TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Υφαντική Τέχνη

Η ΥΦΑΝΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
Ευθυμίου Τάκης - Κανέλλος Βασίλης
Μαλίνα υφασμένη στον αργαλειό από τη Ζάχου Γιάννα
στον Άγιο Γεώργιο
 Η  υφαντική  είναι  μια πανάρχαια  και  πανθρώπινη τέχνη και η καλή επίδοση σ’ αυτήν ήταν σπουδαία αρετή των γυναικών. Αδράχτι και ρόκα βαστάει η νιόνυμφη όταν πρωτομπαίνει στο σπιτικό της κι ο αργαλειός είναι το απαραίτητο εργαλείο σε κάθε νοικοκυρά της παραδοσιακής κοινωνίας. Η άξια υφάντρα:
«Με τα ποδάρια ύφαινε και με τα χέρια γνέθει,
                                            με το μικρό το δάχτυλο περνάει τη σαΐτα…»
      Η υφαντική παρουσίασε εξαιρετικά δείγματα δουλειάς σ’ ολόκληρη την Ελλάδα κι αυτό επειδή ο αργαλειός αποτελούσε μέρος της ίδιας της καθημερινής ζωής και δεν έλειπε, σχεδόν, από κανένα αγροτικό σπιτικό.
      Η κόρη έμπαινε από νωρίς στον αργαλειό, πάντα με την επίβλεψη της μάνας ή κάποιων ηλικιωμένων έμπειρων γυναικών που τις ονόμαζαν μαΐστρες. Υπήρχε σ’ αυτή την οικογενειακή μαθητεία μια διατήρηση της καλλιτεχνικής συνέχειας. Οι πιο ευκατάστατες οικονομικά υφάντρες, ύφαιναν μονάχα μεταξωτά υφάσματα για να πατούν τις πατήθρες του αργαλειού, φορώντας παντόφλες με ελεύθερη τη φτέρνα. Τα χοντρά υφάσματα τα ύφαιναν οι φτωχότερες κοπέλες. 
      Πρώτα απ’ όλα φρόντιζε να έχει δίπλα της ένα πανέρι όπου μέσα είχε τα μασούρια με το υφάδι. Η υφάντρα ύφαινε με τον εξής τρόπο. Περνούσε με τη σαΐτα το υφάδι του μασουριού, δηλαδή το νήμα με το οποίο γίνεται η ύφανση ανάμεσα στις κλωστές του στημονιού και ύστερα τις πίεζε με το χτύπημα του χτενιού. Έτσι,  έσμιγαν κι έσφιγγαν μεταξύ τους οι κλωστές και γινόταν το ύφασμα, άλλοτε πυκνό και άλλοτε αραιό, ανάλογα με το δυνατό ή ελαφρύ χτύπημα του χτενιού. Την ώρα που η υφάντρα περνούσε τη σαΐτα, τα μιτάρια ανεβοκατέβαιναν κι άνοιγαν τις κλωστές του στημονιού, πιέζοντας με τα πόδια της τις πατήθρες, μια το ένα και μια το άλλο, ώστε να διευκολύνεται το πέρασμα της σαΐτας.
      Η υφάντρα γνώριζε πολύ καλά πώς να μεταχειριστεί τη σαΐτα για να φτιάξει τα διάφορα σχέδια στο υφαντό. Η παράδοση, βέβαια, δεν επέτρεπε νεωτερισμούς και πολλές επιδράσεις στα μοτίβα. Τα σχέδια περνούσαν από τη μάνα στην κόρη. Ωστόσο, οι υφάντρες που διέθεταν ανεπτυγμένο καλλιτεχνικό ένστικτο, πρόσθεταν και την προσωπική τους σφραγίδα σε μια προσπάθεια ανανέωσης της παράδοσης.
      Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η μελέτη των διακοσμητικών θεμάτων της ελληνικής υφαντικής. Είτε πρόκειται για απλά γεωμετρικά είτε για μορφές ανθρώπων, φυτών, ζώων και αντικειμένων, είναι όλα φτιαγμένα με την ίδια αντίληψη. Τα διακοσμημένα υφαντά απαιτούν ιδιαίτερη τεχνική, το αποτέλεσμα, όμως, δικαιώνει την προσπάθεια της υφάντρας.
Υφαντά από το Λαογραφικό Μουσείο Ανατολής Φθιώτιδας
       Εκτός από το σχέδιο, σημαντικός παράγοντας ομορφιάς των υφαντών που ύφαιναν οι γυναίκες της περιοχής της Δυτικής Φθιώτιδας είναι τα χρώματα με τις ζωηρές αντιθέσεις τόνων, με την εναλλαγή θερμών και ψυχρών και το δέσιμο σχεδίου και χρώματος. Τα διάφορα διακοσμητικά θέματα συνθέτονταν πάνω σε ομοιόμορφο φόντο κόκκινο ζωηρό, σκούρο γαλάζιο, καφέ, μαύρο και σπανιότερα άσπρο. Γενικά, τα υφαντά χαρακτηρίζονται από μια προσπάθεια και φροντίδα ν’ αναδειχθεί η σύνθεσή τους και τα θέματα με το χρώμα.
Αναρωτιέται κανείς πως έβρισκαν αυτές τις εκπληκτικές αρμονίες χρωμάτων οι απλοϊκές υφάντρες των χωριών μας. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι αντέγραφαν κάποιες συνθέσεις, όπως συμβαίνει σε κάθε παραδοσιακή τέχνη, προσθέτοντας και το δικό τους προσωπικό στοιχείο, επειδή η ύφανση δεν είναι μονάχα εμπειρία και δεξιοτεχνία αλλά και πάθος της καρδιάς.
Το ελληνικό υφαντό, προτού αποτελέσει αντικείμενο βιομηχανικής παραγωγής, ήταν μια ιδιαίτερη επίπονη δουλειά όπως γινόταν στον αργαλειό. Η προ-παρασκευαστική εργασία, ο τρόπος βαφής των νημάτων, τα βασικά σχέδια και τα συμπληρωματικά διακοσμητικά στοιχεία, η ύφανση, όλα μαζί, παρά την ποιητική ατμόσφαιρα που τα συνόδευε, ήθελαν ιδιαίτερη προσοχή και περίσσιο μεράκι. Το υφαντό μπορεί να μην έχει τη λεπτοδουλειά ενός κεντήματος, η ευθύνη όμως, ως έργο τέχνης, είναι η ίδια.
Από τον αργαλειό βγήκαν παλιότερα και στην περιοχή μας έργα υψηλής λαϊκής καλλιτεχνικής πνοής. Τα σχέδια, η διαύγεια και η αρμονία των χρωμάτων, χάρισαν στα υφαντά μια ξεχωριστή θέση στη λαϊκή μας τέχνη.
Και τι δεν έβγαιναν από τα χέρια της παλιάς ρουμελιώτισσας υφάντρας! Βελέντζες, χράμια, κιλίμα, ποδιές, τσόλια, απαργανίθρες κι ένα σωρό άλλα καλοδουλεμένα υφαντά, προικιά και ρουχισμός. Γι’ αυτό έλεγαν την παροιμία: «Ο άνδρας χτίζει σπίτι κι η γυναίκα το γεμίζει». Πράγματι, το γέμιζε και το στόλιζε με τα υπέροχα υφαντά της!
Ας δούμε μερικά από τα γνωστότερα είδη υφαντών που ύφαιναν οι χωριατοπούλες της Δυτικής Φθιώτιδας στον αργαλειό τους.
Γίκος με υφαντά από το Λαογραφικό Μουσείο "Ακρίδα" στη Σπερχειάδα
Υφαντά για το σπίτι (κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια, διακοσμητικά)
-  Καραμελοτές κουβέρτες για σκέπασμα, με άσπρο στημόνι και χρωματιστό υφάδι.
- Μαντανίες, σκεπάσματα με διάφορα χρώματα και σχέδια που είχαν κεφαλάρια, δηλαδή χρωματιστές οριζόντιες ραβδώσεις στις δυο στενές πλευρές των υφαντών. Οι μαντανίες επεξεργάζονταν και στη νεροτριβή.
-  Βελέντζες με βαμβακερά και μάλλινα νήματα, μονόχρωμες (κόκκινες ή τριανταφυλλί), αλλά και παρδαλές με νερά διαφόρων χρωμάτων, όχι μονάχα στις άκρες αλλά και σ’ όλον τον κάμπο τους.
-  Τσέργες (βελέντζες με κρόσια)
-  Χράμια που είναι στρώματα και σκεπάσματα μαζί. Κατασκευάζονταν με ύφασμα απολυτό και έφεραν διάφορα χρώματα και κεντίδια.
-  Τσόλια που ήταν τράγινα σκεπάσματα.
-  Κιλίμια ή καρπίδια. Πρόκειται για πανέμορφα στρωσίδια που γίνονταν από χοντρό δίμιτο ύφασμα. Το ύφασμα των κεντητών κιλιμιών ήταν μια περίπλοκη και δύσκολη εργασία. Η υφάντρα εκτός από το ύφασμα, έπρεπε να κατέχει και την τέχνη του κεντήματος για να κεντάει με επιδεξιότητα διάφορα σχέδια πάνω στον κάμπο του κιλιμιού. Μερικά κιλίμια ήταν αριστουργήματα λαϊκής τέχνης κεντημένη με ιδιαίτερη γοητεία.
-  Προσκέφαλα (μάλλινα μαξιλάρια) με στολίδια και ξόμπλια.
- Μαρούδες. Ήταν μαθητικές τσάντες φτιαγμένες από μάλλινο υφαντό, πάνω στο οποίο κεντούσαν διάφορα σχέδια. Μαρούδα πρόσφερε η νύφη σ’ ένα μικρό αγόρι που ήταν συγγενής του γαμπρού, όταν το έπαιρνε στα πόδια της για γούρι, προκειμένου να αποκτήσει αγόρι, σύμφωνα με την επικρατούσε λαϊκή αντίληψη.
-  Δισάκια, δηλαδή διπλά σακιά με σχέδια, που τα φόρτωνα στον ώμο ή στα ζώα, ένα από κάθε πλευρά και τοποθετούσαν μέσα διάφορα προϊόντα πρώτης ανάγκης.
-  Διάφορα σακιά, όπου μέσα σάκιαζαν προϊόντα.
-  Τροβάδες, μικροί πολύχρωμοι σάκοι που έβαζαν συνήθως το φαγητό για το δρόμο.
-  Φλοκάτες, υφαντά από μικρά κομμάτια νήματος (φλόκια) φυτεμένα στο στημόνι. Στη νεροτριβή γινόταν χνουδάτες.
-  Σπαργανίθρες και κουλόπανα για τα μωρά.
-  Σάβανο για τους νεκρούς.
-  Απαλάδια. Ήταν υφάσματα από προβατόμαλλο για τα σαμάρια των ζώων και για στρωσίδι στα πανηγύρια.
- Σαλαπάδα, δηλαδή μεγάλο υφαντό που το έστρωναν στα δωμάτια.
- Κουρελές, υφαντά που γινόταν από κουρέλια (φθαρμένα ρούχα). Τις χρησιμοποιούσαν για στρωσίδι.
-  Σάισμα, υφαντό από γιδόμαλλο, επεξεργασμένο στη νεροτριβή. Το έστρωναν στο πάτωμα και στο παραγώνι.
-  Πάντες τοίχου με σπάνια σχέδια και παραστάσεις.

Ανδρικές ενδυμασίες
Παλαιότερα τα υφαντά (σκουτιά) έντυναν ολοκληρωτικά τη φαμίλια, γι’ αυτό λέγανε: «Το υφαντό ντύνει το ρουμελιώτη απ’ τη γέννα ως τη γούρνα». Για την ανδρική ενδυμασία ύφαιναν τα παρακάτω υφαντά.
-  Κορμοφανέλες-σαρκοφανέλες.
- Πουκάμισα, συντρόφια, σώβρακα, πανωβράκια μάλλινα, μπουζνόβρακα (παντελόνια στενά προς τα κάτω), γελέκια (τα τσιπούνια με φαρδιά μανίκια που κρέμονταν στις πλάτες.
- Κάπες, κοντοκάπια. Τις έφτιαχναν με κατσικίσιο μαλλί και τις στόλιζαν με τα σειράδια (πλεχτά κορδόνια). Τις φορούσαν οι τσοπαναραίοι.
-  Ζουνάρια, πουρπόδια (ύφασμα που συνδέεται στα τσαρούχια), σκουτουτσάρουχα (τσαρούχια από σκουτί για τα χιόνια), βήτες (στολίδια για τις κάλτσες που φοριόνταν με τη φουστανέλα), στάφες (κορδέλα που έδεναν την κάλτσα).

Γυναικείες ενδυμασίες
- Σιγγούνια (παλτό), φανέλλες μάλλινες, πόλκες (κοντό σακάκι).
- Ποδιές κεντημένες με δαντέλλα γύρω-γύρω.
- Γιούρτα (πανωφόρι με σιρίτια).
- Βελέσια (μεσοφόρια0 με καμούφα-βολάν και με λιανές ρίγες μπλε ή κόκκινες).
- Τράστα (πανωφόρι)
-Μαλλίνα (πανωφόρι μάλλινο)

Το κέντημα των ρούχων
Τα σκουτιά που υφαίνανε στον αργαλειό τα κάνανε με κεντίδια. Συνήθως βάζανε κεντίδια στα υφαντά πουκάμισα, στα μεσοφόρια, στα πανωφόρια και στις περισσότερες κουβέρτες. Να τι λέει ένα δημοτικό τραγούδι για το κέντημα: «Πέρασα π’ ένα χωριό κι είδα μια στον αργαλειό κι έφτιανε το σιγαϊτάνι, δεκαοτώ λογιών το φτιάνει.    Όλα τα υφαντά του αργαλειού τα τοποθετούσαν σε στοίβες διπλωμένα στο «γιούκο» ή «γίκο». Τακτικά τα επιδείκνυαν, βγάζοντάς τα ν’ αεριστούν στα μπαλκόνια και στους ξύλινους φράχτες.

Το υψηλό κόστος των χειροποίητων υφαντών, η έλλειψη εργατικού δυναμικού που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1970 λόγω μετανάστευσης, η μείωση του αριθμού των παιδιών της οικογένειας, η βελτίωση των όρων διαβίωσης, η στροφή προς άλλα αποδοτικότερα επαγγέλματα και η προμήθεια βιομηχανοποιημένων προϊόντων, οδήγησαν την υφαντική τέχνη στην παρακμή και στον αφανισμό της.
Ντορβάς υφασμένος στον αργαλειό
από τη Ζάχου Σταυρούλα στον Άγιο Γεώργιο


Δεν υπάρχουν σχόλια: