ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΟΥ ΑΦΙΟΝ
του Μπάμπη Τσέλου
[Το «Φεγγάρι του Αφιόν», εμπνεύστηκε και έγραψε ο αγαπητός συνάδελφος και φίλος Μπάμπης Τσέλος, καταξιωμένος ζωγράφος και λογοτέχνης, από την αιματοβαμμένη, στρατιωτική ζώνη του παππού του που πολέμησε στη Μικρά Ασία. Τον ευχαριστώ θερμά επειδή μου παραχώρησε το δικαίωμα να αναρτηθεί στο παρόν ιστολόγιο (Τάκης Ευθυμίου)]
Το αυτοκίνητο μόλις είχε τελειώσει τις ανηφορικές στροφές ανάμεσα στα έλατα και έφτασε στην κορυφή του αυχένα. Σε ένα τέταρτο περνούσα από τα στενοσόκακα της Φουρνάς. Εκεί δεν υπάρχει η δυνατότητα να διασταυρωθούν αυτοκίνητα. Κάνεις το σταυρό σου και προχωράς, με την ελπίδα να μη βρεθεί εμπόδιο μπροστά σου. Τελικά η ευχή έπιασε και σε ένα εικοσάλεπτο αντίκρισα το χωριό. Ήταν φωλιασμένο στην πλαγιά, κυκλωμένο από τα έλατα. Δεξιά του θεόρατοι χαλκόμαβοι βράχοι με το φαράγγι της Ψιλίνας ανάμεσά τους. Διακρίνονταν ο τρούλος του μοναστηριού αφιερωμένο στο Σωτήρα. Ανάμεσα στις καρυδιές, στη μέση του χωριού, δέσποζε ο υπεραιωνόβιος πλάτανος του χοροστασίου ένα πραγματικό μνημείο της φύση, που χρειάζονται δέκα άνθρωποι να τον αγκαλιάσουν. Χαμηλά και μετά το ξυλογέφυρο, ανάμεσα στα δέντρα, ξεχώρισα με δυσκολία το σπίτι.
Σταμάτησα το αυτοκίνητο στη δημοσιά και πήρα το μονοπάτι. Είχε κλείσει σχεδόν από τα βάτα. Έφτασα στη νερομάνα του Νήστικου. Το νερό είχε παρακάμψει τις πέντε του βρύσες και έβγαινε τώρα μέσα από τις ρίζες του διπλανού πλάτανου. Έσκυψα και ρούφηξα δυο τρεις γουλιές. Το νερό είναι πολύ χωνευτικό εξ ου και το όνομα Νήστικος. Ο κάναλος που περνούσε το νερό προς την Αχλάδα δεν υπήρχε και το παλιό αυλάκι μόλις που διακρίνονταν. Πέρασα από το αλώνι. Γύρω του οι καρυδιές είχαν όλες τους ξεραθεί.
Ανηφόρησα και σε δυο λεπτά αντίκρισα το μισογκρεμισμένο σπίτι. Τα παράθυρά του ήταν σπασμένα και έλειπαν κομμάτια από τη σκεπή του. Στη νότια πλευρά είχε κοιλιάσει. Στη δυτική πλευρά η είσοδος βρισκόταν σε καλή κατάσταση. Ανέβηκα τα τρία σκαλοπάτια, που τα είχα κάποτε ο ίδιος ανακαινίσει και δοκίμασα να ανοίξω την πόρτα. Μου φάνηκε κλειδωμένη. Έφερα το γύρω και από την δυτική πλευρά κατέβηκα στη ανατολική. Το μπαλκόνι στεκόταν ξεσκέπαστο με τα μισά από τα ξύλινα κάγκελά του. Μια γλάστρα που παλιά φιλοξενούσε βασιλικό ήταν ακόμα στη θέση της. Το κατώι ήταν ανοιχτό. Κοίταξα στο εσωτερικό του. Αριστερά ήταν γεμάτο καυσόξυλα. Δεξιά τα παχνιά των μεγάλων ζώων και στο βάθος το κοτέτσι. Το ξύλο που βοηθούσε τις κότες στο ανέβασμα ήταν ακόμα εκεί. Το πήρα, βγήκα έξω και προσπάθησα με τη βοήθειά του να ανεβώ στο μπαλκόνι. Μόλις πιάστηκα, ολόκληρο το μαδέρι, που κρατούσε το βόρειο τμήμα του διαλύθηκε και με γέμισε μικρά σάπια κομμάτια. Το μπαλκόνι μόλις που στεκόταν. Απόρησα πως δεν είχε πέσει από το βάρος των χιονιών τόσα χρόνια.
Ξαναγύρισα στην είσοδο. Την έσπρωξα με δύναμη και η κλειδαριά υποχώρησε. Οι σοφάδες είχαν κατακλίσει το πάτωμα. Το τζάκι μόλις που διακρίνονταν. Στο διάδρομο το αμπάρι και οι καρδάρες. Άνοιξα την εσώπορτα του άλλου δωματίου και βρέθηκα να με περιτριγυρίζουν δεκάδες νυχτερίδες. Τελικά βγήκαν από τα σπασμένα παράθυρα. Πέντε έξι χελιδονοφωλιές κοσμούσαν τις γωνίες του. Ένα καλαπόδι καθόταν εκεί στη μέση του δωματίου. Μια στρατιωτική ζώνη ήταν δεμένη στη βάση του. Την ξετύλιξα και πέρασα μαλακά το χέρι μου σε όλο της το μήκος. Τότε ήταν που παρατήρησα πάνω της ένα μαύρο λεκέ…
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΟΥ ΑΦΙΟΝ
Μόλις είχαμε γυρίσει από την περιοχή του Σαγγάριου. Ήταν απόγευμα. Ο ήλιος ήθελε ακόμα μια οργιά για να δύσει πίσω από τα υψώματα του Αφιόν Καραχισάρ. Ο βράχος του Αφιόν σκίαζε τη μισή πόλη. Βγήκαμε από τα χαρακώματα κι αρχίσαμε τα πειράγματα.
«Ε! Αγρινιώτη, ούτε μια τρύπα στα άρβυλά σου έ; Στο γραφείο σε είχαμε τόσο καιρό»;
«Άσε μας ρε Αχλαδιώτη. Τώρα που ήρθαμε εδώ θα το ρίξουμε στα ψάρια και στα κοτόπουλα. Τι μελετάς για τα δικά μου αρβύλια, να κοιτάς τα δικά σου πράγματα που τα πετάς από δω κι από κει. Γέμισες το τόπο με τα σκατολοΐδια σου».
Δυο τρεις στρατιώτες μας περικύκλωσαν κι άρχισαν να γελούν. Ήξεραν ότι όταν αρχίζαμε αυτό το παιχνίδι, στο τέλος βριζόμαστε πολύ άσχημα. Όχι πως τσακωνόμαστε, αλλά με αυτό τον τρόπο διώχναμε τα συναισθήματά μας και επικοινωνούσαμε. Νοιώθαμε ελεύθεροι. Δεν μας επιβάλλονταν η σιωπή. Διώχναμε τον ψυχολογικό μας περιορισμό, που είναι χειρότερος και από τον σωματικό.
Στην ομαλή πλαγιά θα ‘μασταν πάνω από είκοσι άτομα εκείνη τη στιγμή. Τα χαρακώματα απείχαν μόλις πενήντα, εβδομήντα μέτρα.
«Έλα δω βρε ...»
Η φωνή πνίγηκε από το κρότο των οβίδων. Έπεσαν ανάμεσά μας. Διαισθητικά κατάλαβα ότι κάποιοι σκοτώθηκαν επί τόπου. Ταυτόχρονα ακούστηκε μια κραυγή.
«Κάτω βρε! Κάτω!».
Έπεσα δίπλα στον Αγρινιώτη και κάποιον από την Λάρισα. Συρθήκαμε πίσω από μια μεγάλη πέτρα. Εγώ από τη δεξιά μεριά. Ο Λαρισινός στη μέση και ο Αγρινιώτης αριστερά. Ανάμεσα στους κρότους των οβίδων και τα κροταλίσματα των όπλων μου φάνηκε πως άκουσα κραυγές πόνου. Άρχισα να φωνάζω κι εγώ δυνατά, ασυνάρτητα και να βρίζω. Ούτε θυμάμαι τι έλεγα. Προσπαθούσα απλώς να μη με κυριεύσει ο φόβος.
« Α! τους πουσ…ς γ…ώ την πουτ…α μου, που στο διάολο ήταν τρυπωμένοι τα καθάρματα, μας έπιασαν στον ύπνο».
Δίπλα μου ο Λαρισινός είχε κουλουριαστεί. Ένα μυδραλιοβόλο μας είχε βάλει στο μάτι. Άκουγα τα χτυπήματα του μολυβιού πάνω στην πέτρα ακριβώς μπροστά μου. Το μολύβι θα είχε σταθεί μπροστά της σωρό. Σκέφτηκα πόσο μπορεί να αντέξει αυτή η πέτρα. Προσπάθησα να μαζέψω τα πόδια μου, αλλά δεν λύγιζαν άλλο. Αφέθηκα στην τύχη. Άρχισα να σκέφτομαι τα χαρακώματα.
Ξαφνικά το κροτάλισμα σταμάτησε. Ακούγονταν μόνο κάποιες εκατέρωθεν μεμονωμένες βολές. Ο Λαρισινός ανασηκώθηκε, ίσως για να πάρει καλύτερη θέση και ξαφνικά έμεινε ακίνητος. Ένα βόλι τον βρήκε στο μέτωπο. Αισθάνθηκα θυμό. Θυμό για όλους τους υπαίτιους ξένους, έλληνες και τούρκους. Έσφιξα τη γροθιά μου και περίμενα. Δεν είχα σκοπό ούτε ανάσα να πάρω. Θα περίμενα μέχρι να νυχτώσει.
Κάποια στιγμή, μετά από κάποιο χρόνο που μου φάνηκε αιώνας, άρχισε να σουρουπώνει. Ανταλλάξαμε κάποιες λέξεις με τον αγρινιώτη.
«Κάθισε να νυχτώσει, μην κουνιέσαι καθόλου, ξέρουν τη θέση μας. Μετά θα συρθούμε μέχρι τα χαρακώματα».
«Μωρέ δεν πρόκειται να κουνηθώ με τίποτα»
Σποραδικές ριπές μας έκαναν να σωπάσουμε. Οι αισθήσεις μου ήταν σε επιφυλακή. Κοιτούσα λοξά και έβλεπα καθαρά τα πάντα, παρατηρούσα το παραμικρό. Τα αυτιά μου άκουγαν ακόμα και τις συνομιλίες στα χαρακώματα. Οι τρίχες μου είχαν ανασηκωθεί και αισθάνθηκα ότι φυσούσε αεράκι. Η μυρουδιά φρέσκου αίματος, που τόση ώρα δεν είχε περάσει από το μυαλό μου, με γέμισε αγωνία. Δεν έβλεπες πάνω από τριάντα μέτρα
Σποραδικές ριπές μας έκαναν να σωπάσουμε. Οι αισθήσεις μου ήταν σε επιφυλακή. Κοιτούσα λοξά και έβλεπα καθαρά τα πάντα, παρατηρούσα το παραμικρό. Τα αυτιά μου άκουγαν ακόμα και τις συνομιλίες στα χαρακώματα. Οι τρίχες μου είχαν ανασηκωθεί και αισθάνθηκα ότι φυσούσε αεράκι. Η μυρουδιά φρέσκου αίματος, που τόση ώρα δεν είχε περάσει από το μυαλό μου, με γέμισε αγωνία. Δεν έβλεπες πάνω από τριάντα μέτρα
καθαρά, όταν ο αγρινιώτης σηκώθηκε και έτρεξε προς τα χαρακώματα. Με την άκρη του ματιού μου τον είδα να πέφτει και να κατρακυλά ξανά δίπλα στην πέτρα. Ήταν ακίνητος. Πάγωσα. Είχα μοιραστεί μαζί του τις χαρές και τις λύπες μου, τις αγωνίες και τις αμφιβολίες μου, τους εφιάλτες και τα όνειρά μου. Αν είναι δυνατόν.
«Τι γίνεται δω ρε;» φώναξα δυνατά στον εαυτό μου. «Όχι δεν μπορεί να σκοτώθηκε. Δεν είναι δυνατόν. Είναι άδικο. Πουστ…ς να βγω από δω».
Νύχτωσε για τα καλά, όταν αποφάσισα να συρθώ ως τα χαρακώματα. Σπάνια άκουγες τουφεκιά και οι οβίδες είχαν σταματήσει από ώρα. Σύρθηκα σιγά σιγά και πήγα να σηκωθώ όρθιος. Εκείνη τι στιγμή κατάλαβα μια κρυάδα στο πόδι μου και φώναξα δυνατά.
«Ποιός είναι, τι έγινε βρε Αχλαδιώτη;» μου φώναξε κάποιος δίπλα μου και προσπάθησε να με ανασηκώσει. Τι να γίνει γαμώτο, το πόδι μου. Με χτύπησαν. Προσπάθησε να μου βγάλει τα άρβυλα. Ούρλιαξα. Άκουγα γύρω μου βογκητά, φωνές, βρισιές, ένα αλλαλούμ. Το αίμα είχε πλημμυρίσει και χύθηκε από το πάνω μέρος της αρβύλας. Το έπιασα με τα χέρια μου.
«Διαμπερές Αχλαδιώτη. Έλα μη φοβάσαι, θα σε περιποιηθούμε, είσαστε πολλοί που χτυπηθήκατε σήμερα». Δεν κατάλαβα ποιός ήταν αυτός που μου μιλούσε. Ίσως να ήταν ο λοχίας, ίσως ο νοσοκόμος. Δεν μπορούσα να σκεφτώ, καθώς ο πόνος με κυρίευε μαζί με μια κρυάδα, πάνω στα υψώματα του Αφιόν Καραχισάρ.
Ξύπνησα το πρωί. Αισθάνθηκα ζεστασιά, ίσως από χαμηλό πυρετό. Ήμουν σκεπασμένος με μια κουβέρτα. Ανασηκώθηκα. Γύρω μου ήταν πολλοί τραυματίες. Οι περισσότεροι σε άθλια κατάσταση. Άπλωσα το χέρι μου και έπιασα επιδέσμους. Με είχαν περιποιηθεί. Προσπάθησα να σηκωθώ, αλλά το δεξί μου πόδι δεν υπάκουγε. Κοίταξα γύρω μου, δεν μπόρεσα να βρω κάποιον πρόθυμο για κουβέντα και εγκατέλειψα την προσπάθεια. Κάθε άνθρωπος έχει την ανάγκη να τον ακούνε, να τον προσέχουν, να τον παρακολουθούν. Θέλει να δίνει και να παίρνει, να ζητάει και να αρνείται, να προσπαθεί να καταλάβει τους άλλους και να φιλιώνει μαζί τους. Οι άνθρωποι ζουν όταν τους προσέχουν και λιγότερο όταν τρώνε. Προσπάθησα να ηρεμήσω λίγο. Η θέα των άλλων συναδέλφων με έκανε να σκεφτώ ότι ήμουν τυχερός. Ίσως να γλύτωνα το πόδι μου. Τι άλλο θα μπορούσε να μου συμβεί; Το πολύ - πολύ να μου το έκοβαν. Θα γλίτωνα από αυτή την περιπέτεια των έξι χρόνων. Είχα πλέον βαρεθεί και ούτε πίστευα ότι θα ξανάβλεπα το σπίτι μου. Μέσα στο νοσοκομείο όμως μου έφυγε η αρχική καλή διάθεση, αναρωτιόμουν ποιος είμαι και τι θα ‘θελα από τη ζωή, δεν είχα όρεξη για φαγητό, είχα αϋπνίες και ταραζόμουν με το παραμικρό. Βαριόμουν να κινηθώ από τη θέση μου. Κάθισα στο νοσοκομείο γύρω στις δέκα μέρες και μετά μου έδωσαν ένα μήνα άδεια. Ευτυχώς που το πόδι δε μολύνθηκε. Γύρισα στο σπίτι μου στην Ελλάδα. Ήταν αρχές φθινοπώρου.
Ο μήνας πέρασε γρήγορα και πατούσα με ευκολία το πόδι μου. Σκέφτηκα το γυρισμό. Πάλι απ' την αρχή. Αυτή τη φορά δε θα γλίτωνα το πετάλωμα. Είχα έξι χρόνια στο στρατό δεν ήταν αρκετά; Όλη την ώρα έβρισκα και νέες δικαιολογίες για να μην ξαναπατήσω στο Αφιόν. Άκου Αφιόν Καραχισάρ. Τι δουλειά έχω εγώ εκεί πέρα καλά είμαι στο σπίτι μου.
Είχα ακούσει ότι τα πράματα είχαν ηρεμήσει στην Μικρά Ασία και ότι περίμεναν μια διπλωματική λύση. Αλλά με τους πολιτικούς των ελλήνων ποτέ δεν είσαι σίγουρος. Προεκλογικά μιλούσαν για επιστροφή και ξαφνικά έφτασαν ως την Άγκυρα. Στην αρχή μου φαινόταν όλα φυσιολογικά. Τώρα μου φαινόταν απατηλό όνειρο, αλλά και απαράδεκτη καθυστέρηση για την πολιτική λύση.
Οι μέρες περνούσαν κι εγώ δεν αποφάσιζα να επιστρέψω στο μέτωπο. Πέρασε και κάποιο απόσπασμα, μια και σίγουρα θα έψαχναν να με βρουν, αλλά ποιον να πρωτομαζέψουν; Οι περισσότεροι τραυματίες δύσκολα επέστρεφαν.
Οι φήμες για λύση έδωναν κι έπαιρναν και αποφάσισα να παρουσιαστώ στη Λάρισα. Με έπιασε το φιλότιμο για την πατρίδα. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν ο φόβος του λιποτάχτη. Τέλος πάντων ξαναβρέθηκα στο Αφιόν Καραχισάρ.
Το καλοκαίρι είχε έρθει για τα καλά. Ησυχία και απραξία. Είχα αρχίσει να γίνομαι δύστροπος. Αισθανόμουν ότι έκανα πλέον το καθήκον μου.
Βρισκόμουν καθισμένος στις όχθες του Άγαρ και ο Μεχμέτ ένας τούρκος από το Καλατζίκ, περί τα εξήντα χρονών, μου έδειχνε την τέχνη του ψαρέματος. Συνεννοούμαστε στα τουρκικά, μια και είχα εξαιρετική επίδοση σε αυτή τη γλώσσα.
Πιάναμε πέστροφες, πιτσιλωτές, ασημένιες και με μαύρες βούλες. Αυτή την ώρα του δειλινού κάνουν τον ψόφιο κοριό, μα έχουν τεντωμένα νεύρα, βρίσκονται σε επιφυλακή, η δράση παραμονεύει. Χρησιμοποιούσαμε κρεατόμυγες ή σκουλήκια για δόλωμα, μα και η απόχη έκανε τη δουλειά της.
«Αυτά Αχλαδιώτη δεν πιάνονται εύκολα. Ξέρεις πως καταλαβαίνουν οι πέστροφες τον ψαρά;»
«Άι παράτα μας ρε Μεχμέτ. Άσε τη φλυαρία και πιάσε τίποτα να ψήσουμε».
Καταλάβαινε από τον τόνο της φωνής μου ότι τον φώναζα, αλλά δεν αντιμιλούσε. Δεν ήταν εύκολο να του δείξω τη συμπάθειά μου, δεν είχα, εδώ και κάποια χρόνια, συνηθίσει σ αυτό. Μόνο με το χαμόγελό μου του έδειχνα ότι τον θεωρούσα δικό μου άνθρωπο. Ίσως να αισθανόταν άσχημα, αν και του έδειχνα σεβασμό, ίσως και να αισθανόμουν φίλος του, αλλά η πραγματικότητα ήταν σκληρή, είμαστε σε πόλεμο δεν μπορούσαμε να αφήσουμε τα συναισθήματά μας.
Πιάσαμε κάποια ψάρια και τα ψήσαμε στην όχθη του ποταμού. Αυτό γινόταν τακτικά και σπάνια έτρωγα από το καζάνι. Όταν έφτασα το βράδυ στο στρατόπεδο άρχισαν να μου φωνάζουν.
Πιάσαμε κάποια ψάρια και τα ψήσαμε στην όχθη του ποταμού. Αυτό γινόταν τακτικά και σπάνια έτρωγα από το καζάνι. Όταν έφτασα το βράδυ στο στρατόπεδο άρχισαν να μου φωνάζουν.
«Δε μας καταδέχεσαι Αχλαδιώτη, δε σου αρέσει το καζάνι;»
«Να χέσω μες το καζάνι σας ρε!», η τακτική μου απάντηση.
Ήταν γεγονός ότι όλοι ήταν κουρασμένοι και απρόθυμοι, κάτι που δεν το παρατήρησαν τα σαΐνια της εξουσίας Εκείνο που ζητούσαν ήταν χαιρετούρες και τυπικότητες, που σε εκνεύριζαν. Φαγητό δεν είχαμε, ρούχα δεν είχαμε, άρβυλα δεν είχαμε, αλήθεια δεν ακούγαμε, αλλά αυτοί περίμεναν σεβασμό και εξωτερική πειθαρχία.
Ούτε καν τους μπήκε στο μυαλό ότι η εμπνεόμενη αυτοπειθαρχία δημιουργεί το στρατό και η επιβαλλόμενη πειθαρχία, η οποία δεν επέτρεπε καμία έκφραση των απογοητεύσεών μας, δημιουργούσε μίσος και αδιαφορία. Δε βλέπαμε εφικτές λύσεις και αυτό μας δημιουργούσε ατμόσφαιρα πανικού.
Πολλές φορές το συναίσθημα ξεχύνονταν κι έβριζα τους συμμάχους, που μας έβαλαν να εξυπηρετήσουμε τα συμφέροντά τους, τους πολιτικούς που έπεφταν στην παγίδα τους, αλλά και όσους μας κορόιδευαν ότι πριν από το καλοκαίρι θα είμαστε στην Ελλάδα.
Εκτός από το ψάρεμα βρήκα και μια άλλη λύση για να μπορέσω να επιβιώσω. Έπαιρνα ότι μου αναλογούσε από το στρατό, όπως ψωμί και καμιά κονσέρβα και έκανα ανταλλαγές με τους κατοίκους των γύρω χωριών. Έτσι μια μέρα βρέθηκα σε ένα μικρό χωριό και άρχισα τις διαπραγματεύσεις.
Εκτός από το ψάρεμα βρήκα και μια άλλη λύση για να μπορέσω να επιβιώσω. Έπαιρνα ότι μου αναλογούσε από το στρατό, όπως ψωμί και καμιά κονσέρβα και έκανα ανταλλαγές με τους κατοίκους των γύρω χωριών. Έτσι μια μέρα βρέθηκα σε ένα μικρό χωριό και άρχισα τις διαπραγματεύσεις.
Οι κάτοικοι με είχαν μάθει κι ερχόντουσαν, άλλοι για ανταλλαγή και άλλοι από περιέργεια. Εκείνο το πρωινό τα παζάρια ήταν σκληρά. Βλέπετε οι κονσέρβες δεν ήταν όλες δικές μου και έπρεπε να μοιραστώ τα αυγά και ίσως κάποιο κοτόπουλο και με άλλους. Τα βρήκαμε στα αυγά, αλλά όχι στο κοτόπουλο. Εγώ επέμεινα. Αρχίζαμε να φωνάζουμε. Άρχισα τις βρισιές άλλοτε στα ελληνικά άλλοτε στα τούρκικα. Τι ήταν να τις ξεστομίσω. Αραίωσαν με απειλητικές διαθέσεις. Ήμουν ακριβώς στο κέντρο της πλατείας. Ξεκρέμασα το όπλο μου και έτρεξα πίσω από ένα πεζούλι, ώστε να καλύψω τα νώτα μου. Μου έριξαν μερικές πέτρες κι ύστερα με φοβέριζαν. Δεν κουνήθηκα από τη θέση μου. Με καθήλωσαν εκεί μέχρι αργά το απόγευμα. Δεν ξέρω αν είχαν σκοπό να με φοβίσουν ή να με σκοτώσουν. Με το όπλο στα χέρια, αλλά και με άδειο το σακίδιο, σιγά σιγά ξέφυγα από τον κλοιό. Στο χωριό αυτό δεν ξαναπάτησα για ανταλλαγή, αλλά για να πάρω αυτό που δεν μου έδωσαν.
Μόλις νύχτωσε ξεκινήσαμε με δυο άλλους και σταματήσαμε στην άκρη του χωριού. Εκεί ήταν ένα σπίτι απομονωμένο κάπως από τα άλλα. Από το κέντρο του χωριού ακούγαμε καθαρά τον Ιμάμη. Το κοτέτσι ήταν στο αριστερό μέρος του σπιτιού κι εγώ πήγα μπροστά στην πόρτα μήπως και βγει κανένας και μας αντιληφθεί. Άκουσα από το κοτέτσι μια κότα να κακαρίζει συνεχώς. Μα τι στην ευχή κάνουν τόση ώρα οι βλάκες, σκέφτηκα. Πέρασαν πέντε δέκα λεπτά και η κότα ακόμα κακάριζε. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν ήξερα τι να κάνω. Αισθάνθηκα ότι μάλλον έμεινα μόνος μου. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και βγήκε έξω μια χανούμισσα. Θα νόμισε φαίνεται ότι κάποια αλεπού μπήκε στο κοτέτσι. Μόλις με είδε έβαλε τις φωνές κι εγώ το έβαλα στα πόδια. Δεν άργησα να βρω τους άλλους λίγο πιο έξω να με περιμένουν.
«Τι έγινε ρε», μου είπαν.
«Δεν άκουγες την κότα, φύγαμε αμέσως;»
«Τι λέτε, δεν πήρατε τίποτα; Είστε με τα καλά σας;»
Οι φωνές όμως της γυναίκας ακούγονταν σε όλο το χωριό. Μια βουή ακούστηκε από το τζαμί και πάνω από είκοσι άτομα όρμησαν προς το σπίτι. Είμαστε πολύ κοντά για να το
σκάσουμε χωρίς να μας αντιληφθούν. Πέσαμε κάτω και προσπα-θήσαμε να κρυφτούμε στα ξερά χόρτα. Κρατούσαμε και την αναπνοή μας. Φωνάζοντας πέρασαν πολύ κοντά μας, αλλά δεν περίμεναν φαίνεται το θράσος μας κι έτσι δε μας ανακάλυψαν. Σκέφτηκα την κατάντια των γενναίων στρατιωτών, έγιναν κλεφτοκοτάδες .
Είχε αρχίσει η επίθεση των Τούρκων. Το μέτωπο έσπασε και άρχισε η υποχώρηση. Τον δεκαπενταύγουστο συμπτυχθήκαμε στα υψώματα γύρω από το Αραπλί Τσιφλίκ με άλλες τρεις μεραρχίες.
Ο διοικητής του τάγματος μας ανήγγειλε το γεγονός.
«Πίσω από μας έχουν μείνει πάνω από πέντε χιλιάδες στρατιώτες. Αν οπισθοχωρήσουμε όλοι είναι σαν να τους καταδικάζουμε σε θάνατο. Το τάγμα μας ορίστηκε ως το τάγμα θανάτου. Πρέπει αν χρειασθεί και να πεθάνουμε, αρκεί να κρατήσουμε το ύψωμα».
Δε μίλησε κανένας. Τι να πούμε; Σε μας έλαχε ο κλήρος. Ποιος κλήρος; η διαταγή σκέφτηκα. Το τάγμα μας θα είχε γύρω στα εκατόν πενήντα με εκατόν ογδόντα άτομα και ξεκινήσαμε προς την κατεύθυνση που μας υπέδειξαν οι αξιωματικοί. Στο δρόμο άρχισαν οι απώλειες. Πολλοί έφευγαν από τις γραμμές και χάνονταν στο δάσος.
Περπατήσαμε πάνω από μια ώρα και ανεβήκαμε σε ένα μικρό ύψωμα. Είχαμε μείνει περίπου οι μισοί. Αναρωτήθηκα γιατί δεν το έσκασα και εγώ μαζί με τους άλλους. Δε βρήκα εκείνη τη στιγμή καμιά πρόχειρη δικαιολογία. Ίσως από συναδελφική αλληλεγγύη, δεν ξέρω. Αρχίσαμε να φτιάχνουμε πρόχειρες οχυρώσεις. Ο συνταγματάρχης με το επιτελείο του είχε στρατοπεδεύσει περίπου ένα τέταρτο από τις θέσεις μας στα μετόπισθεν. Ο ανθυπολοχαγός, που μας συνόδευε, επικοινωνούσε με τον ασύρματο. Καταλάβαμε ότι οι Τούρκοι πλησίαζαν. Ακούσαμε στους πρόποδες την ιαχή «γιάλα γιάλα» και άρχισαν οι πρώτες τουφεκιές. Ρίχναμε στο ψαχνό ότι είχαμε, σφαίρες,
χειροβομβίδες. Όρθιος μόνο ο Πετρόπουλος, ένα παλικάρι δυο μέτρα. Πετούσε χειροβομβίδες, σημάδευε, έριχνε κι έστριβε το μουστάκι του. Του φώναξα.
«Κάτσε κάτω ωρέ Πετρόπουλε, κάτω Πετρόπουλε». Μα που να με ακούσει.
Οι Τούρκοι υποχώρησαν κάτω από τη σθεναρή μας άμυνα. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ο ανθυπολοχαγός έγινε κάτασπρος. Σηκώθηκε όρθιος και φώναξε.
«Ρε παιδιά έφυγε ο διοικητής, έφυγε μαζί με το επιτελείο. Δε μπορώ να επικοινωνήσω, δεν μπορώ να το πιστέψω».
«Ίσως τον έπιασαν», αντέταξε ο λοχίας.
Ο ανθυπολοχαγός τον κοίταξε με απορία και σηκώνοντας το πιστόλι του άρχισε να πυροβολεί. Τα είχε χάσει. Ευτυχώς με την επέμβαση του λοχία δε σκοτώθηκε κανένας από την τρέλα του ανθυπολοχαγού. Ο λοχίας άρπαξε το πιστόλι και ακριβώς εκείνη τη στιγμή εκδηλώθηκε δεύτερη επίθεση των τούρκων. Χτυπούσαμε λυσσασμένα, μα τα κύματα έρχονταν ασταμάτητα. Άρχισαν να πέφτουν και μερικές οβίδες πυροβολικού. Οι απώλειες ήταν μεγάλες. Πανικόβλητοι λέγαμε ασυνάρτητα πράγματα. Άρχισα να φωνάζω αέρα αέρα. Ζούσαμε σε μια κόλαση όταν ακούσαμε το εφ όπλου λόγχη. Οι τούρκοι ήταν έτοιμοι να μπουν μέσα στα χαρακώματα. Ρίξαμε ότι είχαμε και δεν είχαμε. Ξαφνικά όλα καταλάγιασαν. Άκουγα μόνο το χτύπο της καρδιάς μου. Πλησίαζε το σκοτάδι και βρισκόμασταν σε απελπιστική κατάσταση. Ο λοχίας μας φώναξε.
«Για ακούστε, είμαστε χαμένοι για χαμένοι. Τώρα που βράδιασε θα κάνουμε έξοδο και θα πάρουμε αυτή την κατεύθυνση» και έδειξε με το χέρι του νοτιοδυτικά.
«Προσέξτε, όποιος χάσει τον προσανατολισμό του θα βρεθεί στα βάθη της Τουρκίας. Την κατεύθυνση και ο θεός βοηθός».
Ορμήσαμε τον κατήφορο. Οι Τούρκοι που περίμεναν αυτή την ενέργειά μας, άρχισαν να βάλουν πίσω από τον κορμό κάθε δέντρου.
Αισθανόμουν γύρω μου να πέφτουν κορμιά. Πέταξα το όπλο μου. Ένοιωσα την αναπνοή μου και συνέχισα μέχρι που βγήκα από τον κλοιό. Μπήκα σε μια ρεματιά και κατάλαβα ότι με παρασέρνει σε διαφορετική κατεύθυνση. Ανέβηκα με πολύ κόπο μια ανηφόρα, σύρθηκα με χέρια και με δόντια και βρέθηκα μέσα στο δάσος. Γλιστρούσα και πιανόμουν από τις ρίζες των δέντρων, ακόμα και από τα μικρά χόρτα. Σκαρφάλωνα λίγα μέτρα, αλλά και πάλι ξανάπεφτα προς τα κάτω. Περπάτησα στα τέσσερα για αρκετή ώρα. Όταν το έδαφος ήταν πιο ομαλό σταμάτησα. Προς στιγμή τη γλύτωσα σκέφτηκα φωναχτά. Η μεγάλη αναστάτωσή μου δεν ανεχόταν εκείνη τη στιγμή ούτε κόκο χαράς για τη σωτηρία μου. Δεν ήξερα αν γλύτωσε κανένας άλλος. Πιθανώς όχι. Με έπιασε σύγκρυο. Λες να σκοτώθηκαν όλοι; αναρωτήθηκα. Έπιασα τα ρούχα μου. Eίχαν γίνει κουρέλια. Τα δάχτυλά μου είχαν βγει από τη δεξιά μου αρβύλα. Κοίταξα προς τον ουρανό. Φαινόταν αμυδρά η μεγάλη άρκτος. Καθώς το φεγγάρι ήταν στο τέταρτό του, περπάτησα λίγο ακόμα ανάμεσα στα δέντρα και αποκαμωμένος έπεσα κάτω και λαγοκοιμήθηκα.
Εκείνο το βράδυ ονειρεύτηκα ότι τάχα ήμουν κάτω στη νερομάνα κι έπινα νερό και μετά με τα χέρια μου καθάρισα το αυλάκι μέχρι το αλώνι και πότισα το καλαμπόκι, σκαλίζοντας με τα χέρια μου. Κατακαλόκαιρο ξανέμιζα το άχυρο, μέχρι οι πλάκες του αλωνιού να κιτρινίσουν από το σιτάρι. Ύστερα είδα έναν κάβουρα στο ξυλογέφυρο, μεγάλο σαν ταψί να με αρπάζει με τις δαγκάνες του και να προσπαθεί να με πνίξει.
Ξύπνησα απότομα λουσμένος στον ιδρώτα. Κοίταξα στον ουρανό το φεγγάρι του Αφιόν Καραχισάρ που πλησίαζε στη δύση του. Ξανακοιμήθηκα μα είδα ξανά τον κάβουρα στο ίδιο σημείο. Τον πάτησα μέσα στο νερό του ρέματος μέχρι που το νερό κύλησε κόκκινο. Τινάχτηκα. Μόλις είχε γλυκοχαράξει.
Μου φάνηκε πως η νύχτα ήταν ομορφότερη γιατί έκρυβε την ασκήμια του κόσμου που η μέρα βάλθηκε να μου τη φανερώσει. Προχώρησα με πολλούς ελιγμούς ανάμεσα στα δέντρα και στα αρπάκια. Διέσχισα κυκλικά μια δεντροσκέπαστη πλαγιά και έφτασα στο χείλος ενός γκρεμού. Από εκεί φαινόταν στα χαμηλά μια κοιλάδα, όπου υπήρχαν χωράφια. Ξαναμπήκα στο δάσος και αφού γέμισα γρατσουνιές σε όλο μου το κορμί, κατά το μεσημεράκι έφτασα σε ξέφωτο. Καθιστός παρατήρησα τη γύρω περιοχή. Ο τόπος είχε τα γνώριμα χαρακτηριστικά της πατρίδας μου. Ένα πλατύ διάσελο μπροστά μου, απέναντι μια δασωμένη πλαγιά και στο βάθος της κοιλάδας σίγουρα κυλούσε τα νερά του κάποιος ποταμός. Ίσως να ήταν ο Έρμος. Αισθάνθηκα τα χείλη μου να κολλάνε. Διψούσα.
Ξαφνικά κι ενώ ήμουν έτοιμος να σηκωθώ, πήρε η ματιά μου μια σιλουέτα στην άκρη του ξέφωτου. Από εκεί ξεχώριζε ένα φιδίσιο μονοπάτι, που όλο και ανέβαινε. Ξανακάθισα να κοιτάξω καλύτερα. Ήταν σίγουρα η σιλουέτα ενός φαντάρου ψηλού, αγέρωχου σαν τον ιστό της σημαίας και με πλήρη εξάρτηση. Τον αναγνώρισα αμέσως.
«Έι φςςςςς» του φώναξα. Ξαφνιάστηκε κι έτρεξε σε μια συστάδα θάμνων.
«Έ Πετρόπουλε εγώ είμαι ο Αχλαδιώτης» κι όρμησα τον κατήφορο. Αυτός καθόταν ατάραχος εκεί δίπλα στους θάμνους. Τον πλησίασα και αγκαλιαστήκαμε.
Παρατήρησα για μια στιγμή το πρόσωπό του. Η ζωντάνια των ματιών του μου φάνηκε ψεύτικη. Το μάγουλό του ήταν σουρωμένο. Ήταν η πρώτη φορά που παρατηρούσα τις πολλές του ρυτίδες. Είχε γεράσει σε μια μέρα.
«Τι κάνεις ωρέ Αχλαδιώτη είσαι ζωντανός; Πώς είσαι έτσι ωρέ;»
Τον κοίταξα για μια στιγμή από την κορυφή ως τα νύχια με θαυμασμό. Τα ρούχα του έδειχναν σαν να μην είχαν περάσει την καταστροφή της προηγούμενης μέρας. «Γλίτωσε ρε Πετρόπουλε κάνας άλλος;»
«Ποιός ξέρει; Αμφιβάλλω». Πάντως εδώ που ερχόμουν δεν είδα κανέναν. «Μπορεί να τους παρέσυρε η ρεματιά και να παγιδεύτηκαν, ξέρω κι εγώ; Τώρα πρέπει να πάρουμε το ποτάμι μήπως φτάναμε στο Ουσάκ». Κατεβήκαμε χαμηλότερα σε μια ρεματιά κι από κει αργά το απόγευμα συναντήσαμε ίχνη πολιτισμού. Μερικές ξύλινες φράχτες και σε λίγο είδαμε τα σπίτια ενός μικρού χωριού. Πλησιάσαμε με προσοχή. Ανυπομονούσα να φτάσουμε. Η δίψα με βασάνιζε κι ήταν κατακαλόκαιρο. Σε λίγο ξεδιψούσα σε ένα μικρό αυλάκι που ερχόταν πάνω από το χωριό. Ο Πετρόπουλος ήρθε κι αυτός. Καθίσαμε να ξεκουραστούμε, όταν ακούσαμε ομιλίες στα ελληνικά. Κρυφτήκαμε πίσω από τους βάτους. Τρεις έλληνες φαντάροι έψαχναν από σπίτι σε σπίτι για τίποτα φαγώσιμο.
«Ε!» Τους φωνάξαμε και φανερωθήκαμε. Δεν ήταν από το τάγμα μας. Ήταν σε άθλια κατάσταση και με δυσκολία καταλάβαινες ότι φορούσαν στρατιωτικά ρούχα. Δεν ήταν πάντως στη δική μου κατάντια και τα άρβυλά τους ήταν σε καλή κατάσταση.
«Βρήκατε τίποτα φαγώσιμο βρε παιδιά;» τους ρώτησα αγωνιωδώς.
«Δεν υπάρχει τίποτα συνάδελφε, δε μπορώ να καταλάβω τι στο διάολο τα πήραν όλα μαζί τους»;
«Δεν υπάρχει τίποτα συνάδελφε, δε μπορώ να καταλάβω τι στο διάολο τα πήραν όλα μαζί τους»;
Συνεχίσαμε το ψάξιμο, αλλά μάταια. Δε βρήκαμε τίποτα που να μπορούμε να το φάμε. Ξαπλώσαμε στην αυλή ενός σπιτιού και προσπαθήσαμε να κοιμηθούμε. Μάτι δεν έκλεισα. Το πρωί ήμουν άυπνος, πεινασμένος, στεγνός και κιτρινιασμένος. Αποφασίσαμε να προχωρήσουμε όλοι μαζί προς το Ουζάκ. Είχαμε τέσσερα τουφέκια και ένα μονόκυαλο. Εγώ μόνο ήμουν ο άοπλος. Έδεσα την αρβύλα μου με ότι είχε απομείνει από τα κορδόνια όσο μπορούσα καλύτερα. Την τύλιξα κα με κομμάτια από υφάσματα
μάλλινα, που βρήκα εκεί και ξεκινήσαμε. Νωρίς το απόγευμα πιάσαμε μια μικρή ανηφόρα που οδηγούσε σε πέρασμα προς τη διεύθυνση του ποταμού. Βγήκαμε από το δάσος. Ο δρόμος οδηγούσε σε μια περιοχή με μικρούς λόφους με αραιά βλάστηση από θάμνους. Πιο πίσω φαινόταν ξεκάθαρα μια δασωμένη πλαγιά βουνού. Συνεχίσαμε να προχωράμε, πατώντας στα μπερδεμένα χωμάτινα μονοπάτια των κατσικιών και το ξερό χόρτο.
Φτάσαμε σχεδόν στο πέρασμα, όταν ο Λεωνίδας ένας από τους συνοδοιπόρους μας αναφώνησε.
«Τι είναι αυτό εκεί κάτω; Τούρκικο ιππικό»;
Γυρίσαμε το βλέμμα μας προς το μέρος της πλαγιάς που μας έδειξε. Ο Νίκος έβαλε το μονόκυαλό του στο μάτι και προσπάθησε να εντοπίσει καλύτερα τους καβαλάρηδες.
«Δεν είναι από το ιππικό. Δε φοράνε στρατιωτικά ρούχα. Υπολογίζω ότι είναι οκτώ ή εννιά καβαλαραίοι και οπλισμένοι».
«Αυτοί είναι χειρότεροι από το ιππικό», μουρμούρισε ο Πετρόπουλος. Νομίσαμε ότι μας είχαν εντοπίσει. Μας έφτασαν σε λιγότερο από μισή ώρα. Μόλις μας πλησίασαν αρκετά αρχίσαμε τους πυροβολισμούς. Αναστατώθηκαν. Τα άλογα σκόρπισαν χλιμιντρίζοντας. Οι βρισιές έδωναν κι έπαιρναν. Σε λίγο ανταπέδωσαν τους πυροβολισμούς. Ακολούθησε μια παρατεταμένη σιωπή. Αθόρυβα το βάλαμε στα πόδια ξεγλιστρώντας ανάμεσα στη χαμηλή βλάστηση. Φτάσαμε σε ένα μικρό εξόγκωμα του εδάφους και σαν ανόητοι τους περιμέναμε. Κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος μα δε φάνηκε κανείς.
«Πάμε ρε να φύγουμε από δω γ,,,ώ την πουτ…α τους τους π,,,ς. Ποιός ξέρει τι ετοιμάζουν. Θα ‘ναι βλάκες αν έρθουν καταπάνω μας».
Με κοίταξαν και συμφώνησαν κουνώντας το κεφάλι. Προχωρήσαμε προσεκτικά και λίγο δεξιότερα, ώστε να μη μας πάρουν στο κατόπι. Νύχτωσε. Ξαπλώσαμε ανάμεσα
στους θάμνους. Πήρα μερικά φύλλα και άρχισα να τα μασουλάω. Πικράθηκε το στόμα μου και τα έφτυσα αμέσως. Πως τρώνε αυτές τις αηδίες τα ζωντανά; Αναρωτήθηκα. Αν και κουρασμένοι σχεδιάσαμε τις ενέργειες της επόμενης μέρας.
«Για ακούστε. Έλα ρε Πετρόπουλε τι λες να κάνουμε;»
«Άκου Αχλαδιώτη. Αύριο αν τραβήξουμε καλά, ίσως το απόγευμα μπορεί και νωρίτερα, να φτάσουμε στο Ουζάκ. Πιθανώς να το έχουν καταλάβει οι Τούρκοι και να τους βρούμε μπροστά μας. Πριν φτάσουμε καλύτερα να χωριστούμε και καλή μας τύχη».
Άρχισα να ονειρεύομαι τη σωτηρία. Το όνειρό μας είναι το αποκορύφωμα της ζωής.
Από νωρίς το απόγευμα της άλλης μέρας ακούγαμε αχούς κανονιοβολισμών. Το Ουζάκ βαλόταν από τα γύρω υψώματα. Χωρίσαμε και κρυφτήκαμε μέσα στα αμπέλια. Τον Πετρόπουλο δεν τον ξαναείδα από τότε, αλλά ούτε και τους άλλους.
Προχώρησα ώσπου είδα τα πρώτα σπίτια του Ουζάκ. Καπνοί έβγαιναν από την πόλη και οι οβίδες άρχισαν να σκάνε ολόγυρά μου. Φαίνεται ήξεραν ότι οι περισσότεροι που οπισθοχωρούσαμε το κάναμε μέσα από τα αμπέλια της περιοχής. Άρπαξα ένα τσαμπί σταφύλι χωρίς να σταματήσω το τρέξιμο. Οι οβίδες λες και με κυνηγούσαν. Μέτρησα τρία πτώματα μέχρι να φτάσω στα πρώτα σπίτια του. Χάος επικρατούσε μέσα στην πόλη. Στρατιώτες και εύζωνοι έτρεχαν σαν τρελοί προς την περιοχή των αμπελιών. Κάπου προς το κέντρο της πόλης καμιά δεκαριά εύζωνοι είχαν ξεκοιλιάσει ένα βόδι άρπαζαν τα εντόσθιά του και τα πετούσαν πάνω στις φλόγες που είχαν ανάψει. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό και το βόδι ακόμα ζωντανό. Είδαν την κατάστασή μου και μου φώναξαν να πάρω μέρος σε αυτό το παραλήρημα.
«Έλα να φας βρε ταλαίπωρε» μου πέταξαν κοροϊδευτικά.
«Ευχαριστώ συνάδελφοι»
Ξαφνικά άρχισαν να χορεύουν γύρω από τις φλόγες. Ήταν μια εικόνα για γέλια και για κλάματα. Παρ όλη την κούρασή μου φαντάστηκα ότι βλέπω μια θεατρική παράσταση και κοντοστάθηκα. Μια οβίδα πυροβολικού έπεσε μόλις εκατό μέτρα πιο πέρα. Άφησα τους ευζώνους στον κόσμο τους και όρμησα σε ένα στενό. Έσπρωξα την πόρτα ενός αρχοντόσπιτου και μπήκα. Δεν υπήρχε τίποτα φαγώσιμο. Έψαξα παντού. Σε μια ντουλάπα βρήκα μερικά άδεια μπουκάλια και ένα βάζο με γλυκό πετιμέζι. Αναρωτήθηκα γιατί το άφησαν. Μπορεί να το έχουν δηλητηριασμένο σκέφτηκα. Άνοιξα το καπάκι και άρπαξα με το δάχτυλό μου το περιεχόμενο. Δεν είδα να μου συμβαίνει κάτι. Σε λίγο δεν είχα αφήσει ούτε σταγόνα.
Βγήκα έξω και προχώρησα μόνος μου προς τα αμπέλια, δυτικά του Ουζάκ. Τα σταφύλια τους είχαν τσαλαπατηθεί. Άρχισα να τρώω με βουλιμία τον ευλογημένο καρπό. Βρήκα δυο Ευρυτάνες πατριώτες που με πληροφόρησαν για τα τεκταινόμενα. «Βρε αφήστε τα αυτά, από δω φτάνω για τη Σμύρνη;»
«Ε ναι, από κει θα πάμε κι εμείς», μου αποκρίθηκαν. Άρχισα το περπάτημα ενώ γύρω μου έσκαγαν οβίδες πυροβολικού. Παρακάλεσα το Θεό, που τον έβριζα σχεδόν καθημερινά, ώστε να μην με πετύχει καμία. Τελικά πήρα το δρόμο Ουζάκ - Σμύρνη και προχώρησα μέχρι που νύχτωσε για καλά.
Για να φτάσω στη Σμύρνη έπρεπε να περάσω στην αριστερή όχθη του Έρμου όσο γίνεται πιο γρήγορα, γιατί η διάβαση του ποταμού θα ήταν πιο δύσκολη χαμηλότερα. Ο δρόμος οδηγούσε χαμηλά σε γεφύρι από όπου ακούγονταν φωνές. Πλησίασα. Στην δεξιά όχθη καμιά δεκαριά ρακένδυτοι και ταλαίπωροι φαντάροι παρακολουθούσαν τη γέφυρα. Στη μέση της γέφυρας ένας θεόρατος Τουρκαλάς είχε αρπάξει ένα φαντάρο και τον έσπρωξε κάτω από τη γέφυρα. Ακούστηκε ένας παφλασμός και ύστερα σιωπή. Πάγωσα και
δεν κουνήθηκα από τη θέση μου. Ξαφνικά αισθάνθηκα κάποιον να έρχεται δίπλα μου. Με σκούντησε ελαφρά στο πλευρό. Γύρισα και είδα το Μήτρο. Αδύνατος και μελαγχολικός και πάντα καλοσυνάτος άνθρωπος. Του χαμογέλασα. Αγκαλιαστήκαμε. Ήταν χωριανός μου και ίδια σειρά με τη δική μου.
«Τι γίνεσαι βρε σειρά;»
«Τι να γίνω άστα από του χάρου τα δόντια γλύτωσα σήμερα». Τον κοίταξα από περιέργεια και όχι από έκπληξη. Ο κίνδυνος δεν ήταν και το πιο σπάνιο πράγμα αυτό τον καιρό.
«Να όπως προχωρούσα ήρθε ένας σαν κι αυτόν που είναι στη γέφυρα με άρπαξε δυνατά και χτύπησε στην πλάτη με μαχαίρι το διπλανό μου. Προσπάθησα να του ξεφύγω προσπάθησα να βγάλω το σπαθί μου, αλλά θηρίο σου λέω. Ευτυχώς που το μαχαίρι σφήνωσε στην πλάτη και δεν έβγαινε. Με έσωσε ένας λοχίας που του κάρφωσε την ξιφολόγχη την τελευταία στιγμή». Δεν κατάλαβα καλά την ιστορία του, αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Κούνησα το κεφάλι μου με κατανόηση.
«Τώρα που έφτασες εδώ δε χρειάζεται να σκέφτεσαι τα παλιά».
Κοίταξα τα βαθυγάλαζα λιμνάζοντα νερά του ποταμού. Ίσως αν ήξερα καλό κολύμπι να περνούσα κάπου μακριά από τη γέφυρα. Στο χωριό κολυμπούσαμε στις γούρνες του μικρού ποταμού, αλλά εδώ αν δεν πατώνει;
Μπορεί να περιμέναμε εκεί πάνω από δυο ώρες, χωρίς να κάνουμε τίποτα. Το ηθικό μας είχε πέσει τόσο πολύ που δεν είχαμε τη δύναμη να αντιταχθούμε σε ένα τούρκο. Ξάφνου ένας κοντός και καχεκτικός φαντάρος προχώρησε προς τη γέφυρα. Σκέτη αυτοκτονία σκέφτηκα. Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου και ένα επιφώνημα θαυμασμού βγήκε από όλους.
«Αέρα αέρα» ακούστηκε από όλων τα στόματα. Δεν μπόρεσα να δω ακριβώς τι έγινε. Το αποτέλεσμα όμως ήταν να βρεθεί ο τούρκος στο ποτάμι και η γέφυρα να ελευθερωθεί. Έγινε θαύμα. Περάσαμε τη γέφυρα τρέχοντας. Το ηθικό μας ανέβηκε. Προχωρώντας άρχισα να σκέπτομαι και άλλα διάφορα. Έφερα το νου το χωριό μου και προσπάθησα να ξεχάσω τα επτά χρόνια στο στρατό. Σκέφτηκα πάλι πως ήταν κρίμα που οπισθοχωρήσαμε μετά από τόσες θυσίες. Ήθελα να φωνάξω τα αντικρουόμενα συναισθήματά μου, ώστε να βοηθήσω στην αλλαγή του κόσμου.
Έφτασα σε μια βαθιά ρεματιά όταν χαμηλότερα άκουσα φωνές. Έμοιαζαν με διαταγές, αλλά δε μπορούσα να ξεχωρίσω τι έλεγαν. Πιθανώς να προσπαθούσαν να μας ξαναμαζέψουν και να σταματήσουν την άτακτη φυγή μας. Δεν είχα σκοπό να πέσω σε αυτόν τον κλοιό. Έκανα ένα τεράστιο κύκλο διασχίζοντας το δάσος με τις βελανιδιές και μετά από μία ώρα ξαναβρέθηκα στο δρόμο για τη Σμύρνη.
Τρεις ακόμα μέρες νηστικός και ξυπόλητος και τελικά έφτασα στη Σμύρνη. Στην προκυμαία εκατοντάδες φαντάροι, αλλά και πολίτες με πολλές αποσκευές περίμεναν να φύγουν με τα καράβια. Στη Σμύρνη επικρατούσε αναστάτωση. Δεν είχε αρχίσει ακόμα το κάψιμό της. Βρήκα μερικούς γνωστούς και αρχίσαμε να ψάχνουμε τρόπο επιβίβασης. Έμαθα ότι η δική μου μεραρχία θα έφευγε από το Τσεσμές. Το Τσεσμές ήταν μακριά στην άκρη της μεγάλης χερσονήσου και δεν είχα τη δύναμη πλέον να περπατήσω άλλο. Τελικά μπήκαμε σε κάποιο καράβι στο οποίο δε χωρούσε καρφίτσα. Επάνω ο καπετάνιος τσακώνονταν με τους πιο θερμόαιμους. Του ζητούσαν να πάει το καράβι στον Πειραιά και τον είχαν δέσει στην καρέκλα του. Ο καπετάνιος όμως ήταν ανένδοτος. Μου φάνηκε ότι είχε δίκιο.
«Για σταθείτε ρε παιδιά φώναξα δυνατά, αφήστε τον να μας πάει στη Μυτιλήνη. Εδώ γίνεται χαμός δεν το βλέπετε;»
Δε μου έδωσε κανένας σημασία.
«Στη Μυτιλήνη παιδιά πουθενά αλλού», επέμενε ο καπετάνιος. «Έχουμε πολύ κόσμο πίσω μας και πρέπει να ξαναγυρίσω».
Με τα πολλά με τα λίγα έλυσαν τον καπετάνιο και μας πήγε στη Μυτιλήνη.
Μετά από δυο μέρες περιμέναμε τα απολυτήριά μας. Ο υπάλληλος γύρισε προς τη σειρά των στρατιωτών και ειρωνικά, με ύφος σπουδαίου παράγοντα, άρχισε τις κατηγορίες.
«Τι κάνετε εδώ; Γιατί δεν καθίσατε στη Μικρά Ασία να πολεμήσετε φοβητσιάρηδες; Μου θέλετε και απολυτήρια. Δεν είστε άξιοι ηλίθιοι». Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα ελεύθερος και έτοιμος να ξεπεράσω τον εαυτό μου και τους περιορισμούς, να διεκδικήσω την αλήθεια. Δεν άντεξα.
«Τι θες ρε που…η; Τι μπορούσαμε να κάνουμε εμείς ρε καθίκι, απλοί φαντάροι είμαστε. Εμείς γεράσαμε στο χακί κι έχουμε ήσυχη τη συνείδησή μας. Εσείς μας φτάσατε σ αυτή την κατάσταση».
Δε μίλησε κανένας, αλλά από τον τρόπο που σήκωσαν και κούνησαν το κεφάλι τους φαινόταν ότι συμφωνούσαν μαζί μου. Σε λίγο άρχισαν να το σχολιάζουν. Ο υπάλληλος, μην περιμένοντας τέτοια δυναμική αντίδραση, έσκυψε στα χαρτιά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου