TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

Αχιλλέας & Ποίηση

ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ
Επιμέλεια-Συλλογή: Τάκης Ευθυμίου
«Αν ήταν κι έπειτα από δέκα χιλιάδες χρόνια να επέστρεφα
  στη ζωή της γης και πάλι την αλήθεια της Ιλιάδας θα χάριζα
                                      στο λαό της, σμιλευμένη ξανά στη ζωντανή γλώσσα του».
                                             [Δημήτρης Σιατόπουλος]
ΙΛΙΑΔΑ
Η Ιλιάδα του Ομήρου είναι το πρώτο επικό ποίημα που ασχολήθηκε με τον Αχιλλέα. Αποτελείται από 15.692 δακτυλικούς εξάμετρους στίχους και έχει χωριστεί απ’ τους Αλεξανδρινούς φιλολόγους σε 24 ραψωδίες. Κάθε ραψωδία επιγράφεται αντίστοιχα μ’ ένα από τα κεφαλαία γράμματα της αλφαβήτου. 
Η Ιλιάδα περιγράφει τα γεγονότα στον 9ο χρόνο του τρωικού πολέμου με κυρίαρχο θέμα τη φιλονικία Αχιλλέα-Αγαμέμνονα. Η υπόθεση εξελίσσεται σε 51 μέρες. Θεωρείται το αρχαιότερο λογοτέχνημα της Ευρώπης.
Οι καλύτερες ελληνικές λογοτεχνικές μεταφράσεις της Ιλιάδας είναι του Αλέξανδρου Πάλη (1904), του Γεράσιμου Μαρκορά, του Γεωργίου Παράσχου, του Ιωάννη Πολυλά, του Διονυσίου Σολωμού, των Νίκου Καζαντζάκη- Ιωάννη Κακριδή (1955), και του Δημήτρη Σιατόπουλου (1991). Η μετάφραση του Αλέξανδρου Πάλη, παρά τις υπερβολές της δημοτικής του γλώσσας, εμφανίζει δύναμη και αρρενωπό γράψιμο, ανάλογο με το πνεύμα του πρωτότυπου.
Παρακάτω παρουσιάζουμε την αρχή της Α ραψωδίας στ. 1-7 στο πρωτότυπο του Ομήρου και σε μεταφράσεις των: Αλέξανδρου Πάλη, Ν. Καζαντζάκη-Ι. Κακριδή και Δημ. Σιατόπουλου.

Ιλιάδα ραψωδία Α

«Μήνιν άειδε θεά Πηληιάδεω Αχιλήος,
ουλομένην, η μυρί Αχαιούς άλγε έθηκε,
πολλάς δ’ ιψθίμους ψυχάς Άϊδι προΐαψεν
ηρώων, αυτούς δε ελώρια τεύχε
οιωνοίσί τε πάσι, Διός δ’ ετελείετο βουλή,
εξ ου δη τα πρώτα διαστήτην ερίσαντε
Ατρείδης τε, άναξ ανδρών, και δίος Αχιλλεύς»
                                                         (Όμηρος)

«Μούσα, τραγούδα το θυμό του ξακουστού Αχιλλέα,
τον έρμο! Π’ όλους πότισε τους Αχαιούς φαρμάκια,
και πλήθος έστειλε ψυχές λεβέντικες στον Άδη
οπλαρχηγώνε, κι έθρεψε με τα κορμιά τους σκύλους

κι όλα τα όρνια του Διός έτσι είχε η γνώμη ορίσει,
απ’ την αρχή σαν πιάστηκε με το γοργό Αχιλλέα
τ’ Ατρέα ο πρωταφέντης γιος και χώρισαν οι δυο τους».
                                                       ( Αλ. Πάλης)

«Τη μάνητα, θεά, τραγούδα μας του ξακουστού Αχιλλέα,
ανάθεμά τη, πίκρες που ‘δωκε στους Αχαιούς περίσσιες
και πλήθος αντρειωμένες έστειλε ψυχές στον Άδη κάτω
παλικαριών, στους σκύλους ρίχνοντας να φάνε τα κορμιά τους
και στα όρνια ολούθε - έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας-
απ’ τη στιγμή που πρωτοπιάστηκαν και χώρισαν οι δυο τους
του Ατρέα ο γιος ο στρατοκράτορας κι ο μέγας Αχιλλέας».
                                  (Ν.Καζαντζάκης-Ι.Κακριδής)

«Την οργή, Μούσα, του Αχιλλέα τραγούδα, του Πηλείδη,
την άθλια αυτή, στους Αχαιούς, πούρηξε μύριους πόνους
κι αντρειωμένες έστειλε πολλές ψυχές στον Άδη,
παλικαριών, τις σάρκες τους τροφή σκυλιών σκορπώντας
κι όρνιων λογής, το θέλημα γινότανε του Δία,
αφότου σ’ έχθρα πέσανε και πρωτοχωριστήκαν
ο γιος του Ατρέα, ο στρατηγός, κι ο θείος Αχιλλέας».
                                         (Δημ. Σιατόπουλος)
ΜΙΚΡΗ ΙΛΙΑΔΑ
Αποτελείται από 4 βιβλία και γράφτηκε από το Λέσχη το Μυτιληναίο και διηγείται περιστατικά στον ίδιο καιρό της Ιλιάδας από το επεισόδιο του Αίαντα με τον Οδυσσέα ως την πτώση της πολιορκημένης Τροίας. Ονομάστηκε έτσι για να διακρίνεται από την Ιλιάδα του Ομήρου. Το έπος αυτό οι αρχαίοι το εκτιμούσαν πολύ για τα πολλά γεγονότα που περιγράφει και για το πάθος που κινείται η όλη υπόθεση του έργου και διαγράφονται οι διάφοροι χαρακτήρες.

ΑΙΘΙΟΠΙΔΑ
Ανήκει στον επικό χώρο «Κύκλια έπη» που ονομάζονται και «Τρωικοί κύκλοι». Ποιητής είναι ο Αρκτίνος από τη Μίλητο. Περιγράφει τον Τρωικό πόλεμο μετά την ταφή του ΄Εκτορα. Στον Αχιλλέα αναφέρεται στα εξής σημεία: στη μονομαχία με την Αμαζόνα Πανθεσίλεια, στο σκοτωμό του Θερσίτη και του Μέμνονα, στο θάνατό του και στο μάλωμα του Οδυσσέα με τον Αίαντα  για τη διεκδίκηση των  όπλων  του.

ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΤΡΩΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ
1)      Μια πλατιά ποιητική μυθιστορία που λέγεται ότι συνέθεσε ο Κρητικός ποιητής Δίκτυς, ο οποίος έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο με τον Ιδομενέα.
2)      «Ιλιάς» του Φρύγα ποιητή Δάρη.
3)      «Αχιλληίδα» του Στράτιου από την Όλυνθο.
4)      «Illias Latina» - «Excidium Troie», λατινόγλωσσα αγνώστων ποιητών.
5)      «Le voman de Troies» του Benoit de saint Maure, γαλλικά ρομάντσα.
      (12ος αι.).
6)      «Πόλεμος της Τρωάδας» αγνώστου μεταφραστή στη γλώσσα μας του προηγούμενου γαλλικού ρομάντσου.

ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΑΙ ΚΑΒΑΦΗΣ
Ο θρυλικός ήρωας Αχιλλέας, ως ιδανικό πρότυπο κάλους και ρώμης της αρχαιότητας, ενέπνευσε και τον κορυφαίο της νεοελληνικής λογοτεχνίας Αλεξανδρινό ποιητή Κ. Καβάφη, ο οποίος δημιούργησε δυο ιστορικά ποιήματα: «Τα άλογα του Αχιλλέως» και την «Απιστία», προβάλλοντας μέσα απ’ αυτά τα εναγώνια ερωτηματικά  του σκεπτικισμού του και τα μεγαλόπνοα διαχρονικά μηνύματά του. Ας τα απολαύσουμε.
ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΩΣ
                  Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος και δυνατός και νέος
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως:
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα  κεφάλια των και τες μακριές χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια και θρηνούσαν τον Πάτροκλο
που ενοιώθανε άψυχο – αφανισμένο –
μια σάρκα τώρα ποταπή – το πνεύμα του χαμένο-
ανυπεράσπιστο - χωρίς πνοή –
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμμένο απ’ την ζωή.
Τα δάκρυα είδε ο Ζεύς των αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω
καλύτερα να μην σας δίναμε άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι». – όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτεινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή.(1897)

ΑΠΙΣΤΙΑ
               Σαν πάντρευαν την Θέτιδα με τον Πηλέα σηκώθηκε ο Απόλλων
στο λαμπρό τραπέζι του γάμου
και μακάρισε τους νεονύμφους για το βλαστό
που θάβγαινε απ’ την ένωσί των.
Είπε: Ποτέ αυτόν αρρώστια δεν θαγγίξει και θάχει μακρινή ζωή.
Αυτά σαν είπε, η Θέτις χάρηκε πολύ,
γιατί τα λόγια του Απόλλωνος που γνώριζε από προφητείες
την φάνηκαν εγγύησις για το παιδί της.

Κι όταν μεγάλωνεν ο Αχιλλεύς
και ήταν της Θεσσαλίας έπαινος η εμορφιά του,
η Θέτις του θεού τα λόγια ενθυμούνταν.
Αλλά μια μέρα ήλθαν γέροι με ειδήσεις
κ’ είπαν τον σκοτωμό του Αχιλλέως στην Τροία.
Κ’ η Θέτις ξέσχιζε τα πορφυρά της ρούχα
κ’ έβγαζεν από πάνω της τα δαχτυλίδια.
και μες στον οδυρμό της τα παλιά θυμήθη
και ρώτησε τι έκαμνε ο σοφός Απόλλων,
που γύριζεν ο ποιητής που στα τραπέζια έξοχα ομιλεί,
που γύρισε ο προφήτης όταν τον υιό της
σκότωναν στα πρώτα νειάτα.
Κ’ οι γέροι την απήντησαν πως ο Απόλλων
αυτός ο ίδιος εκατέβηκε στην Τροία,
και με τους Τρώας σκότωσε τον Αχιλλέα.
(1904)
ΣΤΟΝ ΗΜΙΘΕΟ ΑΧΙΛΛΕΑ
Ο Ροβολιαρίτης ποιητής Παντελής Ρίζος συνέθεσε το παρακάτω ποίημα για τον ημίθεο Αχιλλέα και το απάγγειλε ο ίδιος, με συγκλονιστικό τρόπο, στην τελετή αποκάλυψης του ανδριάντα του αρματηλάτη Αχιλλέα στον Άγιο Γεώργιο Φθιώτιδας στις 28-6-1998, που όρθωσε στην πλατεία του χωριού ο Πολιτιστικός Σύλλογος των απανταχού Αγιωργιτών Αθήνας.

              
                        Των Μυρμιδόνων ζείδωρη… λεβεντογόνα φύτρα
Φθιωτικό αγλάισμα… πορφυρογεννημένο,
που στη ζωή σ’ απόθεσε… της Θέτιδας η μήτρα
και σ’ έκαμε τρισένδοξο και τρισευτυχισμένο
τούτο το χώμα τ’ άγιο… τ’ αθάνατο νερό!

Η Φθία που σ’ ανάθρεψε, βλαστάρι του Πηλέα
κι όλβιο και τρισόλβιο σ’ έκαμε βασιλιά
                        κονταρομάχε ολύμπιε… άνακτα Αχιλλέα,       
ποια μοίρα δολιόφθονη, σούστηνε τα βρογχιά…

Εκεί… στης Τροίας τα γνωστά τα ενάλια τα τόπια
που οι Μυρμιδόνες σου… οι ρωστοί, εστήνανε χορό
πυρρίχιο… και όρθωναν τα ελληνικά τρόπαια
αθάνατο και αιώνιο, μνημείο θεϊκό!

Εκεί που οι ολύμπιοι θεοί… παρίσταντο με φθόνο
κι αυτήν… την αδελφόκτονη υπέθαλπταν οργή,
σπέρνοντας… με παράνοια… τη φρίκη και τον πόνο
ακόμα και στης θέτιδας το ημίθεο παιδί!

Καθώς το σώμα σου έγερνε… πικροφαρμακωμένο
κι έσβηνε… και μαράζωνε η θεία σου μορφή,
οι Μυρμιδόνες κοίταζαν… με βλέμμα σαστισμένο,
κι η οδύνη τους απλώνονταν ολόπικρη στη γη!

Και η θανή σου… απλώθηκε ιαπετής στην Τροία
κι έγινε φλόγα οδυρμού… μαντάτο αλγεινό
τα πελαγίσια κύματα το φέρανε στη Φθία
και το ‘στειλαν στη Θέτιδα… φιλί θανατικό!

Και θρήνησε και πόνεσε… κι έκλαψε όλη η χώρα
των ημιθέων, των βροτών των δώδεκα θεών
και μέσ’ απ’ του πικρού χαμού… τη δύστηνη την ώρα
το ωιμέ!... εκόχλαζε στα στήθη των γονιών.

Τι κι αν η νιότη σου έσβησε στα Ιλιακά πεδία!
η δόξα σου η αστραφτερή φωτάστραψε γοργά
κι έγινε ύμνος και πνοή στου Ομήρου τα βιβλία
τα αναμέλποντα εσαεί σοφία και ευωδιά.

Σε προσκυνούμε… οι γόνοι σου, ελληνικό βλαστάρι
και στέλνοντας στην όψη σου… αγγελικό φιλί,
ειδωλικό χαλκέντερο, σε ορθώνουμε καμάρι
για να φυλάς και να κοσμείς την πατρική σου γη!
Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ
Η μορφή και το ασύγκριτο έπος του ομηρικού Αχιλλέα  ασφαλώς και δεν άφησαν ασυγκίνητο τον καταξιωμένο Ρουμελιώτη ποιητή Γιάννη Σαντάρμη, ο οποίος, με τους πύρινους δεκαπεντασύλλαβους στίχους του, έπλασε το παρακάτω στιχούργημα, ως αντίδωρο, προς τον ηρωικό πρόγονό μας!

                        Αστράφτει μυστικά ο ουρανός κι από τα νέφη ο κρότος,
χαμπέρι φέρνοντας τρανό, παντού σκορπολογιέται,
πως τ’ άνθος της παλικαριάς κι ο ακριβογιός κι ο πρώτος,
ο ακριβογιός της Θέτιδας, στης Φθίας τη γη γεννιέται.

Κόρφο βυζαίνει γήινο, τον θρέφει ουράνιο γάλα,
μέσα του νόμος  άγραφος και νόμος που δε σβήνει
του λέει, μες στ’ άλλα γράμματα και στα ψηφιά του τ’ άλλα,
πως πλούτος είναι της ψυχής τρανό η μεγαλοσύνη.

Κοντάρι χαλκομύτικο στο  χεροπάλαμό του
κρατεί, το βλέπουν οι εχθροί και στέκονται μακριά του,
ωραίος που  ‘ναι στο σώμα του, ωραίος στο πρόσωπό του,
πιότερο λάμπει η όψη του, παρά η αρματωσιά του.

Χαίρε, Αχιλλέα! Η τρισεύγενη ψυχή σου φτερουγίζει
με τις αχτίδες του ηλιού στην πατρική τη γη σου,
δε βρίσκει πετροτάμπουρο, δε βλέπει μετερίζι,
ασπίδα ήταν τα στήθια σου, ταμπούρι το κορμί σου.

Τ’ αντρίκιο σου το πάτημα ακόμα ηχάει στις στράτες,
στ’ αχνάρια σου περπάτησαν κι άλλοι αντρειωμέν’ ωραίοι,
Βυζαντινοί αυτοκράτορες, Θρακιώτες και Σπαρτιάτες
και κλέφτες και αρματωλοί και καπεταναραίοι.

Άστραψε η αντρειοσύνη σου σ’ όλη την οικουμένη
και τους βαρβάρους βούβανε, οδό δείχνοντας ίσια.
Εσύ, π’ αγάπησες το φως, το φως που δεν πεθαίνει,
πώς θα πεθάνεις τάχα, πώς, στα ουράνια τα Ηλύσια;

Εδώ ‘ναι αιώνια άνοιξη κι αν έρχεται ο χειμώνας
κι αν πέφτει χαλαζόβροχο και δέρνει άγρια το χώμα,
τέτοιους νεκρούς δε μοίρεται το δάκρυ της σταγόνας,
απ’ του πολέμου τη φωτιά τους ξεδιψάει το στόμα!
                                                  Γιάννης Αν. Σαντάρμης

«ΕΛΙΤΡΟΧΟΣ ΠΟΡΕΙΑ»
[ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ]
Ο Θεσσαλός ποιητής Γιώργος Παπακώστας εμπνεύστηκε κι έγραψε την ποιητική συλλογή «Ελίτροχος Πορεία» που έχει για άξονά της τον ομηρικό  ήρωα των Αχαιών τον Αχιλλέα.
Ένα μέρος της συλλογής με τίτλο «Το τραγούδι του Αχιλλέα» μελοποίησε ο μουσικοσυνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος κάνοντας έτσι ένα δώρο στον Αχιλλέα με τα μηνύματα που στέλνει μέσα από τους ήχους που ταξιδεύουν και αντανακλούν σημαίνοντα παγκόσμια θέματα.
           
ΧΑΛΚΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΥΨΩΣΕΣ
                                    Χάλκινο τραγούδι ύψωσες
                                    με τα τόξα σου
                                    στα χρώματα της ίριδας.
                                    Κύματα γαλήνης άπλωσες
                                    στις γραμμές της Ελλάδας.
                                    Και με το πρόσωπο του ήλιου
                                    του ταξιδευτή
                                    στο δρόμο της μοίρας για το Ίλιον
                                    εναρμόνισες το κορμί σου
                                    με το μυρωμένο κορμί της γυναίκας
                                    που ανασαίνει ακέραια
                                    πλάι στον αρχαίο χρησμό.

ΠΛΑΪ ΠΛΑΪ ΜΕ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
                                 Πλάι πλάι
                                 με τα σύννεφα
                                 απ’ τ’ άρμα σου έσχισες
                                 τους ήχους των βωμών, Αχιλλέα.
                                 Μεγαλείο αχαϊκό.
                                 Εκεί στα κάστρα των λυγμών
                                 τη θεά σου έκρυψες.
                                 Την κέρασες ανθόμελο
                                 απ’ της κουκουβάγιας το γιατάκι.
                                 Νεύρωνε η σκέψη δυνάμωνε
                                 τον πόθο του πολέμου.
                                 Χάλκινη η ηχώ της Αυλίδας
                                 αγκάλιασε γη και ουρανό
                                 κι ακόντιζε τα σύμβολα
                                 στα ακροπέλαγα
                                 των αστεριών.

ΝΤΥΜΕΝΟΣ ΜΕ ΤΗ ΦΛΟΓΑ
ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ
                                 Ντυμένος με τη φλόγα της νίκης
                                 ήσουν βέβαιος Αχιλλέα
                                 πως θ’ άνοιγες τους ορίζοντες
                                 και στον Αίολο
                                 θα όριζες, την πνοή του
                                 ρυθμό της εκκίνησης των καραβιών.
                                 Το δίχτυ άπλωνες
                                 ως τον αστερισμό του ταύρου
                                 και του ηνίοχου
                                 και η παλιά γη ξαναγεννιόταν
                                 πάνω στη φωτιά
                                 αφού τα σανδάλια του Έκτορα έκαψε.






































































Δεν υπάρχουν σχόλια: