ΟΣΑ
ΑΦΗΣΑΜΕ ΠΙΣΩ
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
Μια
ρωγμή χωρίζει το σήμερα απ’ το χτες. Μια ρωγμή που μεγαλώνει μέρα τη μέρα και ξεθωριάζει
το χτες και μελαγχολεί το σήμερα. Η θύμηση διαβαίνει κάθε τόσο ένα πέτρινο τοξωτό
γεφύρι, περνάει πότε απ’ τη μια μεριά και πότε από την άλλη. Μια θύμηση που μάχεται
καθημερνά τη λησμονιά, θέλει να κρατήσει τα χρώματα, τις μυρουδιές, τα γέλια και
τα καμώματα μιας νιότης, που αρνείται να παραδοθεί στο χρόνο. Εκείνος ο πόθος
που έκαιγε τα στήθια, τα χείλια και την καρδιά φωλιάζει ακόμα μέσα μας και μόνο
τις άφεγγες νύχτες συμβιβάζεται με την ιδέα, πως ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος
από λάσπη κι ελπίδες!
Τα μισογκρεμισμένα σπίτια είναι αφημένα μέσα σε μια ερημιά, σε μια απέραντη σιωπή και σ’ ένα παράπονο που ο παίρνει ο αέρας και το κάνει λυπητερό τραγούδι. Έφυγαν οι νοικοκυραίοι, ξενιτεύτηκαν τα παιδιά κι έμεινε μονάχα η φύση να αντιστέκεται, να ξαναγεννά μπας και γεμίσει τα κενά. Μέσα σ’ αυτά τα χαλάσματα απόμεινε μόνη κι ανήμπορη η βάβω η Ρήνω, με τις ρυτίδες στο ηλιοκαμένο πρόσωπο, με το μαύρο τσεμπέρι στα μαλλιά, με τη βρεγμένη κόρα στο χέρι, συντροφιά μ’ ένα μικρό γατάκι, να ξεφυλλίζει το βιβλίο μιας πικρής ζωής. Δόλια μάνα, παντέρημη μάνα, που γέννησες εφτά παιδιά και πάλι απόμεινες μονάχη. Κάποτε είχες τη σβελτάδα ζαρκαδιού, ήσουν ανάλαφρη, αέρινη. Τώρα κραυγές αντηχούν στις ρεματιές, ανεβαίνοντας στο καθαρτήριο μιας κόλασης! Ένα ποτήρι λες ήταν η ζωή, που είχε και πίκρες και χαρές και μείς περάσαμε μουσαφίρηδες για λίγο από τούτη τη γη και τον απάνω κόσμο.
«Μη με κοιτάς που τραγουδώ κι λες δεν έχω ντέρτι,
το
ντέρτι το ‘χω στη καρδιά, που να το μολογήσω,
σε ποιόν να παραπονεθώ, να με παρηγορήσει…»
Στο μυαλό μου έρχονται και ξανάρχονται εκείνα τα ανέμελα καλοκαίρια στο χωριό, ζωντανές εικόνες θρονιάστηκαν μέσα μου, που ακόμα και σήμερα γίνονται το φάρμακο της ψυχής και το απάγκιο στις θύελλες της ζωής. Τότε που η μικρή Λενιώ ταξίδευε τα όνειρά της μέσα σε χάρτινες βαρκούλες, που τις απίθωνε απαλά στο ρυάκι και τους εύχονταν «Καλό ταξίδι!».
Τώρα
χορτάριασαν οι στράτες, σβήστηκαν και τα χνάρια που με έβγαζαν στο σοκάκι της Λενιώς.
Παλιά πληγή η Λενιώ που σκεπάστηκε μα δεν έκλεισε. Τα ζεστά μεσημέρια κάναμε ατέλειωτα
παιγνίδια στη στέρνα, δίπλα στα καλαμπόκια και τα ψηλά φροκάλια με τους γυαλιστερούς
σπόρους. Κι όταν έρχονταν στο σπίτι με το γαϊδουράκι, γιομάτα τα κοφίνια με κόκκινα
σταφύλια, παρατούσαμε τα πεντόβολα για να γλυκάνουμε το στόμα μας. Κι ύστερα στήναμε
τις αιώρες στη μουριά της αυλής, τραγουδώντας σαν τα τζιτζίκια, όλο το
μεσημέρι.
–Ορέ
δεν πιάνετε κανένα βιβλίο στα χέρια σας, έλεγε η μάνα μου. Παρ’ ότι υπόγραφε με
σταυρό, τα γράμματα τα είχε σε μεγάλη εκτίμηση. Πίστευε πως η ζωή μας θα άλλαζε
και θα καλυτέρευε μόνο μέσα απ’ τα γράμματα και τα σχολεία.
«Άνθρωπος
αγράμματος, ξύλο απελέκητο» μουρμούριζε!
Στη
ρεματιά που οδηγεί στο ξωκλήσι τ’ Αϊ-Λιά, υπάρχει μια μεγάλη σπηλιά, που πάντα μας
προκαλούσε φόβο αλλά και περιέργεια και πάντα νικούσε η δεύτερη. Μικροί
εξερευνητές πήγαμε ένα απόγευμα αποφασισμένοι να ξεδιαλύνουμε το μυστήριο. Στην
είσοδο ανάμεσα στις φτέρες αντικρίσαμε παρατημένο ένα φιδοπουκάμισο στον όχτο,
που μας έκοψε τα πόδια!
-Κι
αν είναι μέσα το φίδι κουλουριασμένο σε καμιά γωνιά, τι θα κάνουμε, είπε η
Λενιώ.
Πήραμε
από ένα μεγάλο ξύλο ο καθένας και προχωρήσαμε προσεκτικά, να δούμε τι κρύβει η
φύση στα σωθικά της. Τότε ζωντάνεψαν εικόνες από τον κύκλωπα τον Πολύφημο με το
ένα μάτι στο μέτωπο, όμως τίποτα απ’ όλα αυτά που είχαμε στις σκέψεις μας δεν
υπήρξε!
Όσα
αφήσαμε πίσω, σε χρόνια αθωότητας και ανεμελιάς, βιώματα και αναμνήσεις, είναι καλά
κρυμμένα στη καρδιά μας και πότε πότε μας ξυπνούν νοσταλγικές μνήμες. Όλα αυτά δίνουν
σήμερα τη σκυτάλη στο νέο, που θα δείξει αν είναι καλύτερο απ’ το χτες!
Γιώργος Ζούγρος, Λαογράφος
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου