TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

"Η βουνίσια σκέψη"

Η Βουνίσια σκέψη
«Είμ’ ακόμα της γνώμης πως όσο αλαργένουμε απ’ την 
παράδοση, τόσο ξεκόβουμε από τις ρίζες μας». 
                                               Δ.Χ. Παπαναγιώτου
 
  Το νέο βιβλίο του Νεχωρίτη καθηγητή Δημήτρη Χ. Παπαναγιώτου

Παρουσιάζουμε, με ιδιαίτερη χαρά, μερικά αποσπάσματα από το νεοεκδοθέν, από το Σύλλογο Νεοχωριτών Υπάτης, βιβλίο του αγαπητού Νεχωρίτη φιλολόγου, Δημητρίου Χ. Παπαναγιώτου. Πρόκειται για ένα σπάνιο πόνημα που αναφέρεται στη Γλώσσα, ιστορία και λαογραφία του γενέθλιου τόπου μ’ ένα μοναδικό τρόπο που μονάχα ο φίλτατος Δημήτρης γνωρίζει να παρουσιάζει με τη ανυπέρβλητη μητρική ρουμελιώτικη ιδιωματική προφορά του, που έρχεται αναλλοίωτη κατευθείαν από τις προγονικές ρίζες. Καλοτάξιδο και καλοδιάβαστο να είναι!

ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
Στην πρώτη έκδοση των Νεχωρίτικων τραγουδιών, το  1977, είχα προτάξει τις ακόλουθες αράδες, με τίτλο
ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ
Δίνω στη δημοσιότητα τα Νεχωρίτικα τραγούδια, που με το νηχό τους νανουρίστηκαν, αντρώθηκαν και μοιρολογήθηκαν γενιές και γενιές. Σταχολογώντα, εδώ κι είκοσι χρόνια, ορθώθηκε τούτ' η θημωνιά από καρπερά, θέλω να πιστεύω, δεμάτια. Καταγραμμένα με συνέπει' απέναντι στο χωριανό μου τ' απευθύνω στο πλατύτερο κοινό- σε κείνους που δεν έχασαν ακόμα την πίστη και την ευαισθησία τους για τ' ανεπιτήδευτα και καταλάγαρα δημιουργήματα των ξωμάχων μας. Ας ήταν βολετό να αιστανθούμε τους ίδιους κραδασμούς, τα ίδια σκιρτήματα και πετάματα με τον ανώνυμο δημιουργό τους. Ποιος ξέρει; Ίσως μέσα στο 15σύλλαβο και τα βλαστάρια του ξαναβρούμ' ένα κομμάτι από το χαμένο εαυτό μας... Γι' αυτήν και μόνο την ανακάλυψη θα 'νιωθ' αρκετά αποζημιωμένος για τα πολλά χρόνια που θυσίασα ολοκληρωτικά στη σκέψη τους.
Από τότε ως τα σήμερα μεσολάβησαν 35 χρόνια. Στο μεταξύ αναθεώρησα κάμποσες θέσεις. Όχι όμως και την εμμονή μου στην παράδοση. Είμ' ακόμα της γνώμης πως όσο αλαργένουμε απ' αυτήν, τόσο ξεκόβουμε από τις ρίζες μας. Και δεν πρόκειται να το κουνήσω ρούπι, όσο τον περίγυρο θα τον δέρνει ο αρχοντοχωριατισμός, η κακογουστιά, η εξαλλοσύνη, η ξενομανία, ο πιθηκισμός. Ν' αποστρέψω το πρόσωπο μου απ' τον ίδιο τον εαυτό μου στη σκέψη μήπως με πουν παλιοκαφίσιο δικές μας καρικατούρες, ξένα κακέκτυπα. Προτιμώ τον αναχρονισμό, από το στέγνωμα της ψυχής. Μη διαστείς. Αλλομπροστά θα πάρ' η μπόρα το Σεφέρη. Και λέμε για μυαλά. Δε λέμε για ... φλοέρες. Βέβαια, με τον όρο παράδοση δεν έχω κατανού τον τυφλό θαμασμό σε κάθε παλιακό. Εννοώ αξίες διαχρονικές, πίστες δοκιμασμένες, με καινούργιον αγώνα μέσα μας καταξιωμένες. Ικανές να μας κεντρίσουν το νου, να μας δονήσουν την ψυχή, όχι να την αποκοιμίσουν. Τη γνώση και την αίστηση του ελληνικού παρελθόντος, που δεν αποτελεί τυπολατρεία, αλλά μιαν αδιάκοπη και ζωντανή παρουσία μέσα στον οργανισμό του έθνους μας, που ξασφαλίζει την πρόσβαση στο μέλλον κι αποτυπώνει τη σφραγίδα του στη διάπλαση, το δέσιμο, το μέστωμα της νεοελληνικής μας ζωής. Ένα δημιουργικό γίγνεσθαι και μια γονιμότατη αφετηρία για το μέλλον μας. Όχι την άγονη επιστροφή σε ξεπερασμένες μορφές ζωής. Την πολιτιστική μας κληρονομιά, μ' ένα λόγο, που διαμόρφωσ' ένα νεοελληνικό τρόπο ζωής, το ύφος και το ήθος μας. Αυτήν που πρέπει ν'  αντιτάξουμε αντίκρυ στην πνευματική αστάθεια…


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΑ ΠΟΙΜΕΝΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΓΕΩΡΓΙΚΑ
Την τελευταία φορά που κουβεντιάσαμε, για λίγο, σχεδίαζε μια «δοκιμή» για τις πέτρες· όχι τα πετράδια, διευκρίνισε, ούτε τα σπάνια μάρμαρα, μα για τα πιο ταπεινά λιθάρια του τόπου μας: τις κοτρόνες μιας ξερολιθιάς ή τα χοχλάδια του γιαλού

Ο επιθανάτιος ρόχος του Σεφέρη, όπως τον αποτύπωσε στο χαρτί ο πιστός του και μένα δάσκαλος μου Γ. Π. Σαββίδης. Τώρα σόμπολα για να κλείσουν τα χάσματ' από τις λαβωματιές του. Τόσες, όσες και τα μέρη, τα τόπια της Ελλάδας. Όσο για μένα, τούτο το στερνό ξεμυστήρεμα δεν ξέρεις τι γκάρδεμα ήταν. Αυτόνο διασκέδασε και τον τελευταίο μου δισταγμό. Και μ' έσπρωξε να σκεδιάσω -όσο μου πιάνει το χέρι- του χωριού τις στουρναρόπετρες, τα ριζιμιά ή τα πλεούμενα κοτρόνια, τα κροκάλια που κατεβάζει το Μεγαρέμα, τις αλαταργιές που ταΐζουν αλάτι τα πρόβατα, τα στρουγκόλιθα που στρογγυλιάζονται οι αρμεχτάδες, τους αρμακάδες και τα δέματα που φώλιαζαν τ' ασπροκώλια, τα πελεκητά αγκωνάρια -είπαν να τα συμμορφώσουν-, τις κούπες από τις βρύσες, τα κυκλώπεια σαγόνια του μύλου, τα μπλολίθια, τα κουτσοκεράμιδα πόρχονται στην επιφάνεια με το ξεκλείδωμα της γης από το υνί, τις πλάκες που τις βγάνουν, τις ξεκολλάν από τα πέτρινα σπλάχνα της και τις βάνουν στις γερτές σκεπές φολιδωτά για να διώξουν όξω τα σταλάματα· αυτές που στα τελευταία -δεν το γλιτώνουμε- θα μας σκεπάσουν. Κάποιος έπρεπε να καταπιαστεί και μ' αυτάνα. Τ' αποκρησαρίσματα,   τ'   απολιχνίσματα,   τ'   αποδιαλεούδια,   τα   ταπεινά   κι απορριμμένα που 'πε κι ο Δροσίνης. Να τα γνοιαστεί. Να μη μείνουν στο παράπονο. Βέβαι', ακόμα και νια στεγνή ξερολιθιά έχει τα μυστικά της. Θέλει τέχνη. Δεν είναι λιθάρια στο βρόντο, έν' απάν' τ' άλλο βαλμένα. Προϋποθέτει θέμελο κι αυτή, μ' αλαφριά κλίση προς τα μέσα, κα τον όχτο, όσο ανεβαίνει, σ' ορισμένο ύψος σκαλόκομμα, γώνιασμα κι αλφάδιασμα, ταφομέργιασμα, σοφίλιασμα, φάρμομα και θηλύκωμα ένα με τ' άλλο τα λιθάρια. Τέχνη που την κάτεχε ο μάστορας που νοιάζεταν για την καλή του φήμη. Αν δεν ήθελε να γελάν αποκοντα σε βάρος του, άμ' αλλού κοίλιαζε ο ξερότοιχος, αλλού χάσκιζε, αλλού τήραγε σένα κι ήγλεπε...μένα. Άμα ξέπεχαν ολόκληρες κοτρόνες. Που κιντύνευε ακόμα και να σωριαστεί, μόλις πλευρώσει.
Τούτη, λοιπόν, η τελευταία επιθυμία του μεγάλου μας ποιητή με παρακίνησε ν' αποτυπώσω και στο χαρτί την έτσι κι αλλιώς μεγάλη μου αγάπη για το καταφρονεμένο πρόβατο, το παραμελημένο χωράφι, το μαλλίσιο σκουτί. Μ' ενθάρρυνε να συντάξω τα Ποιμενικά και τα Γεωργικά.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΜΕ ΤΙΣ ΣΠΑΝΙΕΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ

φλέσουρο και φλεσούρι, το: το φύλλο του καλαμποκιού, καλαμποκόφυλλο· χρησίμεψε και για τσιγαρόχαρτο· μτφ. γι' αδύνατο που κοντεύει να τον πάρει ο αέρας: - Ένα φλέσουρου!
φοβέρτα· φοβέρα, η: το φοβέρισμα, η απειλή
φτάζυμο έλεγαν το ψωμί που δεν αναπιάνεταν με προζύμι, αλλά με μαγιά. 3 ρεβίθια, ένα κλωνί βασιλικό, ένα βαϊόφυλλο -όχι πλειότερα για να μην πικρίζει- και 2-3 αλατόσπυρα. Τα χούχλαζαν ούλ' αντάμα και τα σούρωναν. Έτσι γένονταν ιδίως τα ψωμιά του γάμου, οι προβέντες. Κατά παρετυμολογία απ' το εφτά. Κανονικά απ' το αυτό-ζυμος (=που ζυμώνεται χωρίς προζύμι). Από την ίδια παρετυμολογία που γίνηκε και το αυτεξούσιος (ε)φταξούσιος. Για να κάμει το Σεφέρη να κοντοσταθεί στη μελέτη του για τον Εροπόκριτο: Όλα ωριμασμένα, χωνεμένα. Τη μόνη λέξη, που ίσως έχει κάποια λόγια επίδραση, και πάλι δεν είμαι βέβαιος, τη βρίσκω στην ακόλουθη φράση: Δ 137-38   Κι αν τα ονειροφαντάσματα δύναμη έχουν τόση, τι ξάζει το φταξούσιο στον άνθρωπο κι η γνώση; Τι αξίζει το αυτεξούσιο -η ελεύθερη βούληση· Δοκιμές Α', Ίκαρος 1981 , 297. Από την άλλη όμως ο λαός ήξερε τι έκανε. Όχι απλώς, μια φορά, αυτεξούσιος, αλλά εφτά. Τόσο αυτοκέφαλος. Να σιγουρευτεί. Όπως ο Μακρυγιάννης, βέβαιος πως ο άνθρωπος γεννιέται με λεύτερη ψυχή: εκείνο οπού θέλει ο καθένας, είναι νοικοκύρης να κάμει ό,τι αγαπάγει, και ο ίδιος ο πλάστης τον έχει εφταξούσιον τον άνθρωπον κάμει και ανεξάρτητον και τόδειξε και ποιος είναι ο ίσος δρόμος και ποιος ο στραβός· Οράματα και Θάματα, ΜΙΕΤ 1983, 103. Με την ίδια διεργασία γίνηκε κι ο Αυτοκράτορας... Ιφτακράτορας! Κι ο παπάς, με κειά τα ... εφτακίνητα που περπατάν μονάχα, δίχως άλογα, μπόρεσε να δελεάσει την παπαδιά να κατεβεί στη χώρα- Σταμ. Σταμ., Εύθυμα και σατιρικά. Της παπαδιάς τ' αλάτι, Διόνυσος 1974, 120κ. Ξεκίνησε σαν α' συνθετικό μ' επιτατική σημασία, για να γενεί, τελικά, πίστη. Φταφόρα συκιά -οι δίφορες ήταν συνηθισμένες-, φτακοίλι (αμπέλι): που καρπίζει δήθεν εφτά φορές το χρόνο. Μήπως η γάτα δεν είναι ... φτάψυχη; Όσο για το αριθμητικό εφτά, από μαγικές χρήσεις του, δες Ι.Κ. Καλιτσουνάκης, Αθηνά 33, 107κ. χαλκοπρασινίζω: παίρνω το πράσινο, τ' οξειδωμένο χρώμα του χαλκού
χάση φεγγαριού, το λιγόστεμα του φωτεινού δίσκου του φεγγαριού, όταν βρίσκεται στην τελευταία φάση του· αντίθ. -γιόμιση, η. Εδώ μας πηγαίνει κατευθείαν στο Φωτεινό του Βαλαωρίτη: Τ' αλέτρι σύμμετρο, βαρύ. Τα ξύλα του, κομμένα πάντα σε χάση φεγγαριού, δεν είχανε κανένα ποτέ τους ρόζο ή σκέβρωμα (άσμα α' 122-24) Από μια φορά, δικοί μας και Ρωμαίοι, έκοβαν τα ξύλα που χρειάζονταν να φκιάσουν καράβια και γιοφύρια σα σώνεταν η σελήνη. Κι είναι παρατηρημένο πως το ξύλο που κόβεται στη χάση του φεγγαριού είναι βασταερότερο, ανθεχτικότερο απ' αυτό που κόβεται στη γιόμωσή του. Αυτή η συνήθεια δε βασίζεται σε σκοτεινές προλήψεις, αλλά στην πείρα ενός βιολογικού γεγονότος. Καθώς μεγαλώνει, γιομίζ' η σελήνη, οι χυμοί ανεβαίνουν στα ξύλα κι η ζάχαρη που περιέχουν προσελκύει τα ζούμπερα που τρώνε ξύλα. Συνέπει' αυτουνού, το ξύλο τείνει να σαπίζει ευκολότερα. Όταν σώνεται η σελήνη, η ζάχαρη μετατρέπεται σε άμυλο και συνεπώς τα ξύλα που κόβονται τότε δε σαρακώνονται, ούτε σαπίζουν τόσο γλήγορα. Γι' αυτό, λοιπόν, στηχάση κι όχι στη φέξη του φεγγαριού. Όχι τίποτ' άλλο· για να μην περάσεις όλον αυτόν τον κόσμο... φεγγαριασμένο\ Απομυθοποίηση μιας δοξασίας; Μάλλον καταστροφή ενός ακόμα θελκτικού μύθου.
χελωνοκαύκο, το: το καύκαλο, το όστρακο, το καβούκι της χελώνας· το στούμπαγαν ώσπου να γένει σκόνη· επουλωτικό, νια ώρ' αρχύτερ', για την πληγή του σβέρκου του βοϊδιού στην τριβή του με το ζυγό, σταματ(ι)κό για τ' άνθρωπου τη μύτη που μάτωνε· το β' συνθ. κοντύτερα στον κούκο ή καυκί, το βυζαντινό κρασοπότηρο· πβ. το σκωπτικό δίστιχο για τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' το Μέθυσο, που τα... 'τσουζε συχνά πυκνά:
Πάλιν τον καύκον έπιες,
πάλιν τον νουν απώλεσες
χολάτος, επίθ.: που έχει χρώμα βαθύ πράσινο σαν τη χολή χολάτο. Ο Θουκυδίδης, σε πολλές μεριές, χρονολογεί τα γεγονότα της ιστορίας του με βάση τις διάφορες φάσεις του σταριού: του σίτου έτι χλοφού όντος, περί σίτου εκβολήν, του σίτου ακμάζοντος
χοροστάσι. Δες τη σχετική νεραϊδοπαράδοση, Νεχωρίτικα τραγούδια, σ. 20. Και τοποίνύμιο-βουνοκορφή Νεραϊδάλωνο- Ν. Ν. 16 (1988)20. Κι ο Παλαμάς, Βωμοί 78, Οι νεράιδες: νεραϊδαλώνια (=αλώνια όπου χορεύουν οι νεράιδες)
χουιάζω: φωνάζω· τα ουσ. χούιασμα και χουιατό, το: φώνασμα- απ' άκρη σ' άκρη στο χωριό μόνο χούιαζαν δε φώναζαν ποτέ· το φωνάζω τ. αμάρτυρος· αρνητικό λήμμα που θα 'λεγε κι ο Φόρης· δες Β. Φόρης, Λεξιλογικά Κοζάνης, Μακεδόνικο ημερολόγιο 1974, 289κ.· ετυμολογικά συντάσσομαι με την άποψη του Καραποτόσογλου, Ετυμολογικό γλωσσάρι στο έργο του Παπαδιαμάντη, Δόμος 1988,73, πως η λ. είναι ηχομιμητικής αρχής και πως λαθεμένα ο Μονοί·, ,Υ.5. 2,63 τη συσχετίζει με το σερβοκροατικό Κμ]αίί -

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: