Η "άγρια τόλμη" των κλέφτικων τραγουδιών
(του Παντελή Μπουκάλα)
Το ύμνησε ο Γκαίτε. Το λάτρεψε ο Σολωμός. Το προσκύνησε ο Βαλαωρίτης. Το αγάπησε ο Παλαμάς, κι ο Μαλακάσης βέβαια κι ο Κρυστάλλης. Το εκτίμησε ιδιαίτερα ο Καβάφης, Το εκθείασε ο Σεφέρης, που το μετρούσε σαν «ατόφια ελληνική φωνή». Το σεβάστηκε ο Ελύτης, που έγραψε για τον Γκάτσο: «Αλλ’ εμείς τη δημοτική γλώσσα και την παράδοση τις εκμάθαμε. Σιγά σιγά και με πολύν κόπο. Εκείνος τις βρήκε μέσα του, έτοιμες, μαζί με τα τραγούδια των προγόνων του, τις αφομοίωσε μαζί με “το γάλα της μητρός του”, που θα έλεγε ο Σολωμός». Ο Γκάτσος, λοιπόν, μαθήτευσε σε αυτό, όπως κι ο Ρίτσος. Κι άλλοι, πολλοί, το υπηρέτησαν και το τίμησαν, με τον τρόπο του ο καθένας. Πλούσιο μέσα στην ποικιλία του το δημοτικό τραγούδι, ευαίσθητο, ελευθερωμένο από προκαταλήψεις και συμπλέγματα, άρα και συναρπαστικά ελευθερωτικό, απέσπασε κάτι βαθύτερο από τον θαυμασμό και πνευματικά γονιμότερο: το σέβας.
Οι έπαινοι που κέρδισε το δημοτικό τραγούδι δεν σχετίζονται αποκλειστικά με το καλλιτεχνικό του ύψος, τη λογοτεχνική του ευφυΐα και διαύγεια, την εκπληκτική οικονομία του. Ανταποκρίνονται σε ορισμένα θεμελιώδη γνωρίσματά του, που σπανιότατα κάμπτονται ή υποχωρούν· στην ευθύτητά του δηλαδή, στη δικαιοσύνη που το διακρίνει, στην τιμιότητα θεώρησης των ανθρωπίνων πραγμάτων που το εξυψώνει, στον τρόπο εντέλει με τον οποίο η βαθιά συγκίνηση μορφοποιείται σε λόγο χωρίς το αίσθημα να πλημμυρίζει πληθωριστικό τις λέξεις. Και στην απλότητά του βέβαια, που το σφραγίζει είτε όταν ζυγίζει και μετράει τον κόσμο είτε όταν αποδίδει τις ποικίλες εκδηλώσεις του, ευφρόσυνες ή πικρές, ειρηνικές ή πολεμικές.
Γράφοντας για το κλέφτικο, ο Κλωντ Φωριέλ, που πρώτος δημοσίευσε συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, το 1824, στο Παρίσι, σχολιάζει: «Ο, τι περισσότερο ξεχωρίζει αυτά τα βουνίσια τραγούδια από τα υπόλοιπα είναι ένα μοναδικά ρωμαλέο ύφος· είναι μια, πώς να το πω, άγρια τόλμη στη σύλληψη, στη σύνθεση και στις σκέψεις, που η απλότητα και το καθημερινό ύφος της έκφρασης τις κάνει να ξεπετάγονται πιο ζωντανές απ’ ό, τι θα πετύχαινε μια γλώσσα εμφατική και πιο στολισμένη. Υπάρχει κάποια αναλογία, κάποια αρμονία ανάμεσα στην ιδιοφυΐα των κλεφτών και σ’ εκείνη των ποιητών, που θα μας έκανε να νομίζουμε πως οι τελευταίοι θα μπορούσαν να μάχονται σαν τους πρώτους, κι αυτοί πάλι να τραγουδούν σαν τους άλλους· και δύσκολα θ’ αποφάσιζε κανείς αν βρίσκεται περισσότερος ενθουσιασμός, περισσότερο μίσος για τους Τούρκους, περισσότερη αγάπη για την ελευθερία στους στίχους των ραψωδών ή στη ζωή των ηρώων τους. Αισθάνεται κανείς σ’ όλες αυτές τις συνθέσεις την επίδραση των τόπων που τις ενέπνευσαν· αισθάνεται πως πρωτοβγήκαν στα βουνά. Αλλά αυτά τα βουνά είναι ελληνικά, και δεν έχουν καθόλου αιώνιους πάγους, και οι κορυφές τους δεν ξεπερνούν το ύψος όπου η γη παύει να νιώθει τη γλυκιά ζέστη του ήλιου, παύει να έχει πρασινάδες και λουλούδια» (βλ. το βιβλίο του Φωριέλ «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια», εκδ. επιμέλεια Αλέξης Πολίτης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1999, τόμ. Α΄).
Αυτή την «άγρια τόλμη», που φανερώνεται απολαυστική και στην εικονοποιία των δημοτικών, στην τεχνική τους, τη διακρίνουμε και στην «ιδεολογία» τους, στη στάση τους απέναντι σε όσα συμβαίνουν, μια στάση που μπορούμε να τη θεωρήσουμε φυσική και αυθόρμητη, καρπό ενός λαϊκού πολιτισμού που κρατάει τις αξίες του, και όχι προϊόν κάποιας θεωρητικής σύλληψης. Ειδικά στα κλέφτικα, η στάση αυτή αποκαλύπτεται με διάφορες μορφές. Οδηγεί πρώτα πρώτα στην ιστόρηση επεισοδίων όπου τον τόνο τον έδωσε οτιδήποτε άλλο, πάντως όχι ο ηρωισμός, γεγονός που θέτει τα τραγούδια αυτού του περιεχομένου έξω από τον κανόνα «ορθοέπειας» που εκ των υστέρων πλάστηκε. Ο καπετάν Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης, λ.χ., για τον οποίο έγραφα εδώ την περασμένη Κυριακή, εμφανίζεται στο ακόλουθο δημοτικό όχι σαν ήρωας αλλά σαν κάποιος που καυχιέται μεθυσμένος από δύναμη για όσα αντεκδικούμενος έπραξε εις βάρος ενός ιερέα με τον οποίο είχε διαφορές: «Τι ’ν’ το κακό που γίνεται τούτο το καλοκαίρι, / τρία χωριά μάς κλαίονται, τρία κεφαλοχώρια, / μας κλαίγεται κι ένας παπάς από τον Αγιο Πέτρο. / Τι τόκαμα του κερατά και κλαίγετ’ από μένα; / Μήτε τα βόδια τ’ έσφαξα μήτε τα πρόβατά του· / τη μια του κόρη φίλησα, τις δυο του θυγατέρες, / το ’να παιδί του σκότωσα, τ’ άλλο το πήρα σκλάβο / και πεντακόσια δυο φλουριά για ξαγορά τού πήρα· / ούλα λουφέ τα μοίρασα, λουφέ στα παλικάρια, / κι ατός μου δεν εκράτησα τίποτα για τ’ εμένα».


Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου