Το πανηγύρι του
χωριού μας
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
«Βίος ανεόρταστος μακρά οδός
απανδόκευτος», έλεγαν οι αρχαίοι, που πάει να πει ζωή χωρίς γιορτές μοιάζει
μ’ ένα μακρύ δρόμο χωρίς πανδοχείο. Ήταν απαραίτητα αυτά τα διαλείμματα στον
καθημερινό τους μόχθο, για να πάρουν κουράγιο και δύναμη για τη συνέχεια. Εκτός
απ’ τις γιορτές και τους γάμους σημαντική θέση στη ζωή του χωριού κατείχε το
πανηγύρι.
Το πανηγύρι γινόταν και γίνεται στις 26
Ιουλίου, ημέρα που γιορτάζει η προστάτιδα του χωριού μας, η Αθληφόρος, η
Μεγαλομάρτυς Αγία Παρασκευή. Οι χωριανοί μας στις δύσκολες στιγμές, στο πόνο
και την αρρώστια έβρισκαν παρηγοριά και καταφύγιο στην Αγια-Παρασκευή. Και
σήμερα τιμούν τη Χάρη της, γιορτάζουν και πανηγυρίζουν με σύνεση και μέτρο.
Οι άνθρωποι εδώ έδωσαν ένα μεγάλο αγώνα
ζωής, σ’ αυτόν τον άγονο και ορεινό τόπο ν’ αναστήσουν τα παιδιά τους και να
θρέψουν τις φαμελιές τους. Κτηνοτροφία και γεωργία, αρχέγονες ασχολίες, ήταν οι
πηγές που κάλυπταν τις στοιχειώδεις ανάγκες τους. Ηλιοκαμένες μορφές,
ροζιασμένα χέρια και κουρασμένα κορμιά ήταν όλοι παππούδες μας. Περνούσαν όλο
το Θεριστή ξωμάχοι στα χωράφια, με το δρεπάνι στο χέρι και με το σκορδόξυδο
στον ίσκιο της γκορτσιάς. Κι έρχονταν και ο Αλωνάρης. Αγώνας στ’ αλώνι με τα
ζώα να ξεχωρίσουν τον καρπό απ’ τ’ άχυρο. Οι γυναίκες λίχνιζαν με το καρπολόι
το χρυσαφένιο καρπό. Καρπό αντάξιο του μόχθου τους. Τα γεννήματα έμπαιναν στ’
αμπάρι, για να γίνουν αύριο ζεστό καρβέλι και πρόσφορο στην εκκλησιά. Κι αφού
τελείωναν μ’ όλα αυτά άρχιζαν να μετράνε με λαχτάρα τις μέρες για το πανηγύρι.
Τρεις μέρες κράταγε το πανηγύρι μας.
Την παραμονή τραγουδούσαν και χόρευαν χωρίς όργανα. Τότε έρχονταν και οι
πανηγυριώτες, συγγενείς από τα γύρω χωριά. Απ’ το Γερακλί, τη Γιακαρόμπα, το
Πουρνάρι, το Καραντζάλι, τη Μαντασιά, τη Ντραμάλα και τη Δίβρη. Έρχονταν καβάλα
στα γαϊδουράκια τους, με μια μικρή φλοκάτη πανωσάμαρα, φορώντας τα γιορτινά
τους ρούχα. Έφταναν να ανάψουν ένα κερί στην εκκλησιά, να προσκυνήσουν στη Χάρη
της και να ζήσουν το μεγάλο γεγονός, το πανηγύρι μας. Σάμπως και τι είχαμε να
τους κεράσουμε τότε λένε οι γιαγιάδες, λίγο τσίπουρο με το φιρφιρί και μια
κουταλιά γλυκό κορόμηλου.
Ανήμερα της Αγίας Παρασκευής έρχονταν
κι οι οργανοπαίχτες απ΄ τα γύρω χωριά, περπατώντας και φορτωμένοι τα όργανά
τους. Λαϊκοί οργανοπαίχτες, αυτοδίδακτοι που γνώριζαν καλά την τέχνη της
επικοινωνίας με το χορευτή, ώστε να αγγίζουν την ψυχή του. Ο παραπονιάρικος
ήχος του κλαρίνου ανατρίχιαζε το κορμί, σκίρταγε την καρδιά και ξύπναγε καημούς
και ντέρτια. Κλαρίνα όπως ο Βάιος Μαλλιάρας και ο Νίκος Καρακώστας πέρασαν από
τα πανηγύρια του χωριού μας.
Την παραμονή και τη δεύτερη μέρα έδιναν
προτεραιότητα για χορό στους πανηγυριώτες δείχνοντας την φιλοξενία και την
εκτίμησή τους. Την τρίτη μέρα το γλέντι ήταν αποκλειστικά για τους χωριανούς.
΄Ηταν άγραφος νόμος όλοι να βρεθούν έστω και μία βραδιά στο πανηγύρι.Γι’ αυτό
όσοι ήταν ρογιασμένοι τσοπάνηδες ή φύλαγαν τα δικά τους κοπάδια είχαν το δικό
τους χρόνο την τρίτη μέρα. Όλοι είχαν πράματα τότε γι’ αυτό δεν έλειπε από
κανένα σπίτι το ψητό αρνί ή το κατσίκι. Στο τέλος-τέλος έμεναν οι μερακλήδες με
τις παραγγελιές τους! Ακόμα κι όταν τελείωνε το πανηγύρι, για πολλές μέρες
κουβέντιαζαν τα όσα έγιναν σ’ αυτό ποιός χόρεψε τη Νταλιάνα και ποια την
κοκκινοφορεμένη!
Προπολεμικά και μετά το ‘50 το πανηγύρι
γινόταν πίσω απ’ το παλιό σχολείο(σημερινό κοινοτικό κατάστημα) από τα μαγαζιά
του Βασίλη Αρβανίτη και Θανάση Μέρμηγκα.Μετά το ‘60 γινόταν πανηγύρι στο μαγαζί
του Μήτσου του Καραμπούλα και του Βασίλη Αυγέρη (Σιδηρά). Αυτά μολογάν οι
παππούδες μας που τ’ αγροίξαν. Τραπέζια και καρέκλες δεν υπήρχαν. Όρθιοι
έστεκαν γύρω από το χορό. Οι γιαγιάδες έπιαναν το καραούλι, στρογγυλοκάθονταν
κι αγνάντευαν το χορό.
Τα ροζιασμένα χέρια, που άφηναν για
λίγο τη σκεπαρνιά και το δρεπάνι, έπιαναν το μαντήλι να σύρουν πρώτοι το χορό.
Και τότε γινόταν η μεγάλη μεταμόρφωση κι όλες οι κακουχίες του κορμιού γινόταν
λεβεντιά και περηφάνια.
Η
Ιτιά και η Καραγκούνα στα χοντρά είχαν τον πρώτο λόγο. Και τι έριχναν τότε στα
όργανα λένε οι γιαγιάδες, ιά.. κάτι λιανόματα!
Αργότερα άρχισαν να γίνονται πανηγύρια
με τραπέζια και καρέκλες στο μαγαζί του Θανάση του Κατσιαμάγκα και του Χρήστου
του Φυσέκη(τσαγκάρη). Οι οργανοπαίχτες ανέβαιναν σε μια πλατφόρμα και είχαν
μαζί τους μια τραγουδίστρια βαμμένη και στολισμένη που κράταγε το ντέφι. Κι
όταν αργά το βράδυ κατέβαινε η τραγουδίστρια να χορέψει ένα τσιφτετέλι με
κάποιον χωριανό γινόταν μεγάλο σούσουρο. Κατέφκει η τραγουδίστρια!!!
Κάθε χρόνο έρχονταν ανελλιπώς στο
πανηγύρι μας ένα ζευγάρι ηλικιωμένων ανθρώπων και έστηναν δύο πάγκους. Ο
παππούς είχε τα ζαχαρωτά, καραμέλες και γλειφιτζούρια, παστέλια και μαντολάτα.
Η γιαγιά είχε τα «κοσμήματα» της μιας δραχμής, δαχτυλίδια και βραχιολάκια,
σκουλαρίκια και χάντρες. Η χαρά ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των μικρών
κοριτσιών που καμάρωναν το δαχτυλιδάκι που είχε από πάνω μια κόκκινη καρδούλα.
Αργότερα έρχονταν κι ένας ασπροντυμένος
παγωτατζής. Τα λιανοπαίδια συνωστίζονταν γύρω του κι άλλα αγόραζαν ένα κι άλλα
μισό παγωτό, να δροσιστούν τα σωθικά τους μες το κατακαλόκαιρο. Εικόνες
ανεξίτηλες, γεμάτες χαρμολύπη, που έμειναν για πάντα στο μυαλό και την ψυχή
μας.
Το πανηγύρι ήταν τόπος και τρόπος
συνάντησης των νέων. Έβγαιναν σεργιάνι οι κοπελιές με τα καλά τους ρούχα και
φούντωναν οι συμπάθειες και οι κρυφές αγάπες με την ορμή της νιότης.
«Σήκω
Κρυστάλλω μ’ κι άλλαξε και βάλε τα καλά σου
κι
έμπα Κρυστάλλω μ’ στο χορό με τ’ άλλα τα κορίτσια,
να
ιδείς κι εκείνον π’ αγαπάς, που στέκει μαραμένος…»
Σε τέτοια γλέντια, όπως το πανηγύρι, η
μάνα νιώθει μεγαλύτερη την απουσία του ξενιτεμένου γιού της. Σκουπίζει κρυφά το
δάκρυ που κυλάει άθελά της στο μάγουλο κι εύχεται του χρόνου να είναι εδώ μαζί
της.
«Ξενιτεμένο
μου πουλί και παραπονεμένο,
η
ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ ‘χω τον καημό σου..»
Πετρωτό. Πάνω σ’ αυτή την πέτρα οι
παππούδες μας έχτισαν και στέριωσαν τις ζωές τους, ακούμπησαν τις ελπίδες και
τα όνειρά τους, για ένα καλύτερο αύριο. Μέσα σ’ αυτές τις σχισμάδες της πέτρας,
που φυτρώνουν ταπεινά κυκλάμινα, φύτρωσαν και τα βλαστάρια μιας νιότης που
σήμερα μας κάνουν όλους τόσο πολύ περήφανους.
Σ’ αυτό το τόπο περπατήσαμε και μεις
χορέψαμε, αγαπήσαμε και ονειρευτήκαμε. Αυτή η γης που καταδέχτηκε τα βήματά
μας, αυτή η γης δένει το σήμερα το χτες και το αύριο… Σ’ αυτό το κυκλοχρόνισμα
δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο και αγνότερο απ’ το να βλέπεις ένα ολόκληρο χωριό
να κοινωνάει στην ίδια χαρά!
δάσκαλος, λαογράφος
Επιμέλεια-Ανάρτηση:
Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου