«ΑΜΑΝΕΣ
ο …ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ»
Περιοδολόγηση
στο Ρεμπέτικο
[Του Μπάμπη Κ. Μώκου]
«Θε
να ’ρθει αυγή να σηκωθώ
βαθειά
ν’ αναστενάξω.
Τις
πίκρες και τα βάσανα
μακριά
να τα πετάξω…»
Για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, επιδεικτικής
υποκριτικής δυτικοστροφής και
υπαινικτικού αυτοκαθαρμο-απαλλαγής από διαθέσεις του «βαθέως» τουρκισμού, στις 7-11-34, ο Κεμάλ
Αττατούρκ απαγορεύει με
νόμο στην Τουρκία τους αμανέδες. Στις προσφυγογειτονιές του Πειραιά
και της Αθήνας οι κάτοικοι δεν τους αποχωρίζονται, αφού από
μικρά παιδιά τους έχουν σαν βιωματική αντίληψη. Οι ίδιοι
διακηρύσσουν: «Για τους άλλους ο …μανές είναι μουρμούρα. Για μας η …προσευχή
μας».
Πολλοί αναδεικνύονται ενάντιοι στον αμανέ.
Πρώτος και καλύτερος ο Μεταξάς, που αντιπαθώντας κάθε τι που «θύμιζε» ανατολή, αρχές του 1937, τον απαγορεύει ρητά, γιατί, λέει,
«θυμίζει τουρκισμό»!
Ο Κεμάλ Αττατούρκ
Για τη μουσική ιστορία, ο αμανές η «μανές» είναι ένα
περιούσιο ερμηνευτικά
είδος που συναντάται αρχικά σε γυρω-πολίτικες η μικρασιάτικες
εθιμικές γιορταστικές η παρεΐστικες μουσικές συνευρέσεις του απλού
λαϊκού στοιχείου. Αργότερα μεταφέρεται στα διάφορα Καφέ αμάν, Καφέ
σαντούρ κ.λ.π. της πόλης και της Σμύρνης και με τη σειρά του στον ελλαδικό χώρο από το 1987 και εμπρός.
Ο αμανές ή …μανές, εκφράζεται με απροσμέτρητη βαθειά
συναισθηματικότητα (κοινώς νταλγκά) και τον χαρακτηρίζει βαθειά
«μολπή»=τραγουδιστική απόδοση. Κατά το ερμηνευτικό
μέρος του επισημαίνεται παρατεταμένη φωνητική κλιμάκωση του κύριου ερμηνευτή. Ετυμολογικά είναι συμφυρμός των τούρκικων
λέξεων «αμάν»= έλεος, οίκτος και «μανές»= λιανοτράγουδο, δίστιχο. Κατά δε
την έκφραση του χρησιμοποιούνται και επιφωνήματα εκτός απ’ το «αμάν» και τα:
Μεντίτ= βοήθειa (από το τούρκικο Medet), καθώς και Γιαρέι= αγαπημένος, λατρευτός εραστής (από το
τούρκικο Yar).
Ενέχει συναισθηματικά παθητική πρωτότυπη ερμηνεία,
σεβνταλίδικη, νταλκαδιάρικη με κυρίαρχα στοιχεία το παράπονο, την οδύνη τον καημό και στιχουργικά δεδομένα φιλοσοφίας ζωής. Κατά προέλευση ο ήχος και ο μουσικός συνθετικός του τρόπος έχουν
ευθεία σχέση-σύνδεση με τον βυζαντινό τρόπο μουσικής έκφρασης και ανήκουν στο
«εναρμόνιο γένος».
Στον αμανέ ο τραγουδιστής που αρχικά ήταν απλό
λαϊκό μέλος παρέας και βέβαια
ερασιτέχνης, είναι άτομο φωνητικά προικισμένο
στον υπέρτατο βαθμό-«ευλογημένο». Οι δυνατότητές του
υπερβαίνουν την διατονικότητα της συνήθους οκτάβας και έχει άμεση σχέση με την
ψαλτική. Για τούτο και εξαιρετικοί αμανεντζήδες στη χώρα μας συναντώνται
ως επιφανείς πρωτοψάλτες.
Στο βιβλίο της («Μουσική λαογραφία στην Ελλάδα»-1935), η σπουδαία Μέλπω Μερλιέ αναφέρει πως: «Κάποιος πρόσφυγας στα
Βουρλά (Σκάλα Βουρλών-25 χλμ. από τη Σμύρνη), πριν τραγουδήσει τον αμανέ
ασκείται σε ψαλμωδίες ορθόδοξες, γιατί μόνο έτσι μπορούσε να βρεθεί συναισθηματικά και φωνητικά σε
κλίμα αρμόζον».
Βασικά ιδιότυπα
χαρακτηριστικά στον αμανέ είναι η κλιμάκωση της φωνής, οι «τετερισμοί» (ψαλτικό χριστιανικό τεριρέμ)
-το «τσάκισμα» η «τσαλκάντζα», μόνο
από τον βασικό ερμηνευτή, με ακόλουθο την «επωδό» (το ρεφραίν), που συνήθως το τραγουδά όλη η ομήγυρη.
Σπουδαίοι χαρακτηρίζονται ως αμανέδες οι Ταμπαχανιώτικοι, οι
Σμυρνιώτικοι και οι Μπουρνοβαλιώτικοι που σφραγίζουν –πιστοποιούν την βυζαντινή μουσική συνέχεια, κάτι που αναγνώρισε ο Ελληνικός λαός και για τούτο τους υιοθέτησε απόλυτα.
Σμυρνιώτικοι και οι Μπουρνοβαλιώτικοι που σφραγίζουν –πιστοποιούν την βυζαντινή μουσική συνέχεια, κάτι που αναγνώρισε ο Ελληνικός λαός και για τούτο τους υιοθέτησε απόλυτα.
Σημαντικοί πρώτοι αμανεντζήδες ήταν οι Καρίπης και ο Μιχάλης
κατα κόσμον «Νταλγκάς». Αργότερα οι Αντώνης Διαμαντίδης (Νταλγκάς) και Τέτος
Δημητριάδης. Επίσης, κατά τη γνώμη των ειδικών και κοινή παραδοχή, δύο ήταν πιο ύστερα με την παρέλευση των χρόνων
οι μεγαλύτεροι αμανεντζήδες: Ένας, ο Στράτος Παγιουμντζής και ο άλλος ο σπουδαιότερος Τούρκος αμανεντζής, ο
Χαφίζ Μπουρχάν.
Άλλος μέγας
αμανεντζής υπήρξε και ο Παναγιώτης Τούντας, ο διασημότερος συνθέτης της
Σμυρνέικης Σχολής, που ονομάζεται «μάστορας της προσφυγιάς» και συνδιαμορφωτής του ρεμπέτικου στην Ελλάδα.
Μεγάλοι αμανεντζήδες αναδείχθηκαν οι: Μήτσος Ατραίδης,
Κώστας θωμαΐδης, Πούλος, Μπάμπης Παναγής. Θαυμάσιος και το… Σαμιωτάκι (Κώστας Ρούκουνας), καθώς και ο απαράμιλλος Κώστας Νούρος. Σπουδαίος αμανεντζής ήταν και ο Γιώργος Παπασιδέρης.
Καταπληκτικός στο είδος αποδείχτηκε το Βαγγελλάκι (Ευάγγελος Σωφρονίου). Από γυναίκες η Ρόζα Εσκενάζυ, η Ρίτα Αμπαντζή, η
Αμαλία Βάκα, η Μαρίκα Παπαγκίκα, η Μαρίκα Καναροπούλου η «Τουρκαλίτσα» κ.α.
Για την ιστορία η πρώτη ηχογράφηση αμανέ γίνεται το
1906 στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη ταυτόχρονα από τον Γιάγκο
Ψαμαθιανό και τον Πέτρο
Ζουναράκη με τίτλο «Γιατί σκληρή και άπονη».
Σχετικά τώρα με την ρίζα προέλευσης του αμανέ ή μανέ, ο Έλληνας αναγνωρίζει το είδος σαν βυζαντινή μελωδική μουσική
συνέχεια, αλλά και το συνδέει
εκφραστικά κατά την εκφορά με τους αρχαίους ραψωδούς. Πολλοί επιμένουν πως ο
αμανές είναι «τουρκοσπορίτικος». Όμως υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον τούρκικο και τους ελληνικούς
αμανέδες που συντίθεται από περίφημα λαϊκά στιχουργήματα. Μουσικολόγοι και
ειδικοί λογίζουν τον ελληνικό αμανέ σαν τύπο τραγουδιού, μονοφωνικού
κυρίως, που έχει άμεση συγγένεια με το κλέφτικο, το ριζίτικο και τα τραγούδια
«της τάβλας», (διάρκεια εκφραστική), και πως δεν ερμηνεύεται μονότονα (αλα τούρκα). Αυτό και τον κάνει να
διαφέρει από τον τούρκικο.
Επίσης ο αμανές αποτελεί αναπόσπαστο μέρος –κομμάτι του ρεμπέτικου ύφους
–τραγουδιού.
Οι ελληνικοί αμανέδες έχουν σαν βασική θεματολογία την
ξενιτειά, τον ξεριζωμό, τον αποχωρισμό
από αγαπημένα πρόσωπα, την μετανάστευση κ.λ.π., την ερωτική προσμονή, την
απονιά, την αδικία, την απογοήτευση, την απελπισία και επισημαίνουν
–εξωτερικεύουν βαθειά συναισθηματική ταλάντωση οδύνης, με καημό, παράπονο, πόνο,
οίκτο κ.α.
Πέρα από τον Μεταξικό Μανιαδάκικο διωγμό, αφού για χρόνια
πολλά ο αμανές εθεωρείτο μουσικό είδος παραξηγημένο, αντιμετώπισε σαν
συνεπίκουρο λυσσαλέο κατήγορο και τον τύπο της εποχής που εν πολλοίς εξέφραζε την κουλτούρα της μπουρζουαζίας: «Εκμανείς και τους κραυγάζοντας και τους ακούοντας ποιών ο Αμανές». Έτσι αρχίζει ένα άρθρο της «Καθημερινής»
(17.9.1936). Υπογραφή: Νίκος
Μοσχόπουλος.
Υπήρξαν βέβαια και άλλοι, παλιότεροι και παλιότερα που
πολέμησαν ανελέητα, που μίσησαν το ρεμπέτικο και βέβαια το αμανέ. Ένας απ’ αυτούς, ο «υπερεθνικόφρων» Ζαχαρίας Παπαντωνίου, γύρω στα 1920,θεωρώντας το ρεμπέτικο σαν «απόλυτο κίνδυνο για το
κατεστημένο» ξιφουλκεί και γράφει: «Τι καθόμαστε ψυχροί και αδιάφοροι μπροστά σ’ έναν κίνδυνο που απειλεί την ύπαρξη του Έθνους μας. Τον κίνδυνο που
προσθέθηκε κοντά στους άλλους
το τραγούδι που λέγεται αμανές. Πρέπει να το αντιληφθούμε και να λάβουμε τα
μέτρα μας πριν είναι αργά, πως τέτοια τραγούδια αποτελούνε κίνδυνο για την
Δημόσια Τάξη…».
Στην Αθήνα κύκλοι ειδικών σκύβουν
στα μουσικά χαρακτηριστικά του νέου είδους. Επιφανείς
μουσικολόγοι όπως ο Δημήτρης Μητρόπουλος
και ο Δ/ντής του Ωδείου Αθηνών Δημ. Σφακιανάκης εκφράζουν την άποψη πως το
είδος «δεν αποτελεί κίνδυνον δια την μουσικήν πρόοδον…».
Ο Μανόλης Καλομοίρης, επίσης συνειδητά αντίθετος στο ρεμπέτικο,
περιέργως(;) υπερασπίζεται τον αμανέ, δηλώνοντας με στόμφο ότι τον προτιμά από τα «ξενόφερτα δυτικά, ότι
είναι η …ψυχή της Ανατολής και έχει πολλά στοιχεία εξελίξιμα…». Προφανώς
…θυμάται «ευτυχώς» την
Ιωνική καταγωγή του!
Ο Σωτήρης Σκίπης, ακαδημαϊκός και ποιητής
πρωτοστατεί σε αγώνα κατασυκοφάντησης του ρεμπέτικου. Το ίδιο και η εφημερίδα
«Έθνος» που στις 27.5.1936 δημοσιεύει
άρθρο υπό τον τίτλο «Πρεζακισμοί».
Ο Αιμίλιος Σαββίδης, στιχουργός ελαφρών τραγουδιών και κριτικός,
περιχαρής όταν στη Μεταξική δικτατορία επιβάλλονται τα γνωστά μέτρα λογοκρισίας, αποφαίνεται μέσω
του τύπου της εποχής: «Ευτυχώς έχομεν τόσον ωραία και καθαρώς
ελληνικά μοτίβα, που δεν υπάρχει
ουδεμία ανάγκη να παίρνωμεν τις μουσικές εκφράσεις της τουρκικής
λαϊκής μουσικής, τις οποίες προ πολλού απηγόρευσεν η τουρκική
κυβέρνησις, η οποία επίσης φροντίζει να εξευμενίσει την
μουσικήν του τόπου της…». Πίσω από τα ψευδώνυμα, όπως Σαβαίμ, Βοσπορινός ή Ν. Δέλτας υποκινεί τεράστιο, παροιμιώδη
καταγγελτικό κλίμα ενάντια σε κάθε ρεμπέτικη εκφραστικότητα.
Όμως, καίτοι μέγας πολέμιος αρχικά,
αποδεικνύεται μέγας «κολοτούμπας», προσχωρώντας, ποιος
ξέρει γιατί, τελικά κι αυτός στους «συμπαθούντες». Έτσι αν και αρχικά διαπρήσιος κατήγορος επιδεικνύει τεράστια
μεταστροφή, όντας αυτός
που το 1935 γράφει τους στίχους σε ένα από τα βαρύτερα χασικλίδικα της
εποχής. Πρόκειται για το περίφημο «Είμαι πρεζάκιας» η «Πρέζα όταν πιείς». Στην
πρώτη εκτέλεση ερμηνεύει η Ρόζα Εσκενάζυ.
Αναρίθμητοι είναι οι αμανέδες που συναντά κανείς
στην οθωμανοκρατούμενη Σμύρνη, στην Πόλη, αλλά και σε εκδηλώσεις σε όλο
το Μικρασιάτικο τόξο, που από
εκεί πάρα πολλοί περνούν στην νησιωτική Ελλάδα που τους λατρεύει. Από το 1918 και ύστερα και κυρίως μετά την Μικρασιατική καταστροφή πρόσφυγες
μουσικοί «ταιριάζουν» αμανέδες που κατά μέγα μέρος θεματολογικά
αναφέρονται στην ιστορία και τα δεινά της Σμύρνης, της Πόλης, του
Πέραν, της Ερυθραίας, στα Αλάτσατα
και γενικότερα στην προσφυγιά.
Κι αφού πλήθος από Σμυρνιούς «παιχνιδοπαίχτες» παίζουν
τώρα και τραγουδούν στην Ελλάδα, μαζί
με τα Σμυρνέικα, τα Πολίτικα κ.α. Ρεμπέτικα, συνεχίζουν να τραγουδούν σπουδαίους αμανέδες, όπως
παρακάτω:
1.-Ευάγγελος Σωφρονίου, 1926. «Να μ’ αγαπάς».
«Μικρή ελπίδα μού ’δωσες
και βάσανο μεγάλο.
Πες μου το πώς θα
μ’ αγαπάς, κι ας υποφέρω κι’ άλλο».
Μινόρε
μανές.
Δίσκος POLYDOR V 45098.
2.-Δημ. Μασσέλος-Νούρος, 1929. «Λησμόνησέ με».
«Λησμόνησέ με
ολοτελώς, μην έχεις πια ελπίδα
και πες πως
δεν σε γνώρισα, ούτε ποτέ σε είδα».
Γαλάτ ή
Γαλατά μανές.
Δίσκος
COLUMBIA Αγγλίας 8386.
3.-Ευάγγελος Σωφρονίου, 1929. «Η …φωτιά».
«Πολλές φωτιές με
τριγυρνούν, μα μια είναι που με καίει.
Μονάχος μου
την άναψα, κανένας δεν μου φταίει».
Σουλτανί
μανές.
Δίσκος
COLUMBIA Αγγλίας 8026.-
4.-Κώστας Ρούκουνας, 1930. « Αυτό το…Αχ!».
«Αυτό το αχ
δεν είν’ φωτιά να πιω νερό να σβήσει.
Μον’
είναι πόνος στην καρδιά και θα με τυραγνίσει».
Σαμπάχικος
μανές.
Δίσκος
COLUMBIA ΟG-45.-
5.-Ρόζα Εσκενάζυ-Γιάννης Δραγάτσης(Ογδοντάκης), 1932.
«Την τελευταία
μου πνοή αν έρθουν και μου πούνε,
εσένανε να
σ’ αρνηθώ, μα ‘γω δεν σ’ απαρνιούμαι».
Ταμπαχανιώτικος
μανές.
6.-Κώστας Ρούκουνας, Γιάννης Δραγάτσης(Ογδοντάκης),
1934.
«Σαν αναμμένο
κάρβουνο μαύρισε η καρδιά μου,
απ’ τα πολλά
μου βάσανα κι από τα δάκρυά μου».
Νεβά-Ραστ
μανές.
7.-Στράτος Παγιουμντζής, 1937. «Το τραγούδι της
ξενιτειάς».
«Την
ξενιτειά, την ορφανιά, την πίκρα και τη λύπη,
όλα
μου τα ’δωσε ο θεός, κανένα δεν μου λείπει».
Ουσάκ
μανές.
ΣΗΜ: Θεωρείται, μαζί με δυο-τρεις ακόμα, από τους καλλίτερους
αμανέδες του μεγάλου Στράτου και για τη σύνθεση και για την ερμηνεία. Στο
μπουζούκι ο Ανέστος Δελιάς μου περίτεχνα αρχίζει μια μακρόσυρτη
εισαγωγή-ταξίμι καρά-ουσάκ. Και που στο τέλος, στη «λόγκα», το τελείωμα, εξελίσσεται σε ένα νταλκαδιάρικο ταξίμ τσιφτετέλι που άνετα θα μπορούσε να
αποτελεί και σπουδαία ξέχωρη-αυτόνομη μουσική σύνθεση.
(Συνοδευτικά κάποιος παίζει και ούτι).
8.-Στράτος Παγιουμντζής, 1937. «Μόνον εγώ γεννήθηκα».
«Μόνον εγώ
γεννήθηκα αμαρτωλός του κόσμου
και περπατώ
και χάνεται ο ήλιος από μπρός μου».
Νεβά μανές.
ΣΗΜ: Έμπνευση και δημιουργία του Ανέστου Δελιά που εδώ μεν
αρχίζει την εισαγωγή με ένα ταξίμι, αλλά τελειώνει με ένα σπουδαίο 9/8 ντουζενάτο ρυθμικό ζειμπέκικο, όπως μόνο εκείνος γνώριζε. Επίσης και εδώ το καταπληκτικό
ζεϊμπέκικο μουσικό μέρος θα μπορούσε να αποτελεί εκπληκτικής δεξιοτεχνίας ξέχωρη μουσική (μακάμικη) σύνθεση.
9.-Σταύρος Ρεμούνδος ή Μαρμαράς, 1937. «Την απονιά σου θα την πω». Πειραιώτικος αμανές.
«Την απονιά σου θα την πω στον κόσμο σαν πεθάνεις,
γιατί
καρδιά δεν άφησες να μην τήνε μαράνεις».
Πολλοί, πάρα πολλοί, ξενέρωτοι–μονόχνωτοι αποδόθηκαν
κατά καιρούς σε προσπάθειες
εξοβελισμού του αμανέ από τη μουσική ελληνική παραδοσιακή κονίστρα, κάτι
που όμως στάθηκε αδύνατον. Ο ελληνισμός που στο πέρασμα του χρόνου έχει …πάθει
και έχει …μάθει, ξέρει να σέβεται
και να τιμά παραδοσιακές πολιτιστικές παρακαταθήκες και κάθε που
χρειάζεται το αποδεικνύει. Για τούτο και το περιούσιο αυτό μουσικό είδος, καίτοι έχει εγγενείς δυσκολίες
ερμηνευτικής προσέγγισης, παρέμεινε και παραμένει ζωντανό, πότε να
μας συγκινεί πότε να μας ευφραίνει και πότε να μας
μαγεύει ως τα σήμερα!
Επιμέλεια-Ανάρτηση:
Τάκης Ευθυμίου
1 σχόλιο:
Εκπληκτικό άρθρο. Ευχαριστούμε !!!
Δημοσίευση σχολίου