TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Ο τσοπάνης


Ο ΤΣΟΠΑΝΗΣ ΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΚΑΙΡΟ
(του Δημήτρη Γ. Γούλα) 

Πηγή φωτο: https://www.google.com/search?q=τσοπάνης&safe

Ο βασιλιάς του βουνού και του λόγγου. Ο άρχοντας της φύσης. Ο πιστός της ερωμένος, που ξέρει ως και το τελευταίο της τσαλιμάκι.
Ζει κοντά στις δροσερές βρυσού­λες και στις φωλιές των αγριοπουλιών. Απ’ το τραγίσιο καπί περνά κι η χιονούρα του κουτσοφλέβαρου και η μανιάτικη δροσιά. Έχει ελατόκλαρα για στρώμα, την πέτρα για προσκέφαλο και σκέπασμα την κάπα.
Ευτυχισμένος; Δυστυχισμένος; Να μια περίπτωση που δεν ορκίζεσαι πως μπορείς να δώσεις τη σωστή απάντηση.
«Λεβέντης εροβόλαγεν από ψηλή ραχούλα»
Ας πάμε λοιπόν για λίγο κοντά του στα ψηλά βουνά, εκεί που περνάει τον καιρό του μακριά απ’ τη μασκαρεμένη και ακατανόητη γι’ αυτόν εθιμοτυπία.

Αινοιχτόκαρδος. Με το γέλιο στο στόμα, με το αστείο και το κέφι. Τον ανταμώνεις στο διάσελο και σε σταυρώνει ντε και καλά διψασμέ­νος για κόσμο να του πεις δυο κουβέντες. Δε μπορείς να τ’ αρνηθείς. Τον πόνο της ερημιάς κουβαλάει μαζί του! Ακουμπά την κοντόκαπα στην τούφα και ξαπλώνει σα σε πολυθρόνα. Βγάνει την καπνοσακούλα με τα ροκόφυλλα. Τυλίγει μια τσιγάρα. Τραβάει βαθειά τον καπνό μ’ ευχαρίστηση και σε κοιτά με τα λαμπερά του  μάτια.

- Τι χαμπέρια κουμπάρε ;
Τον κοιτάς από τον τσαμπά ως τα νύχια. Ολογέλαστος. Κι όμως το δείχνουν τα τρύπια γουρουνοτσάρουχα, ο παλιοτροβάς με το καλαμποκίσιο ψωμί, τη μπομπότα, - που καλά καλά δεν τη χορταίνει - το κλουτσοτύρι, η χιλιομπαλωμένη πα­τατούκα του. Δυστυχισμένος; Δεν μπορώ να το υποστηρίξω. Ίσως, για έναν που δε βλέπει τη ζωή παραόξω απ’ το μαντρί και δε βλέπει τη δυστυχία παρά στη στερφογαλιά, τα πράματα να ‘ναι αλλιώς. Ποιος ξέρει!
Στον Παρνασσό, μολογάει ένας φίλος μου γεωπόνος, όταν ρωτήθηκε ένας γέρο τσομπάνος από κάτι διανοούμενους που γυρίζανε στο βουνό «είσαι ευχαριστημένος παππού;» αυτός ξένοιαστος απάντησε: «Τι μου λείπει, σάματις δεν έχω να φάω, για δεν έχω να πιω, για δεν έχω να κοιμηθώ!»
Αυτός ζει πάντως περισσότερα χρόνια από σένα αναγνώστη μου, αναπνέοντας τουλάχιστο καθαρό αέ­ρα... Παλιό κόκαλο λένε... Στέριο κόκαλο...
Φυλάει ζα δικά του ή ξένα. Μολογάνε για τσοπαναραίους των μεγαλοτσελιγκάδων πως είναι πάπ­που   προσπάπ’...
Παιδεύεται όλη η φαμελιά τους μέρα - νύχτα. Άλλος στα γαλάρια. Άλλος για κλαρί και για κισσό. Άλλος τ’ αποκομμένα. Τα μικρότε­ρα παιδιά στο μπισίκι ή στην πρω­τότυπη κούνια, ανάμεσα σε δυο δέν­τρα ή στ’ ανάποδο γαϊδουροσάμαρο.
Λένε πως τα χιλιοτραγουδισμένα βουνά, τα στολισμένα με έλατα και καταπράσινα χορτάρια, που  τα ζων­τανεύει ή φλογέρα του τσοπάνη, τα κυπροκούδουνα των ζώων και τα γαυγίσματα των σκύλων είναι η μόνιμη πατρίδα των βλάχων. Μα τότε τι γίνεται η δεύτερη πατρίδα τους, τα ξεχειμαδιά, που περνάνε τον μισό χρόνο; Α! Αυτό δεν το γράφουν στα χαρτιά τους και δε θέλουν να το θυμηθούν. Όσοι απ’ τους βλάχους παίρνουν το μεγάλο δρόμο για τη Λειβαδιά, τη Θεσσαλία και τ’ άλλα καμποχώρια της Ρούμελης που είναι τα ξεχειμαδιά, σ’ ένα πολυήμερο και βασανισμέ­νο ταξίδι με τις βροχές και το κυ­νηγητό των αγροφυλάκων, με γέ­ρους ογδοντάρηδες και γυναίκες φορτωμένες «σέια», καμιά φορά τη σαρμανίτσα με το παιδί, το κάνουν ξώκαρδα, από ανάγκη. Ταιριάζει το  τραγούδι  τους  εδώ:

«Σαν   τι   κακό   από ‘χουμε  εμείς   οι   μαύροι   βλάχοι;
Το   καλοκαίρι   στο  βουνό και   το   χειμώνα   κάτω.
  Κι αν αρρωστήσει και κανείς, στο  δρόμο τον αφήνουν».

Κι εκεί που το χειμώνα στα χει­μαδιά τους δέρνει το δρολάπι, τους πνίγει η λασπούρα και ξεποδαριά­ζονται οι γυναίκες τους να πουλά­νε χόρτα και ξύλα στην πόλη, α­γναντεύουν απ’ τον κάμπο τα ψηλά βουνά   και   λένε   το   τραγούδι:

«Λυώστε τα χιόνια γρήγορο να χορταριάσ’   ο   τόπος
να  ‘βγουν οι βλάχοι στα βουνά, να βγουν κι οι βλαχοπούλες».

Τ’ Αϊ Γιωργιού, όταν ή γη ντυ­θεί στα καταπράσινα, αρχίζει η επιστροφή. Η άνοιξη είναι και για τον τσοπάνη διπλή χαρά. Με το κελάηδημα των πουλιών βόσκουν στις πλαγιές τα πρόβατα το πλούσιο χορτάρι, βελάζουν και παίζουν χαρού­μενα τ’ αρνάκια κι αχολογάν οι ρε­ματιές απ’ τη φλογέρα του. Λένε, πως παίζει τη φλογέρα ο τσοπάνης για να βόσκουν καλύτερα τα πράματα (τα  ζωντανά).
Φιλόξενοι είναι οι βλάχοι όσο δεν παίρνει. Ο ξένιος Ζευς σ’ έστει­λε στο βουνήσιο τους κονάκι. Σαν τους επισκεφτείς εκεί τρως άφθονο γάλα με ξύλινο χουλιάρι και μεγά­λα κομμάτια χλωροτύρι κι αν εί­σαι της καρδιάς τους, σου σφάζουν και ψιμάδι. Δεν κάνει να μολογάς πως πέρασες απ’ τη στάνη του δείνα και δε σε περιποιήθηκε. Έπειτα, σου λέγει ο βλάχος, βουνό το βουνό δε σμίγει, οι άνθρωποι σμίγουν. Στα βλάχικα κονάκια θα βρεις και θ’ απολάψεις όλο το συγυριό του βλάχου. Θα φας και θα ξεμεσημεριάσεις και συ κάτω απ’ το βαθύ ίσκιο του έλατου, έχοντας πλάι σου κρεμασμένη στη φούρκα, την τσαντήλα με το τυρί και φύλακα σου ά­γρυπνο το σκύλο, ο οποίος όσο ά­γριος και θεριωμένος ήταν όταν σε πρωτοείδε, τόσο φίλο σε νοιώθει ό­ταν φας στο κονάκι τ’ αφεντικού του. Θα σε νανουρίζει το αργό κου­δούνισμα του καπαδιού που σταλί­ζει πιο πέρα στον παχύ τον έλατο κι αναχαράζει μέσα στο βράδυ που ‘ρχεται   μυρωμένο   και  ειδυλλιακό.
Το ειδύλλιο! Να κάτι που τρα­γούδησαν τόσοι και τόσοι! Η Γκόλ­φω κι ο Τάσος στέκουν σαν ιδανικές μορφές των νέων τσοπαναραίων που ‘ναι γιομάτοι ζωή κι έρωτα. Το καημένο   το  τσοπανόπουλο:

«Το ‘χει  ή   αγάπη  λαβωμένο και   βαρειά   βαλαντωμένο...»

Συνήθως είναι  κρυφά τα αισθήμα­τα   κι   οι λαχτάρες   τους.  Σιγοκαίνε εκεί  στις  σκιερές  πλαγιές   και  στα χορταριασμένα  γούπατα καθώς  φυ­λάνε τα  κοπάδια,  αρχινάνε τ’  αγνά ειδύλλια,   τα  τόσο   ρομαντικά:

«Μπήκαν μωρέ μπήκαν τα γίδια στο  μαντρί τα πρόβατα στη στρούγκα Χρυσούλα κι αδερφούλα μικρή   τσελιγκοπούλα».

Ύστερα κείνη η φλογέρα με   τους παθητικούς   της     καημούς   και     τα γκαρδιακά τ’  αναστενάγματα.   Περνά  η   Ψυχή   του  τραγουδιστή     μέσα απ’  τις  έξι  τρύπες  της.
Έχουν αναπτυγμένη την αλληλεγγύη. Συντραλήδες όπως λένε. Λες πως όλοι τους είναι φαμελιά. Και την τελευταία χούφτα το καλαμποκάλευρο το μοιράζονται. Στα πανη­γύρια, στις χαρές, στις λύπες, όλοι παντού. Κοντά στο χαρούμενο και κοντά  στον  πονεμένο.
Ζουν τα περισσότερα χρόνια, πα­λιά   κόκαλα  λένε.   Στέρια  κόκαλα.
Ζήλευα το μπάρμπα - Μάρκο τον τσέλιγκα του χωριού μου που μ’ όλα τα 89 του χρόνια, όταν ανεβαί­ναμε, απ’ το χτισμένο στο πιο απομακρυσμένο σημείο του χωριού σπί­τι του, το μεγάλο ανήφορο για την «παλιόστρουγκα», δεν ήθελε πουθε­νά να σταθεί και δεν αγκομαχούσε καθόλου κι ας κρατούσε στον ώμο του τον τροβά με δυο κουλούρες ψωμί   καλαμποκίσιο.
Μου μολογάγανε πως δω και 70 χρόνια που ήταν τσοπανόπουλο, ένας γιατρός στον Καρβασαρά τον είχε αποφασίσει, του βρήκε δυο - τρεις αρρώστιες και σύστησε στους δικούς του να τον πάνε στην Αθήνα. Μα αυτός δε δέχθηκε και τράβηξε για τα βουνά του.

«Μι τ’ βουήθεια τ’ θιου κι τα κρύα νερά, μου έλεγε, πέρασα τα χρουνάκια μ’ μια χαρά. Τώρα κλαίου ισάς τα παιδιά μ’. Προυχτές κοίταγα τμ’ μπλατ’ απ’ τ’ αρνί κι είδα αίματα, πουλλά αίματα, τρανή φουρτούνα να ‘ρχιτι. Να βάλ’ η θιος του χέρ’ τ’ κι ας σας   λ’π’θεί.

Αυτά λέγονταν το  1938. Ο μπάρμπα   Μάρκος  πέθανε   στο   1943.   Για κακή   μας  μοίρα,   η   προφητεία   του βγήκε   σωστή.
Καμιά   φορά   όμως  γκρεμίζεται   ο βλάχος   στις   σάρες   ή   πέφτει      από κάνα ελάτι καθώς βγάνει τον ‘ξο. Θα πεθάνει εκεί κοντά στο κοπάδι, όπως έζησε. Θα τον ξεπροβοδίσουν, με τα τραγούδια των πουλιών και τα   μοιρολογήματα  του  γκιώνη.
«Πέθαν’   ο   βλάχος   πέθανε μέσα   στο  γιδαμάντρι
τα   πρόβατα   ρημάξανε  και   τα   βουνά   στενάξανε
κ’  εγώ γ’ η δόλια γ' η  ορφανή πώς θα  περάσω   μοναχή...»
Τον κλαίει με μαύρα δάκρυα ή γυναίκα. Γιατί όχι; Τόσο αγνή αγάπη, μια ζωή καιρό. Οι χαρές και οι λύπες τους ήταν κοινές.
Ένας κόσμος αγνός σαν τ’ αγριοτριαντάφυλλα και τ’ αμάραντα, που βγαίνουν στ’ απάτητα λαγούμια.
Γι’ αυτό κι ό πόθος του ποιητή δυνατός:

«Ήθελα   να ‘μουν   τσέλιγκας,  να ‘μουν   ένας   σκουτέρης...
Πόθος που κορυφώνεται στη δρα­ματική   επίκληση:
«Πάρτε   μ’   απάνου   στα   βουνά τι   θα   με   φάει   ό   κάμπος...»

Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», τ. 4 Ιούνιος 1981
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: