TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

Η οικονομία & οι δραστηριότητες των κατοίκων του Τυμφρηστού


«O ΤΥΜΦΡΗΣΤΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ»

Η ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ

[Του Περικλή Κ. Φύκα] 

Προπολεμικό παραδοσιακό πανηγύρι στον Τυμφρηστό. Πηγή φωτο: Δημήτρης Μαλισσόββας. Συλλογή: Τάκης Ευθυμίου 

Η τοπική οικονομία του χωριού μας ουδέποτε υπήρξε αυτάρκης. Σ’ αυτό συνηγορούσαν το άγονο του εδάφους και, κύρια, ο μικρός κλήρος, διάσπαρτος και τεμαχισμένος, που δεν ξεπερνούσε, στις καλύτερες περιπτώσεις, τα πέντε περίπου στρέμματα κατά οικογένεια. Αλλά και στην πεδινή Δυτική Φθιώτιδα και τον Κάμπο της Λαμίας τα πράγματα δεν ήταν διαφορετικά, ένας απέραντος τσιφλικότοπος. Τα οράματα της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης ξεθώριασαν γρήγορα, ιδιαίτερα μετά την δολοφονία του Καποδίστρια. Οι Βαυαροί που τον διαδέχτηκαν και ιδιαίτερα η Αντιβασιλεία, ξεπουλούσαν την Ελλάδα στους ξένους και ιδιαίτερα στο αγγλικό κεφάλαιο και την Αγγλική αριστοκρατία. Αλλά και οι Ομογενείς της διασποράς, είχαν το δικό τους μερίδιο ενοχής, οι επώνυμοι Έλληνες που υπηρετούσαν την κρατική μηχανή εσιώπουν. Ο Μαυροκορδάτος, πιστός στο δόγμα της Αγγλικής υποτέλειας, διασφάλιζε τα συμφέροντά τους κατά τον καλύτερο τρόπο. Ο ραδιούργος Κωλέττης, γαιοκτήμονας και ο ίδιος, σφύριζε αδιάφορα. Οι απελεύθεροι Έλληνες σήκωναν έναν καινούργιο σταυρό.

            Για τους ορεινούς πληθυσμός όμως τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα, αφού καλλιεργούσαν για λογαριασμό τους την ελάχιστη και άγονη ορεινή γη, η οποία κάλυπτε όμως μέρος από τις ανάγκες τους. Την αυτάρκειά τους την εξασφάλιζαν επικουρικά και με τις άλλες ασχολίες, τις τέχνες που ασκούσαν και την αποδημία, την ξενιτιά. Την εποχή εκείνη και στη διάρκεια του 19ου αιώνα κατέφευγαν, όπου εργάζονταν και πρόκοβαν, στο μεγάλο εμπορικό και οικιστικό κέντρο των Βαλκανίων και της Ανατολής την Κωνσταντινούπολη, όχι μόνον οι χωριανοί μας αλλά και όλοι οι κάτοικοι των Πολιτοχωρίων του τ. Δήμου Τυμφρηστού. Από το χωριό μας μεγάλη παράδοση με την πόλη είχε δημιουργήσει η σημαντική οικογένεια των Αφών Ζαχαρία και Ιωάννη Κολιτζίδα. Τα άρρενα τέκνα του Ζαχαρία Κολιτσίδα, ιδιοκτήτης των εκτεταμένων χωραφιών της Κάτω Γούβας, Σπύρος, Γιώργος και Ιωάννης, διέτριβαν στην Πόλη όλο το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και ουδέποτε επανήλθαν. Η μοναδική αδελφή τους η Ελένη, παρέμεινε στο Κάψι, ενυμφεύθει τον Γεώργιο Χοσιάδα και όλη αυτή η περιουσία περιήλθε στους απογόνους της και κληρονόμους του Φωτίου Δημ. Παπαρούπα. Μία φορά τον χρόνο και μέχρι τις παραμονές του πρώτου Βαλκανικού πόλεμου, επισκεπτόταν τα αδέλφια της στην Πόλη και τους έβλεπε, ταξιδεύοντας με το καράβι απ’ τη Στυλίδα.

            Ο μοναδικός υιός του Ιωάννη Κολιτσίδα, ο Σωτηράκης, ιδιοκτήτης της περιοχής “Βίγλα”, διέτριβε και αυτός στην Πόλη χωρίς οικογένεια και πηγαινοερχότανε. Απεβίωσε αιφνιδίως στον Τυμφρηστό και στα 1905, σε ηλικία 56 ετών. Τον κληρονόμησαν οι αδερφές του, Μαρία σύζυγος Κωνσταντάκη Υφαντή και Ελένη σύζυγος Γεωργίου Ρήγα. Επίσης θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι απ’ τον Δήμο Τυμφρηστού προερχόμενοι έμποροι της Πόλης, ήσαν ενεργά Μέλη του Ρουφετίου των Μπακάληδων, του Ισναφίου των Ευρυτάνων της Πόλης. Είναι λάθος να πιστεύουμε σήμερα, πράγμα το οποίο διαλαμβάνει και η ευρυτανική βιβλιογραφία, ότι οι Ευρυτάνες και οι από τα Πολιτοχώρια της δυτικής Φθιώτιδας, μετέβαιναν στην Κωνσταντινούπολη διά ξηράς και με τα ονομαστά καραβάνια της εποχής. Το ταξίδι αυτό κράταγε σαράντα μέρες ενώ η μετάβαση με καράβι απ’ τη Στυλίδα κράταγε τρεις μέρες, στην καλύτερη περίπτωση. Μεταφορά εμπορευμάτων είναι δυνατόν να γινότανε με τα καραβάνια και τα υποζύγια.

Ναυλοσύμφωνον μεταφοράς επιβατών

Αριθμός 387

            Σήμερον την δεκάτην τετάρτην Απριλίου του χιλιοστού οκτασιοστού τριακοστού έκτου έτους (1836), ημέραν Τρίτη ώραν δεκάτη προ μεσημβρίας. Παραουσιασθέντες εις το Ειρηνοδικείον Λαμίας εκπληρούν και συμβολαιογραφικά χρέη οι κύριοι Κωνσταντίνος Πλατζιόρης, κυρατζής, και Παπά Νεόφυτος από τον Προυσόν. Ομολόγησαν ενώπιον εμού του εκπληρούντος τα συμβολαιογραφικά Βασιλείου Δ. Περαιβού, παρόντων και των προσυπογραφομένων μαρτύρων κυρίων Πούλιου Σωτηριάδου και Δημητρούλη Ιατρού, ιδιοκτητών δημοτών Λαμίας γνωστών μοι. Ότι συμφώνησαν μετά του Πλοιάρχου Σπύρου Ιωάννη Ριζοπούλου Δημότου Στυλίδος να τους μεταφέρει με το πλοίον του μαρτίγον, ονομαζόμενον Ευαγγελίστρια εις Κωνσταντινούπολην διά Ναύλον γρόσια τουρκικά δύο χιλιάδες, αρίθ. 2.000. Οι επιβάται θέλουν είναι τριάντα επτά, αριθ. 37, συμπεριλαμβανομένων και των δύο ανωτέρων. Όσοι δε περισσότεροι επιβάται ήθελον ανέβει εις το πλοίον, εξ’ αυτών  οι δέκα εννοούνται διά λογαριασμόν του πλοιάρχου τα δικαιώματα, οι δε λοιποί διά λογαριασμόν των ναυλωτών. Υπόσχεται δε να αναχωρήσει την εικοστήν του παρόντος διά το ταξίδιον με τους ρηθέντας επιβάτες, εάν δε τουναντίον θέλει πληρώνει εντελώς τα ζημίας και έξοδα. Υπόσχονται οι ναυλωταί να πληρώσουν εις Κωνσταντινούπολη τον συμφωνηθέντα Ναύλον εντός των ένδεκα ημερών της σταλίας, εάν παρεμποδίσουν το πλοίον περισότερο από ένδεκα ημέρας υποχρεούνται οι ναυλωταί εις τας ζημίας και έξοδα του πλοίου. Ο δε πλοίαρχος Σπύρος Ριζόπουλος, εμέτρησε επί χείρας των ρηθέντων Κωνσταντίνου Πλατζόρην και Παπά Νεόφυτον διά φούντα γρόσια πεντακόσια, αρίθ. 500, τα οποία θέλει λάβειν μετά του Ναύλου εις Κωνσταντινούπολην.

            Όθεν προς βεβαίωσιν και υποστήριξην έγινε το παρόν συμφωνητικόν συμβολαιογραφικώς και καταχωρηθέν εις το πρώτον βιβλίον των πράξεών μου υπό σελίδα 164. Ανεγνώσθη ενώπιον των συμβαλλομένων και των μαρτύρων, υπεγράφη παρ’ αυτών και παρ’ εμού του συντάξαντος αυτό Ειρηνοδίκου Λαμίας.

Ο εκπληρών χρέη συμβολαιογράφου

Ειρηνοδίκης Λαμίας

Βασίλειος Δ. Περαιβός

Πληρεξούσιον

Αριθμός 72

            Εν Καρπενησίω σήμερον την δεκάτην ογδόην (18) του μηνός Φεβρουαρίου του χιλιοστού εννεακοσιοστού πέμπτου έτους (1905) ημέραν Παρασκευήν και εν τω συμβολαιογραφείω μου κειμένω εν τη συνοικία και ενορία της Παναγίας οικία του Παν. Τσαρουχά, ενώπιον εμού του συμβολαιογράφου Καρπενησίου Ιωάννη Τζορβατζή κατοίκου και εδρεύοντος ενταύθα, ως και των μαρτύρων Αθάν. Δημητρίου εργατικού και Ιωάννου Μακρή υποδηματοποιού κατοίκων Καρπενησίου, γνωστών μοι πολιτών Ελλήνων και μη εξαιρουμένων, ενεφανίσθησαν οι γνωστοί μοι και μη εξαιρούμενοι, Μαρία σύζυγος Κωνστ. Αϋφαντή και Ελένη σύζυγος Γεώργ. Ρήγα και εδήλωσαν ότι δι’ όλας τας κοινάς υποθέσεις δίκας και διαφοράς των παρούσας και μελούσας διορίζουν γενικούς και ειδικούς πληρεξουσίους, αντιπροσώπους και αντικλήτους των τους Γεώργιον Κ. Υφαντήν και Κώστα Γ. Ρήγαν, γεωργούς κατοίκους Κάψης προς ους δίδωσι την εντολήν και πληρεξουσιότητα όπως ομού ή χωριστά έκαστος τας αντιπροσωπεύουσι νομίμως ενώπιον των δικαστηρίων της Ελλάδος.

Ιδίως δε να διαχειρίζονται το εν Κάψει μαγαζίο του αποβιώσαντος αδελφού των Σωτηρίου Ιωάνν. Κολιτσίδα, παρ’ αυτών κληρονομηθέντος και εισπράττουσι πας τας ωφειλουμένας εις αυτόν παρ’ οιουδήποτε οφειλαί του και ιδίως την εκ δραχ. οκτακοσίας πεντήκοντα δυνάμει του από έντεκα Μαΐου του χίλια εννιακόσια ένα συναλλαγματικής πράξεως υπό του ωφειλέτου Κωνστ. Γ. Σετάκη και τους τυχόν κληρονόμους αυτού. Να αναλάβουσι τας εικοσιτέσσερας λαχειοφόρους μετοχάς της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος του δανείου των είκοσι πέντε εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων, τας οποίας ο αποθανών αδερφός των είχε κατεθέσει προς φύλαξιν εις το κατάστημα των αδελφών Ανδρέου και Γεωργίου Παπαδοπούλου εν Λαμία. Να λαμβάνουσι το αντίτιμον των ενοικιαζομένων κτημάτων εις το χωρίον Κάψη. Εις πίστωσιν τούτων συνετάχθη το παρόν, όπερ αναγνωσθέν ευκρινώς εις επήκοων πάντων και βεβαιωθέν υπεγράφη παρά των μαρτύρων και ημών, εκτός των εντολοδοτριών ομολογησάντων άγνοια γραμμάτων.

            Οι μάρτυρες                                        Ο συμβολαιογράφος Καρπενησίου  


 

ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΝ

Αρίθ. 204

Βασίλειον της Ελλάδος

Ο

Δήμαρχος Τυμφρηστού πιστοποιεί ότι

            Ο αποβιώσας την 13ην δεκάτην τρίτην Φεβρουαρίου ε. έτους Σωτήριος Ιωάννου Κολλιτσίδας εκ Πέρα Κάψης, ούτινος του οποίου προΐσταμαι, ηλικίας ετών 56, άγαμος, εγκατέλειπε μόνους γνησίους κληρονόμους τας αμφιθαλείς αδελφάς του Μαρίαν σύζυγον Κώστα Υφαντή ετών 58 και Ελένην σύζυγο Γεωργίου Ρήγα ετών 50 και ουδέν άλλον.-

            Προς πίστωσιν των ανωτέρω τη αιτήσι των κληρονόμων δίδοται το παρόν ίνα της χρησιμεύουσι όπου δει.

Εν Μαυρίλλω την 3ην τρίτην Μαρτίου 1905.

Ο Δήμαρχος

Σερ. Δεδούσης

Πράξις παραδόσεως εγγράφων

Αρίθ. 33682

            Εν Λαμία σήμερον την πέμπτην Μαρτίου του χιλιοστού εννεακοσιοστού πέμπτου έτους ημέραν Σάββατον και προ μεσημβρίας, εν τω επί της οδού Διάκου και τω εργαστηρίω των κληρονόμων Ιωάννου Δ. Καϊλάνη  συμβολαιογραφείω μου ενώπιον εμού του συμβολαιογράφου και κατοίκου Λαμίας Παναγή Μαυρίκα, ενεφανίσθησαν οι γνωστοί μοι και μη εξαιρούμενοι Γεώργιος Κ. Αϋφαντής και Κωνσταντίνος Δ. Ρήγας αμφότεροι γεωργοί και κάτοικοι του χωρίου Κάψης του Δήμου Τυμφρηστού, ενεργούντες ως πληρεξούσιοι των μητέρων των Μαρίας συζύγου Κωνσταντίνου Αϋφαντή και Ελένης συζύγου Γεωργίου Ρήγα, έργα οικιακά μετερχόμεναι κάτοικοι του χωρίου Κάψης εισί μόνες εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος αδερφού των Σωτηρίου Ιωάννου Κολτσίδα κατά το επισυναπτόμενο υπ. αρίθμ. 204 της τρίτης Μαρτίου ενεστώτος έτους πιστοποιητικόν του Δημάρχου Τυμφρηστού δυνάμει του υπ. αριθμόν εβδομήκοντα δύο πληρεξουσίου γενομένου την δεκάτην ογδόην Φεβρουαρίου ενώπιον του συμβολαιογράφου Καρπενησίου Ιωάννου Τζορβατσή ούτινος αντίγραφο προσαρτάται αυτώ παρόντων και αφ’ ενός και αφ’ ετέρου Γεώργιος Παπαδόπουλος και Ανδρέας Παπαδόπουλος αμφότεροι έμποροι και κάτοικοι Λαμίας αδελφοί και επί παρουσία των μαρτύρων Αντωνίου Αποστόλου και Νικολάου Ριζομάρκου φραγγορράπτου, κατοίκων Λαμίας πολιτών Ελλήνων γνωστών μοι και μη εξαιρουμένων συνομολόγησαν και παρεδέχθησαν τα εξής.

Ο αποβιώσας και παρά των εντολήδων των δύο πρώτων συμβαλλομένων κληρονομηθής Σωτήριος Ιωάνν. Κολτσίδας παρέδωσεν προς φύλαξιν εις τους αδερφούς Γεώργιο και Ανδρέα Παπαδοπούλους την τρίτην Δεκεμβρίου του έτους χιλιοστού εννεακοσιοστού τετάρτου (1904), είκοσι τέσσερας λαχειοφόρους ομολογίας της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδας του δανείου των είκοσι εκατομμυρίων και πεντακοσίων χιλιάδων δραχμών. Ήδη οι μνησθέντες Γεώργιος Κ. Αϋφαντής και Κωνσταντίνος Γ. Ρήγας ως πληρεξούσιοι των ανωτέρω μητέρων των ενεργούντες δηλούσι ότι τας μνησθήσας εικοσιτεσσερας λαχειοφόρους ομολογίας της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδας παρέλαβον σήμερον παρά των αδελφών Γεωργίου και Ανδρέα Παπαδοπούλου και ουδεμία έχουσιν κατ’ αυτών περί των ομολογιών τούτων απαίτησιν. Οι αδερφοί Γεώργιος και Ανδρέας Παπαδόπουλος παραλαβόντες τας αποδείξεις τούτων συνομολογούσι και αποδέχονται πάντα τα ανωτέρω εκτεθέντα, διό συνετάγη το παρόν, ανεγνώσθη νομίμως ενώπιον αυτών και των μαρτύρων και υπεγράφη παρ’ όλων και εμού.

            Οι συμβαλλόμενοι                                                      Οι μάρτυρες

Ο συμβολαιογράφος Λαμίας

 

Α) Ο Γεωργοποιμενικός βίος

            Η νομαδική αιγοπροβατοτροφία δεν ευδοκίμησε ιδιαίτερα στον Τυμφρηστό, ο κυριότερος λόγος ήτανε το γεγονός ότι δεν υπήρχαν εκτεταμένες υπερκείμενες χορτολιβαδικές εκτάσεις. Αλλά και αργότερα όταν το χωριό μεγάλωσε και επεκτάθηκε εδαφικά, η δραστηριότητα αυτή όχι μόνο δεν επεκτάθηκε αλλά συρρικνώθηκε ακόμα περισσότερο. Η ύπαρξη του Δημοσίου δρόμου καθιστούσε πάντα εύκολη την αναχώρηση των νέων.

            Μαρτυρία Σωτήρη Φ. Κουτσοκέρα: «Μέχρι πενήντα - εξήντα το πολύ και πολλά είναι. Το χειμώνα κλείνονται μέσα και είναι βαρύς και τα χιόνια πολλά, κρατάνε μέρες και μήνες. Θέλουνε δύο άτομα συνέχεια να τα υπηρετούνε. Όλη την ημέρα πάνω στα έλατα να κουβαλάνε τροφή. Στο τέλος δεν μένει τίποτα».

             Διακεκριμένος Τσέλιγκας, προπολεμικά, υπήρξε ο Ευάγγελος Γρηγορίου Υφαντής και ο υιός αυτού μεταπολεμικός και σύγχρονος, ο Γεώργιος Υφαντής (Λοχίας). Επίσης ο Αντώνης Δ. Κουτσοκέρας, ο Ηλίας Κωστορρίζος, ο Νίκος Μπακογιάννης και κάποιοι άλλοι. Αλλά και η Κοσύφω με τις αίγες της, που ξεχειμώνιαζε στην περιοχή Παλιάμπελα, έξω από τη Λευκάδα, μέχρι εδώ φτάνει το Συνιδιόκτητο Τυμφρηστού, τόπος ζεστός. Σύζυγος Δημητρίου Μπλατσούκα (Κοσυφάς), από τη γειτονική Λάσπη της Ευρυτανίας. Σπουδαίο ρόλο, επίσης, στην οικονομία του χωριού έπαιζε η οικόσιτη αιγοπροβατοτροφία. Κάθε οικογένεια διατηρούσε έως πέντε - εφτά - δέκα ζώα, τα οποία τους θερινούς μήνες ερόγιαζε. Τα παρέδιδε στο Βλάχο και στη συνέχεια, μέσα από ένα θαυμαστό και δίκαιο σύστημα επιμερισμού του προϊόντος του γάλακτος, ελάμβαναν το δικαίωμά τους, με κύριο σκοπό την τυροκόμιση αλλά και το κρέας. Γενικότερα η νομαδική προβατοτροφία δεν ευδοκίμησε στο χωριό μας.

            Αντίθετα η καλλιέργεια της γης, η δενδροκαλλιέργεια και η αμπελουργία, είχανε την τιμητική τους. Πολύ αγαπούσανε τη γη οι Πέρα-Καψιώτες, τη γη και τους γονείς τους. Ο κεντρικός υδραύλακας του χωριού “Λειβαδερίσιο”, μήκους τριών χιλιομέτρων, ξεκινούσε και εκτρεπόταν σε σημείο του Καψιώτικου ρέματος, στη θέση «στου Φράγγου τη Λογγά», και άρδευε κτήματα μέχρι και έξω από την σημερινή Μεσαία Κάψη στη θέση “Τούρνια”. Το κύριο προϊόν που καλλιεργούσαν ήτανε το καλαμπόκι και κατά δεύτερο λόγο ήσαν τα τριφύλλια. Ένα έργο που πάει πίσω στις αρχές του 19ου αιώνα. Κατά μήκος αυτού του υδραύλακα και τις διακλαδώσεις του αναπτύχθηκαν οι εξοχικές κατοικίες του Τυμφρηστού, τα καλύβια, οι αγροικίες, κάποια ήσαν και διώροφα, κανονικές κατοικίες, ένα δεύτερο χωριό. Ιδιαίτερα μετά την καθολική πυρπόληση των οικιών του χωριού από τους Γερμανούς τον Αύγουστο του 1944, στα Καλύβια αυτά κατέφυγαν οι κάτοικοι όπου παρέμεναν για πολλούς χειμώνες, ακόμα και μέχρι το 1950 που τελείωσε ο Εμφύλιος.

            Γενικότερα ο ζωτικός χώρος που περιβάλλει την Κοινότητα του Τυμφρηστού, με τις βουνοκορφές, τις δυράδες, τα ημεροτόπια, τις λογγές, τους ελατιάδες, τα δρυοδάση, την υπαλπική ζώνη και τις χορτολιβαδικές εκτάσεις, αποτελεί ένα θαυμαστό, πολύπλευρο, οικοσύστημα, όπου ενυπάρχουν μεν, η χλωρίδα και η πανίδα, πρωτίστως όμως, εις το απώτατο παρελθόν αλλά και στο πρόσφατο, ενυπήρχαν, δραστηριοποιούνταν και ανέπνεαν άνθρωποι.

            Ένα σεργιάνισμα, σήμερα, σ' αυτή την πατρική γη και μία προσέγγιση και ανίχνευση με τα μάτια της ψυχής και για όσους βέβαια γνώρισαν και βίωσαν αυτό το πρόσφατο παρελθόν, δεν έχει κάποιος, παρά, να προσπέσει, ευλαβικός προσκυνητής, στην μνήμη εκείνων των ανθρώπων και που μερικοί, ελάχιστοι ακόμα, ευτυχώς εξακολουθούν να βρίσκονται ανάμεσά μας.

            Δεν έχει παρά να θαυμάσει, τον πολιτισμό τους και τα χρηστικά τους έργα και κατά προτεραιότητα, να σταθεί μπροστά στις «Αγροικίες» που, εποχικά, ξέχωρα και κατά καιρούς τους φιλοξενούσαν.

            Είναι αυτά, τα τόσο γνωστά σε κάποιους από εμάς «Καλύβια», έργο των χειρών και των κόπων τους, που εξένισαν στρατοκόπους, που πρόσφεραν ανθρωπιά και ζεστασιά, που έκρυψαν καταδιωγμένους, που περιμάζεψαν κατατρεγμένους.

            Μόνο που εκεί στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, ούτε που το καταλάβαμε, ούτε που καν το πήραμε χαμπάρι, για το πως εξαφανίστηκαν και φύγανε ένας-ένας, όλοι εκείνοι οι εξοχίτες και οι ξωτάρηδες, που δεν είναι άλλοι από τους παππούδες μας και τους πατέρες μας και για τους οποίους τόση περηφάνια νοιώθουμε, που πέρα από την θύμησή τους και τις υποθήκες τους, μας άφησαν την κληρονομιά τους, μας άφησαν τα «Καλύβια τους», που, αλίμονο, έχουν και αυτά ημερομηνία λήξης.

            Αλλά και ο μεγάλος υδραύλακας του “Παλαιοχωρίου”, έργο προεπαναστατικό, που άρδευε τις εκτάσεις του χωριού Μουτζουράκι και που εγκαταλείφθηκε στο 1970 περίπου. Επίσης μία σειρά από δευτερεύοντες υδραύλακες όπως, του Μαχαλά, της Άνω Γούβας, του Τουγιάτικα, του Κάναλου, της Χαρβαλιάς και το Χωριανικό. Μία σοβαρή και υπεύθυνη εργασία, όπως αυτή του Υδρονομέα (Νεροφόρου), που απαιτούσε κρίση, ενέργεια και καλή φυσική κατάσταση. Αδέκαστος κριτής και διανομέας του νερού, εργαζόταν μέρα-νύχτα. Ιδιαίτερα αυτός του κεντρικού υδραύλακα των Λειβαδερών, αλλά και των διακλαδώσεων αυτού, την “Σαριά Πέτρα”, τα “Φελίκια” και του “Κατελάν”.

            Στη θέση “Κρι” υπήρχαν τα Ρηγαίϊκα και τα Πανετσαίϊκα αγροτόσπιτα, συγγενείς ο ένας με τον άλλον και αλληλέγγυοι, συμπαγής Ομάδα. Πέρα απ’ το ποτάμι, στην Κάτω Γούβα, εδέσποζαν οι δύο Παπαρουπαίϊκες αγροικίες, το δίπατο καλύβι του Κώστα και της Φανής, της Κυράς της Κάτω Γούβας, που άφησε εκεί όχι μόνον τα κόπια της αλλά και την ψυχή της. Λίγο πιο πέρα βρισκότανε το “Χοσιαδέικο Καλύβι”, με τη χαρακτηριστική ασπροποταμίτικη Logia (περιστύλιο), που η κατασκευή του και η αρχιτεκτονική του πάνε πίσω στα 1860. Εδώ διέτριβαν τις περισσότερες ημέρες του χρόνου, η Βικτωρία μετά της θυγατέρας της Ευφροσύνης, χαρισματικές και οι δύο και φιλόξενες. Συχνότατα τις επισκέπτονταν ο σύζυγος Ευάγγελος Φωτίου Παπαρούπας, παράλληλα διατηρούσε και το κεντρικό Καφενείο του χωριού. Πεντακάθαρο και ο ίδιος εχέμυθος και προσεκτικός, ήξερε να συμπεριφέρεται.

            Απέναντι και πέρα από το ποτάμι έστεκε η αγροικία του Θεοφάνη Παπαρούπα, στα μεταπολεμικά χρόνια διέμεναν μόνιμα εκεί. Κατάντι και δεξιά του ποταμού, στη θέση “Βίγλα”, βρίσκονταν και τα δύο Υφαινταίϊκα σπιτοκάλυβα.

            Απέναντι και πέρα από το ποτάμι, χαμηλά, στη “Λογγά” βρίσκονταν τα σπίτια του Θυμιοκώστα και του υιού του Ιωάννη. Στη συνέχεια και σ’ όλη την πλαγιά, μέχρι την κορφή στα Φελίκια, τα Χριστοπουλαίϊκα σόγια είχαν αναπτύξει τις καλύβες τους και τις κατοικίες τους ενίοτε.

            Ανακέφαλα του “Κρι” εδέσποζε το αγρόκτημα του Ανδρέα Ευθυμίου, στη θέση “Σαριά Πέτρα”, πολλά στρέμματα, μέχρι το ποτάμι και πέτρινα οικοδομήματα. Λέγεται πως εκεί στο ποτάμι διατηρούσε και ασβεστοκάμινο και λίγο πιο πάνω μια μικρή εκκλησία, την Αγία Τριάδα.

            Στο όριο με τη σημερινή Μεσαία Κάψη και παραποταμίως, θα συναντούσες το δίπατο σπίτι του Διονύσιου Χριστόπουλου, την αγροικία του Αθανάσιου Ευθυμίου, τα Μπλατσουκαίϊκα, τα Κωστοριζαίϊκα και τα Κουτσοκεραίϊκα σπίτια. Αλλά και τα Ρηγαίϊκα διάσπαρτα. Αγαπούσαν οι Πέρα-Καψιώτες τη γεωργία, την δενδροκαλλιέργεια και την αμπελουργία. Δεν έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση, οι νέοι του Τυμφρηστού, στα γράμματα και τις επιστήμες. Σε αντίθεση με την Παλαιά Μεσαία Κάψη που ανέδειξε τέσσερις καθηγητές Πανεπιστημίου. Διέθεταν όμως οι νέοι του Τυμφρηστού ένα μεγάλο προτέρημα, τιμούσαν τους γονείς τους και τους εξασφάλιζαν τα τέλη τους τα ειρηνικά. Αλλά κι αυτοί τους εξεπλήρωναν την ευεργεσία.

ΣΥΝΤΑΞΗ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

Αριθ. 258

Δωρητήριον αιτία θανάτου

            Εν Καρπενησίω σήμερον την πρώτην (1) του μηνός Μαρτίου του χιλιοστού εννεακοσιοστού δεκάτου τετάρτου (1914) έτους, ημέραν Σάββατον και εν τω συμβολαιογραφείω μου κειμένω εν τη ενταύθα και ενορία η Παναγία οικίαν του Νικ. Α. Τριανταφυλλοπούλου, ενώπιον εμού του συμβολαιογράφου Καρπενησίου Ιωάννου Τσορβαντζή, κατοίκου και εδρεύοντος ενταύθα, παρουσία και των μαρτύρων Γρηγορίου Χ. Παπαϊωάννου, κτηματίου και κατοίκου Καρπενησίου και Νικολάου Γ. Κολαζά, γεωργού, κατοίκου του χωρίου Μυρίσης, γνωστών μοι πολιτών Ελλήνων ενηλίκων και μη εξαιρουμένων, ενεφανίσθησαν οι γνωστοί μοι και τοις μάρτυσι και μη εξαιρούμενοι Γούλας ή Γεώργιος Δ. Φίκας, Περικλής Γ. Φύκας, γεωργός και η Ευφροσύνη σύζυγος Γ. Φίκα, έργα γυναικεία μετερχομένη, κάτοικοι του χωρίου Κάψης άπαντες του Δήμου Τυμφρηστού και εδήλωσαν.

Ο μεν πρώτος Γούλας ή Γεώργιος Δ. Φίκας ότι δωρείται κατά δωρεάν αιτία θανάτου εις τον υιόν του παρόντα Περικλή Γ. Φύκα 1) έναν αγρόν ποτιστικόν και ξερικόν εν μέρει εκτάσεως εφτά στρεμμάτων περίπου κείμενον εις την θέσιν Λειβαδερά της περιφερείας του χωρίου Κάψης του Δήμου Τυμφρηστού συνορεύοντα γύρωθεν με κτήματα Βασιλικής Γ. Τσιγκρέλη, Ανδρέα Ευθυμίου και Αγγελικής Ηλία Φίκα περιελθόντα αυτώ κατά δήλωσίν του κατόπιν δωρεάς του πατρός του Δημητρίου Φίκα. 2) Μίαν οικίαν ημιανώγειον μετά της αυλής της κειμένην εντός του χωρίου Κάψης του ιδίου Δήμου και περιφερείας, κτισθείσαν δαπάναις του, προ εξηκονταετίας επί τόπου της γυναικός του και οριζομένη γύρωθεν με οικίαν του Αθ. Τσιγκρέλη, Σωτηρ. Κουτσοκέρα, Βας. Τσιγκρέλη και Γεώρ. Παληούρα.

Κατά δήλωσίν του δωρεί εις τον υιόν του Κωνσταντίνου Γ. Φύκα, κάτοικον Κάψης του αυτού Δήμου, μίαν άμπελον στρέμματος ενός κειμένην εις την θέσιν “Λεύκα” οριζομένη με κτήματα Σπύρου Φύκα, δημόσιον δρόμον και Γ. Φίκαν. Αγρόν ξερικόν στρεμμάτων δύο εν τη θέσει “Νιάρες” της ιδίας περιφερείας και Δήμου συνορεύον με κτήματα Αλεξάνδρου Φύκα και Σπύρου Φύκα, περιελθόντα αυτώ εκ κληρονομίας του προ πολλών ετών αποβιώσαντος πατρός τους. Εις τους ετέρους δύο υιούς του Ιωάννην Γ. Φύκα και Ηρακλήν Γ. Φύκαν, κατοίκους Κάψης του ιδίου Δήμου, δωρείται κοινώς και αδιαιρέτως ένα αγρόν ξερικόν μετά συνεχομένης αμπέλου στρεμμάτων τριών κειμένην εις την θέσιν Λειβαδερά της περιφερείας Κάψης της ιδίας Περιφερείας και Δήμου συνορευομένην γύρωθεν με Αγγέλως Ηλία Φύκα με δρόμον με Φώτιον Ηλίαν Φύκα και Ιωάννην Ευθυμίου. 2) Αγρόν ποτιστικόν εις θέσιν Σαρηπέτραν περιφερείας Πέρα Κάψης ιδίου Δήμου στρεμμάτων τεσσάρων και συνορεύουσον με αύλακαν κτήματα Γ. Ρήγα και ποταμόν περιελθόντα αυτώ εκ πατρικής κληρονομίας ως εδήλωσεν. Η δηλωμένη αύτη περιουσία του ανέρχεται εις δραχμάς δύο χιλιάδες (2.000) διά τον καθορισμόν του χαρτοσήμου της μετεγγραφής.

            Η ανωτέρω περιουσία αυτού θέλει περιέλθει εις αυτούς μετά τον θάνατόν του και με την υποχρέωσιν όπως ο υιός του Περικλής Γ. Φύκας μετά του οποίου συζεί και απολαμβάνει της μεγαλυτέρας περιποιήσεως τόσον αυτός καθώς και η σύζυγός του με την οποίαν θα ζήσει μέχρι τέλος του βίου της. Με τον όρον οι έτεροι υιοί του να μην υπόκεινται εις ουδεμίαν υποχρέωσιν περί διατροφής της συζύγου του Ευφροσύνης, η οποία θα συνεχίσει να συγκατοικεί μετά του υιού της Περικλή Γ. Φύκα. Εδήλωσεν επίσης ότι στον υιόν του Περικλήν Γ. Φύκαν εδώρισεν περισσοτέραν περιουσίαν διά του παρόντος καθ’ όσον ούτος προ 15ετίας ανέλαβε τα βάρη και τις υποχρεώσεις της οικογενείας. Εν ή δε περιπτώσει οι έτεροι υιοί του δεν ήθελον αρκεστή εις την προκειμένην δωρεάν υποχρεούνται να καταβάλουν εις τον υιόν του Περικλήν δραχμάς χιλίας λόγω εξόδων και τότε να λαμβάνουν ίσον μερίδιον με τον υιόν του Περικλήν, υποχρεούνται δε μετά τον θάνατόν του να διατρέφουσι την σύζυγόν του και μητέραν αυτών Ευφροσύνη Γ. Φίκα εφ’ όρου ζωής.

Ο δε δεύτερος Περικλής Γ. Φύκας αποδέχεται την δωρεάν ταύτην υπό τους εκτεθέντας όρους και υποχρεώσεις ευγνωμονεί τον δωρητήν και υπόσχεται να τηρήσει απαρεγκλίτως τους όρους του παρόντος. Η δεύτερη Ευφροσύνη Γ. Φίκα συναινεί εις τους εκτεθέντας όρους και ουδεμίαν αντίρρησιν έχει. Αφού υπενθύμισα εις τους συμβαλλομένους τον περί μεταγραφής νόμον και τας συνεπείας αυτής της παραλείψεως συνέταξα το παρόν όπερ αναγνωσθέν ευκρινώς και μεγαλοφώνως, υπεγράφη παρ’ όλων και εμού εκτός των Γούλα ή Γεωργίου Φίκα καθώς και της συζύγου του Ευφροσύνης ομολογησάντων άγνοιαν γραμμάτων.

            Οι μάρτυρες                                                                            Ο δωρεοδόχος

Γ. Χ. Παπαϊωάννου                                                                              Περικλής Γ. Φύκας

Ν. Γ. Κολαζάς

Ο συμβολαιογράφος Καρπενησίου

 

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ

ΜΙΑ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΗ ΕΜΠΛΟΚΗ

            Δεν έλειπαν όμως, ενίοτε, τα διάφορα προβλήματα, η καχυποψία, οι αντιδικίες αλλά και οι ανοικτές παρεμβάσεις και διαφωνίες, ξέχωρα στα “Λειβαδερά”, όπου σε περιόδους ακμής άρδευε 300 στρέμματα.

ΑΝΑΦΟΡΑ

Βασίλειον της Ελλάδος

Αίτησις

Των ιδιοκτητών και καλλιεργητών του υδραύλακος “Λειβαδερά”, περιοχής Τυμφρηστού και κατοίκων Τυμφρηστού.

            Εν Τυμφρηστώ, τη 15-8-1946

Προς

τον κ. Αγρονόμον

Εις Μακρακώμην

            Οι υπογεγραμμένοι γεωργοί υδραύλακος Λειβαδερά Τυμφρηστού, λαμβάνωμεν την τιμήν να γνωρίσωμεν υμίν τα εξής.

Κατ’ εθιμοτυπίαν ανέκαθεν και συμφώνως συντεταγμένου υφ’ ημών προ 15ετίας συμβολαίου ποτίζομεν την ημέραν πρωτονέρι, τη νύχτα δευτερονέρι, την ημέραν τρίτον και ούτω καθ’ εξής. Την πέμπτην τρέχοντος και ώρα δεκάτην ενάτην ετελείωσε το πρωτοπότισμα και ήρχισε το δεύτερον. Αφού επότισαν πέντε στρέμματα των Γεωργίου Π. Χριστοπούλου (επιτροπής) και του Ιωάννου Κ. Κουτσονίκα, έξαφνα διέκοψε το δευτεροπότισμα και επί σειράν δεκαημέρου μέχρι σήμερον εξακολουθεί ο υδρονομεύς Δημήτριος Φ. Μαρανδιανός να δίδη τριτονέρια και συνεπώς τα έχοντα ανάγκην δευτεροποτίσματος και σειράν καλαμπόκια βαίνουν προς τελείαν καταστροφήν. Ων η ζημία είναι ανυπολόγιστος. Οιοσδήποτε λόγος και αν συντρέχει υπήρχε τρόπος να μετριάσει ο αρμόδιος υπηρέτης τας ώρας, δηλαδή αντί να δίδη ισοπόσους ώρας, να δίδη 2/3 του ημερονυκτίου εις τα τρίταν νεράν και 1/3 εις τα δεύτερα ώστε να συνυποφέρομεν όλοι και η ζημία να επέρχειται γενική και όχι μερική.

Παρακαλούμεν υμάς όπως ευαρεστούμενοι σπεύσετε και ρυθμίσετε τη διαφοράν επί τόπου προς πρόληψιν απευκτέων και αποφυγή δικαστικών δαπανών. Σημειωτέον ότι το εν λόγω αυλάκι αρδεύει εφέτος 212 στρέμματα και θα συμβούν πλείστα επεισόδια και σημαντικαί ζημίαι εάν δεν προστρέξετε διά την ρύθμισιν του κανονισμού της αρδεύσεως το ταχύτερο.

 

Ευπειθέστατοι

Οι Αιτούντες

1. Περικλής Γ. Φίκας

2. Ηρακλής Γ. Φίκας

3. Βασίλειος Ν. Τσιγκρέλης

4. Γεώργιος Μέρας

5. Γεώργιος Ν. Τσιγκρέλης

            Υπήρχανε και περιπτώσεις που κάποιες οικογένειες δεν διέθεταν ακόμα και τον μέσο όρο της καλλιεργήσιμης γης, αλλά και κάποιες άλλες που είχανε πολλά μέλη και μπορούσανε έτσι να εξασφαλίζουνε μεγαλύτερο αγροτικό εισόδημα. Αυτοί καλλιεργούσανε, επί πλέον στο Μουτζουράκι, χωράφια “τριτάρικα”, τα δύο τρίτα του προϊόντος ελάμβανε ο καλλιεργητής (κολίγας), ο οποίος διέθετε την εργασία, το σπόρο και τους αροτριώντες βόες, ο δε τσιφλικάς Κοντογιάννης ελάμβανε το τρίτον. Από αυτό το γεγονός επικρατεί εσφαλμένα η άποψη ότι οι οικογένειες αυτές είχανε καταγωγή από το Μουτζουράκι. Κάποιες ναι, όχι όμως όλες και αποδεικνύεται αυτό.

Η μοιρασιά γινότανε στα αλώνια, στη σημερινή θέση “Αλώνια” της Άνω Γούβας στο τέλος της καλλιεργητικής περιόδου. Εκεί οι μπράβοι του Κοντογιάννη, φερμένοι από άλλους τόπους και άλλα χωριά, εξεβίαζαν, απειλούσαν, βιαιοπραγούσαν ενίοτε και αδικούσαν. Από εδώ ξεκίνησαν τα γεγονότα, τον Σεπτέμβριο του 1924, που οδήγησαν στην εξαγορά του κτήματος Παλαιοχωρίου - Παλιάμπελα Τυμφρηστού και για το οποίο θα γίνει λόγος παρακάτω. Επίσης στο Μουτζουράκι του 19ου αιώνα οι Δασοκτήμονες Κοντογιανναίοι, που αποτελεί Οικονομική Μονάδα, εγκαθιστούν υλοτόμους εκμισθωτές, που προβαίνουν στην Υλοτομία και την απόληψη χρήσιμης και οικοδομήσιμης ξυλείας ελάτης, αλλά και την παραγωγή Ξυλανθράκων (κάρβουνα). Επίσης τις χορτολιβαδικές εκτάσεις τις εκμισθώνουν, τους θερινούς μήνες, σε μεγαλοτσελιγκάδες, προβατοτρόφους. Όλα αυτά τα γνωρίζουμε σήμερα χάρις σ’ ένα δικαιοπρακτικό έγγραφο του 1903, που συνέταξε η Ειρήνη Κοντογιάννη, χήρα του αποβιώσαντος Μήτσου Κοντογιάννη, για λογαριασμό και της ανηλίκου κόρης της Βικτωρίας, μετέπειτα σύζυγος του Νικολάου Βελέτζα.

Εκχωρητήριον απαιτήσεων Δρχ. 28.600

Αριθμός 31215

            Εν Λαμία σήμερον την εικοστήν τρίτην Μαΐου του χιλιοστού εννεακοσιοστού τρίτου έτους (1903), ημέραν Παρασκευήν και προ μεσημβρίας, εν τη εις την ενορίαν του Ναού των Αγίων Θεοδώρων κειμένην οικίαν του Χρήστου Βλάχου εν η μετέβην κληθής προς σύνταξιν του παρόντος, ενώπιον εμού του συμβολαιογράφου και κατοίκου Λαμίας Παναγή Μαυρίκα, ενεφανίσθησαν οι γνωστοί μοι και μη εξαιρούμενοι, Ειρήνη χήρα Μήτσου Κοντογιάννη, οικοδέσποινα, κάτοικος Αγά και διατρίβουσα προσωρινώς εν Λαμία, ενεργών δι’ εαυτήν και ως νόμιμος επίτροπος της ανηλίκου θυγατρός της Βικτωρίας Μήτσου Κοντογιάννη αφ’ ενός και αφ’ ετέρου ο Λεωνίδας Σάροκας, ταγματάρχης του Πεζικού, κάτοικος ως εκ της υπηρεσίας του Λαμίας, και επί παρουσία των μαρτύρων, Γεωργίου Μιχαλοπούλου εμπόρου και Νικολάου Δ. Δέρκα ξυλεμπόρου, κατοίκων Λαμίας πολιτών Ελλήνων γνωστών μοι και μη εξαιρουμένων συνομολόγησαν και παρεδέχθησαν τα εξής.

Η Ειρήνη χήρα Μήτσου Κοντογιάννη δι’ εαυτήν και υπό την άνω εκτεθείσαν ιδιότητάν της δικαιούται λαμβάνειν. α) Από τον Ιωάννην Μπάκαν σκηνίτην δι’ ενοίκιον των κατά τον Δήμον Τυμφρηστού κειμένων θερινών λειβαδίων της καλουμένων “Μπαλαούρα και Κέδρος” και διά την τρέχουσαν θερινήν εξαμηνίαν δραχμάς δύο χιλιάδας διακοσίας πεντήκοντα, αρίθ. 2.250. β) Από τον ίδιον Ιωάννην Μπάκαν σκηνίτην δι’ ενοίκιον των κατά τον Δήμον Τυμφρηστού κειμένου θερινού λειβαδίου καλουμένου “Παλαιοχωρίου” της τρεχούσης θερινής εξαμηνίας δραχμάς τετρακοσίας, αρίθ. 400. γ) Από τους Κωνσταντίνον Κουτσοβέλην και Θύμιον Κουτσοβέλην σκηνίτας διά μίσθωμα των κατά τον Δήμον Τυμφρηστού θερινών Λειβαδίων τον καλουμένων “Ψημόβριζα και Σκαμνί”, διά την τρέχουσαν θερινήν εξαμηνίαν δραχμάς δύο χιλιάδας τριακοσίας, αριθμός 2.300. δ) Από τον Αλέξανδρον Μαυροδήμον κάτοικον Λαμίας διά μίσθωμα του κατά τον Δήμον Τυμφρηστού κειμένουν λειβαδίας καλούμενον “Κεραμίδι” αρξαμένης από της σήμερον διά δραχμάς τριακοσίων πεντήκοντα, αρίθ. 350. ε) Από τους αδελφούς Σπύρον και Ναούμ Μιχαήλ, υλοτόμους αλλοδαπούς διαμένοντες εν Μουτζουρακίω και δικαιωμένους υλοτομηθήσομένης ξυλείας εν τω δάσει Μουτζουρακίω του Δήμου Τυμφρηστού διά δραχμάς επτακοσίας πεντήκοντα, αρίθ. 750. στ) Από τον Χρήστο Κωνσταντίνου αλλοδαπόν διαμένοντα ήδη εις Μουτζουράκιον διά πώλησιν δικαιώματος υλοτομηθήσης ξυλείας διά δραχμάς εξακοσίας. ζ) Από τους εν τω κτήματι Μουτζουρακίου καλλιεργούντας κολλήγους 1. Κωνσταντίνον Πανέτσον 2. Χαράλαμπον Πανέτσον 3. Κωνσταντίνον Ευθυμίου 4. Δημήτριον Υφαντήν 5. Χαράλαμπον Υφαντήν 6. Γούλαν Φύκαν 7. Βασίλειον Τσιγκρέλην 8. Ιωάννην Ευθυμίου 9. Αθανάσιον Παπαρούπαν 10. Αθανάσιον Κόντον 11. Νικόλαον Πλατσούκαν 12. Δημήτριον Μπαλαγιάννην 13. Ευστάθιον Κουτσονίκαν 14. Παναγιώτη Κανδήλαν 15. Ευάγγελον Κανδήλαν 16. Σεραφείμ Κανδήλαν 17. Σεραφείμ Τσιρώνην 18. Αθανάσιον Λιασκώνην 19. Ιωάννην Λιασκώνην 20. Γρηγόριον Παπαρούπαν κατοίκους Πέρα Κάψης, το ήμισυ του τρίτου της παραχθησομένης εσοδείας κατά το ενεστώς έτος από σίτον, αραβόσιτον και κριθήν, το αναλογούν εις αυτήν, αξίας δραχμών χιλίων, αρίθ. 1.000.

Τας ως άνω είρηται απαιτήσεις αυτής και υπό την ιδιότητάν της εκχωρεί και μεταβιβάζει μεθ’ όλων των δικαιωμάτων προς τον έτερον συμβαλλόμενον Λεωνίδαν Ζάροκαν αντί του ποσού δραχμών εικοσιοκτώ χιλιάδας εξακοσίας πεντήκοντα, αρίθ. 28.650. Ταύτα συνομολογησάντων και παραδεχθέντων των συμβαλλομένων συνετάχθη κατ’ αίτησίν των το παρόν, αναγνωσθέν νομίμως εις επήκοων αυτών και των μαρτύρων και υπεγράφη παρ’ όλων και εμού, αφού πρώτον εβεβαιώθη παρ’ αμφοτέρων των συμβαλλομένων.

            Οι συμβαλλόμενοι                                                      Οι μάρτυρες

Ο συμβολαιογράφος Λαμίας

 

Β) Οι υλοτομικές εργασίες

ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΑΣΟΣ ΤΥΜΦΡΗΣΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

            Η σύγχρονη κοινωνικοοικονομική ύπαρξη του χωριού μας και η ανέλιξή του, είναι στενά συνδεδεμένα με το Κοινοτικό του Δάσος και την απόκτησή του.

            Δεν ήτανε όμως πάντα ο φυσικός αυτός πλούτος κτήμα των κατοίκων του Τυμφρηστού. Αρχικά το 1924 αποκτάται το Συνιδιόκτητο μικτό Δάσος Δρυός-Ελάτης, εκτάσεως 7.000 στρεμμάτων και στην συνέχεια, το έτος 1956, αποκτά η Κοινότητα το Κοινοτικό της Δάσος εκτάσεως 12.000 στρεμμάτων, αμιγούς ελάτης, που αποτελεί μέρος του ενιαίου ζωτικού χώρου του πάλαι ποτέ χωριού Μουτζουράκι, του οποίου η ποιότητα της ξυλείας, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, βρισκόταν στην πρώτη γραμμή ζήτησης και ενδιαφέροντος, αφού μία ξεχωριστή ποικιλία Ελάτης, ο Κρανοέλατος που εχρησιμοποιείτο ακόμα και για την κατασκευή επίπλων, ενδημεί, ευδοκιμεί και αναπτύσσεται σε σημαντικές ποσότητες.

            Αυτός ήτανε και ο κύριος λόγος, που το σημερινό αυτό δάσος προσείλκυε, πάντοτε, το ενδιαφέρον των ξυλεμπόρων και όλου εκείνου του φάσματος του ανθρώπινου δυναμικού, που δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά με την κοπή και την εμπορία της ξυλείας της Ελάτης.

            Επειδή η μεταφορά της ξυλείας, εκείνες τις εποχές, από την ενδοχώρα προς τα Αστικά κέντρα και την θάλασσα, ήτανε αδύνατο να γίνει με τις σημερινές σύγχρονες τεχνικές, με την μορφή στρογγύλλης ξυλείας, σε μεγέθη μεγάλου μήκους και μεγάλης διαμέτρου, προέκυπτε η ανάγκη της μερικής κατεργασίας και επεξεργασίας επί τόπου.

            Ακριβώς γι' αυτόν το λόγο οι υλοτομίες ξεκίναγαν το Φθινόπωρο και τελείωναν την Άνοιξη, διότι απαιτούνταν μεγάλες ποσότητες ύδατος, και για την λειτουργία των υδροπρίονων, απαραίτητα στην κάθετη κατεργασία της στρογγύλης ξυλείας μεγάλης διαμέτρου, αλλά και για την μεταφορά της με τα νερά του Σπερχειού ποταμού.

Τα Υδροπρίονα και η μεταφορά της ξυλείας δια του Ποταμού Σπερχειού, διατηρήθηκαν μέχρι την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία του 20ου αιώνα.

            Αρχικά τα Υδροπρίονα εγκαθιστούσαν μαστόροι προερχόμενοι από τον ορεινό όγκο της Πίνδου της Δυτικής Μακεδονίας. Οι εκ Τυμφρηστού Δασοκτήμονες και ξυλέμποροι Αφοί Χονδρογιάννη, χρησιμοποιούσαν τους ονομαστότερους μαστόρους της εποχής, καταγόμενους από το Χωριό Καταφύγι του Ολύμπου. Συνεχιστές αυτού του έργου, από τους οποίους και πήραν την τέχνη, υπήρξαν οι εκ Τυμφρηστού Αφοί Κων/νος και Νικόλαος Πανέτσος, οι οποίοι εδημιούργησαν δικιά τους εποχή, καταλλίποντας μαθητές και άξιους, νεώτερους, μαστόρους. Διατηρούνται ακόμα σε Δασικές θέσεις, τόσο του Κοινοτικού Δάσους, όσο και του Συνιδιόκτητου οι τοποθεσίες, «ΠΑΛΙΟΠΡΙΟΝΟ», «ΚΑΡΦΗ ΠΡΙΟΝΙ», «ΠΡΙΟΝΙ ΧΟΝΔΡΟΓΙΑΝΝΗ».

            Ξυλεία μέσα από το ποτάμι μετέφεραν οι Αφοί Χονδρογιάννη μέχρι και τις παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ειδικός στο έργο αυτό και έχων το γενικό πρόσταγμα, υπήρξε ο εκ Τυμφρηστού Αθανάσιος Κων/νου Ευθυμίου (Θυμιονάσιος).

            Η ξυλεία που προοριζόταν για τις ανάγκες της πόλης της Λαμίας και της περιοχής της, παρελαμβάνετο στο σημείο εκείνο του Ποταμού, που τέμνεται σήμερα από τον Δρόμο Λαμίας - Φρατζή και στην τοποθεσία «ΣΑΝΙΔΑ».

            Η ξυλεία που προοριζόταν, κύρια κατά τον 19ο αιώνα, για τα μεγάλα Αστικά Κέντρα του Ελλαδικού χώρου αλλά και την Θεσσαλονίκη, κατέληγε στις εκβολές του ποταμού, περιοχή Ανθήλης και στη θέση Μπούκα. Εδώ γινότανε αναμεταφόρτωση από μικρά σε μεγαλύτερα πλοία για τον τελικό της προορισμό.

            Νεροπρίονο εδημιούργησαν επίσης οι Χονδρογιανναίοι επί της Οίτης και στη θέση “Άγιον Πνεύμα” στα προπολεμικά χρόνια. Στα όρια του ιδιωτικού Δάσους “Σκληθράκι”, ιδανικά μερίδια του οποίου κατείχαν. Περιοχή η οποία άνηκε στα διοικητικά όρια της κοινότητας Δύο Βουνά, του τ. Δήμου Ηρακλεωτών. Το πριόνι το λειτουργούσαν υλοτόμοι και τεχνικό προσωπικό πάντα με καταγωγή τον Τυμφρηστό και το επόπτευε ο, εκ Τυμφρηστού επίσης, Νικόλαος Χαρ. Πανέτσος. Ο άνθρωπος αυτός, κατά γενική ομολογία, υπήρξε άριστος γνώστης αυτής της Τέχνης, αφού το έστηνε και το συγχρόνιζε σε τέτοιο βαθμό τελειότητας, ώστε να υπερτερεί και να έχει μεγάλη απόδοση και σε ποιότητα και σε ποσότητα. Το πριόνι του Χονδρογιάννη ξεχώριζε επίσης για την ευταξία του και την ισορροπία που δημιουργούσε στον χώρο. Οι δύο παρακείμενες ξύλινες κατοικίες και το τελευταίο μήκος του αγωγού του ύδατος, λίγο πριν τις μηχανές, το “Bαένι”. Tο βαένι αυτό προκαλούσε το δέος στον επισκέπτη που το αντίκριζε για πρώτη φορά, αλλά και θαυμασμό για το μήκος και την αρμονία που εξέπεμπε στον περιβάλλοντα χώρο.

            Από αυτό εδώ το “Πριόνι του Χονδρογιάννη” ξεκίνησαν, το απόγευμα της 25ης Νοεμβρίου του 1942, οι ενωμένες δυνάμεις του ΕΛΑΣ, του ΕΔΕΣ και η Ομάδα σαμποτέρ των Άγγλων για την τελική διαδρομή που οδηγούσε στον θρίαμβο και τη δόξα.

            Αφήγηση Κωνσταντίνου Φ. Παπαρούπα, αυτόπτης μάρτυς:

            «Μία βδομάδα είχαμε τους Αντάρτες στο Πριόνι, τη μέρα χανότανε, τους βλέπαμε όμως, παρακολουθούσαν τον κάμπο και τις κινήσεις, δεν ξέραμε όμως τι έχουν στο μυαλό τους, δεν βγάζανε κουβέντα. Όταν σείστηκε ο τόπος καταλάβαμε και έγινε γνωστό επίσης στα χωριά την άλλη μέρα. Σε μία βδομάδα ήρθανε οι Γερμανοί στο Πριόνι, είχανε τους ανθρώπους τους κι αυτοί και μαθαίνανε. Είχαμε μείνει τρία άτομα, εγώ, ο Γιάννης Μηλιωρίτσας, 17 χρονών τότε και ο Θανάσης Υφαντής, ο έπειτα αγροφύλακας. Μας πήγανε στην Υπάτη. Εκεί μας δέρνανε εφτά ημερόνυχτα συνέχεια για να μαρτυρήσουμε, σταματάγανε οι Ιταλοί και αρχίζανε οι Χωροφύλακες. Ένας μόνον χωροφύλακας έστεκε αμίλητος και δεν μας ακούμπησε ποτέ. Πάνω στις οχτώ μέρες ο καλός αυτός άνθρωπος και Έλληνας Πατριώτης, ποτέ δεν μάθαμε το όνομά του, μας άνοιξε την πόρτα και μας είπε φύγετε αύριο θα σας σκοτώσουν, μας εγνώρισε μάλιστα και το δρομολόγιο διαφυγής. Εθαύμασα, Ανιψιέ, την ανδρεία του Γιάννη Μηλιωρίτσα, 17 χρονών παιδί, τον θυμάμαι πάντα και θα τον μνημονεύω. Γύρισα στο χωριό και έκατσα στο στρώμα έναν χειμώνα, το κορμί μου ήτανε κατάμαυρο».

            Μεταπολεμικά ο Γιάννης Μηλιωρίτσας εγκαταστάθηκε στη Μακρακώμη, ίδρυσε εκεί δικό του μηχανοκίνητο πριονιστήριο-σχιστήριο, εδημιούργησε πρότυπη οικογένεια και εκόσμησε την μικροκοινωνία της Μακρακώμης.

            Το έχω γράψει παλαιότερα και το υποστηρίζω ακόμα, πως είναι καιρός να επανασυστήσουμε έναν Υδροπρίονα στα όρια της Κοινότητας Τυμφρηστού. Σε μια οριακή εποχή που η τεχνογνωσία αυτή τείνει να εκλείψει, αλλά και το γνωστικό αντικείμενο και η προσφορά του θα μας είναι πράγματα άγνωστα. Τη φορά αυτή η πρωτοβουλία περνάει μέσα από τα Όργανα του Δήμου Μακρακώμης. Είναι πέρα από σίγουρο, πως στην περίπτωση που περπατήσει το ζήτημα, ξαφνικά όλα τα ορεινά χωριά της Δ. Φθιώτιδας θα έχουν λειτουργήσει στην περιοχή τους έναν Υδροπρίονα, σε κάποια ναι. Ας είναι όμως, όταν πρόκειται για τέτοια σημαντικά πράγματα πρέπει να βρίσκουμε τη δύναμη να ξεπερνάμε τις μικρότητες και τους τοπικισμούς.

            Γιατί είναι να θαυμάζει κανείς, αλλά και να απορεί, συγχρόνως, με την παρουσία του ανθρώπου πάνω στη γη και τη δημιουργική του πορεία, όπως αυτή σηματοδοτήθηκε και νοηματοδοτήθηκε, μέσα από τον πολιτισμό τον οποίο εδημιούργησε και τις ανακαλύψεις του, που άφησε κληρονομιά στην ανθρωπότητα.

            Κάποιες, από αυτές τις ανακαλύψεις, τις ξέχασε εντελώς, άλλες τις εγκατέλειψε, γιατί τις ξεπέρασε η τεχνολογία, που ο ίδιος στη συνέχεια εδημιούργησε και κάποιες άλλες, τις ξεπέρασε μεν, αλλά δεν τις αποξέχασε, γιατί είναι δυνατόν, στην περίπτωση που χρειαστεί να ξεκινήσει και πάλι από την αρχή, να ξαναγυρίσει πάλι σε αυτές.

            Ας μην αφήσουμε, λοιπόν, να χαθεί αυτή η γνώση, ας αναγεννήσουμε και πάλι το νερόμυλο του χωριού μας, μέσα από τα ερείπιά του, που έρχεται από το κοντινότατο παρελθόν μας, και ας δημιουργήσουμε, στον ίδιο χώρο, ένα νεροπρίονο, σε ενθύμηση των όσων υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή της Κοινότητάς μας, ακόμα και στα χρόνια του μεσοπολέμου.

            Όχι μόνον θα αντλήσουμε δύναμη και γνώση, από το παρελθόν μας, αλλά θα σιγουρέψουμε, ταυτόχρονα, και θα εγγυηθούμε το μέλλον μας!

Ας τα αναγεννήσουμε λοιπόν!

            Τις υλοτομικές δραστηριότητες της οικογένειας Χονδρογιάννη πλαισίωναν ένα μεγάλο μέρος από το εργατικό δυναμικό του χωριού μας. Από το γυναικείο βοηθητικό προσωπικό, τους υλοτόμους, τους μεταποιητές και τους μετατοπιστές της στρογγύλης ξυλείας ελάτης, το τεχνικό προσωπικό και τους άμεσους συνεργάτες. Μία οικογένεια που διακρινόταν για τα φιλάνθρωπα αισθήματά, τον αλτρουισμό, την αλληλεγγύη και την προσφορά. Ουδέποτε στον Τυμφρηστό και από τους συγχωριανούς μας, αγαπήθηκε τόσο πολύ μία οικογένεια, όσο αυτή του Βασιλείου Χονδρογιάννη και τα παιδιά αυτού. Ο Αντώνης, οξυδερκής, μεγάλος παίκτης του επιχειρείν και ταυτόχρονα, μεγαλόψυχος και αλληλέγγυος. Ο χωριάτης της οικογένειας Κώστας Βασ. Χονδρογιάννης, διέμενε στις Άνω Καρές, καλλιεργητής, λάτρης της δενδροκομίας και της αμπελουργίας αλλά και προβατοτρόφος. Ένας σύγχρονος Κιγκινάτος του Πέρα Κάψι. Και οι άλλοι δύο, οι Μήτσος και Γιάννης Χονδρογιάννης, άνθρωποι ικανοί κι αυτοί και του επιχειρείν, που τους σκίαζε όμως η μεγάλη προσωπικότητα του Αντώνη Χονδρογιάννη.

……………………………………..

            Μαρτυρία του Πατρός μου Κώστα Περ. Φύκα (1923 - 2006): «Στα τραγούδια, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Πάσχα, έπαιρναν μέρος οι δύο μεγαλύτερες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου, όλοι μαζί και τα χρήματα πήγαιναν για τις τρέχουσες ανάγκες του Σχολείου. Δεν είχαν καθιερωθεί ακόμα οι ετήσιες Σχολικές Εκδρομές. Ξεκινάγαμε πολύ πρωί να τελειώσουμε νωρίς το χωριό και έπειτα να φύγουμε, όλοι μαζί πάλι, για τα Χονδρογιανναίϊκα σπίτια στις Άνω Καρές. Μία διαδρομή κοντά μίας ώρας, περιμέναμε πως και πως. Αλλά κι αυτοί μας περίμεναν πάντα. Με το που φτάναμε και τους τραγουδάγαμε, ακολουθούσαν, το πατροπαράδοτο λουκουμάκι και στη συνέχεια η παράθεση πρόχειρου γεύματος. Η οικονομική ενίσχυση που λαμβάναμε ξεπέρναγε πάντα ό,τι είχαμε μαζέψει στο χωριό».

            Αυτοί ήτανε οι Χονδρογιανναίοι κι αυτός ο τόπος που τους ανάθρεψε και τους ανέστησε, το Πέρα-Κάψι και οι κάτοικοί του.

 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

ΜΙΑ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ 1955 ΕΤΟΥΣ

ΙΔΙΩΤΙΚΟΝ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟΝ

            Εν Λαμία σήμερον την δεκαπέντε Οκτωβρίου του 1955 έτους μεταξύ αφ’ ενός του Βασιλείου Κ. Χονδρογιάννη, ξυλεμπόρου κατοίκου Λαμίας, αφ’ ετέρου του Ευαγγέλου Ναούμ Ευαγγελίου κατοίκου Τυμφρηστού και εκ τρίτου του Ηρακλέως Γ. Φύκα κατοίκου Τυμφρηστού, συνεφωνήθησαν τα κατωτέρω:

Ο πρώτος των συμβαλλομένων Βασίλειος Κ. Χονδρογιάννης έχει εις την αποκλειστικήν κατοχήν και κυριότητά του τρεις ημιόνους και ένα ίππον υπό τα εξής χαρακτηριστικά: 1) Εις ίππος ηλικίας 16 ετών, αναστήματος 1.34 μ. και χρώματος φαιού 2) Εις ημίονος άρρεν ηλικίας 20 ετών, αναστήματος 1.35 μ., χρώματος μέλανος 3) Εις ημίονος θήλυς ηλικίας 11 ετών, αναστήματος 1,28 μ, χρώματος καστανού και 4) Εις ημίονος θήλυς, ηλικίας 10 ετών, αναστήματος 1,30 μ. και χρώματος καστανού.

Τους άνω τρεις ημιόνους και ένα ίππον πωλεί σήμερον και μεταβιβάζει προς τον δεύτερον συμβαλλόμενον Ευάγγελο Ν. Ευαγγελίου υπό τους κάτωθι όρους και συμφωνίας.

1) Τίμημα τούτων ορίζεται συνολικώς το ποσόν των δραχμών δώδεκα χιλιάδων (12.000) νέας εκδόσεως.

Τούτο θα καταβληθεί ως εξής: Ο δεύτερος συμβαλλόμενος θα αναλάβει να μεταφέρει διά των άνω ζώων ή και άλλων ακόμη, οιανδήποτε ποσότητα καυσοξύλων ή ξυλείας από οιονδήποτε μέρος του υποδείξει ο πρώτος συμβαλλόμνος και δι’ οιονδήποτε προορισμόν, θα πιστώνεται δε με την αξίαν των μεταφορικών μέχρι συμπληρώσεως του ποσού των δραχμών δώδεκα χιλιάδων (12.000).

Τα μεταφορικά θα καθορίζονται βάσει των πληρωμένων εις άλλους μεταφορείς διά ζώων εις ομοίαν μεταφοράν. Καθέκαστον μήνα θα γίνεται εκκαθάρισις της αξίας των μεταφορών και το ολικόν ποσόν θα αφαιρείται από την άνω αξία των ζώων. Ο δεύτερος συμβαλλόμενος προσκαλούμενος υποχρεούται να έχει περατώσει μέχρι 30 Μαΐου 1956 καλύπτοντας το ποσόν των δρχ. 12.000. Αι γενόμεναι μεταφοραί θα αποδεικνύονται μόνον δι’ εγγράφου σημειώματος του πρώτου συμβαλλομένου.

2) Ο πρώτος συμβαλλόμενος δικαιούται να αφαιρέσει τα άνω πωληθέντα ζώα από τον δεύτερο συμβαλλόμενο, εάν ο δεύτερος συμβαλλόμενος δεν κάνει έναρξη μεταφορών μέχρι τις 30 Μαΐου 1956 δι’ οιονδήποτε λόγον και αιτίαν ή δεν συμπληρώσει μεταφοράς καλυπτούσας το ποσόν των δρχ. 12.000 μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1956 δι’ οιονδήποτε λόγον και αιτίαν.

3) Ο δεύτερος συμβαλλόμενος δεν δικαιούται να καταβάλλει την αξία των πωληθέντων είς χρήμα αλλά μόνον εις εργασία μεταφορών καυσοξύλων και ξυλείας.

4) Ο δεύτερος συμβαλλόμενος υποχρεούται εις την καλήν διατήρησιν των πωληθέντων ζώων, ευθυνόμενος διά πάσαν βλάβην και εκ τύχης ακόμα διά πάσαν βλάβην, ως και διά την θανήν αυτών.

5) Ο εκ τρίτου συμβαλλόμενος Η. Φύκας εγγυάται διά την από του δευτέρου συμβαλλομένου καλήν και εντελήν εκτέλεσιν των όρων της παρούσης συμβάσεως, ευθυνόμενος εις ολόκληρον μετά τούτου. Επίσης ευθύνεται εις αποζημίωσιν έναντι του πρώτου συμβαλλομένου διά πάσαν βλάβην των πωληθέντων ζώων ή μείωσιν της αποδοτικότητός των εξ οιασδήποτε αιτίας ή την θανήν αυτών.

Του παρόντος συνετάγησαν τρία όμοια πρωτότυπα και έκαστος των συμβαλλομένων έλαβεν ανά εν.

            Οι μάρτυρες                                                                Οι συμβαλλόμενοι

Ιωάννης Χριστόπουλος                                                           Β. Κ. Χονδρογιάννης

Ηλίας Γ. Κωστορρίζος                                                              Ε. Ευαγγελίου

                                                                                                Ηρακλής Φίκας


 

Γ) Τα διάφορα Επαγγέλματα

ΚΤΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΘΕΣ...

            Όλα θα τελειώσουν, κάποια στιγμή, η παλιά τέχνη όχι μόνον θα έχει ξεχαστεί, αλλά δεν θα αποτελεί ούτε καν ανάμνηση, αφού ο πανδαμάτωρ χρόνος θα έχει σβήσει τα πάντα.

            Ήτανε το άγονο του εδάφους, η πενία, η ξεχωριστή αντίληψη και η οξυδέρκεια των κατοίκων των ορεινών περιοχών, όλα αυτά, μαζί, είναι που εγέννησαν και προήγαγαν τις τέχνες, είναι που εδημιούργησαν τους μαστόρους της πέτρας, τους χτίστες και τους δημιουργούς.

            Μία διαδικασία παραγωγής και δημιουργίας, που πήγαινε από πατέρα σε παιδί, μέσα από μία θαυμαστή και σεβαστή ιεραρχία, που απευθυνόταν και αγκάλιαζε την ευρύτερη οικογένεια, αλλά και πιο πέρα, εξασφαλίζοντας ανεξίτηλες φιλίες, συγγένειες και έναν δια βίου κώδικα τιμής. Ώσπου, κάποια μέρα, έσπασε η συνέχεια, που υπήρχαν μόνον φτασμένοι και αναγνωρισμένοι μάστοροι, χωρίς συνεχιστές, μαθητευόμενους και μαθητές. Και θα μείνουν, κάποια στιγμή, μόνον η ανάμνηση των ανθρώπων και τα ξεχωριστά εργαλεία τους. Τα σφυριά, τα κοπίδια, οι ματρακάδες, τα ζύγια και οι χτενιές. Ας περισώσουμε, τουλάχιστον, αυτά τα τελευταία, γιατί η ανάμνηση των ανθρώπων θα υπάρχει πάντα.

ΟΙ ΥΙΟΙ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ

(η μεγάλη των πετράδων σχολή)

            Ήτανε τα πρωταρχικά εκείνα υλικά της φύσης, η πέτρα και ο πηλός, που στα χέρια επιδέξιων και εμπνευσμένων Μαστόρων, άλλαξαν τη μορφή του τοπίου που μας περιβάλλει και προήγαγαν την αειφορία και τον πολιτισμό. Ήτανε οι πατροπαράδοτες οικογενειακές Τέχνες, που πήγαιναν από παππού σε εγγονό και που στην πορεία, πάντα και νομοτελειακά, έμπαινε και καινούργιο αίμα. Ήτανε οι ευκαιρίες που δίνονταν σε νέα παιδιά, που ενίοτε γινόντουσαν και μέλη της Οικογένειας, να καλυτερέψουν τη ζωή τους και να προκόψουν.

            Εκεί στα 1900 περίπου τα παιδιά του Ιωάννη Ευθυμίου, ο Δημήτριος, ο Παναγιώτης και ο Ανδρέας, ξεχώρισαν για τις ικανότητές τους και τις επιδόσεις τους στην τέχνη αυτή και ανεδείχθησαν σε μεγάλους εραστές της πέτρας.

            Ο Δημήτριος επεξέτεινε την τέχνη του Λιθοξόου (πέτρας) και πέρα από το επιμελημένο κτίσιμό του, διακρίθηκε για τις επιδόσεις του στα λιθανάγλυφα, τις κτητορικές επιγραφές, τις ταφικές πλάκες και τα πέτρινα χρηστικά αντικείμενα, που ακόμα τότε υπήρχαν στη ζωή μας. Ένας τουλάχιστον γιος του, ο Σωτήρης, ακολούθησε την τέχνη του πατέρα του.

            Ο Παναγιώτης (ή Θυμιοπάνος), υπήρξε και αυτός βαθύς γνώστης αυτής της Τέχνης. Έφυγε όμως νωρίς για τις Ηνωμένες Πολιτείες, πρόκοψε εκεί και γυρίζοντας δεν ασχολήθηκε επαγγελματικά. Ένας από τους διακριτούς μαθητές του υπήρξε ο Λάμπρος Ι. Υφαντής, ο οποίος πάντα τον μνημόνευε και τον τιμούσε. Ο Λάμπρος Υφαντής σ’ όλο το υπόλοιπο της ζωής του διακόνησε αυτή την τέχνη και με τα αδέλφια του, Κώστα και Βαγγέλη και τον ισάξιο Ευάγγελο Δημ. Φύκα, συνέπτυξαν Ομάδα, την τελευταία των Πετράδων του Τυμφρηστού, ιδιαίτερα στις δεκαετίες 1970 και 1980. Μία ομάδα στέρεα δομημένη πάνω σε αρχές και αξίες, στην αμοιβαιότητα και τον αλληλοσεβασμό, η οποία και άντεξε στο χρόνο. Η ομάδα αυτή, ιδιαίτερα την δεκαετία του 1980, δραστηριοποιήθηκε στη γειτονική Ευρυτανία και κατά γενική ομολογία είναι αυτοί που έκτισαν το Καρπενήσι. Η ομάδα αυτή, κατ’ εξοχήν, έκτισε και εκαλλώπισε τις εξοχές της Ευρυτανίας με καλαίσθητες Πέτρινες Βρύσες (Κούπες). Ιδιαίτερα ο Ευάγγελος Φύκας ειδικεύτηκε στην κατασκευή, ως Λιθοξόος, αυτών των έργων. Οι δύο πετρόκτιστες Βρύσες - Κούπες που κοσμούν την κεντρική πλατεία του Τυμφρηστού είναι έργο δικό του.

            Ο Ανδρέας Ι. Ευθυμίου (1876 - 1968) και ο υιός αυτού Γιάννης Ανδρέα Ευθυμίου (1910 - 1980), είναι αυτοί που συνέχισαν την παράδοση της οικογένειας και συστηματοποίησαν και επεξέτειναν τις εργασίες των. Ο Ανδρέας Ευθυμίου ανεδείχθη σε εξαιρετικό Ναοδόμο, μία ενασχόληση και μία διαδικασία καρδιάς, που είχαν ως αφετηρία και εκπήγαζαν από το θρησκευτικό συναίσθημα και την θρησκευτική ευλάβεια που τον διέκρινε. Ο ενοριακός Ναός των Αγίων Αποστόλων στο Πίτσι είναι έμπνευση και έργο δικό του. Επίσης, ο Ναός της Ζωοδόχου Πηγής στο Μουτζουράκι, νεότερο κτίσμα του 1935, είναι έργο των χειρών του και της αποκλειστικής προσωπικής του εργασίας, ένα τάμα και μία δωρεάν ευεργεσία, μία θεραπεία ψυχής. Είναι οφθαλμοφανέστατες οι ομοιότητες των δύο ναών και με ελάχιστες διαφοροποιήσεις, που ωστόσο εντάσσονται και οι δύο στον διαδεδομένο τύπο του 19ου αιώνα, μικρότερων εκκλησιών, με τετρακλινή στέγη και τον συνεπτυγμένον σταυροειδούς εγγεγραμμένου Ναού χωρίς τρούλο.

            Ο Ανδρέας Ευθυμίου, επιπλέον, φιλάνθρωπος, ευσεβής και ελεήμων ον, συγκέντρωσε γύρω του μία πλειάδα από νέους του χωριού, στους οποίους και μετέδωσε την τέχνη του. Άξιοι και φτασμένοι Μάστορες βγήκανε από τα χέρια του, κάποιοι από αυτούς έγιναν και άριστοι συνεργάτες, αυτού και του υιού του, οι οποίοι και αναγνώριζαν πάντα την ευκαιρία και την ευεργεσία που τους παρείχε.

            Ο γιος του Γιάννης Ευθυμίου, γνήσιο και άξιο τέκνο του Πατρός του, είναι αυτός που κωδικοποίησε και ταξινόμησε τις οικοδομικές εργασίες και τα πολλαπλά αντικείμενα αυτής της τέχνης. Ασχολήθηκε με αρδευτικά, υδρευτικά έργα, μεγάλες οικοδομές, κατοικίες εκ βάθρων και σχολεία. Τα Δημοτικά Σχολεία Τυμφρηστού, Κλωνί του τ. Δήμου Σπερχειάδος, Λειανοκλαδίου και τα Δύο Βουνά του τ. Δήμου Γοργοποτάμου είναι κατασκευές δικές του. Επίσης το τριώροφο πέτρινο καμπαναριό του ενοριακού Ιερού Ναού Αγίου Αθανασίου Τυμφρηστού είναι έργο δικό του, προσωπικής του εργασίας και έμπνευσης αλλά και των εξαίρετων και ισάξιων συνεργατών του, τους εκ Τυμφρηστού.

            Ο Γιάννης Ευθυμίου, επίσης, στις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες συνέστησε σύγχρονη κατασκευαστική εταιρία και επεξέτεινε τις εργασίες της μέχρι και τα Χανιά της Κρήτης. Εκεί ειδικεύτηκε σε έργα οδοποιίας στον κύριο άξονα της οδού Χανιά - Ρέθυμνο - Ηράκλειο. Τον ακολούθησε το εργατικό δυναμικό του χωριού μας, ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι. Εκτιμούμε ότι τουλάχιστον εκατό συγχωριανοί μας εργάστηκαν εκεί, κατά καιρούς και διαχρονικά. Το κυριότερο κίνητρο αυτής της εθελούσιας μετακίνησης ήσαν οι υψηλές αποδοχές που τους εξασφάλιζε.

            Τον Γιάννη Ευθυμίου εκπροσωπεί σήμερα και τον εκφράζει ο πρωτότοκος υιός του Ανδρέας, ο οποίος δραστηριοποιείται στον επιχειρηματικό χώρο και αποτελεί για το χωριό μας σταθερή κοινωνική Αξία.

            Ο Γεώργιος Ιωάννου Φύκας ξεπετάχτηκε μέσα από αυτή τη διαδικασία και πολύ γρήγορα και παιδιόθεν, προσέφερε αμειβόμενη εργασία. Το κτίσιμό του καθαρό, επιμελημένο, διάλεγε τις πέτρες μία-μία, με ελάχιστο συνδετικό υλικό. Ένας αληθινός και γνήσιος εραστής αυτής της Τέχνης και Δημιουργός. Το κτίσιμό του, που έφερε μία ταυτότητα προσωπική και μοναδική, μπορεί και σήμερα ο γράφων να το αναγνωρίσει. Αλλά και στοιχεία της Ναοδομίας έλαβε παρά του Ανδρέα Ευθυμίου, τα οποία στη συνέχεια ανέπτυξε, εφήρμοσε και αξιοποίησε. Συμμετείχε στο κτίσιμο του εξωκλησίου της Αγίας Παρασκευής της Παλαιάς Μεσαίας Κάψης (νεότερο κτίσμα), όπου επόπτευε ο, από τη Μεσαία Κάψη, επίσης Πετράς Αθανάσιος Μπέτσος. Λίγο αργότερα και μοναχός, χτίζει τον σημερινό Κοιμητηριακό Ναό του Αγίου Δημητρίου της σημερινής Μεσαίας Κάψης, όπου ένα έμπειρο μάτι, πέρα από την ωριμότητα, διακρίνει τις αρετές και τα προτερήματα της Τέχνης του.

            Ο Αθανάσιος Κ. Κουτσονίκας: Της ίδιας Σχολής, ξεχώριζε το κτίσιμό του, που έφερε και την προσωπική του σφραγίδα για τη συμμετρία και την αρμονία των λίθων που χρησιμοποιούσε. Είναι και σήμερα αναγνωρίσιμες οι τοιχοποιίες του και ξέχωρα οι αρμοί (το αρμολόι), μία τεχνική που κατ’ εξοχήν διέπρεψαν αυτός και ο Φώτιος Δημ. Κουτσονίκας.

            Ο Ευάγγελος Κων. Χριστόπουλος: Ένας σεμνός και αθόρυβος δημιουργός, που η ποιότητα της τέχνης του συμβάδιζε και συνδύαζε αυτά τα δύο προτερήματα. Της ίδιας Σχολής και τεχνοτροπίας. Μαζί με τους Γεώργιο Ιωάννου Φύκα και Αθανάσιο Κ. Κουτσονίκα, περί το 1970, έκτισαν τον Ιερό Ναό της Αγίας Βαρβάρας στο χωριό Λημέρι της Δυτικής Ευρυτανίας, του τ. Δήμου Απεραντίων.

            Ο Φώτιος Δημ. Κουτσονίκας: Γόνος οικογένειες που έβγαλε Μαστόρους. Της ίδιας γενιάς και τεχνοτροπίας, ξεχώρισε κι αυτός για την επιμελημένη Τέχνη του και τις επιδόσεις του στο Αρμολόι. Όπως με είχε διαβεβαιώσει ο γιος του Πάνος εργάστηκε και στην ανέγερση του πέτρινου Σανατορίου Λαμίας στα 1948.

            Επίσης οι Αφοί Αθανασίου, Κωστορρίζου, Βαγγέλης, Σωτήρης και Αριστείδης, οι και Γληλαροθανάσηδες, εδημιούργησαν δικιά τους Σχολή, δικιάς τους οικογενειακής διαστρωμάτωσης και τεχνοτροπίας. Ξεχώρισαν στη συνέχεια οι Πάνος Σωτηρίου Κωστορρίζος και Αθανάσιος Αριστείδη Κωστορρίζος.

            Τέλος οι Αφοί Ιωάννη Υφαντή, Κώστας, Βαγγέλης και Λάμπρος, κάποια στιγμή ακολούθησαν τον δικό τους δρόμο, μαζί και ο εκλεκτός Ευάγγελος Δημ. Φύκας.

            Οι τελευταίοι των τελευταίων.

            Ήτανε η Δεκαετία του εβδομήντα και το τσιμέντο, που εξαφάνισαν την παράδοση και διέκοψαν τη συνέχεια, που είχανε γίνει όλοι Μάστορες, πλέον…

 

ΟΙ ΦΑΝΟΠΟΙΟΙ ΤΟΥ ΤΥΜΦΡΗΣΤΟΥ

(Η πενία τέχνας κατεργάζεται)

            Την είπανε και Εσωτερική Μετανάστευση, μία πρωτότυπη ανακάλυψη και ενασχόληση των κατοίκων τον Μαστοροχωρίων της ραχοκοκαλιάς της Πίνδου. Τέχνες απλές αλλά σοφές, όπως όλες οι τέχνες, παραρτήματα και αναπόσπαστα αντικείμενα της καθημερινής βιωτής. Κτίστες, ραφτάδες, πρακτικοί γιατροί, καλατζήδες, βαγενάδες, χτενάδες, μικροτεχνίτες του ξύλου και του μετάλλου. Η τέχνη της φανοποιίας ήλθε στο Πέρα Κάψι, πάντα σύμφωνα με τον Εκλογικό Κατάλογο, στις αρχές του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα.

            Μία τέχνη που εδημιούργησε επανάσταση, στο Πέρα Κάψι λέγεται ότι ήλθε από την Κωνσταντινούπολη, σταυροδρόμι Λαών και πολιτισμών, και που έκανε προσιτά στις πλατιές φτωχές μάζες τα αγαθά που μέχρι τότε παρείχε η πανάκριβη τέχνη της Χαλκουργίας. Στα κατώγια των οικιών τους, μία άτυπη και παραδοσιακή οικοτεχνία, ετοίμαζαν έτοιμο πράγμα, μικροαντικείμενα της οικιακής και της καθημερινής λειτουργίας του σπιτιού. Αλλά και μεγάλα αντικείμενα και κατά παραγγελία κατασκεύαζαν επιτόπου στα ταξίδια τους, αλλά και υγρά μέτρα και σταθμά απολύτου ακριβείας.

            Πραγματοποιούσαν δύο διμηνιαία ταξίδια τον χρόνο και μέχρι δύο οικογένειες συγγενικές, με τα υπομονετικά υποζύγιά τους. Το πρώτο αμέσως μετά το πέρας των αγροτικών εργασιών του καλοκαιριού, Νοέμβριος - Δεκέμβριος και μέχρι τις παραμονές των Χριστουγέννων. Το δεύτερο μετά τις γιορτές και την Πρωτοχρονιά και μέχρι τις παραμονές του Πάσχα. Οι συνθήκες διαβίωσης δεν ήταν ό,τι το καλύτερο, όπως και σ’ όλα τα αντίστοιχα Μπουλούκια. Προτιμάγανε τα πλούσια Αρβανιτοχώρια της Επαρχίας Θηβών και τη Βόρεια Εύβοια.

            Επιστρέφαν στο χωριό με πολλά χρήματα, αρκετές δεκάδες χιλιάδες. Χρήματα που τα περίμενε όλο το χωριό, αφού αυτά ανακυκλώνονταν και ενίσχυαν την τοπική οικονομία. Γάμοι, βαπτίσεις, προξενιά, ανέγερση οικιών, αγοραπωλησίες και φιλανθρωπία. Η τέχνη αυτή παρήκμασε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αφού υπέκυψε στον ανταγωνισμό της Δυτικής Τεχνολογίας που γέμισε τον κόσμο με  μικροαντικείμενα. Μέχρι και το τέλος της δεύτερης μεταπολεμικής δεκαετίας είχε εκλείψει ακόμα και η ανάμνηση της τέχνης αυτής, και παρέμειναν κάποιοι κακόβουλοι και κακοήθεις που, ακόμα και σήμερα, εκφράζονται απαξιωτικά για την τοπική αυτή τέχνη και ομιλούν περιφρονητικά για τους ανθρώπους που την υπηρέτησαν. Αυτούς τους προτρέπουμε να ασχοληθούν περισσότερο με τον δικό τους εσωτερικό διαταραγμένο κόσμο και ταυτόχρονα τους απαντάμε: Οι πρόγονοί μας βγάζανε τίμια το ψωμί τους.

            Σ’ αυτά τα ταξίδια προέκυψε η ανάγκη της διαφύλαξης των επαγγελματικών μυστικών, των οικονομικών παραμέτρων και τις ενδοσυνεννόησης. Για τον σκοπό αυτό ανέπτυξαν ένα συνθηματικό ιδίωμα, τα λεγόμενα και Κορακίστικα, στα πρότυπα των Μπολιάρικων των Κραββάρων της γειτονικής Ναυπακτίας.

 

ΤΑ ΜΠΟΛΙΑΡΙΚΑ

Η ΣΥΝΘΗΜΑΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΦΑΝΟΠΟΙΩΝ ΤΟΥ ΤΥΜΦΡΗΣΤΟΥ

            Παραθέτουμε εδώ την εργασία του συντοπίτη μας Γλωσσολόγου, Γεωργίου Ι. Τσουκνίδα, για την συνθηματική Γλώσσα των Φανοποιών του Τυμφρηστού1.

            Και τα μπολιάρικα του Τυμφρηστού2, ενός χωριού της Φθιώτιδας, πού βρίσκεται πάνω στο ομώνυμο βουνό, σε ύψος 850 μέτρων, στο δρόμο Λαμίας-Καρπενησιού, προέρχονται - ένα σημαντικό μέρος τους τουλάχιστον - από την ίδια ρίζα. Μόνο που πολλά στοιχεία τους δεν τα πήραν απευθείας από την Ήπειρο - υπάρχουν και τέτοια -, αλλά μέσω μιας άλλης συνθηματικής γλώσσας, που είναι τα μπολιάρια των Κραβάρων (απ’ όπου και το όνομά τους).

            Οι άντρες του χωριού - παλιότερα κυρίως - εργάζονταν ως φανοποιοί («φαναρτζήδις») σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, χρησιμοποιώντας ως μέσο αμυντικό και επιθετικό (πβ. Τριανταφυλίδη, Μ. 1953, 665) το συνθηματικό τους ιδίωμα. Τα μπολιάρικα («bouλιάρ’κα») χρησιμοποιούν και σήμερα οι κάτοικοι του Τυμφρηστού, συνήθως αστειευόμενοι, αλλά και όταν θέλουν να μη γίνονται αντιληπτοί από άλλους.

            Στο πρώτο μέρος της ανακοίνωσης θα εξετάσουμε το λεξιλόγιο της μυστικής αυτής γλώσσας και στο δεύτερο την προέλευση και τις σχέσεις του με τα άλλα ελληνικά συνθηματικά λεξιλόγια.

1. ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

Οι λέξεις μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: εκείνες που σχηματίστηκαν με παραμόρφωση λέξεων της μητρικής γλώσσας και αυτές που αποτελούν νεολογισμούς των ελληνικών συνθηματικών γλωσσών ή είναι δάνεια από ξένες γλώσσες.

 

1. α) Παραμόρφωση λέξεων της μητρικής γλώσσας

1. β) Φωνητικός μετασχηματισμός


1. Γεώργιος Ι. Τσουκνίδας, φιλόλογος - ερευνητής Γ’ βαθμίδας, «ΤΑ ΜΠΟΛΙΑΡΙΚΑ ΤΩΝ ΦΑΝΟΠΟΙΩΝ ΤΟΥ ΤΥΜΦΡΗΣΤΟΥ», Β’ Συμπόσιο Γλωσσολογίας του Βορειοελλαδικού Χώρου, ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΛΕΤΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΑΙΜΟΥ, Ήπειρος - Μακεδονία - Θράκη, 13-15 Απριλίου 1978.

2. Παλαιότερη ονομασία Πέρα-Κάψι.

            Συνήθως γίνεται μετάθεση συμφώνων: άφιδρος = αδερφός, αφιδρή = αδερφή, ψάφρου = φράγκο, Γρώιους(<Γρώjους) = Γιώργος, ζιμές = μεζές, ιτφά = εφτά, κείσου(<είκουσ') = είκοσι, λάγα = γάλα, λακάι = καλάι, λαμώνου = μαλώνω, λαπαβός, -ή, -ό = παλαβός, λάσκα = σκάλα, λιαμά = μαλλιά, λιαπός = παλιός, Λιβούχ' = Βελούχι, λ'ικ'άφ = κεφάλι, λιμάγους - λιμάγ' - λιμάγου = μεγάλος, η, ο, λ'ιχιάρ'κου = χιλιάρικο, Νάγιους = Γιάννος, νακπός (πληθ. νακπά) = καπνός, ξέι = έξι, νάπ' (<πάν') = πάνω, Νάπους = Πάνος, Ναφώ = Φανώ, ν'ιπήda = πενήντα, ουχτώ = οχτώ, Ραίμη = Μαίρη, ρασάdα = σαράντα, ράστ' = στάρι, ραστάκ' = σταράκι, ρέμα = μέρα, ρέξου = ξέρω, ρέπα = πέρα, ρέχ' = χέρι, ρικ'ἀσ' = κεράσι, Ριπικλ'ής = Περικλής, ριπούν' = πιρούνι, ριτσάγου = τσιγάρο, Ρίχστους = Χριστός, ρουπάδ' = ποδάρι, Ρουσήτ'ς = Σωτήρης, ρουφά = φουρά, ρουχjό = χωριό, Ρύσπους = Σπύρος, ρυσφί = σφυρί, σέτιρις, -α = τέσερις, -α, σίπου = πίσω, σόπου = πόσο, στάκανου = κάστανο, στουbρά = μπροστά, τάκ' (<κάτ') = κάτω, τακαή(ς) (<καταή) = καταγής, τρακάου (<κατ'ράου) = ουρώ, τσέι = έτσι, τσέι-τσέι = έτσι κι έτσι, Τσώκους = Κώστας, φιτρύλ'λ = τριφύλλι, χιόι =όχι. Ίσως και το τσκίζου 😊 πεθαίνω).

            Ο ενεστώτας ορισμένων ρημάτων σχηματίζεται από το θέμα του αορίστου: γ'ύφου (<φύγου) = φεύγω, κ'ώθου (<δώκου) = δίνω, τσάκουμι (<κάτσου'το, -ούμι κατά τον ενεστώτα) = κάθομαι.

            Μερικές φορές έχουμε ουρανικοποίηση: κ’ώθου (<δώκου) = δίνω, λ’ακabóκ' = καλαμπόκι, λ'ἀπ'φους (<πάφ'λους) = πάφιλας, λ'έθου = θέλου, λ’ώκους = πρωκτός, ν'άβου = βάνω, βάζω, Ν'αθάης (<Θανάης) = Θανάσης3.

 

 

 

 

 

 

 

 


3. Τους τύπους Ν’αθάης, Ναφώ, Ραίμη, Νάπους κλπ., τους κατέγραψα όπως μου τους είπε ο Δημήτριος Φ. Παπαρούπας, 60 ετών (1973), που θεωρείται ότι ξέρει καλά τα Μπολιάρικα.

Δ) Οι διάφορες ασχολίες των κατοίκων

            Σ’ όλο τον 19ο αιώνα αλλά και πιο παλιά, μέχρι τις παραμονές του Δεύτερου Μεγάλου Πολέμου, στις κοινότητες της πατρίδας μας, ακόμα και στις πιο μικρές, πέρα από τις παραδοσιακές ασχολίες Γεωργία και Κτηνοτροφία, ανεπτύχθησαν διάφορα μικροεπαγγέλματα που επικουρικά πλαισίωναν τις κύριες δραστηριότητες, εμπλούτιζαν τη ζωή των κατοίκων τους  και προήγαγαν το επίπεδό τους.

            Τέτοια μικροεπαγγέλματα, οικογενειακής μορφής, υπήρξαν οι λεπτοξυλουγοί που κατασκεύαζαν μικροαντικείμενα ή και μεγαλύτερα, όπως οι Βαρελάδες, αυτοί που κατασκεύαζαν μικρά δοχεία πόσιμου ύδατος (τις βουτσέλες), τις βαρέλες και ό,τι μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου.

            Αλλά και οι Τορναδόροι των μετάλλων, που κατασκεύαζαν μεταλλικά μικροαντικείμενα, όπως τους χειρόμυλους και τα παγούρια. Παλιότερα κατά τον 19ο αιώνα, υπήρχαν και οι Τουφεξήδες. Σήμερα και μεταπολεμικά, η σύγχρονη τεχνολογία τα εξαφάνισε όλα και τους τεχνίτες τους.

            Υπήρχαν όμως και κάποιες τέχνες πιο απαιτητικές, πιο επιφανείς, σπάνιες και δυσεύρετες. Το Πέρα Κάψι ανέδειξε τον Ασημουργό Ιωάννη Πανέτσο, παπαδοπαίδι και Αναγνώστη της του Χριστού Εκκλησίας. Μετά την χειροτονία του ως ιερέα, περί το 1820, είναι γνωστός πλέον ως Ιωάννης Παπαγεωργίου ή Παπαϊωάννης Πανέτσος ή Παπαγιάννης. Ένας από τους γιους του, ο Σπύρος Πανέτσος, κάτοικος Πέρα Κάψης, αναφέρεται στον Εκλογικό Κατάλογο του 1865 ως Χρυσοχόος.

            Το χωριό μας, ο Τυμφρηστός, στα τέλη της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας, περί το 1960, διέθετε δεκατέσσερα καταστήματα-εργαστήρια. Αυτά επιμερίζονται σε:

Δύο τσαγκαράδικα (Αθανάσιος  Γ. Υφαντής - Ιωάννης Δ. Τσουκαλάς), δύο ραφτάδικα (Κώστας Γ. Υφαντής - Αθανάσιος Ι. Κόντος), δύο κουρεία (Τρύφωνας Φύκας - Ευάγγελος Φύκας), δύο ταβερνεία (“Η Ποτίστρα” Γεώργιος Κ. Υφαντής  - “Το Βατοκάμ” Ιωάννης Γιανιτσόπουλος), ένα αμιγές καφενείο (1η γενιά Ε.Φ. Παπαρούπας - 2η γενιά Φ.Ε Παπαρούπας - 3η γενιά Ε.Φ. Παπαρούπας και συνεχίζει) και τέλος πέντε πολυκαταστήματα (Ζήσης Μπλατσούκας - Βασίλειος (Λάκης) Παπαρούπας - Νικόλαος Κ. Ρήγας - Πάνος Γιανιτσόπουλος -  Κώστας Μπλατσούκας).

            Επίσης, κατά τον 19ο αιώνα, ήκμασε η σηροτροφία στον Μεσαίο και τον Πέρα Μαχαλά του χωριού Κάψι, προϊόν και διαδικασία που εκφυλίστηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα.

 

Ε) Το κυνήγι ως τρόπος ψυχαγωγίας και μέσον εμπλουτισμού της Διατροφής

            Ο άνθρωπος, με την εμφάνισή του πάνω στη γη, συνέλλεγε πάντα και εθήρευε την τροφή του. Μία πολυχρόνια και πολυαιώνια διαδικασία ταυτισμένη απόλυτα με την ψυχή του και τα ένστικτά του. Και για μεν τις πλούσιες κοινωνίες, αλλά και τις νεότερες Βιομηχανικές και προηγμένες μεταπολεμικές κοινωνίες το κυνήγι αποτελεί σπορ και ψυχαγωγικό μέσο. Για την Ελλάδα του 19ου αιώνα, την προεπαναστατική ακόμα, αλλά και τις προπολεμικές Δεκαετίες, το κυνήγι αποτελούσε συμπληρωματικό μέσο εμπλουτισμού της διατροφής.

            Ένα από τα πλέον αγαπημένα κυνήγια και θηράματα στη δικιά μας μικροκοινωνία αποτελούσε η θήρα του Λαγού. Ελάχιστα με τους κυνηγετικούς κύνες και επιλεκτικά και περισσότερο μ’ ένα αθέμιτο και ανορθόδοξο τρόπο, το κυνήγι επί τα ίχνη της χιόνος, χιονοπτώσεις που κάλυπταν τον ζωτικό χώρο του χωριού μας πολλούς μήνες. Στο κυνήγι αυτό έπαιρναν μέρος απαραίτητα 4-5 άτομα και απαιτούσε πολύ καλή φυσική κατάσταση, δεξιοτεχνία και υπομονή. Το κυνήγι κράταγε απ’ την Ανατολή του ηλίου μέχρι και τη Δύση. Ήτανε κανόνας να αποχωρούν και εφ’ όσον τα μέλη της ομάδας εξασφάλιζαν ένα θήραμα ξεχωριστά. Υπήρχανε και τα απρόοπτα, τα μικροατυχήματα και τα ευτράπελα.

            Μία τέτοια διακριτή Ομάδα και στα χρόνια του Μεσοπολέμου ήτανε αυτή που την αποτελούσαν οι: Ηρακλής Γ. Φύκας, ο αδελφός αυτού Περικλής Γ. Φύκας, Ιωακείμ Δ. Παστρομάς και ο Βενιαμίν της παρέας ο εξαίρετος Ιωάννης Κ. Κόντος (ρεγκογιάννης). Είναι πολλά τα περιστατικά που διασώθηκαν και αναφέρονται στις δραστηριότητες και τα κατορθώματα αυτής της ομάδας. Στις μεταπολεμικές δεκαετίες ανεδείχθη ο Γεώργιος Ν. Μαραδιανός, ένας ευγενής Σπόρτσμαν, βαθύς γνώστης της τέχνης στο κυνήγι του Λαγού με σκύλο, που εδημιούργησε σχολή και έθεσε επίσης κανόνες. Ο Γεώργιος Μαραδιανός ήτανε γεννημένος γι’ αυτή τη δουλειά και αρέσκετο να διδάσκει και να εμπεδώνει τη γνώση.

Ένας αληθινός Δάσκαλος, ένας ζωντανός Άνθρωπος!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΑΡΑΔΙΑΝΟΣ

(1903 - 1989)

(Ένας αξιοπρεπέστατος άνθρωπος)

            Αρχηγός μίας υποδειγματικής οικογένειας. Η σύζυγος Θεοδώρα και οι τέσσερις θυγατέρες, όλες η μία καλύτερη από την άλλη. Ανεξίκακος, μεγάθυμος, μεγαλόψυχος και υπερήφανος. Και πάνω απ’ όλα, άριστος γνώστης της τέχνης στο κυνήγι του λαγού. Μεταπολεμικά και όταν είχε φύγει η προηγούμενη γενιά, εδημιούργησε Σχολή, συμβουλεύοντας και καθοδηγώντας. Αυτός ήταν ο Γεώργιος Μαραδιανός.

«Ένας δάσκαλος θυμάται…»

ΣΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΟΥ ΛΑΓΟΥ

            [Στη δεκαετία του '50, που υπηρετούσα στο Δημ. Σχολείο Τυμφρηστού και διέμενα οικογενειακώς εκεί, δανείστηκα από το θείο μου Χρήστο Καλπουζάνη, που του άρεσε τον αγροφύλακα να κάνει, ένα παλιό, αλλά ωραίο καριοφίλι για να πηγαίνω, πότε-πότε, στο κυνήγι.

Κατέβαινα στ’ αμπέλια, στα χωράφια, ως την ποταμιά, στα βρωμονέρια. Τουφεκούσα σιταρήθρες, συκοφάγους, κοτσύφια μακριά από καλύβες και σπίτια.

Όταν ο θείος μου μ' έβλεπε να γυρίζω κουρασμένος, ιδρωμένος και συνήθως αδειανός μου έλεγε; «Πήγαινε παρέα με τον Μαρανδιανό. Αυτός έχει πολύ καλό ζαγάρι, το καλύτερο στο χωριό, θα απολάψεις το κυνήγι και το νόστιμο λαγό». Μα που εγώ!

Ώσπου μια μέρα τον Μαρανδιανό συνάντησα τυχαία. Του είπα πως θα ήθελα να κάνουμε παρέα. Μετά χαράς το δέχτηκε ευθύμως. Ήπιαμε καφέ και τάπαμε ευθύμως. Τον Αστυνόμο κάλεσα κι ήρθε στην παρέα μας προθύμως.

Οι τρεις μας την άλλη μέρα το πρωί, «πάνοπλοι» και πριν ο ήλιος βγει, στα Βρωμονέρια στήσαμε καρτέρι και περιμέναμε η τύχη τι θα φέρει. Δέκα λεπτά χρειάστηκε ο σκύλος να γαυγίσει και ο λαγός εστράφη προς εμέ, γιατί νόμισε πρωτάρη θα φοβίσει. Τον είδα, τον σημάδεψα, πάτησα τη σκανδάλη και τότε ήταν που έγινε συντέλεια μεγάλη. Ταράχτηκε όλη η ρεματιά και οι αντιπέρα ράχες, του είκοσι ένα νόμιζες πως άκουες τις μάχες. Και ο λαγός ο δυστυχής κείτονταν σκοτωμένος.

Και ενώ εγώ τον ύψωνα κι έδειχνα ανδρειωμένος, ήρθε ο σκύλος τρέχοντας, πηδάει και τον αρπάζει, ενώ εγώ βοήθεια ζητώ, που σε ήρωα δεν ταιριάζει. Τότε πήρα το πρώτο μάθημα απ' τον Μαρανδιανό: «Κι’ απ’ τα τέσσερα πόδια δάσκαλε, πιάνουν το λαγό και τον υψώνουν όσοι έχουν πείρα κυνηγού. Και να ξέρεις πως το δίκαννο είναι το όπλο στο κυνήγι του λαγού».

Με το εμπροσθογεμές δίκαννο του σεβαστού και αείμνηστου και ευφυούς μπάρμπα Περικλή Φύκα, που μου δάνεισε για όλα τα χρόνια που έζησα στον Τυμφρηστό, εξυπηρετήθηκα στο κυνήγι του λαγού, με σύντροφο πάντοτε τον αγαθό και συμπαθή Μαραδιανογιώργο.

Μια Κυριακή πολύ πρωί με φώναξε ο καλός μου Μαρανδιανός να πάμε χαμηλά στου Θυμιοκώστα το γεφύρι. Εκεί μου είπε διέμενε λαγός σ' ένα τριφύλλι. Επέμενε πως πρέπει να πάω, αν αγαπώ το νόστιμο στιφάδο. Δέχτηκα και πήγα και του ‘πα μάλιστα και «μπράβο».

Φτάσαμε όταν ήταν ακόμα σκοτεινά. «Κάθισε εδώ στα πλαϊνά. Πρόσεχε πέρα, πάνω και μπροστά. Και μην τσακμακίσεις για φωτιά ν' ανάψεις και τσιγάρο. Όταν ακούσεις του σκύλου τη φωνή σε δευτερόλεπτα μπροστά σου θα φανεί».

Μα εγώ, που τον έξυπνο ήθελα να κάμω, μετακινήθηκα λίγο παραπάνω. Έτσι ο λαγός πέρασε και πάει και ο σκύλος έπαψε να κυνηγάει.

- «Πού είσαι, δάσκαλε»; ο Μαρανδιανός ρωτάει.

- «Εδώ», ο υποφαινόμενος του απαντάει.

- «Πού εδώ»; ξαναρωτάει. Αυτού σε άφησα εγώ; Χάνεις εδώ κι εκεί τον χρήσιμο καιρό, πήγαινε εκεί στο ίδιο μέρος το γνωστό».

Τον άκουσα και πήγα και το λαγό τον πήρα. Αλλά πως και πότε θα αποκτήσω πείρα;

Πολλές φορές τις συμβουλές του παράκουσα. Δεν ξέρω γιατί αμέσως δεν υπάκουσα. Εκείνο που ξέρω είναι πως ποτέ δεν είδα να θυμώνει και σαν δάσκαλος του παλιού καιρού «τη βέργα να υψώνει και με φωνές, βρισιές ν' ανάφτει, να πεισμώνει.

Μια μέρα που ήμουν πάλι παραβάτης, στο νου μου ήρθε και φώλιασε μια σκέψη «επιβάτης». Έλεγε:

«Όταν οι μαθητές σου τις εντολές σου αθετούν στο άψε σβήσε βάζεις τις φωνές, θυμώνεις και οργίζεσαι, ενώ ο Μαρανδιανός χαμογελάει και συγχωράει. Αυτό δεν το λογίζεσαι;

Έτσι συνέβη και πήρα μάθημα γερό, ναι, από το Γιώργο το Μαρανδιανό».

Αν κάποιος τον ρωτούσε θα έπρεπε να πει ευθύς, πως δεν ήμουν «ο καλός του μαθητής». Όμως εκείνος την ανυπακοή μου και τη μη συμμόρφωσή μου, με τις εντολές του, ποτέ δεν συζητούσε, αλλά με ελαφρό μειδίαμα όλα τα συγχωρούσε και σαν φιλόσοφος και χριστιανός πάντοτε σιωπούσε, όπως οι φτωχοί τω πνεύματι, που ο Κύριος αγαπούσε και στις ομιλίες του πάντοτε επαινούσε.]

            Ο Νικόλαος Μπαρδάκας υπηρέτησε στο Δημοτικό Σχολείο Τυμφρηστού, ως Διευθυντής, καθ’ όλη τη διάρκεια της δύσκολης εκείνης δεκαετίας του 1950, όπου η δραστηριότητά του και τέλος, η αναχώρησή του, άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα της παρουσίας του και της θύμησής του.

            Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, χάρις στην ξεχωριστή επιστημονική του κατάρτιση και την έξοχη παιδευτική του ικανότητα, το ήθος και την αξιοπρέπεια που τον διέκριναν, κέρδισε επάξια, και τον σεβασμό των μαθητών του και την εκτίμηση των γονέων και την αποδοχή του συνόλου των συγχωριανών μας.

 

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

“ΧΝΙΡΕ - ΧΝΙΡΕ ΡΕΠΕΚΛΗ”

του Περικλή Φύκα

            Ήτανε αλλοτινές εποχές, ηρωικές, πρωτόγονες, γεμάτες μύθους και παραδόσεις, θρύλους και παραμύθια, παραδοξολογίες και αληθινές ιστορίες τότε που οι καρδιές ξεχειλίζανε και ο αλτρουισμός περίσσευε, όταν η ανθρώπινη ζωή και όχι μόνον, δεν αποτελούσε είδος διατιμημένο, όταν η ανθρώπινη ανέλιξη αλλά και η έκφραση δεν κατεχωρείτο στα εν ανεπαρκεία είδη…

            Γιατί σήμερα το τρομαγμένο και αλαφιασμένο σύγχρονο μελισσομάνι της μεγαλούπολης εξοπλίζεται και σπεύδει, επιχειρεί να δώσει διέξοδο στις ανασφάλειές του, προσπαθεί να επενδύσει εποικοδομητικά - έτσι νομίζει - και να αμβλύνει τις συνέπειες της βαρύτατης άνοιάς του.

            Από τη στιγμή που έμαθε να σκοτώνει, από τη στιγμή που του ενεφύσησαν την ιδέα, ότι κρατώντας τα όπλα και κραδαίνοντας τουμπελέκια καθίσταται δυνατότερος και απυρόβλητος, από τη στιγμή που τον αρμάτωσαν και τον εξαπέλυσαν στις εσχατιές της Ελληνικής επικράτειας, αναζητώντας το δυσεύρετο πλέον θήραμα, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση και για την πανίδα μας και για τη δικιά του μελλοντική ύπαρξη και αυριανή του υπόσταση. Ενώ κάποτε θηρεύανε μόνο για τον καθημερινό επιούσιο, οι ξωτάρηδες και οι ξωμάχοι, αυτοί που είχανε τη δυνατότητα και το χάρισμα να αφουγκράζονται την ανάσα της φύσης και να γεύονται τις χαρές της, όταν οι καθάριες καρδιές και τα απονήρευτα φερσίματα άγγιζαν τα όρια της αφέλειας και της σαλότητας, όταν:

            - Ο λαγαρός ερωτοτροπούσε μέσα στο φυτρίλλι…

            - Και η γίδα έβοσκε μέσα στη ρόβ’.

Και ήτανε νύχτα ασέληνη, και έπρεπε να τα πεις γρήγορα και κορακίστικα, για να μην σε πάρουνε χαμπάρι και προγγίξουνε και να μην λαθέψεις και να φυλάξεις το σύντροφό σου και να “χνιρς” πάραυτα και σταθερά!

            Ήτανε τότε που τα ζουλάπια είχανε φωνή, που οι άνθρωποι ήτανε αλαφροΐσκιωτοι, που διασφαλίζανε και διακονούσανε την ισορροπία της φύσης, που ελπίζανε και πιστεύανε, που οδηγούσανε με το συναίσθημα και ανιχνεύανε με τις καρδιές4


4. Περιοδικό “Το Λυχνάρι”, Λαμία 199… .

 

Επιμέλεια-Επιλογή φωτογραφίας-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: