ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΑΤΑΡΝΑΣ
Πηγή: «Τα Ελληνικά Μοναστήρια», Ευαγγέλου Λέκκου
Πίνακας: Γιάννα Ξέρα |
Μοναστήρι παλαιό και ταυτόχρονα σύγχρονο είναι η Τατάρνα. Το παλαιό ανάγει την αρχή του στον 11ο αιώνα. Το σύγχρονο κτίσθηκε από το έτος 1969 κι εξής, μετά τη δημιουργία της τεχνητής λίμνης από το φράγμα της ΔΕΗ και την καταβύθιση του παλαιού. Βρίσκεται σε πυκνόφυτη πλαγιά (υψόμετρο 400 μ. από την ανατολική όχθη της λίμνης των Κρεμαστών), στα όρια των νομών Ευρυτανίας και Αιτωλοακαρνανίας. Ιστορία αιώνων για το πρώτο, ιστορία σύντομη αλλ’ εξίσου λαμπρή και για το δεύτερο.
Σύμφωνα με την υπάρχουσα παράδοση, που δεν επιβεβαιώνεται από αδιάσειστα στοιχεία, το Μοναστήρι που κτίσθηκε τον 11ο αιώνα καταστράφηκε τριακόσια χρόνια αργότερα. Από την περίοδο αυτή του Βυζαντίου σώζονται η ψηφιδωτή εικόνα της άκρας ταπεινώσεως του Χριστού και κάποια χειρόγραφα, που δεν θεωρούνται επαρκή τεκμήρια για την ακριβή χρονολόγηση της Τατάρνας. Αξιόπιστη, αντίθετα, κρίνεται η Ιδρυτική Διάταξη της Μονής και το έτος 1556, ως χρονολογία ιδρύσεως της εκ μέρους τεσσάρων μοναχών, υπό τον Δαβίδ, αδελφών ως τότε της μονής του Σωτήρος Χριστού (πιθανόν Δουσίκου των Τρικάλων). Η ανέγερση έγινε στη θέση Πλάτανος, προς τιμήν της Παναγίας Φανερωμένης, στο σημείο που βρέθηκε η θαυματουργός εικόνα της. Η ονομασία Τατάρνα (και ορθότερο: Τετάρνα) αναφέρεται για πρώτη φορά σε «ενθύμηση» του έτους 1604: «αφιερόθη εν τη σεβάσμια μονή της παναγίας εν τω λευκοποτάμω και... επίκλην της τετάρνης» (1604). Και πέντε χρόνια ενωρίτερα σε εικόνα που εστάλη το 1599 από τη Μόσχα υπάρχει η αφιέρωση: «στέλλω το παρόν εικόνισμα εις την σεβασμίαν σταυροπηγιακήν μονήν εν τη τετάρνα».
Το 1556 ο οικουμενικός πατριάρχης Διονύσιος Β' με σιγίλλιο έγγραφο του ανακήρυξε τη Μονή ως σταυροπηγιακή. Το αυτό επιβεβαιώθηκε και με σιγίλλια άλλων πατριαρχών (1586, 1676,1782 -που βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού- και του έτους 1797). Αν και βρισκόταν σε δυσπρόσιτο μέρος, η Τατάρνα δεν έπαυσε να παίζει σημαντικό θρησκευτικό και εθνικό ρόλο, αφού ήταν στο δρόμο που συνέδεε τη δυτική με την ανατολική Στερεά Ελλάδα και αποτελούσε ένα ασφαλές «καταφύγιο για τους πρωτεργάτες επαναστατικών κινημάτων και πρωτοστατούσε η ίδια στις κινητοποιήσεις της Αγραφιώτικης περιοχής».
Ενδιαφέρουσες ειδήσεις για το ρόλο της αυτό παρέχει η αλληλογραφία Ευγενίου οσίου του Αιτωλού και του μαθητού του Αναστασίου Γορδίου, λογίων και διδασκάλων της Ευρυτανίας στους 17ο και 18ο αιώνες. Εξαιτίας της εν λόγω δράσεως της Μονής, το 1601 καταστράφηκε από τους Τούρκους, επειδή από αυτήν ξεκίνησε ο ηρωικός μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος ο Φιλόσοφος, που οι εχθροί του αποκαλούσαν σκωπτικά Σκυλόσοφο. Στην ανοικοδόμηση της συνέβαλε αποφασιστικά ο Σκαρλάτος, διαχειριστής των δημοσίων εσόδων στην Κωνσταντινούπολη και πρόγονος των ηγεμόνων Μαυροκορδάτων της Μολδοβλαχίας. Καταγόταν από τα Άγραφα και θεωρείται ο δεύτερος κτίτορας της παλαιάς Μονής.
Μεγάλη ακμή γνώρισε η Τατάρνα μετά το 1650, όταν διατελούσε υπό την προστασία του Ευγενίου του Αιτωλού, που χειροτονήθηκε διάκονας σ’ αυτήν, το 1616. Κατοικώντας ο ίδιος στο Καρπενήσι και ασκώντας επιρροή σε σημαντικά πρόσωπα, βοήθησε τη Μονή να προοδεύσει σε όλους τους τομείς. Στην ανάπτυξη της βοήθησαν και οι ηγούμενοι των χρόνων αυτών: Ο Δαμασκηνός από το Βάλτο, ο Ιάκωβος από το Πέτα και ο Ανανίας, μετέπειτα (1680-1700) αρχιεπίσκοπος Φαναριού και Νεοχωρίου, που διέμενε όμως στη Μονή. Οι μοναχοί είναι περίπου εκατό κι αργότερα έφθαναν και τους διακόσιους! Η Τατάρνα δέχεται δωρεές και προνόμια κι εκδίδονται για χάρη της δύο χρυσόβουλλα. από τον ηγεμόνα της Ουγγροβλαχίας Σ. Καντακουζηνό και «από τον σύγχρονο του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας».
Αρχές του 18ου αιώνος η Μονή περνάει δοκιμασίες και φθάνει σε σημείο «δυστυχίας και εις παντελή μικρού δειν ερήμωσιν και αφανισμόν». Ζητάει βοήθεια και λαμβάνει μόνο από τον Ιωάννη Νικ. Μαυροκορδάτο, γαμπρό του Σκαρλάτου και ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας. Σε ανταπόδοση οι μοναχοί του στέλνουν 22 παλαιά χειρόγραφα.
Συνεχίζει την εθνική δράση της και δέχεται αλλεπάλληλες επιθέσεις εκ μέρους των Τούρκων, οι οποίοι λεηλατούν, πυρπολούν και αρπάζουν ζώα και τρόφιμα (1767, 1775, 1804, 1810), για να φθάσουν στο σημείο να καταστρέψουν εντελώς τη Μονή το 1821, επειδή ο ηγούμενος Κυπριανός και οι μοναχοί βοήθησαν τον Οδ. Ανδρούτσο στη νικηφόρα μάχη εναντίον των Τούρκων, κοντά στη γέφυρα της Τατάρνας. Η προσφορά τους ήταν μεγάλη σ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνος και ιδιαίτερα στη μάχη του Σοβολάκου, γιατί είχαν αναλάβει τη διατροφή επί 10 ημέρες 4.000 Ελλήνων πολεμιστών, μαζί με τα πολεμοφόδια.
Το νέο καθολικό ανοικοδομήθηκε από το 1841 ως το 1844 με δαπάνη της Μονής και σχεδιαγράμματα Γερμανών αρχιτεκτόνων που διέθεσε για το λόγο αυτό ο βασιλιάς Όθωνας, μετά από παράκληση των μοναχών. Ο ναός αυτός κατέρρευσε από «ρηγματώσεις, σεισμούς και καθιζήσεις, ίσως είχε κτισθεί σε ακατάλληλο έδαφος..., κατά την εποχή δημιουργίας της τεχνητής λίμνης, το 1963». Ήταν όμοιος, σχεδόν, με τον παλαιό, «με εξαίρεση τους δύο τρούλους του νάρθηκα». Κάποια τμήματα από αυτό το τέμπλο φυλάσσονται τώρα στο σκευοφυλάκιο.
Το παλιό Μοναστήρι |
Όταν δημιουργήθηκε η τεχνητή λίμνη, χρειάσθηκε να ανεγερθεί μοναστήρι, 500 μέτρα νοτιοανατολικά από το παλαιό. Οι εργασίες άρχισαν το 1969 και ολοκληρώθηκαν χάρη στον ανύστακτο μόχθο του ηγουμένου Δοσιθέου «και των συν αυτώ αδελφών». Αποτελείται από το καθολικό, τριώροφο συγκρότημα με τρία παρεκκλήσια, τα κελιά, διάφορους βοηθητικούς χώρους και έχει τη δυνατότητα να φιλοξενήσει αρκετούς προσκυνητές. Το καθολικό είναι αγιορείτικου τύπου, σταυροειδής εγγεγραμμένος τρίκογχος ναός. Σ’ αυτόν είναι αποθησαυρισμένη η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Ταταρνιώτισσας, άλλες εικόνες του 19ου αιώνος και πολλά αφιερώματα. Στο σκευοφυλάκιο, που καλύπτει δύο ευρύχωρες αίθουσες, έχουν εναποτεθεί με μεγάλη φροντίδα όσα από τα κειμήλια διασώθηκαν στο διάβα τόσων αιώνων: εικόνες, ιερά σκεύη, άμφια, χρυσοκέντητα καλύμματα, ευαγγέλια επάργυρα, χειρόγραφα (το αρχαιότερο του 11ου αιώνος περιέχει λόγους Γρηγορίου του Θεολόγου), ξυλόγλυπτα προσκυνητάρια και αναλόγια, παλαίτυπα βιβλία κ. ά.
Αξιοπρόσεκτα: Η εικόνα της Παναγίας της Ταταρνιώτισσας, του οράματος του αγίου Σεργίου του Ραντονέζ (16ου αιώνος), ο επιτάφιος του 1584 χρυσοκέντητος, ο ξυλόγλυπτος σταυρός ευλογίας του 1680. Κάτω από το καθολικό υπάρχει άλλος ναός, προς τιμήν των Ευρυτάνων και ομόρων περιοχών Αγίων (Ανδρέα, Μιχαήλ, Δαμιανού, Σεραφείμ, Νικολάου, Κυπριανού, Ευγενίου, Ρωμανού, Ακακίου, Κοσμά, Γερασίμου, Ιωάννου), που συνεορτάζονται την τελευταία Κυριακή του Αυγούστου.
Στο σημείο που ήταν πριν η Μονή έχει ανεγερθεί το Κάθισμα του αγίου Σάββα του ηγιασμένου (είναι και ναός κοιμητηριακός).
Η μονή έχει δύο μετόχια: Του αγίου Νεκταρίου, «στην οφρύ» του Καρπενησίου, σε υψόμετρο 1060 μ. και του Ησυχαστηρίου Μοναζουσών, προς τιμήν της Οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας, στο Μικρό Χωριό Ευρυτανίας (ανεγέρθηκε το 1973 κ. εξ.).
Και έχει και την ιδιαίτερη χάρη να «φιλοξενεί» άγια λείψανα πολλών μαρτύρων, πατέρων, οσίων και αγίων, όπως: Τρύφωνος, Θεοδώρου του Στρατηλάτου, Χαραλάμπους, Πολυκάρπου, Ταρασίου, Αντίπα, Ακακίου Καυσοκαλυβίτου, Γεωργίου του Τροπαιοφόρου και πολλών εκ των Ευρυτάνων αγίων. Επίσης δυο τεμάχια Τιμίου Ξύλου. Η αδελφότητα ακολουθεί το αρχαίο τυπικό του οσίου Σάββα του ηγιασμένου και την ώρα της Αγίας Γραφής. Δεν κρεωφαγεί και δεν πίνει κρασί κανένας μοναχός της. Ασχολούνται και με πνευματικά διακονήματα.
Λειτουργεί έκθεση και εκκλησιαστικό μουσείο (κειμηλιοφυλάκιο).
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου