Ο Δ Ρ Α Γ Α Τ Η Σ
(του Γιάννη Σαντάρμη)
Να ’μουν πρεδάρης στα σπαρτά, πρεδάρης στα περβόλια,
μα πιο καλά ’ταν να ’μουνα δραγάτης μες στ’ αμπέλια
σιμά κοντά τον Αύγουστο, τον τρυγητή το μήνα.
Στην πιο περίτρανη κορφή, στο πιο μεγάλο δέντρο
να στήσω το τσαρδάκι μου, να φκιάσω τη δραγάτα,
από κλωνάρια αλυγαριάς κι από φυλλούρια φτέρας,
να ξαγναντεύω από ψηλά, περίγυρα να βλέπω,
να δραγατεύω ολημερίς απ’ την αυγή ως το βράδυ.
Να ’χω σουρήχτρα να σουρώ, χουχότα να φωνάζω,
μακριά μακριά ν’ ακούγομαι, ξαλάγρα ν’ αγροικιέμαι.
- Όξω από τα γεράμπελα κι όξω απ’ τ’ αμπελοφύτια!
Και κάπου-κάπου απ’ το τσαρδί κι απ’ την κρεββάτα απάνω
να ρίχνω καμιά τουφεκιά, να ρίχνω κάνα αρμούτι,
να σκιάζω τα παιδόπουλα, τ’ αλάνια να φοβίζω
και τους αλαφροπάτηδες της νύχτας ν’ αποδιώχνω.
Ο γκιώνης όλο το βραδύ, στις περγολιές κρυμμένος,
με τη χλιμμένη του φωνή ξυπνό να με κρατάει,
το δροσερό το χάραμα να μου λαλεί τ’ αηδόνι
από τους όχτους τους χλωρούς κι από τους φράχτες γύρα
και μες στο γιόμα το χρυσό και στ’ όμορρφο το δείλι
ν’ ακούγω τον αμπελουργό, ν’ ακούω τον κρασοπούλο
να τραγουδεί γλυκά-γλυκά μες στα πλατιά τα φύλλα
και μες στις κληματόβεργες με το βαθύ τους ίσκιο.
Να ’χω τ’ αγέρι από παντού χαμπέρια να μου φέρνει,
αχούς από πατήματα κι αχούς από δρασκέλια,
να ’χω για νυχτολύχναρο και το λαμπρό φεγγάρι
να μου φωτάει στις σκοτεινιές, να με βοηθάει στις διάβες
και στα νυχτοφυλάματα περίσσια να μου φέγγει.
Όταν λουφάζει ο άνεμος και παύει η τσακατούρα
και τα σκιαζούρια δε φελάν, τα σκιάχτρα δεν τρομάζουν,
να βγαίνω να πετροβολώ, να βγαίνω να προγκάω
του κάμπου τ’ αγριοζούλαπα, του κάμπου όλα τ’ ασβούδια,
του κάμπου τα πετούμενα, τους σβίγγους, τις χελώνες
και τις χιλιάδες μέλισσες κι αυτούς τους σκαντζοχοίρους.
Σίντας τα μάτια θα σφαλώ, κοντά στο μεσημέρι,
σε κλώνο απ’ όξω στο δεντρί κι απ’ όξω στην τσαρδάκα,
η κάπα μου να κρέμεται, σα φοβερό μπαϊράκι
και σαν τρανό λες φλάμπουρο, να μαρτυρά η θωριά της
πως μέσα είμαι και κοίτομαι και πως πλαγιάζω μέσα.
Μα σαν ντοριάζονται οι φυτειές, τ’ αμπέλια σαν πατιούνται,
να στέλνω εδώ, να στέλνω εκεί γραφές για ποδοκόπια.
Πρώτος εγώ να γεύομαι και να καλοσκαιρίζω,
σα να ’μαι ο αφέντης τ’ αμπελιού, σα να ’μαι ο νοικοκύρης,
τις ράγες που μαντεύονται, τα παρδαλά πρωιμάδια.
Χωριάτες δώθε να περνάν, διαβάτες ν’ αραδίζουν,
να φέρνουν στο καλύβι μου φαγί με την αράδα,
άλλος καλό πουρνιάτικο, μεσημεριάτικο άλλος,
άλλος κουλούρα στον τρουβά, κρασί σε τσίτσα μέσα,
να στέκει και να μολογά κι άλλος κάνα χαμπέρι.
Και για ξαντίνεμα κι εγώ και για γλυκό σπολλάτι
εδώ σταφύλι να πετώ, τσαμπί εκεί να φιλεύω
κι αλλού ράγες ξεδιαλεχτές να δίνω στο μαντήλι.
Στ’ Αυγούστου εκεί το ξέβγαλμα, στου τρυγητή την ώρα
οι αφέντρες να μου εύχονται, να λένε οι αφεντάδες.
- Δραγάτη, που δραγάτεψες φυτειές εσύ κι αμπέλια,
εσύ τα ραγολόγησες τα πρώτα τα σταφύλια,
εσύ να φας και τα στερνά, να φας και τα κοτρύδια,
να πάρεις και του τρυγητή την πλέρα που σου πρέπει.
Κι εγώ, γυρνώντας πότε εδώ, γυρνώντας πότε εκείθε,
κούτσουρο σ’ άλλο κούτσουρο και κλήμα σ’ άλλο κλήμα
να ρίχνω μέσα στον τρουβά, να βάνω στο σακκούλι
σταφύλι από το ραζακί, σταφύλι απ’ το φιλέρι,
σταφύλι απ’ το μοσκάσπρουδο, τσαμπί απ’ το βοϊδομάτι,
απ’ τη ρομπόλλα, απ’ το μπλαβό κι απ’ τη μαυροκουρούνα.
Γλωσσάρι
αλάνι, το = αλητόπαιδο.
αραδίζω = περπατώ, κυκλοφορώ.
ασβούδι, το = ο ασβός, παραποτάμιο θηλαστικό, που
ανήκει στην οικογένεια
των ικτίδων, με καστανόμαυρο και σκληρό τρίχωμα.
δραγάτα, η = κατάλυμα και παρατηρητήριο του
αγροφύλακα φτιαγμένο
από κλαδιά σε κορυφή λόφου ή σε ψηλό δένδρο, δραγασιά,
κρεββάτα.
δραγατεύω = είμαι φύλακας των αμπελιών.
δραγάτης, ο = αμπελοφύλακας, αγροφύλακας, πρεδάρης.
καλοσκαιρίζω = πρωτοδοκιμάζω φρούτο που ωρίμασε ή
ο,τιδήποτε φαγώσιμο.
κοτρύδι, το = μικρό σταφύλι που μένει και
ωριμάζει στο κλήμα μετά από τον
τρύγο, βοτρύδι, απομεινάρι.
κρασοπούλος, ο = όμορφο πουλί, λίγο πιο μεγάλο απ’
το σπουργίτι, με
κίτρινη κοιλιά, κιτρινόμαυρα φτερά, σταχτιά ράχη και μαύρο κεφάλι που ζει στ’ αμπέλια και κελαηδεί μελωδικά, αμπελουργός, μεθύοτρα,
μπερβέλι, εμπέριζα (χοντρομύτης ο
μελανοκέφαλος).
μαντεύομαι = αρχίζω να ωριμάζω, φαίνονται οι
πρώτες ώριμες ρώγες στα σταφύλια.
ντοριάζομαι = έχω αχνάρια, γεμίζω από πατημασιές.
ξαντίμεμα, το = ανταμοιβή.
περγολιά, η = κληματαριά απλωμένη, κρεββατίνα, καβαλαριά.
πλέρα, η = πληρωμή.
ποδοκόπι, το = η πληρωμή που παίρνει ο
αγροφύλακας για πιασμένο ζώο σε ξένο
χωράφι, τα σύλληπτρα.
πουρνιάτικο, το = πρωινό φαγητό.
πρεδάρης, ο = αγροφύλακας.
ραγολογώ = κόβω από το σταφύλι ρώγες ώριμες και τρώω.
σβίγγος, ο = η χρυσόμυγα (ηχοποιημένο ουσιαστικό
από τη βοή σβ, σβ που κάνει το έντομο
αυτό), γυαλίστρα.
σκιαζούρι, το = ομοίωμα ανθρώπου ή αντικείμενο με
διάφορα σχήματα
και χρώματα στημένο στο χωράφι με σκοπό να φοβούνται
τα πουλιά και τ’ άγρια ζώα, σκιάχτρο.
σπολλάτι, το = ευχαριστώ, εύγε.
τσακατούρα, η = γεωργικό κατασκεύασμα που στήνεται
στο χωράφι και
που με τη βοήθεια του αγέρα προκαλεί θόρυβο και φοβίζει τα πουλιά και τ’ άγρια ζώα, ανεμοδούρα, σημαδούρα.
τσαρδάκι, το = κιόσκι φτιαγμένο από κλαδιά δένδρου.
φυτειά, η = αμπέλι με νέα κλήματα, αμπελοφύτι.
χουχότα, η = όργανο που μεγαλώνει και παρατείνει τη φωνή.
................................................................................................................
................................................................................................................
Σημείωση: Αναφέρουμε τους αντιπροσωπευτικότερους παλιούς δραγάτες του χωριού μας (Ζιώψης & Αη Γιώργη) που επέδειξαν, μάλιστα, υπερβάλλοντα ζήλο για την πρόσκαιρη εποχιακή εργασία τους. Αυτοί ήταν: Ο Γιάννης Γόνης, ο Μέλτος Κορέλης, ο Κώστας Τσιμάρας, ο Νίκος Θεοδοσόπουλος και ο Κώστας Τσέλιος.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου