ΤΥΠΟΙ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΛΑΜΙΑΣ
«Η Μπακούμαινα»
της Μαρίας Τζιβελέκη-Πολυμεροπούλου από το βιβλίο της:
«Αγαπητοί μου συμπολίτες…»
Η Μπακούμαινα ήταν ένας αντιπροσωπευτικός τύπος γυναίκας του Σλα. Δυναμική, πληθωρική, αθυρόστομη και ετοιμόλογη, περήφανη και καυγατζού όταν έπρεπε και κατά τη γνώμη της έπρεπε συχνά να βάζει τα πράματα στη θέση τους.
Η Μπακούμαινα όπως μας την περιέγραψαν ήταν «Μανουβρατζού». Έκανε διάφορα, με όλα ανακατεύονταν, ξεμάτιαζε κρατώντας μπρος στο ματιασμένο ένα μαυρομάνικο μαχαίρι, έριχνε τα χαρτιά, έλεγε το φλιτζάνι, ίτευε, έφτιαχνε πρακτικά διάφορα. Πήγαινε στα χωριά στους στάβλους και στα μαντριά να ιτέψει τα ζώα όταν είχαν αρρώστιες.
Ακόμα κατά τα λεγόμενα του Χρ. Ζάλη έκανε απορρόφηση στ' αυτιά όταν μάζευαν και τράβαγε τα μικρόβια από μέσα. Την κατηγορούσαν την κυρά Κωσταντία τη Μπακούμαινα που δούλευε στα ουρητήρια, μετά όμως από εκείνη πολλοί απ' τη συνοικία της φάγαν ψωμί από τη δουλειά αυτή. Κάποτε περίμενε στη σειρά για κάποιο βοήθημα, όταν φώναξαν «Νάρθουν όσοι το όνομα τους αρχίζει από το Κ» ορμάει η Μπακούμαινα πρώτη-πρώτη. «Εγώ είμαι από το Κον». Πώς ονομάζεσαι; «Μπακούμαινα». Εκεί τόνιζε τ' όνομα της, επέμενε κιόλας, στο ΚΟΥ, στο ΚΟΥ.
Στην Κατοχή οι Ιταλοί ξέραν ότι οι γυναίκες του Σλα κάνουν διάφορες δουλειές και προ παντός ξενοπλένουν. Παίρνει ένας Ιταλός το πουκάμισο του κι ανεβαίνει στο Σλα, πέφτει πάνω στη Μπακούμαινα, η οποία έπλενε στην αυλή με τη σκάφη. Όταν έσκυβε να πλύνει έβαζε την ποδιά της από πίσω για να μη φαίνονται τα πόδια της. Την πλησιάζει ο Ιταλός, από το ένα χέρι το πουκάμισο, από το άλλο μια κουραμάνα και της λέει «Ιταλοελληνικά»: «Μάμα καμίτσα κόλο» δηλαδή να του πλύνει το πουκάμισο. Έξω φρενών η Μπακούμαινα το πήρε αλλιώς. «Ετούτος δε φτάνει που θέλει να μας γα... το θέλει κι απ' αλλού...», ανεφώνησε.
Σαν αγράμματη η Μπακούμαινα παραποιούσε πολύ τη γλώσσα. Μερικές φορές ήθελε διερμηνέα να καταλάβει κανένας τι έλεγε. Μια φορά πήρε μια συγγένισσά της να την πάει στο γιατρό «γιατί τσ' έρεσε να πααίνει ούλου μη τσ' άντρ'.» «Τι σούπε μαρή Μπακούμαινα ου γιατρός» τη ρωτούσαν. «Νια άλλη αρρώστια μούπε: είναι λέει Πετρουμανίτσα» (μητρομανής).
Μια βραδιά στην Κατοχή η Μπακούμαινα βγήκε να πάρει νερό στη βρύση της γειτονιάς, μετά την απαγόρευση της κυκλοφορίας. Τη βρίσκει μια περίπολος Γερμανών «Λους-Λους» (φύγε-φύγε) της φωνάζει ο επικεφαλής κι η Μπακούμαινα, απορημένη, μονολογεί: «Αϊά αρή σαν κάν(ει) αυτούνους, τι λες ρε, παλάβουσεις ντιπ, μλές να λοστού ούλ' νύχτα χμώνα κιρό, να κουκαλώσου;»
Κοντά στη συνοικία των Αγίων Θεοδώρων, στους δρόμους που περιέβαλαν το Σλα-Μαχαλά, μέναν και μικροαστικές Λαμιώτικες οικογένειες, τα παιδιά τους στα παιγνίδια ανακατεύονταν με τα παιδιά του Σλα, τα παιδιά πιο εύκολα χαλάν τα σύνορα.
Κάθε απόγευμα, μια συγκεκριμένη ώρα, ενώ παίζαν τα παιδιά, έβγαινε μια κυρία και φώναζε το γιό της «Γιαννάκη έλα να φας το αυγουλάκι σου». Το άκουγε η Μπακούμαινα και σε δυο, τρεις μέρες άρχισε να φωνάζει κι αυτή τον δικό της, ας πούμε «Γιωργάκη - Γιωργάκη έλα να φας το αυγουλάκι σου», πήγαινε το παιδί, αυτό συνεχίστηκε για πολλές μέρες. Μια μέρα ο μικρός της Μπακούμαινας έφαγε ξύλο γιατί έκανε ζημιά, βγήκε να παίξει και την ώρα που η Μπακούμαινα τον φώναξε... «να φάει το αυγουλάκι του» νευριασμένος της απαντά «ποιο αυγό μ' μαρή, μι πέθανες στου σκουράντζου (ρέγγα)». Για να προσφαΐσουν τα παιδιά της η Μπακούμαινα έκανε ένα χωνί από εφημερίδα, έβαζε μέσα ένα κομματάκι ρέγγα για να νοστιμίσουν, ούτε το κεφάλι δεν πέταγε το έδινε να το γλύφουν τα παιδιά για να προσφαΐσουν το ψωμάκι τους. Άλλη φορά ξενυχτούσαν έναν πεθαμένο της συνοικίας τους. Τα χαράματα οι άνδρες που συμμετείχαν στο ξενύχτι βγήκαν στην αυλή και παίζαν ζάρια, αυτό ενόχλησε την Μπακούμαινα η οποία βγήκε και τους έκανε την παρατήρηση: «Δεν αντρέπεστε ρε, γκρίτσι γκρίγκ και γκρίτσι γκρίτς τα ζάρια, ου νεκρός μέσα κουντανασαίν’ει ακόμα».
Έχουν πολλά να λεν για τη Μπακούμαινα η οποία όντως ήταν ένας γραφικός τύπος. Την είχαν διορίσει από το Δήμο στα ουρητήρια. Καθόταν στην είσοδο σε μία καρέκλα, δίπλα της ήταν ένα τραπεζάκι με χαρτί υγείας - όταν υπήρχε - και ε να χαρτονένιο μικρό κουτί που έριχναν οι «έχοντες την ανάγκη» το φιλοδώρημα για τη Μπακούμαινα, η οποία είχε αναλάβει τη φύλαξη και την καθαριότητα του χώρου. Όλες οι γυναίκες του Σλα ήταν νοικοκυρές και πολύ καθαρές. Έτσι κι η Μπακούμαινα ήταν στα καθήκοντα της άψογη. Μια μέρα κατέβηκε ο Δήμαρχος για την «ανάγκη του». Η Μπακούμαινα καμάρωνε για την επίσκεψη, βγαίνοντας εκείνος έβγαλε ν' αφήσει κάποιο νόμισμα στο κουτάκι, η Μπακούμαινα τον εμπόδισε «Τι λες κυρ-Δήμαρχε δεν μπορούμε και μεις να σε κεράσουμε ένα χέσμο;» του είπε.
Μια μέρα την ειδοποίησαν από τον ΟΤΕ ότι είχε συνδιάλεξη, έπρεπε να πάει στους θαλάμους της υπηρεσίας να μιλήσει. Στην ώρα της η Μπακούμαινα στον ΟΤΕ. Όταν τη φώναζαν και μπήκε στο θάλαμο, άρχισε να μιλάει με την αδελφή της για διάφορα θέματα, να ρωτάει για όλου; λεπτομέρειες και για όλα, δεν είχε συναίσθηση του χρόνου. Όταν αυτή νόμιζε ότι μόλις άρχισε, την ειδοποιεί η τηλεφωνήτρια «Τρία λεπτά τελειώνετε» και σε λίγο τη διέκοψε. «Μπρος-μπρος» φώναξε η Μπακούμαινα, ούτε φωνή ούτε ακρόαση, βγαίνει εκνευρισμένη και πάει να διαμαρτυρηθεί στον προϊστάμενο. «Κυρία μου, πέρασαν τα τρία λεπτά. Τόσο έπρεπε να μιλήσετε» και η Μπακούμαινα με την ετοιμότητα που τη διέκρινε του λέει: «Κι εγώ είμαι προϊσταμένη στα ουρητήρια, αλλά όποιους έρχετι να χεσ', τουν αφήνου κι απουχέζ, δεν τ' λέου, τρία λεπτά, τιλειώνιτι».
Στη Λαμιακή Λέσχη κάθε Αποκριά γινόταν ο καλύτερος χορός της χρονιάς. Τη χρονιά που αναφέρουμε ο Πρόεδρος της Λέσχης Θανάσης Ράμμος ανακοίνωσε στα μέλη ότι «φέτος θα σας έχω μια μεγάλη έκπληξη», κατά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα, όταν το κέφι έφτασε στο κατακόρυφο, εισβάλει η γκαμήλα με όλο το επιτελείο της, πίπιζες, νταούλια, μασκαράδες. Αδειάζει η πίστα για την γκαμήλα και εμφανίζεται η Μπακούμαινα μασκαράς με ντέφι και δίνει το ρεσιτάλ της ζωής της, τι κόλπα, τι τσαλίμια, τι νάζια, το ντέφι να στριφογυρίζει και να χτυπιέται ρυθμικά. Διασκέδασε ο κόσμος πολύ και στο τέλος έπεσε και το ανάλογο χρήμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου