κάλεσμα των συγχωριανών για το γάμο δεν γινόταν με προσκλητήρια όπως σήμερα, αλλά οι καλεστάδες τους προσκαλούσαν με την τσίτσα. Η τσίτσα ήταν ή νεροκολόκυθο ή καλλιτεχνικό ξύλινο παγουράκι που το γέμιζαν με κόκκινο κρασί και οι προσκαλεσμένοι αποδέχονταν την πρόσκληση πίνοντας μια γουλιά. Έφερε δερμάτινη λουρίδα για να κρεμιέται στον ώμο. Από τότε επεκράτησε η φράση για τους ακατάδεχτους: «Με τσίτσα θέλεις να σε καλέσω;». Ο γαμπρός καλούσε επίσημα τον κουμπάρο την Πέμπτη με διαλεχτή κουλούρα, αλειμμένη με μέλι και ζάχαρη καθώς και με κρασί.
Ένα αγόρι λοιπόν κρατούσε στο χέρι του την τσίτσα με κρασί κι ένα κορίτσι λουλούδια (βασιλικό ή μαντζουράνες) και πήγαιναν σε κάθε σπίτι λέγοντας: «Ο γαμπρός κι η νύφη σας καλούν στο γάμο τους». Ο προσκαλούμενος έπινε λίγο κρασί από την τσίτσα, δέχονταν κι ένα λουλούδι κι έλεγε: «Μετά χαράς, καλορίζικα!».
Η παραπάνω πρόσκληση σήμαινε ότι ο προσκαλούμενος καλούνταν μονάχα στην τελετή του γάμου. Όσους προσκαλούσαν και στο τραπέζι το τόνιζαν ιδιαίτερα «και στο τραπέζι!», επειδή η πρόσκληση αυτή είχε ιδιαίτερη σημασία, αφού ο προσκαλούμενος ήταν υποχρεωμένος το Σάββατο το απόγευμα να στείλει στο σπίτι του γαμπρού κρέας, ρύζι, κρασί και μια προβέντα. Στο γάμο προσκαλούσαν όλο το χωριό, ενώ απ’ τα γειτονοχώρια καλούσαν μονάχα τους συγγενείς και φίλους, οι οποίοι φυσικά παρέμειναν και στο τραπέζι.
Ο λαός μας με τη θυμόσοφη υπερβολή του για να τονίσει το μεγαλείο του καλέσματος στο γάμο έπλασε το στίχο: «Εκάλεσαν εννιά χωριά και πέντε βιλαέτια».

Την Παρασκευή γινόταν και η διαδικασία μεταφοράς των προικιών στο σπίτι του γαμπρού. Γι’ αυτό το απόγευμα έστελνε ο γαμπρός τους συγγενείς του με ζώα, στολισμένα με μαντήλι άσπρο στο κεφάλι και πολύχρωμα στολίδια στο σαμάρι, να φορτώσουν τα προικιά και να τα μεταφέρουν πανηγυρικά. Στο κεφάλι κάθε ζώου έδεναν ένα μαντήλι για να κάνουν επίσημη  την πομπή.
Όλα τα  υφασμάτινα προικιά ήταν τακτοποιημένα στο γίκο και τα χαλκώματα μέσα σε μαξιλάρια ή μπαλέτα από ύφασμα που τα έλεγαν γιομίδια. Πάνω στο γίκο καθόταν ο αδερφός ή ένας συγγενής της νύφης και φύλαγε τα προικιά. Για να τους επιτρέψει να τα φορτώσουν έπρεπε να τον κεράσουν παράδες και μάλιστα με τα σχετικά παζαρέματα.
Στη συνέχεια οι κοπελιές φόρτωναν τα προικιά στα ζώα τραγουδώντας:
                              Στέκουν τ’ άλογα δεμένα και τ’ αγόρια αρματωμένα,
                              στέκονται κι οι συμπεθέροι στα κουλτσάκια ακουμπισμένοι.
                             Τώρα τ’ άλογα σελώνουν, τώρα τα προικιά φορτώνουν.
                             Φορτώστε τα προικιά καλά, τώρα θα παν στην ξενιτιά,
                             θα τα ξεσχίσουν τα κλαριά, θα τα γελάσει η πεθερά.              
Κατά τη διαδικασία του φορτώματος των προικιών η νύφη χόρευε συγκινημένη και οι αηδονολαλούσες κοπελιές τραγουδούσαν το εξής τραγούδι:
  Ωραία που ‘ν’ η νύφη μας, ωραία τα προικιά της
                                    ωραία κι η παρέα της που κάνει τη χαρά της.
Άλλα σχετικά τραγούδια που συνήθιζαν να λένε στα προικιά ήταν:
                              1. Τίνος είν’ τα κόκκινα κι αυτά τα κατακόκκινα;
                                    Του κυρ-γαμπρού είναι τα κόκκινα κι αυτά τα κατακόκκινα.
                                    Τ’ αδερφάκια μ’  τα φορτώνουν
                                    και τ’ αδερφάκια μ’  τα ξεφορτώνουν.

                              2.  Ευχή σ’ μανούλα μ’ τα προικιά μι γεια να τα φουρέσου.
                                     Μι την ευχή μ’ πιδάκι μου, μι γεια να τα φορέσεις!

                                 3. Γεια σ’ νύφη μ’ κι ώρα καλή σ’,  τ’ έχεις και μας προσκαλείς;
                                     Σας προσκάλεσα κορίτσια να μου μάσετε τα προικιά μου,
                                     με διώξαν τα γονικά μου.

                                4. Τέτοια ρούχα κεντημένα στην τριανταφυλλιά απλωμένα,
                                     για μάστε τα, για ράψτε τα, για κάντε τα μπαλότα,
                                    γιατί θα πάρουν κάμπους και βουνά
                                    θα πάρουν πάχνη και δροσιά.

                                5. Ψαλίδι φραγκοψάλιδο, ψαλίδι ατσαλένιο
                                    κόβεις της νύφης τα προικιά και του γαμπρού τα ρούχα.

6.  Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ,
    μάνα μ’ έδιωχνε με ξύλα και λιθάρια.
    Κι ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει φεύγα.
   Φεύγω κλαίγοντας, φεύγω παραπονιώντας.
   Παίρνω ένα στρατί, στρατί το μονοπάτι.
   Βρίσκω ένα δεντρί ψηλό σαν κυπαρίσσι,
   στέκω το ρωτώ και το βαρυξετάζω.
   Δε μου λες δεντρί, σαν που να μείνω απόψε;
   Εδώ είν’ ο ίσκιος μου, στρώσε πλατιά κοιμήσου.
   Εδώ είν’ οι ρίζες μου, δέσε και τ’ άλογό σου.
   Εδώ είν’ οι κλώνοι μου, κρέμασε τ’ άρματά σου.
Έπειτα, ξεκινούσαν όλοι μαζί για το νέο σπιτικό, με τη συνοδεία μουσικών οργάνων και τα βαρυφορτωμένα ζώα. Η νύφη έμεινε σπίτι. Μπροστάρης της πομπής των προικιών ήταν ένας νέος που βαστούσε καθρέφτη, είδος σπάνιο και πανάκριβο για κείνα τα χρόνια.
Οι νοικοκυρές στις γειτονιές ακούγοντας τα όργανα, έβγαιναν στην πόρτα και έραναν τα προικιά με ρύζι,  λουλούδια και ευχές. Όταν έφταναν στο σπίτι, ξεφόρτωναν τα προικιά και τα τακτοποιούσαν στις κασέλες. Έστρωναν το νυφικό κρεβάτι με τα ωραιότερα κεντημένα στρωσίδια, σκόρπιζαν ρύζι και παράδες και τέλος ξάπλωναν πάνω ένα αγοράκι, ως σύμβολο ευτυχίας.
Σε περίπτωση που η νύφη καταγόταν από μακρινό χωριό, η μεταφορά των προικιών μπορούσε να γίνει και την Κυριακή,  μετά το γάμο.
Μεταφορά προικιών στ' Αργύρια (1966)
Σάββατο: Γενικές ετοιμασίες – Γλέντι
Τη μέρα αυτή σήμαινε γενικός συναγερμός στο σπίτι τόσο της νύφης, όσο και του γαμπρού.
Στης νύφης το σπιτικό το Σαββατόβραδο στηνόταν αποχαιρετιστήριο τραπέζι. Καθώς ήταν μαζεμένο όλο το σόι της νύφης και γλεντούσε, έφθανε ο πατέρας του γαμπρού κι έφερνε την προβέντα και τα νυφικά της νύφης. Μαζί του έπαιρνε και το όπλο. Μόλις πάταγε το πόδι του στο κατώφλι του σπιτιού της νύφης έριχνε μερικές τουφεκιές. Τότε οι συγγενείς της νύφης ανταπαντούσαν κι αυτοί με τουφεκιές. Έτσι καλοδέχονταν το συμπέθερο, τον κουλουριάρη όπως τον έλεγαν επειδή έφερνε την προβέντα. Ο συμπέθερος, μπαίνοντας στο σπίτι, επειδή συνήθιζαν να τον πειράζουν οι συγγενείς της νύφης κολλώντας του κουρέλια στα ρούχα ή βάζοντας καρφίτσες στα παπούτσια, ο ίδιος ζητούσε προστασία από τη νύφη. Σ’ αυτή παρέδιδε τα παπούτσια του και το όπλο για φύλαξη. Η νύφη τότε του πρόσφερε κάθισμα να καθίσει και άρχιζε το κέρασμα των φαγητών. Στο τέλος έκοβαν την προβέντα του γαμπρού και τη μοίραζαν σε όλους. Το γλέντι βάσταγε ως το πρωί, συνοδευόμενο με παινετικά αλλά και συγκινητικά τραγούδια, όπως:
   Βαστάνε τα βουνά δροσιά, βάστα μανούλα μ’ την καρδιά
                            βάστα πατέρα μ’ την καρδιά ώσπου ν’ αφήσω την υγειά.
Το ίδιο γλέντι γινόταν και στο σπίτι του γαμπρού. Και επειδή γλέντι χωρίς τραγούδι δε γίνεται το πρωτοξεκίναγε ο κουμπάρος:
                            Πρώτα θα πάρω ορισμό και δεύτερα θ’ αρχίσω
                            την τιμημένη συντροφιά να την ευχαριστήσω.
                            Ένα τραγούδι θε να πω απάνω στο κεράσι,
                            τ’ αντρόγυνο που γίνεται να ζήσει να γεράσει.
                            Κι άλλο τραγούδι θε να πω απάνω στο λεμόνι,
                            να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός κι η παρέα όλη.

                         Στη συνέχεια η παρέα απαντούσε τραγουδιστά:

                            Ένα τραγούδι θε να πω να έχω και το θάρρος
                            να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός να ζήσει κι ο κουμπάρος.
                            Κι άλλο τραγούδι θε να πω απάνω στη δεκάρα
                            να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός να ζήσει κι η κουμπάρα.

                         Κατόπιν συνέχιζε ο πατέρας του γαμπρού:

                            Φίλοι καλωσορίσατε φίλοι κι αγαπημένοι
                            από καιρό χαρούμενοι και καλοκαρδισμένοι.
                            Μαλαματένια τράπεζα, με ασημένια πιάτα,
                            με τα ωραία φαγητά και τα γυαλιά γιομάτα.
Μερικές φορές ο τρανός ενθουσιασμός, η ανείπωτη χαρά και το περίσσιο κέφι ξεπερνούσαν τα όρια, όπως λέει και το παρακάτω δημοτικό τραγούδι:
                            Σε χρυσοπότηρο τρανό, βάλε κρασί να πιούμε
                            κι αν τύχει και μεθύσουμε στρώσε να κοιμηθούμε.
                            Στρώσε τα στρώματα διπλά, διπλά τα μαξιλάρια
                            και τα παπλώματα βαριά για όλα τα παλικάρια!
Εκεί βεβαίως οι άντρες είχαν δουλειά να ετοιμάσουν τα σφαχτά για το Κυριακάτικο βραδινό γλέντι που γινόταν στο σπίτι του γαμπρού. Τα ζώα που έσφαζαν ήταν πρόβατα και γίδια. Για κάθε ζώο που σφάζανε έριχναν κι έναν πυροβολισμό κι έτσι από το πλήθος των πυροβολισμών μάθαιναν οι χωριανοί πόσα ζώα έσφαξαν για το γάμο. Κι εδώ το τραγούδι δεν έλειπε, αφού ταίριαζε απόλυτα με την περίσταση:
                            Θέλεις γαμπρέ μου να χαρείς, θέλεις να κάνεις γάμο;
                            βάλε να σφάξουνε αρνιά, κατσίκια και κριάρια,
                            βάλε και νιες μες στο χορό σε πέτρινο αλώνι,
                            να μαζευτούν οι όμορφες κι όλες οι μαυρομάτες.
                            Να ‘ρθει κι η κόρη π’ αγαπάς μαζί της να χορέψεις.


Δεν υπάρχουν σχόλια: