TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Αργαλειός & Δημοτική Μούσα

ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ
& ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΜΟΥΣΑ
Ευθυμίου Τάκης-Κανέλλος Βασίλης

Τα πάθη που τραβούσε η υφάντρα να υφάνει στον αργαλειό της όλα τα χρειαζούμενα του νοικοκυριού αλλά και τα κάλλη και τις ομορφιές  που έβγαζε σαν τελικό αποτέλεσμα με τα χέρια της από τον αργαλειό της, τα χιλιοτραγούδησε η λαϊκή-δημοτική ποίηση, όπως μονάχα αυτή γνωρίζει να κάνει. Ας θαυμάσουμε αυτά τα δημοτικά στιχουργήματα που αναφέρονται σε κάθε φάση της διαδικασίας ύφανσης στον αργαλειό, ζυμωμένα με τους καημούς και τα όνειρα της υφάντρας κοπελιάς.
*                          
      Για τις δυσκολίες της δουλειάς του αργαλειού να τι αναφέρει η δημοτική μούσα:
                        «Το κέντημα είναι γλέντημα κι η ρόκα είναι σεργιάνι
                        μα ο αργαλειός είναι σκλαβιά, σκλαβιά πολύ μεγάλη».
*
                        «Απ’ το πρωί στον αργαλειό τρέχουν τα δάκρυά μου
                        κι απ’ τη βαριά σαΐτα μου μου πονούν τα δάχτυλά μου».
*
      Για την αξιοσύνη της κόρης στον αργαλειό, η φαντασία του λαού ανοίγει διάπλατα τα φτερά της και την παινεύει:
                        «Μια λυγερή στον αργαλειό υφαίνει τα προικιά της
                        βάζει ασημένιον αργαλειό κι υφάδια μεταξένια
                        βάνει σαΐτες μάλαμα και φιλτισένια χτένια».
*
                         «Τη ρόκα στη μασχάλη, το γνέμα στην ποδιά σου
                         ψιλό σειρήτι γνέθεις το να υφάνεις τα προικιά σου».
* 
                         «Πέτα σαΐτα μου γοργή τ’ ολόχρυσο μετάξι,
                         να ‘ρθει ο καλός μου τη Λαμπρή να βρει χρυσά ν’ αλλάξει».
*
      Ακόμα και οι παπαδιές ύφαιναν σύμφωνα με το λαϊκό στίχο:          
                         «Μια παπαδιά στον αργαλειό το πόδια της κουνάει
                          και με το νου της έλεγε και με το νου της λέει…»

      Την τέχνη ντου αργαλειού και το πέταγμα της σαΐτας από την κόρη το ‘κανε τραγούδι ο λαός μας και το τραγούδησε:
                       «Την ευχή μου να ‘χεις, αργαλειό να μάθεις,
                       τη σαΐτα να πετάς, τα ποδάρια να κουνάς».
*
                       «Μέσ’ σε σαΐτα κέδρινη, σαΐτα τορνευτή
                       περνάει τη μασούρα της σε συρματένιο στύλο,
                       χτυπάει το ξυλόχτενο και παίζουν τα καρέλια
                       και οι πατήθρες χαίρονται που τις πατούν ποδάρια
                       από κορίτσια απάρθενα θρεμμένα στο θυμάρι».
*
Το πόσο πολύ αγάπησε το χτένι η κόρη, ο λαός μας το τονίζει με τα παρακάτω τραγούδια:
                       «Πόχει ασημένιον αργαλειό και φιλτισένιο χτένι
                       σαν την κόρη που το υφαίνει».
*
                       «Με τ’ αργυρά τα χτένια της η κοπελιά να υφαίνει
                       τα κρουσταλλένια νυφικά, τη νύχτα το φεγγάρι».
*
      Να και μερικά περιπαιχτικά δημοτικά στιχουργήματα που αναφέρονται στον αργαλειό και σ’ όσες κοπελιές αγνοούσαν τη χρήσιμη απασχόληση του αργαλειού:
                              
                      «Ποιος είδε αλεπού στον αργαλειό, λαγό μαζεύ’ μασούρια
                      ποιος είδε το σκαντζόχοιρο να στρώνει το υφάδι».
*
                      «Σαν δεν ήξερε να ‘φάνεις , τα μασούρια τι τα βάνεις;».
*
                      «Καλά το υφαίνεις το πανί, καλά το μασουρίζεις
                       κι όταν σου πουν γι’ άλλη δουλειά, τη ράχη σου γυρίζεις».
*
                       «Ανάθεμα τη μάνα σου και τη μαστόρισσά σου
                       που στ’ αργαστήρι σ’ έβαλε και τρέμουν τα βυζιά σου».
*
                       «Όσοι κρατούνε τ’ άρματα, θαρρούνε κι άντρες είναι,
                       κι όσες χτυπούν το πέταλο, ανυφαντούδες είναι».
*
                       «Πέντε μήνες και μια μέρα, έγνεσα ένα αδράχτι γνέμα
                       πώς το έγνεσα η πλατώνα, που κοιμώμουν ως το γιόμα;».
                        «Το Μάη θα βάλω το πανί στον αργαλειό να υφάνω
                        να φκιάσω τα προικάκια μου να παντρευτώ η καημένη…
                        Πήγαν με κατηγόρησαν μες στα πεθερικά μου,
                        μου είπαν πως είμ’ ανάδουλη, πως είμαι και τεμπέλω…
                        ν’ Εγώ δεν είμ’ ανάδουλη, δεν είμαι και τεμπέλω·
                        ν’ εγώ τη ρόκα τη βαστώ και το κρασί το πίνω…
                        Πίνω δυο τσίτσες το πρωί και τρεις το μεσημέρι
                        κι απάν’ το γύρμα του ηλιού, γυρίζω το βαρέλι!».
*
      Για τα σχέδια των υφαντών ένα δημοτικό τετράστιχο αναφέρει:
                        «Όλα τ’ αστέρια μάζωξα και τη χρυσή σελήνη
                        στον αργαλειό μου τ’ άπλωσα και στο ‘φαντό μου πάνω.
                        Ο γυρισμός του καρελιού κι ο χτύπος του χτενιού μου
                        πουλιά θα φέρουνε του δάσους και γλάρους του πελάγου».
*
      Σύμφωνα με το μύθο και τη λαϊκή παράδοση δεν ύφαιναν μονάχα οι λυγερές, αλλά και οι θεές, οι βασίλισσες, οι νεράιδες κι οι μάγισσες, φτιάχνοντας τ’ αραχνοΰφαντα φορέματά τους:
                        «Με το μετάξι η μάγισσα υφαίν’ ένα μαντήλι
                        το ‘βαψε με φιδόγλωσσες και με παρθένας αίμα
                        και τρεις φορές το ξόρκισε, το ‘καμε μαγεμένο».
*
      Τραγούδια για τον αργαλειό έχει γράψει κι ο Κ. Κρυστάλλης, που θεωρείται δημοτικός στιχουργός:
                       «Θε να βοηθήσω στ’ άρμεγμα του γέρου μου πατέρα
                       και σαν νυχτώσουν τα βουνά και πάει αυτός στο σκάρο
                       τ’ αδράχτι, η δρούγα κι ο αργαλειός με καρτερούν εμένα».
*
      Επίσης, ο Βασίλης Λαμνάτος στο βιβλίο του «ο λογγοπερπατάρης», τραγου-δάει:
                        «Φανταχτερό καλόκρουστο και διπλοκεντημένο
                        με τον καημό της κορασιάς και τ’ όνειρο τσ’ αγάπης
                        χινόταν δίπλα, καταγής, το πλουμιστό υφάδι
                        ανάβρυσμα μεθυστικό της λαϊκής μας τέχνης».

      Ακολουθούν κι ορισμένες παραλογές που αναφέρονται στον αργαλειό και στην υφαντική τέχνη. Οι παραλογές είναι αφηγηματικά τραγούδια με κύριο χαρα-κτηριστικό τους το παραμυθιακό στοιχείο. Η υπόθεσή τους είναι βασισμένη στη φαντασία και στην παράδοση του λαού μας. Πορεύονται μέσα τους η δραματική αφήγηση, η φαντασία και το συναίσθημα. Οι παραλογές, αν και αναφέρονται στο ίδιο θέμα, διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Συναντώνται και στους γειτονικούς λαούς, όπως για παράδειγμα στους Σέρβους:

                        «Νια πούλια είναι στον αρανό, νια λυγερή στον κόσμο,
                        του Παπαλάμπρου η ανηψιά, του Παπαγιώργ’ η νύφη,
                        πόχ’ ασημέριον αργαλειό και φιλτισένιο χτένι
                        και τη σαΐτα πο ‘ριχνε, σπυρί μαργαριτάρι.
                        Διασίδι ολομέταξο στον αργαλειό της ρίχνει,
                        στον αρανό το ίδιαζε, μιτώνει στον αέρα
                        και στον αφρό της θάλασσας καθέται και υφαίνει.
                        Συντά ‘μπαινε στον αργαλειό κι αρχίναε το τραγούδι,
                        ν’ από την τράντα τ’ αργαλειού κι απ’ το νηχό της κόρης,
                        τον ήλιο τον σκαντάλιζε κι αργεί να βασιλέψει
                        κι η μάνα του τον καρτερεί ψωμί να πάει να φάει…»
      Η τέχνη, να υφαίνει η κόρη στον αργαλειό της, ήταν μοναδική για κάθε μια και αποτελούσε το κριτήριο για να την  αναγνωρίσει η μάνα της, όταν επέστρεφε από την ξενιτιά όπου ήταν  παντρεμένη, ύστερα από πολλά χρόνια:

                        «-Πέστε, κορίτσια, της μανιάς, πέστε της κυρα μάνας,
                        αν θέλ’ αυτή και μένανε δουλεύτρα να με πάρει.
                        -Αν είσ’ αξιά κι αγλήγορη, αν είσαι χρυσοχέρα,
                        της Αλεξάντρας το πανί να μπεις και να υφάνεις.
                        Στον αργαλειό της έκατσε και το τραγούδ’ αρχίζει:
                        -Διασίδι, πικροδιάσιδο και πικροϊδιασμένο…
                        Διασίδι, σύντας σ’ ίδιαζα, ήρθαν προξενητάδες
                        κι όταν σε πρωτοκόλλησα ήρθαν να τελειώσουν
                        κι όταν σε πρωταρχίνησα ήρθαν να στεφανώσουν.
                        Διασίδι μ’, τότε σ’ άφησα στη μέση στο κεντίδι
                        και τώρα η μοίρα το ‘λαχε να σ’ αποτελειώσω».
*
                        «-ν’ Εγώ δεν είμαι γύφτισσα, καθάρια γυφτοπούλα,
                        μόν’ σύρτε στην κυρούλα σας μη θέλει κι άλλη δούλα·
                        αν σας ρωτήσει για δουλειά, τι ξέρω γω να φκιάνω,
                        ξέρω υφαίνω τσίριμπο, κεντάω το βελούδο.
                        Πήγαν και τη ρωτήσανε, αν θέλει κι άλλη δούλα.
                        -Μαρ’, άλλ’ από τη Φήβα μου βελούδο δεν πλουμπίζει…
                        Και πήγαν και την έβαλαν στον αργαλειό να υφάνει.
                        Συντάς μπήκε στον αργαλειό, άρχισε το τραγούδι:
                        -Διασίδι μ’, φόντας σ’ ίδιαζα, ήρθαν οι συμπεθέροι
                        κι όταν σε μισοΰφανα ήρθανε και με πήραν...
                        Κι η μάνα της σαν τ’ άικουσε λιγοθυμιά της ήρθε».
* 
                       «-Σύρτε, κορίτσια, στην κυρά τη Σκλήραινα να πείτε,
                       αν θέλετα και μένανε δουλεύτρα να με πάρει.
                       Αν σας ρωτήσει για δουλειά, σαν τι δουλειά θα κάνω,
                       ξέρω υφαίνω τσίραμπο, κεντάω το βελούδο,
                       υφαίνω, ξεϋφαίνω το κι απ’ την αρχή το υφαίνω.
                       Της είπανε της Σκλήραινας, αν θέλει άλλη δουλεύτρα·
                       ξέρει υφαίνει τσίραμπο, κεντάει το βελούδο
                       υφαίνει, ξεϋφαίνει το κι απ’ την αρχή το υφαίνει.
                       Στο παραθύρι στάθηκε, κοιτάει να ιδεί τη δούλα,
                       ποια είν’ που υφαίνει τσίραμπο, κεντάει το βελούδο,
                       υφαίνει, ξεϋφαίνει το κι απ’ την αρχή το υφαίνει.
                       -Άλλη ν’ από τη Ρήνη μου τσίραμπο δεν υφαίνει,
                       μούιτε βελούδο δεν κεντάει με χίλια δυο πλουμίδια.
                       Σύρτε για να τη βάλετε στον αργαλειό της Ρήνης,
                       για να υφάν’ το τσίραμπο, κεντήσει το βελούδο,
                       τον ήλιο της ανετολής να αποτελειώσει·
                       τον άφηκ’ η Ρηνούλα μου στη μέση στο κεντίδι.
                       Την πήγαν και τη βάλανε στον αργαλειό να υφάνει.
                       Άρχισε νόστιμο νηχό και παραπονεμένο,
                       σα μοιρολόι το ‘λεγε, σα μοιριολόι το λέει:
                       -Διασίδι πικροδιάσιδο και πικροϋδιασμένο·
                       διασίδι, σύντας σ’ ίδιαζα ήρθαν οι συμπεθέροι
                       κι όταν σε μισοκέντησα ήρθαν να στεφανώσουν
                       και τώρα η μοίρα το ‘λαχε να σ’ αποτελειώσω,
                       τον χρυσοήλιο της αυγής που άφησα στη μέση…»
*
Αλλά και τη ρόκα  με το αδράχτι καθώς και το γνέσιμο παίνεψε με χάρη και ζωντάνια η δημοτική μούσα. Και να πως:
                      «Πάνω σε ψηλή ραχούλα, κάθεται μια βλαχοπούλα
                      και τη ρόκα της κρατάει, προβατάκι’ αρνιά φυλάει».
*
                      «Κι εγώ κοιμάμαι μοναχή κι έχω τη ρόκα συντροφιά
                      τ’ αδράχτι μου κουβέντα…»
*
                      «Φέρνει τη ρόκα γνέθοντας, τ’ αδράχτι της γεμάτο,
                      τρεις μήνες κάνει στο βουνό και τέσσερις στους κάμπους».
*
                      «Εσύ που πας απάνω τη ρόκα γνέθοντας,
                      καρτέρα με και μένα να πάμε παίζοντας».
*
                      «Η μοίρα που σε μοίρανε αδράχτι είχε ασημένιο
                      και νήμα από μάλαμα και μοίρανε και σένα».
*
                      «Στο είπα πέτα αυτή τη ρόκα,
                      τι τα θέλεις τα προικιά, κόρη του παπά».
*
                      «Για πάρε συ τη ρόκα σου κι έλα το φράχτη-φράχτη
                      κι αν σε μαλώσει η μάνας σου πες έχασες τ’ αδράχτι».
*
                      «Ποιος είδε λαγό με ταμπουρά, την αλεπού με ρόκα».
*
                      «Πέντε μήνες, έξι αδράχτια πότε τα ‘γνεσα εγώ;».
*
                      «Πέρασ’ από την πόρτα σου κι έγνεθες τη ρόκα σου».
*
                      «Τα παλικάρια τα καλά θέλουν καλά κορίτσια,
                       να  ξέρουν ρόκα κι αργαλειό, να ξέρουν να κεντάνε».
*
                       «Έγνεσα όλο το χρόνο, ένα αδράχτι όλο κι όλο».
                       «Και με τη ρόκα ύστερα τη μορφοκεντημένη
                       στρίβουν τα γνέμα το στριφτό και απαλό στ’ αδράχτι».
 
      Να κι ένα αίνιγμα του λαού μας  που αφορά το αδράχτι και το γνέσιμο:
                          «Ανεβαίνει κατεβαίνει και χωρίς να τρώει παχαίνει,
                          μόνοι που στριφογυρίζει την κοιλίτσα του γιομίζει».
*
      Για ένα άλλο χρήσιμο εργαλείο της υφαντικής τέχνης, την ανέμη, η δημοτική ποίηση έπλασε τα παρακάτω τραγούδια:
                         «Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη,
                         δώσ’  της κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει».
*
                         «Μια κόρη Αγραφιώτισσα και μι’ Αγραφιωτοπούλα
                         πο ‘χει ασημένιον αργαλειό, μαλαματένιο χτένι
                         ανέμιζε, καλάμιζε και συχνοτραγουδούσε…»

      Για τη διαδικασία του ιδιάσματος ο λαός μας, με το απίστευτο ταλέντο του, σκάρωσε διάφορα σχετικά στιχουργήματα:
                       
                        «Παρασκευή το ίδιαζε, Σαββάτο το υφαίνει,
                        την Κυριακή το φόρεσε να πάει στο πανηγύρι».
*
                        «Ωσάν το ύψος τ’ ουρανού, της θάλασσας το βάθος
                        είν’ το διασίδι που ίδιαζε μια κόρη στην αυλή της,
                        το ίδιαζε το ξεΐδιαζε στον αργαλειό το βάνει,
                        το ύφαινε το ξεΰφαινε, το υφαίνει το ξεϋφαίνει».
*
                        «Διασίδι μ’ όταν σ’ έγνεθα τον νυχτονειρευόμουν,
                        διασίδι μ’ όταν σε κόλλαγα μου στείλαν αρραβώνα».
*
                        «Στον αργαλειό της ύφαινε κι ανάρια τραγουδούσε,
                        διασίδι καλοδιάσιδο, γνεμένο στο νυχτέρι».
*
                        «Μια κόρη ίδιαζε πανί, μια κόρη καλαμίζει
                        και τα βουνά ραΐζει.
                        Παρασκευή το ίδιαζε, Σαββάτο το ξυφαίνει
                        η θεοσκοτωμένη.
                        Την Κυριακή το φόρεσε, στην εκκλησιά πηγαίνει
                        λαμπάδα φουντωμένη.
                        Παπάς την είδε κι έσφαλε κι ο διάκος δαιμονίσθει
                        κι η εκκλησιά ραΐσθει.
                        Οι ψάλτες οι κακόμοιροι από το κοίταγμά τους
                        επέσαν τα χαρτιά τους.
                        Φύγε βρε κόρη από δω, φύγε απ’ την εκκλησία
                        να αρχίσει η λειτουργία».
                                                             *
                        «Μια κόρη ίδιαζε πανί, με φιλτισένιο χτένι
                        χαράς την που το υφαίνει…»

Δεν υπάρχουν σχόλια: