TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Το βελανίδι



Το βελανίδι
(του Γερ. Ηρ. Παπατρέχα)

Ο Αύγουστος, με το παλιό η­μερολόγιο βέβαια, δηλ. το χρονικό διάστημα από 14 Αυγούστου μέχρι 14 Σεπτεμβρίου σήμε­ρα, ήταν για τα χωριά μας, όπως και για όλα τα χωριά της Ελλάδας, ο καλότυχος μήνας. Η σοδειά για το ψωμί της χρονιάς και την «ταή» των ζωντανών, είχε καλά κυβερ­νηθεί στ’ αμπάρια, αν βέβαια είχε πάει καλά ο Μάης.
Οι μύλοι δούλευαν νυχτοήμερα, τα φουρνάρια μοσκοβολούσαν από το νιο ψωμί. Ο νοικοκύρης που ε­ξασφάλιζε το ψωμί του σπιτιού, τη «φαούρα» του, ένιωθε ευτυχής ω­σάν να είχε λύσει όλα του τα προβλήματα. Το ψωμί της φαμελιάς ή­ταν το σπουδαιότερο, το βασικό, όλα τ’ άλλα, κάπως θα τα βόλευε. Και τα βόλευε καλά και παρακαλά τις χρονιές που «έπιανε» βελανίδι ο μεγάλος βελανιδιώνας, κύριο χα­ρακτηριστικό της ξηρομερίτικης εν­δοχώρας.
Απ’ τη βουνοσειρά του Πεταλά, που αποτελεί και το φυσικό όριο Ξηρομέρου και Βάλτου, πιο σωστά απ’ τα Σαρδίνινα, μέχρι κάτω χαμηλά στον Τρίκαρδο,  κυρίαρχο στοιχείο είναι οι σκληροτράχηλες και συχνά υψικάρηνες, αιωνόβιες βελανιδιές. Ήταν κάποτε ο μεγαλύτερος βελανιδιώνας των Βαλ­κανίων και λέω κάποτε, γιατί στον αιώνα μας δοκιμάστηκε πολύ από τη φωτιά και το τσεκούρι.
Θαυμάζει κανείς τούτο το δέ­ντρο που ριζώνει, «αξαίνει και πλαταίνει» στις αιχμηρές και «ηλίβατες» βουνοσειρές του τόπου μας και καταφέρνει με την ελάχιστη ικμάδα να στέκεται περήφανο και συχνά πελώριο. Σε πολλά, που έτυ­χε να ριζώσουν σε «ψαχνό», μόνο το επίθετο γιγαντιαίο ταιριάζει. Είναι πραγματικές βασιλικές δρυς.
  Ως τις αρχές του αιώνα μας στη Βελαώρα του  Μαχαλά  ύψωνε  το απίστευτο ανάστημα της η περι­βόητη «Κάλπη», οπωσδήποτε η με­γαλύτερη βελανιδιά της Βαλκανι­κής. Όταν κάποτε ζήτησα από ένα σεβάσμιο γέροντα, σκληροτράχηλο όπως η βελανιδιά, να μου περιγράψει εκείνον το γίγαντα, μου απά­ντησε χαρακτηριστικά: «Ήταν ένα έρπιτου!». Και είναι γνωστό ότι στο Ξηρόμερο με τη λέξη «έρπετο» (όχι ερπετό), χαρακτηρίζουμε κάτι γιγαντιαίο, τερατώδες. Ήταν τόσο μεγάλη, λοιπόν, εκείνη η βελανι­διά, που της είχαν δώσει και το τόσο περίεργο όνομα «Κάλπη», ώ­στε όταν έπιανε βελανίδι, κληρονόταν ως «τεμάχι» σε τέσσερες - πέ­ντε οικογένειες.
Θα φανεί απίστευτο κι όμως εί­ναι αληθινό. Οι τιναχτάδες, που περπατούσαν πάνω στα κλωνάρια της, κατέβαζαν με τα λουριά τους εξήντα(!) και συχνά περισσότερα φορτώματα, δηλ. 120 τσουβάλια γεμάτα ως απάνω - απάνω, «σωπανιαστά» που λέμε.
Μα κάποτε, όπως συμβαίνει δα μ’ όλα τα ζωντανά της πλάσης, ήρθε η μοιραία στιγμή, ήρθε το τέλος και γι’ αυτή τη βασίλισσα του με­γάλου δάσους. Φορτωμένη, ποιος ξέρει με πόσους αιώνες, ξεριζώθη­κε, έπεσε, συντρίφτηκε με μέγα πάταγο και τότε έγινε ό,τι λέει η αρχαία παροιμία: «Δρυός πεσούσης...». Στην περίπτωση ετούτη, πάντες οι Μαχαλιώται εξυλεύθησαν!
  Τούτος, λοιπόν, ο απέραντος βελανιδιώνας ήταν από τα πανάρ­χαια χρόνια πόρος ζωής, στήριγμα, πηγή πλούτου θα έλεγα για τους Ακαρνάνες της ενδοχώρας. Ακόμα και του Οδυσσέα τα κοπάδια, «συών σοβόσια», «αγέλαι βοών» και «πόεα οιών», εδώ έτρωγαν «βάλανον μετοικέα». Ίσως ήταν προίκα της Πηνελόπης, της κόρης του Ικάριου, αυτό το πλουτοφόρο δάσος. Το δάσος που από πανάρ­χαιες εποχές εκτός από την άφθο­νη τροφή στα κοπάδια, έδινε πολύ­τιμη, μοναδική δεψική και βαφική ύλη. Αναμφισβήτητα έπαιξε σπου­δαίο   ρόλο   στη   ζωή   των   Ακαρνάνων και στους αιώνες που ακολούθησαν, δηλ. κατά την ιστορική π.Χ. εποχή και κατά τους βυζαντι­νούς χρόνους.
Στην περίοδο της Τουρκοκρα­τίας αποτέλεσε «προνομία» της βαλιντέ σουλτάνας (βασιλομήτορας) με πληρεξούσιο τον εκάστοτε Καπουδάν ποσά, δηλ. τον αρχιναύαρχο. Κι ο Βλαχογιάννης μας δίνει την πληροφορία ότι ο Αλή Πασάς νοίκιασε τον βελανιδιώνα από τον Καπουδάν Πασά, ποιος ξέρει με πόσα πουγγιά μπαξίσι. Ο ίδιος μεγάλος ιστορικός ερευνητής, αποκα­λεί το Ξηρόμερο «καλότυχη επαρχία» για τα προνόμια που είχε λά­βει κατά καιρούς.
Μετά την απελευθέρωση χαρα­κτηρίστηκε εθνικό κτήμα και επιζεί ως τις μέρες μας η παράδοση ότι χάρη στον αγώνα του Θοδωράκη Γρίβα δόθηκε το δικαίωμα της νο­μής του βελανιδόκαρπου στα χω­ριά του Ξηρομέρου και μοιράστηκε το δάσος, ώστε να ‘χει κάθε χωριό το «τεμάχι» του.
Όταν γεννήθηκε ο διάδοχος Κωνσταντίνος, στα 1868, η ανακτο­ρική καμαρίλα, οι αιώνιοι γλειψιματίες εισηγήθηκαν να γίνει το δά­σος «μαντωλάδα», δηλ. να γίνει βασιλική προνομία, όπως η Μανωλάδα της Ηλείας. Ο ξεσηκωμός των Ξηρομεριτών ματαίωσε τα α­νίερα εκείνα σχέδια. Ολόκληρη μονογραφία αξίζει τούτο το ευλο­γημένο δάσος, έχει μεγάλη ιστο­ρία.
  Αλλά καιρός για τα λαογραφικά μας. Όπως προανάφερα, οι χρο­νιές που ο βέλανιδιώνας «έπιανε καρπό», ήταν χαράς ευαγγέλια για όλα τα χωριά που είχαν «τεμάχι». Βέβαια, προνομιούχα ήταν τα χω­ριά που έτυχαν κοντά και μέσα α­κόμα στο βελανιδιώνα, γιατί εκτός που είχαν πολλές, πάμπολλες, «χωραφίσιες» βελανιδιές, στοιχειωμέ­να, μεγαλόπρεπα δέντρα, που κατέβαζαν και τον πολύ καρπό, μά­ζευαν και τη «χαμάδα» πολύ πριν αρχίσει η συγκομιδή. Εδώ πρέπει να πούμε ότι υπήρχαν τρεις ποι­ότητες βελανιδιού και λέμε υπήρ­χαν, γιατί τώρα πια αυτό το άλλοτε πολύτιμο προϊόν ανήκει στα αζή­τητα.
Η πρώτη ποιότητα, λοιπόν, ήταν η «χαμάδα», ο άγουρος ακόμα και φυσικά μικρός σε μέγεθος καρπός, που έπεφτε από το δέντρο, «έ­ρευε» από τα μέσα Ιουλίου. Το ί­διο το δέντρο έκανε το ξεδιάλεμα, κανόνιζε πόσο καρπό θα κρατήσει και πόσο θ’ απορρίψει.
Αυτή τη χαμάδα, λιγοστή οπωσ­δήποτε σε ποσότητα, την αγόραζαν οι έμποροι με καλύτερη τιμή, γι’ αυτό και οι γυναίκες των κοντινών στα βελανιδοτόπια χωριών ξεχύνο­νταν με τα σακούλια. Με τη χα­μάδα μπάλωναν ένα σωρό τρύπες του νοικοκυριού.
Το ώριμο βελανίδι ήταν το κύριο προϊόν της συγκομιδής, ήταν το «μάτερο», ήταν αυτό που γέμιζε τις αποθήκες και σε χρονιές μεγάλης καρποφορίας, «ξυλοκαρπίας», ό­πως τόσο πετυχημένα λέμε στον τόπο μας, έφτανε και ξεπερνούσε τα πέντε και έξι εκατομμύρια οκά­δες, δηλ. 7.500 τόνους περίπου. Κάθε χωριό, λοιπόν, από τις αρχές Αυγούστου φρόντιζε να βάλει δρα­γάτη στο τεμάχι του, ώστε να φυ­λαχτεί ακόμα και η χαμάδα. Τα «Καραγκούνικα» χωριά, σχεδόν όλα στην καρδιά του μεγάλου βελανιδιώνα, όχι μόνο δεν είχαν δι­καιώματα στη νομή, αλλά ούτε ν’ απλώσουν το χέρι τους κάτω από βελανιδιά. Και τούτο γιατί μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα ήταν ακόμα σκηνίτες και τους πολεμούσε κι ο Θοδωράκης Γρίβας.
Αρειμάνιοι ντουλαμοφόροι, από κείνους τους χαρακτηριστικούς τύπους του Ξηρομέρου, τους «περισ­σότερο φίλους της κίνησης παρά της εργασίας», οπλισμένοι με το σασεπώ κι αργότερα με το θρυλικό γκρα, φρόντιζαν να κάνουν πολύ αισθητή την παρουσία τους.
Κατά τα μέσα του Σεπτέμβρη, ό­ταν πια ο καρπός ήταν ώριμος για συγκομιδή, εγιόμιζαν οι στράτες από τα καραβάνια- πραγματική μετοικεσία, ξεσηκωμός. Καραβάνια από τα Ριζοβούνια (Βούστρι, Άχυρα, Κομποτή) από το δήμο Σουλίου (τα χωριά Ζάβιτσα, Μερδενίκου, Βάρνακας, Κανδήλα, Μύτικας) και του Εχίνου (τα χωριά γύρω απ’ την Κατούνα ως Μαχαλά) κινούσαν για τη Μάνινα. Η απόσταση μεγά­λη, μια ολόκληρη μέρα στη στράτα και βάλε, από το χάραμα μέχρι το θάμπωμα. Κάθε φαμελιά με την κουμπάνια της σε τρόφιμα και τα «σέα» της φορτωμένα στ’ αλογομούλαρα και στα γαϊδούρια. Ψωμί για μέρες, όσπρια, τραχανά, το λαδάκι το βλογημένο αλλά και το ξύ­δι για τη ζούπα. Τα εφόδια συ­μπληρώνονταν με τα «λούρια», που χωρίς αυτά δεν ξεκινούσε κανείς. Πώς θα μπορούσε αλλιώς να τινά­ξει τον καρπό; Γι’ αυτό και φρό­ντιζαν μέρες πριν, πάντα παρέες, να μπουν σε παλιουριώνες και να κόψουν τα λούρια. Ξάνοιγαν τον τόπο με τα φαλκίδια και διάλεγαν τα πιο ψηλά και πιο εύρωστα, τα καθάριζαν και στη συνέχεια άνα­βαν φωτιές για να τα «κάψουν» και στη συνέχεια να τα ισιώσουν. Σε τούτη την περίπτωση είχε κυ­ριολεκτική εφαρμογή η γνωστή παροιμία «το στραβό το ξύλο η φω­τιά το σιάζει». Ο λούρος ήταν το όπλο, το μοναδικό εργαλείο των τιναχτάδων.
Σαν έφταναν κατάκοποι στη Μάνινα, κάθε χωριό στο «τεμάχι» του, πρώτη φροντίδα ήταν η εγκα­τάσταση, καθένας να στήσει το «γορδί» του. Πόσες και πόσες γε­νιές δεν έστησαν τη φρατζέτα τους στον ίδιο τόπο και δεν αντιμετώπι­σαν τα ίδια προβλήματα. Όλα δύ­σκολα και πάνω απ’ όλα το νεράκι του θεού.
Ανάλογα με τις φαμελιές που συγκεντρώνονταν σε κάθε τεμάχι, ήταν και τα μερίδια που κληρώνο­νταν.
Με το χάραμα άρχιζε η συγκο­μιδή με πρωταγωνιστές τους «τιναχτάδες» και τα «λούρια» τους, βέ­βαια.
Ο τιναχτής έπρεπε να είναι ψύ­χραιμος, προσεχτικός, να έχει την ικανότητα να «σκαλώνει» και στις πιο δύσκολες βελανιδιές και να καταφέρνει να ισορροπεί, ώστε να έχει ελεύθερα τα χέρια του, για να χειρίζεται το λούρο.
  Πολλές βελανιδιές ήταν «καλανέβατες», ενώ επίσης πολλές ήταν δύσκολες, «γκρίτζαλες», όπως λέ­με. Ο κορμός τους τιναζόταν κατακόρυφος, τα σταυρώματα βρίσκο­νταν ψηλά. Συχνά χρειαζόταν να πετάξουν τριχιά και με τη βοήθεια της να σκαρφαλώσουν  και τι να πει κανείς για δέντρα που ήταν σε «ρόβολο», σε γκρεμίλα.
Τα ατυχήματα ποτέ δεν έλειψαν και αρκετά υπήρξαν θανατηφόρα. Σκληρή η δουλειά για όλους μέσα στο λιοπύρι, στ’ αγκάθια, στα λιθάρια, στους σκορπιούς και στα φί­δια. Εισόδημα πληρωμένο με πολύ ιδρώτα και με αίμα ακόμα.
Με το βασίλεμα του ήλιου το γορδί ζωντάνευε- ξεφόρτωναν το βελανίδι της ημέρας, τ’ απλώνανε στ’ αλώνια, ενώ οι γυναίκες άνα­βαν τη φωτιά στις «φωτογωνιές», για να ετοιμάσουν το βραδινό, να φάνε κάτι με το κουτάλι και ν’ α­πλώσουν μετά το κατάκοπο κορμί τους. Οι μεσίτες των εμπόρων του Αστακού δεν αργούσαν να εμφανι­στούν με τα καντάρια τους. Το πιο σπουδαίο προτέρημα τους ήταν η τέχνη τους να «τσακίζουν» το καντάρι, ώστε να κλέβουν δύο - τρεις οκάδες σε κάθε ζύγι. Ήταν μια αυτοπριμοδότηση που συμπλήρωνε το μεσιτικό τους.
Αλλά και μια υποτυπώδης αγορά δεν έλειπε από τα «γόρδια»· λείπει μαθές ποτέ το αλισβερίσι; Μαγα­ζιά του Αστακού ή και του Αντελικού ακόμα, έστηναν παραρτήματα.  πρόχειρες καλύβες με λίγα ψώνια, όπως πανικά, ψιλικά, κεφαλομάντηλα, κάλτσες κ.ά. ανταλλάσσο­νταν με βελανίδι.
Τέλος, πώς μπορούσε να λείψει ο καφετζής; Μια μπουκάλα ούζο, ένα κουτί λουκούμια, κάνα δυο μπρίκια για καφέ, μια φωτογωνιά κι ένα ασκί με νερό ήταν όλα κι όλα τα καπιτάλια του καφενέ.
Οι μέρες περνούσαν με μόχθο πολύ, με στέρηση αλλά και με τραγούδια και με χορούς ακόμα. Αν το βελανίδι είχε βγάλει τη βελάνα του, δηλ. αν η βελάνα έβγαινε από το κύπελλο, έπρεπε η φαμελιά να καθίσει σταυροπόδι γύρω απ’ το σωρό, να παραμερίσει κούραση και νύστα, για να «ξεβελανιάσει».
Μετά την πώληση γινόταν το «σάκιασμα» σε τσουβάλια που έ­φερναν οι έμποροι, το ζύγισμα και η πληρωμή και στη συνέχεια η με­ταφορά στις αποθήκες. Τη μεταφο­ρά έκαναν τα παλιά χρόνια Πραμαντιώτες και Καραγκούνηδες α­γωγιάτες. Φάλαγγες τ’ αλογομούλαρα, φορτωμένα με το προϊόν του μόχθου των χωριών του Ξηρομέρου, έπαιρναν το δρόμο για τις α­ποθήκες…  

Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ»,  Φεβρ 1994
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου





Δεν υπάρχουν σχόλια: