TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

"Ο παράξενος ταξιδιώτης"

 

Ο παράξενος ταξιδιώτης

Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου

Ο Γιωργάκης ήταν ο μικρότερος κι ο χαϊδεμένος της οικογένειας και τέλειωνε φέτος το Δημοτικό σχολείο. Ο παππούς του δεν του χαλούσε ποτέ χατίρι, βλέπεις είχε και τ’ όνομά του, όλο τον παίνευε κι αυτός φούσκωνε από καμάρι. Ζωηρός, αεικίνητος κι όλους τους βομβάρδιζε με απορίες και ερωτήσεις.

Μια μέρα διάβαζε στην Ιστορία για τον Ελληνισμό της Μ. Ασίας, για την χιλιοτραγουδισμένη Σμύρνη, την Έφεσο και την Πόλη. Ο παππούς του κάθονταν παραπέρα σ’ ένα πεζούλι και σκάλιζε με το σουγιά μια γκλίτσα. Τον άκουγε και τον καμάρωνε. Τότε ανέσυρε από τη μνήμη του μια παλιά ιστορία, που πήγαινε να ξεχαστεί. Θέλησε να την διηγηθεί στον εγγονό του, πριν κλείσει τα μάτια του.

Απόγευμα ήταν, ο ήλιος κόντευε να κρυφτεί πίσω απ’ τα βουνά, γεμίζοντας με χρώματα τον ουρανό. Ο μικρός έκατσε δίπλα του και γεμάτος περιέργεια περίμενε να του εξιστορήσει τη βιωματική του περιπέτεια.

Όταν ήμουν φαντάρος, είκοσι χρονών παλληκαράκι πήγα κι εγώ στον πόλεμο της Μ. Ασίας. Εκεί είδα την φρίκη του πολέμου κι από τότε ευχήθηκα να μην δουν πόλεμο ούτε τα παιδιά μου, ούτε τα εγγόνια μου. Δεν θέλω να μιλάω για τον πόλεμο, θα σου πω μόνο ένα γεγονός που με σημάδεψε και το κουβαλάω μέσα μου.

Σε μια ενέδρα κάποιοι σκοτώθηκαν κι έναν τούρκο τον πιάσαμε αιχμάλωτο. Μου λέει ο λοχαγός μου, πάρε τον και πήγαινέ τον στο ρέμα και σκότωσέ τον κι αυτοί προχώρησαν βιαστικά. Δεν μπορούσα να παραβώ τη διαταγή, τον οδήγησα στο ρέμα και σήκωσα το όπλο σημαδεύοντάς τον. Εκείνος έπεσε στα γόνατα, σταύρωσε τα χέρια του, σαν να με παρακαλούσε να δείξω έλεος. Έβγαλε το ρολόι του και μου το έδινε και με νοήματα προσπαθούσε να μου πει, πως έχει γυναίκα και παιδιά, να τον λυπηθώ.

Η ζωή έχει μεγάλη αξία για κάθε άνθρωπο και πρέπει να μπαίνεις στη θέση του, για να τον καταλάβεις. Ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να γίνει τέρας ή ελεήμων.

Τι έχω εγώ με τον ανθρωπάκο, σκέφτηκα, τι μου έχει κάνει, το ψωμί μου τρώει; Πώς ν’ αφαιρέσω μια ζωή, τι ψυχή θα παραδώσω, τι θα πω στον Θεό μου, αν με ρωτήσει; Γιατί να ορφανέψουν τα παιδιά του και να μαυροφορεθεί η γυναίκα του; Δεν πήγαινε η καρδιά μου να πατήσω την σκανδάλη, τον άφησα να φύγει, δείχνοντάς του πως δεν πρέπει να μιλήσει σε κανέναν. Έκανε μια υπόκλιση ευχαριστίας και χάθηκε μέσα στη ρεματιά.

Ο πόλεμος τελείωσε άδοξα, θα μου πεις ποιος πόλεμος τελειώνει με δόξα και γύρισα στο χωριό μας, στους δικούς μου. Τα χρόνια πέρασαν, έγινα πρόεδρος του χωριού σε μια εποχή που είχαμε προβλήματα και φαγωμάρα, με το διπλανό μοναστήρι για κάτι βοσκοτόπια.

Χαρτιά δεν υπήρχαν, οι καλόγεροι έλεγαν πως είναι βακούφικα, οι χωριανοί που είχαν ζώα διαμαρτύρονταν κι άκρη δεν έβγαινε. Κάποιοι έλεγαν πως υπήρχε ένα χρυσόβουλο, που άφηνε τα κτήματα στο χωριό.

Πήραμε την απόφαση να πάει κάποιος στην Πόλη, να δει αν υπάρχουν χαρτιά στα τούρκικα αρχεία. Ποιος όμως να πάει; Εσύ θα πας πρόεδρε, έλεγαν όλοι, που έβγαλες το σχολαρχείο και ξέρεις και πέντε γράμματα!

Να μη στα πολυλογώ ετοιμάστηκα και κατέβηκα στον Πειραιά, να πάρω το καράβι που θα πήγαινε για την Κωνσταντινούπολη. Νωρίς το πρωί μπήκαμε στο πλοίο, ο καιρός ήταν καλός, η θάλασσα λάδι, κόσμος και κοσμάκης πηγαινοέρχονταν στα νησιά, με κοφίνια και μπόγους. Έκατσα στην πλώρη κι αγνάντευα το απέραντο γαλάζιο. Ένα ελαφρύ αεράκι, μ’ έκανε να ρίξω στις πλάτες το μάλλινο σακάκι μου. Το ταξίδι μου θύμισε τους Αργοναύτες που πήγαιναν να βρουν το χρυσόμαλλο δέρας!

Πέρασε αρκετή ώρα, ώσπου παρατήρησα έναν παράξενο ταξιδιώτη, που με παρακολουθούσε συνέχεια. Άλλαζα θέση, έρχονταν κι αυτός κοντά μου. Ρε τι άνθρωπος να είναι ετούτος, σκέφτηκα.

Κάποια στιγμή ήρθε κι έκατσε κοντά μου, με ρώτησε με σπαστά ελληνικά, ήσουν κάποτε στον πόλεμο της Μ. Ασίας;

-Ναι του λέω, ήμουν.

-Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, εκείνος που του χάρισες τη ζωή.

Τα μάτια του βούρκωσαν, ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του κι άρχισε να κλαίει σαν

μικρό παιδί. Τον αγκάλιασα σαν αδερφό και μ’ έσφιξε κι αυτός. Πόσες σκέψεις πέρασαν απ’ το μυαλό μου, πόσες σκέψεις πέρασαν απ’ το μυαλό του, δεν ξέρω. Του είπα για ποιόν λόγο πήγαινα στην Πόλη κι αυτός μου μίλησε για τα δικά του. Εγώ θα σε βοηθήσω σε όλα μου είπε, όμως πρώτα θα πάμε στο σπίτι μου, θέλω να γνωρίσεις τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου.

Το απόβραδο φτάσαμε στην Πόλη, με πήγε στο σπίτι του, καθίσαμε στον οντά με τις μεγάλες μαξιλάρες, κουβεντιάζοντας με τις ώρες. Την επόμενη μέρα αρχίσαμε να τρέχουμε σε γραφεία και υπόγεια με αμέτρητους φακέλους, ώσπου βρήκαμε κάποια άκρη. Εγώ ήθελα να φύγω για το χωριό, όμως αυτός δεν με άφηνε, ήθελε να μου δείξει τα αξιοθέατα της Πόλης. Πήγαμε πρώτα απ’ όλα στην Αγιά Σοφιά, με τον εντυπωσιακό τρούλο, είδαμε και τη βρύση που έγραφε «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ». Περπατήσαμε μέσα στα στενά σοκάκια της πόλης, μια πόλη σταυροδρόμι λαών, θρησκειών και πολιτισμών.

Ύστερα καθίσαμε σ’ ένα μαγαζί κοιτάζοντας το Βόσπορο. Θεέ μου τι μαγεία ήταν, τα καραβάκια πήγαιναν κι έρχονταν στα Πριγκηπόνησα.

Εδώ είχαν τα σπίτια τους οι πλούσιοι Έλληνες έμποροι, εδώ αφήσαμε πολιτισμό και ειρηνικά έργα, που τα θαυμάζουν ακόμα και σήμερα οι τουρίστες, ήθελα να του πω, αλλά δεν μίλησα.

Μου πήρε δώρα και πολλά σιροπιαστά γλυκά, μπακλαβάδες, κανταΐφια και καζάν ντιπί και με ξεπροβόδισε μέχρι το καράβι του γυρισμού!

Ότι κάνεις γιε μου καλό ή κακό, θα το βρεις μπροστά σου!

Γιώργος Ζούγρος, Λαογράφος

        Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: