Τα άτακτα σώματα στην επανάσταση του ‘21
(του αείμνηστου Τάκη Λάππα)
Τον
στρατό στην Επανάσταση
πρέπει στην αρχή να τον ξεχωρίσουμε. Ήταν δυο λογιών. Ο τακτικός στρατός, με τους οργανωμένους τακτικούς στρατιώτες, και τα πολεμικά σώματα, όπως τα λέγανε τότε, δηλαδή σώματα καμωμένα από άτακτους. Κι αν ήταν λιγοστός ο τακτικός στρατός, πάρα-πολύ λίγος, δημιουργήθηκε όμως από τον
πρώτο χρόνο της Επανάστασης.
Ο Δημήτρης Υψηλάντης, ακολουθώντας το σύστημα του αδελφού του Αλεξάνδρου, το καλοκαίρι του 1821, σχημάτισε το πρώτο τακτικό σώμα στρατού. Μα δε κράτησε για πολύ. Από τότε, κατά καιρούς γίνονταν κάθε τόσο διάφορα τακτικά σώματα, με οργανωτές
Φιλέλληνες
Ευρωπαίους
στρατιωτικούς. Διάφοροι λόγοι όμως, τα αναγκάσανε κι αυτά να μη ζήσουν για πολύ... Ας είναι.
Εδώ μας ενδιαφέρουν τα πολεμικά σώματα με τους άτακτους. Αρχηγοί σ’ αυτά τα
σώματα πολέμησαν
ο Καραϊσκάκης,
ο Κολοκοτρώνης, οι Μποτσαραίοι, ο Αντρούτσος και τόσοι άλλοι ήρωες. Ας δούμε, λοιπόν, ποια ήταν η οργάνωση, τα έθιμα, ο πολεμικός τρόπος στα σώματα αυτά.
Τα άτακτα αυτά σώματα, δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά η συνέχεια της κλεφτουριάς. Άλλωστε δεν του χώριζε και πολύς καιρός από τότε. Γι’ αυτό και κράτησαν την κλέφτικη ζωή, την κλέφτικη παράδοση και τον ίδιο τρόπο της πολεμικής τους. Κατά το διάστημα του Αγώνα πήρανε κι αυτά μια μικρή εξέλιξη, μα πάντα μένανε πιστά στην παλιά κλέφτικη ζωή.
Ο Μοριάς δε συντηρούσε μόνιμα άτακτα σώματα, μα όταν η ανάγκη το καλούσε, έτρεχε ο λαός κι έμπαινε κάτω απ’ τις διαταγές των καπεταναίων. Καμιά φορά δείχνανε απροθυμία και γι' αυτό ο Γέρος του Μοριά αναγκαζόταν να κάνει επιστράτευση
υποχρεωτική. Στη Στεριά όμως, εξόν από την Αττική, ήταν μόνιμα οργανωμένα τα άτακτα αυτά σώματα. Μπορεί να ήταν μικρά σε αριθμό, μα πάντα η μαγιά υπήρχε. Αυτό το χρωστούσανε γιατί ήταν μαθημένοι από τα κλέφτικα σώματα - «νταϊφάδες», από τους Σουλιώτες κι απ’ τους διάφορους Ρουμελιώτες καπεταναίους, που αρκετοί είχαν μαθητέψει στα Γιάννενα, στο σχολειό του Αλή πασά.
Με τα πρώτα επαναστατικά καριοφίλια που βρόντηξαν, τρέξανε όλοι οι ραγιάδες να πάνε στους παλιούς καπεταναίους. Οι πιο πολλοί, ξαρμάτωτοι. Άλλοι με σκουριασμένα γιαταγάνια, με τσεκούρια, άλλοι με ξινάρια, με δικράνια ακόμα και με σούβλες, ακολούθησαν τους ντόπιους καπεταναίους. Ήταν σίγουροι πως δε θ’ αργούσανε ν’ αρματωθούνε από λάφυρα. Κι είναι αλήθεια
πως δε γελάστηκαν.
Έτσι, λοιπόν, δημιουργήθηκε ο πρώτος στρατός της επαναστατημένης Ελλάδας. Άτακτα σώματα μόνιμα ήταν τα Ρουμελιώτικα, Ηπειρωτικά, Θεσσαλικά, Σουλιώτικα, Μακεδονικά, του Όλυμπου και μερικά Μοραΐτικα. Τρέχανε να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ανάλογα με τις ανάγκες ή κατά διαταγή της Διοίκησης (Κυβέρνησης).
Οι αρχηγοί τους ήταν παλιοί αρματολοί ή καπεταναίοι. Τα στελέχη πάλι ήταν παλικάρια που είχαν ζήσει την τραχιά ζωή του κλέφτη. Το ίδιο και πολλοί μαχητές. Αλλά υπήρχε κάποια διαφορά τώρα στην Επανάσταση. Ενώ
παλιά χτυπούσαν
τον κατακτητή από εκδίκηση και μανία, με τον ξεσηκωμό απόχτησαν επαναστατική εθνική συνείδηση. Ξέρανε όλοι τους τώρα πια πως πολεμούσαν για τη λευτεριά του δουλωμένου Γένους!
Τα σώματα αυτά μπορεί να τα κάνανε άτακτοι, μα δε θα πει πως κι ο καθένας έκανε του κεφαλιού του. Υπήρχε ένας Οργανισμός. Άγραφος, μα σεβαστός και σχεδόν ιερός.
Το κάθε σώμα είχε δύο τάξεις. Η μια ήταν η μάγκα, που είχε γύρω στους δέκα άντρες με κεφαλή τον μαγκατζή. Η δεύτερη ήταν το μπουλούκι, με εικοσιπέντε νομάτους, με κεφαλή τον μπουλουκτσή. Το κάθε μπουλούκι είχε δυο ως τρεις μάγκες. Και κάμποσα μπουλούκια, ανάλογα με τη δύναμη,
κάνανε το «σώμα», που πρώτος ήταν ο καπετάνιος τους. Τρία, τέσσερα και συχνά περισσότερα
ακόμα «σώματα»,
κατά την περίσταση, φτιάχνανε ένα πολεμικό σώμα», με κεφαλή τον αρχηγό. Τέτοια «πολεμικά σώματα» δεν είχαμε πολλά. Ήταν του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη, του Αντρούτσου, τα Σουλιώτικα και μερικά ακόμα. Παίρνανε τότε το όνομα του αρχηγού: Κολοκοτρωναίοι, Αντρουτσαίοι, Καραϊσκαίοι, κ.λπ.
Τα σώματα ήταν πάντα μισθοφορικά και ο μισθός, ο «λούφες», άρχιζε από 25 γρόσια και πάνω. Το κάθε μπουλούκι είχε τον τροφοδότη, «τσαούση», τους οπλοδιορθωτές, «ντουφεκτσίδες», τον κουρέα «λάμψα», τους μπαλωματήδες, που οι λογιώτατοι τους λέγανε «νευρορραφείς», και τους ψυχογιούς. Οι ψυχογιοί φτιάχνανε το φαγητό, ζύμωναν το ψωμί, κουβαλούσαν τα ασκιά και τις τσίτσες -βομβύλη τη θέλανε τη τσίτσα οι γραμματισμένοι!- και τις ζυμωτήρες. Μια κι ο λόγος για τροφή, ας δούμε τι τρώγανε. Αυτά που λέγονται για ψημένα αρνιά, κοκορέτσια κ.λπ., τα γεύονταν μια ή δυο φορές το μήνα. Καμιά φορά περνούσε κι ολάκερος μήνας χωρίς να βάλουν κρέας στο στόμα τους. Τις πιο πολλές φορές, η τροφή τους ήταν φτωχικιά και «ξηρά». Το ταγάρι τους στην πλάτη, θα είχε μέσα ελιές, τυρί, κρεμμύδια, σκόρδα και κανένα παστόψαρο.
Η φλάσκα όμως με το κρασί ή το ρακί δεν τους απόλειπε. Το ψωμί τους ήταν από καλαμπόκι ή σμιγάδι -κριθάρι και καλαμπόκι.
Κι αυτό ανάλατο και ψημένο στη θράκα. Ήταν σχεδόν άγνωστο για κείνους το σταρένιο ψωμί και η μπομπότα ήταν το καθημερινό τους.
Ο αρχηγός και καμιά φορά οι καπεταναίοι, είχε κοντά του και τον γραμματικό του, τον σημαιοφόρο, «μπαϊρακτάρη», και τους ψυχογιούς. Ο γραμματέας έκανε χρέη υπασπιστή, έγραφε τα γράμματα που ο αγράμματος καπετάνιος με κόπο υπόγραφε, βάζοντας
τη σφραγίδα
του, τη «βούλα». Οι πιο πολλοί όμως καπεταναίοι δεν συμπαθούσαν τους γραμματικούς και τους είχαν για κατώτερους ανθρώπους μια και δε μπορούσαν να χειριστούν το γιαταγάνι, Παρά μονάχα τον «κάλαμον».
Ο μπαϊρακτάρης κρατούσε τη σημαία, το «μπαϊράκι» ή και «φλάμπουρο». Ήταν φτιαγμένο με διάφορα χρώματα, και τις πιο πολλές φορές είχε κεντημένο πάνω τον Άη Γιώργη. Οι ψυχογιοί φέρνανε νερό στον καπετάνιο με το αργυρό τάσι, κερνούσαν κρασί, φτιάχνανε το τσιμπούκι κι ετοίμαζαν το μέρος που θα έμενε. Γιατί τα παλικάρια θα κοιμόνταν κάτω από τα δέντρα, στις σπηλιές, στον αρχηγό όμως θα στήνανε με κλαριά την καλύβα του, το «τσαρδί». Σαν θα στρατοπέδευαν κάπου στο ύπαιθρο, «ρίχνανε
το ορδί», όπως λέγανε τη στρατοπέδευση,
πρώτη τους δουλειά ήταν να καταπιαστούν όλοι και να στήσουνε το τσαρδί του καπετάνιου. Τους ψυχογιούς απαγόρευσε όταν ήρθε ο Καποδίστριας.
Ο
καπετάνιος,
και πιο πολύ ο αρχηγός, όταν θα ξεμάκραινε έστω και σ’ απλή επίσκεψη, θα τον ακολουθούσαν καμιά πενηνταριά
παλικάρια
αρματωμένα,
η «ουρά», όπως τη λέγανε κοροϊδευτικά. Ήταν η τιμητική συνοδεία, μα κάνανε και χρέη σωματοφύλακα.
Οι στρατιώτες μπορούσαν εύκολα να πηγαίνουν από σώμα σ’ άλλο σώμα. Η πειθαρχία λιγοστή. Σαν δεν ήταν η περίσταση δύσκολη και δεν είχαν πολεμικές επιχειρήσεις, τότε το σκάζανε αρκετοί απ’ τα κοντινά μέρη. Όταν γύριζαν, βρίσκανε τη δικαιολογία «πήγα ν’ αλλάξω». Έμεινε γνωστή η φράση τους αυτή και σε λιποταξία ακόμα ειρωνικά λέγανε «πήγανε ν’ αλλάξουν!»...
Δεν είχαν όμως άδικο να θέλουν ν’ αλλάξουν
και να βγάλουν από πάνω τα βρώμικα ρούχα τους. Ήταν αβάσταγη η λέρα. Να τι γράφει κάποιος ιστορικός του καιρού τους: «Περί καθαριότητος, ως αδυνάτου ούσης, ότε επί της σαρκός όλων, από του ανωτέρου μέχρι του κατωτέρου, το βασίλειον των φθειρών ήκμαζε και ουδόλως κατεβάλλετο μεθ’ όλην την δια πολλών τρόπων ενεργουμένην σύντονον καταδίωξιν και θραύσιν...
Ο αδιάκοπος κνησμός ανυποφόρητος εγίνετο, και ξυόμενοι διετέλουν οι πάντες άνευ περιστολής τινός, διότι το κακόν γενικόν ήτο».
Οι καπεταναίοι, μάλιστα για ευκολία, είχαν την ξύλινη ξύστρα, τη «Γιαννούλα», όπως τη λέγανε, κι ανακουφίζανε του κορμιού τους τη φαγούρα. Αλλά ας μη μας κάνει τόση εντύπωση. Εκείνον τον καιρό, οι πουδραρισμένες περούκες των Ευρωπαίων
ευγενών στολίζονταν από άφθονα τέτοια ζωύφια...
Η τακτική τους στη μάχη, ήταν σχεδόν πάντα ο κλεφτοπόλεμος. Στην αρχή του Αγώνα, θέλησαν δυο τρεις φορές να δώσουν μάχη «εκ παρατάξεως»,
μα αποτύχανε. Ο κλεφτοπόλεμος αυτός ήταν που τσάκιζε τον εχθρό, γιατί εκείνος βρισκόταν οργανωμένος.
Οι Τούρκοι είχαν από πολλά χρόνια οργανωμένα σώματα: Το πυροβολικό, ιππικό, βομβαρδιστές, μηχανικό, σκαπανείς, που τους λέγανε τοπτσίδες, ντελίδες, κουμπαρατσίδες, μεντήσιδες, λαγουμιτζήδες. Πειθαρχημένοι απόλυτα και φανατισμένοι θρησκευτικά. Άσε που είχαν όλα τα εφόδια, τρόφιμα, μπαρουτόβολα,
πάντοτε καλοπληρωμένοι, μα και πολυάριθμοι. Τα τουρκικά
σώματα είχαν από 2.000-5.000 πολεμιστές. Ολότελα το αντίθετο από τους Έλληνες. Γι’ αυτό οι επαναστάτες βρήκανε πιο αποτελεσματικό τον κλεφτοπόλεμο
και τον καθιέρωσαν.
Πιάνανε, λοιπόν, οι Έλληνες τις πιο δύσκολες θέσεις, στενώματα, ψηλώματα, απόκρημνες πλαγιές, χαντάκια και ρεματιές. Κει καρτερούσαν τον εχθρό. Άλλοτε στήνανε ενέδρες (χωσιές), κι άλλοτε φτιάχνανε ταμπούρια και χαρακώματα.
Απόφευγαν,
όσο μπορούσαν, τους κάμπους και τις πολιτείες, γιατί ο εχθρός και περισσότερος ήταν
και ιππικό και κανόνια είχαν, που αυτοί δεν είχαν.
Τα τελευταία χρόνια απόχτησαν ένα πρωτόγονο ιππικό και μερικά κανόνια.
Τα
ταμπούρια
τους ήταν καμωμένα
από πέτρες, κούτσουρα, αγκωνάρια και το ύψος τους ως ένα μέτρο. Ήταν αρκετό για να τους προστατέψει, γιατί δεν πολεμούσαν ποτέ όρθιοι, μα πλαγιαστοί ή γονατιστοί. Άλλες πάλι φορές πιάνανε φυσικά οχυρά, μεγάλους βράχους ή κλείνονταν σε ξωκλήσια, πύργους, ληνούς, μύλους, κ.λπ. Στους τοίχους τότε άνοιγαν πολεμίστρες (μασγάλια),
απέξω στενές, για να προφυλάγονται από τα εχθρικά βόλια, και φαρδιές μέσα, για ν’ ακουμπάνε και να σημαδεύουν.
Σαν θέλανε να ντουφεκάνε ακατάπαυστα (πυκνό ντουφεκίδι), οι μισοί ρίχνανε κι οι
άλλοι από πίσω γιόμιζαν
τα άδεια καριοφίλια. Στο
«ψιλό ντουφέκι» ή «λιανοντούφεκο», δηλαδή κατά διαστήματα, γιόμιζε κι έριχνε ο ίδιος
πολεμιστής.
Φτιάχνοντας τα ταμπούρια τους, φρόντιζαν
ν’ ασφαλίζουν τις πλάτες τους σε ενδεχόμενη φυγή. Δε χρειάζεται να πούμε, πως ο αρχηγός ή ο καπετάνιος ήταν πάντα πρώτος
και στην πιο επικίνδυνη θέση για να τους εμψυχώνει.
Όταν βλέπανε πως ο
εχθρός άρχιζε να τσακίζει και να
οπισθοχωρεί, τότε η φωνή του αρχηγού έδινε το σύνθημα για επίθεση. Μέσα σε λίγο καιρό απόχτησαν μερικοί και σάλπιγγες και το σύνθημα δινόταν με σάλπισμα
πια.
Κι άρχιζε τότε η έφοδος, το «γιουρούσι». Με τα γιαταγάνια στα χέρια οι μαχητές, βρίζοντας και ξεφωνίζοντας για να τρομοκρατήσουν τον εχθρό, πέφτανε καταπάνω του με γρηγοράδα αφάνταστη. Οι πρώτοι που θα ρίχνονταν, ήταν οι ελαφροί στο «γελέκι» όπως τους λέγανε. Δεν είχαν απάνω τους κανένα βάρος ταγάρια, τσίτσες, ακόμα και κάπες. Μήτε καριοφίλια, παρά μονάχα τα δυο κουμπούρια και το γιαταγάνι στο χέρι. Φορούσαν τη φουστανέλα και το γελέκι «στο γελέκι», με ανασηκωμένα τα μανίκια
του πουκάμισου τους. Άρχιζε η μάχη κορμί με
κορμί πια. Δούλευε το γιαταγάνι ή με το χαρμπί.
Μα σαν τσάκιζε για καλά ο εχθρός, τότε
αφήνανε
κι οι άλλοι τα ταμπούρια κι ορμούσαν κι εκείνοι. Δε θέλανε
μονάχα ν’ αποτελειώσουν τον εχθρό, μα ήταν και για τα λάφυρα,
τα πλιάτσικα. Άρχιζε το πλιατσικολόγημα στους σκοτωμένους, λαβωμένους
κι αιχμαλώτους. Πρώτα άρπαζαν τ’ άρματα κι ύστερα το «κεμέρι», το σακούλι με
τα χρήματα, που το κρύβανε στο ζωνάρι τους. Στο τέλος τους βγάζανε και τα χρυσοκέντητα
ρούχα τους. Ύστερα κόβανε τα κεφάλαια από τους σκοτωμένους και τους βαριά λαβωμένους, και φέρνοντας τα στον
καπετάνιο τους θα παίρνανε το φιλοδώρημα
(μπαχτσίσι), που ήταν ανάλογο με το βαθμό του σκοτωμένου Μουσουλμάνου. Αν ήταν πολλά τα κεφάλια, στήνανε πυραμίδα
-τα βουτάγανε στον ασβέστη για να μην
αποσυντεθούν- ή κόβανε τα αυτιά και τα περνούσαν σε σκοινιά αρμαθιά. Τρόπαια
απάνθρωπα, μα συνήθεια παρμένη από τους Οθωμανούς.
Τους αιχμαλώτους τους σέβονταν, γιατί «προσκυνημένο
κεφάλι δεν κόβεται», και τους κρατούσαν για να κάνουν με καιρό αλλαξιά
με τους δικούς τους. Τα λάφυρα, όταν ήταν πολλά, τα σύναζαν
κι ο αρχηγός θα τα μοίραζε στους μαχητές ανάλογα, κρατώντας το
μεγάλο μέρος για το έθνος. Την όψη που παρουσίαζαν οι Έλληνες ύστερα
από τη μάχη, μας τη δίνει ένας σύγχρονος τους. «Βαμμένα τα πρόσωπα τους από
τα βαρούτια, αιματωμένα, κονιαρτισμένα
τα πρόσωπα και τα μαλλιά των, εφαίνοντο
ωσάν να έβγαιναν από κανέναν φούρνον.
Αιματωμένες οι φουστανέλες των και φορέματα των εφαίνοντο πάλιν ωσάν μακελλείς».
Είχαν κι αυτοί όμως τα θύματα τους. Γιατί «γάμος χωρίς σφαχτά δε γίνεται» έλεγε μια παροιμία. Ύστερα, ας μη ξεχνάμε πως
η καλύτερη
τους ευχή ήταν: «καλό βόλι». Μάζευαν τους σκοτωμένους τους, μα πρώτα παίρνανε τους λαβωμένους. Πιο μεγάλη ντροπή δεν ήταν από το να δείξει ο λαβωμένος λιποψυχιά κι ότι υπόφερε. Έκρυβε τον πόνο του τραγουδώντας. Νοσοκομειακή περίθαλψη δεν είχαν, ούτε γιατρό. Στα τελευταία χρόνια του Αγώνα, οργανώθηκαν μερικά νοσοκομεία με καλούς γιατρούς. Για τούτο, τους λαβωμένους, στην αρχή, τους στέλνανε να γιάνουν στα κοντινά χωριά και στα μοναστήρια. Χρέη γιατρού κάναν οι πρακτικοί, οι γριές, οι καλόγεροι και μεταχειρίζονταν βότανα, αλοιφές με λάδι και κερί κ.λπ. Και μια ιδέα της θεραπευτικής τους μας δίνουν τούτα τα απίστευτα: «Η διά κεφαλών μυρμήκων ραφή των τραυμάτων, γνώριμος τοις εμπειρικοίς ιατροίς των χρόνων εκείνων, εγίνετο ως έξης· προσαγόμενοι μεγάλοι ζωντανοί μύρμηκες έδακνον τα χείλη του τραύματος κεκλεισμένα, αμέσως δ’ αποκοτομένου του σώματος αυτών, έμενεν η κεφαλή σχηματίζουσα ούτω βελονιάν ικανώς ισχυράν!»...
Και για κάποιον που του εφαρμόσανε αυτή την παράξενη ραφή στο τραύμα του, να τι γράφει ο Μακρυγιάννης: «Τράβηξε ο καημένος κοντά έναν χρόνον να γιατρευτεί. Γέρευε και πάλι ξηλώνεταν κι έβγαιναν οι
κοπριές απ’
την κοιλιά
οπούταν η πληγή».
Στη
μάχη πάνω, αν σκοτωνόταν
ή λαβωνόταν βαριά κανείς κι ήταν δύσκολο να τον πάρουν για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού, οι σύντροφοι του του κόβαν το κεφάλι. Σκληρές μάχες ξετυλίγονταν γύρα από το κουφάρι του σκοτωμένου ή από τον λαβωμένο για να του πάρουν το κεφάλι. «Να μην το πάρει η Τουρκιά το παν στα βιλαέτια βλέπουν οχτροί και χαίρονται και φίλοι και λυπούνται» όπως μας λέει κάποιο δημοτικό τραγούδι. Το παλιό αυτό κλέφτικο έθιμο, έκανε τον Βαλαωρίτη να γράψει ένα απ’ τα ωραιότερα ποιήματα του, τον «Αστραπόγιαννο».
Μα οι Έλληνες δε νικούσαν όλες τις φορές. Το βάζανε και κάποτε στα πόδια. Κι όπως στη νίκη, έτσι και στη φευγάλα, ήταν ακράτητοι. Μάταια οι καπεταναίοι τους φωνάζανε: «Ορέ σταθείτε». Έφτανε λίγοι να κάνουν την αρχή, για ν’ ακολουθήσουν κι οι άλλοι.
Η μάχη τέλειωσε. Ο εχθρός καταδιωγμένος αλάργεψε. Οι νικητές, δε στολίζανε μονάχα το κορμί τους με λάφυρα - άρματα, αλλά συχνά και το κεφάλι τους με αγριολούλουδα και στεφάνια.
πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», τ. 4, Ιαν 1994
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου