TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Ο Δάσκαλος & το παλιό Ρουμελιώτικο σχολείο

Ο Δάσκαλος και το Σχολείο του παλιού
Ρουμελιώτικου χωριού

του αείμνηστου Ρουμελιώτη λαογράφου Ζάχου Ξηροτύρη
από τα « 'Hθη, έθιμα και εθιμικό δίκαιο του χωριού»

 

Ένας άλλος ήρωας της υπαίθρου που κρατεί τα σκήπτρα του χωριού και την πρώτη κοινωνική και ιεραρχική θέση μαζί με τον παπά, είναι ο δάσκαλος και η δασκάλα του χωριού. Τιμή και σέβας στον δάσκαλο από όλους όπως και στον παπά. Εκ δεξιών της εκκλησίας, δίπλα πάντα στον παπά η θέση του. Παρακαθήμενος και υπηρέτης και ψάλτης της εκκλησίας ο δάσκαλος, συντρέχει ποικιλοτρόπως την εκκλησία. Ψάλτης του χωριού κατά κανόνα είναι ο δάσκαλος, με τις λίγες πολλές γνώσεις μουσικής, που έμαθε στο Διδασκαλείο ή τις καλλιέργησε.
   Πολλές φορές μάλιστα υπάρχουν καλλίφωνοι ψαλμωδοί δάσκαλοι, που καμαρώνει το χωριό και ξεκινούν και από τα άλλα χωριανά παν να ακούσουν το δάσκαλο ψάλλοντας, όπως γινόταν με τον μακαρίτη Γιάννη Αυγίκο από το Νεοχώρι ή τον Γιάννη τον ψάλτη από την Υπάτη.
   Σε όποιο χωριό και αν πάει επισκέπτης ο δάσκαλος, αμέσως θα του παραχωρηθεί η τιμητική θέση του δεξιού ψάλτη. Όπου και αν περάσει ο δάσκαλος, με σεβασμό θα του αποτείνουν ή θα του ανταποδώσουν το χαιρετισμό οι χωριανοί, άλλοτε μάλιστα σηκωνόταν όρθιοι όπως και στον παπά και σήμερα δεν εξέλειπε εντελώς, αυτού του είδους η προτίμηση και εκτίμηση. Και στο μαγαζί να πάει ο δάσκαλος όλοι θα σηκωθούν και θα του παραχωρήσουν θέση να καθίσει. Θα συζητήσουν ήρεμα και με προσοχή και χωρίς αντεκλήσεις οι χωριανοί, κατά την ώρα της παρουσίας του δασκάλου. Θα ζητήσουν τη γνώμη του επί του υπό συζήτηση θέματος και περί του πρακτέου και την ερμηνεία, σε ότι σε ότι δεν ξέρουν ή έχουν διάφορη γνώμη. "Να μας πεις και συ κυρ δάσκαλε τη γνώμ’ς, γιατ’ είμαστ’ αγράμματ’ βλέπ’ς", είναι η συνήθης φράση των χωριανών μας. Και η γνώμη του δασκάλου, είναι πάντα ορθή και σεβαστή, ότι πει ο δάσκαλος είναι αυθεντία της επιστήμης και επισφραγίζεται του λόγου το αληθές.
   Δυστυχώς ενώ τέτοια ανώτερη αντίληψη περί δασκάλου έχει το χωριό, η πολιτεία δεν του απέδωσε την εκτίμηση και τον σεβασμό και την αξία που του επιβάλλεται για το έργο του το οποίο είναι μέγιστο και απροσμέτρητο και τον καταβίβασε στον στίβο της σκληρής βιοπάλης, να αποκερδαίνει τον επιούσιο με αγωνία. Δεν είναι υπάλληλος ο δάσκαλος, αλλά κοινωνικός λειτουργός και η πλούσια ελληνική γλώσσα, αποδίδουσα τη λέξη δάσκαλος, αποδίδει και την βαθύτερη έννοια και σημασία, εθνική, πολιτιστική, κοινωνική, την οποία περικλείει το διδασκαλικό έργο. Διδάσκαλος προσαγορεύεται ο Χριστός. Διδάσκαλοι του γένους ήσαν, οι πρώτοι φωτίσαντες τον υπόδουλο ελληνισμό και διδάσκαλοι και οδηγοί του έθνους, θα είναι όλοι οι ελληνοπρεπώς σκεπτόμενοι.
   Επιτακτική προβάλλει η ανάγκη αντιμετώπισης του προβλήματος ανθρώπινης ζωής του δασκάλου. Η κατοικία, η θέρμανση, η διατροφή, η βιβλιοθήκη, πρέπει να αντιμετωπισθούν από την πολιτεία.
   Άλλοτε στα παλιότερα χρόνια, όλα τα σχολεία είχαν και ένα δωμάτιο, για το δάσκαλο με το τζάκι του για το χειμώνα, που τη θέρμανσή του με καυσόξυλα, την συμπλήρωναν τα παιδιά, με ένα μικρό ξύλο κάθε μέρα που το πέρναμε υπό μάλλης σαν κλόμπς και το πηγαίναμε στο σχολείο. Και την τροφή του αντιμετώπιζε ο δάσκαλος, δια προσφοράς των γονέων και μαθητών, μία ημέρα κάθε παιδί θα τάιζε το δάσκαλο και ούτω καθ' εξής, γιατί ούτε φούρνοι ούτε εστιατόρια υπήρχαν στο χωριό. Και εκείνοι που δεν είχαν παιδιά στο σχολείο, το ‘χαν μεγάλη τιμή να τους τιμήσει ο δάσκαλος στο σπιτικό τους και να φιλοξενηθεί μια Κυριακή ή μια γιορτή. Είναι ανάγκη να γίνει το σπίτι του δασκάλου στο χωριό, έτσι θα εύρει τη στέγη του και την ησυχία του και δε θα εκλιπαρεί να εύρει ένα δωμάτιο να κατοικήσει και να εξευτελίζεται, γιατί στο χωριό δεν υπάρχουν διαθέσιμα δωμάτια και πρέπει κάποιος χωριανός να στερηθεί.
Έπειτα, όταν ο δάσκαλος είναι νέος και το σπίτι έχει μεγαλοκοπέλα δυσκολεύεται και ο δάσκαλος και ο νοικοκύρης να προσφέρει κατοικία. Άλλοι πάλι χωριανοί έχουν ανήμπορους και άλλα σπίτια είναι ακατάλληλα, και δυσκολεύεται ο δάσκαλος να βρει κατοικία. Και δε θα ανακουφισθεί μόνο ο δάσκαλος ή η δασκάλα με το σπίτι αυτό, αλλά θα γίνει και υπόδειγμα πολιτισμένης κατοικίας. και όλοι θα θελήσουν να μιμηθούν να γίνει το σπίτι τους περιποιημένο και όμοια πολιτισμένο σαν της δασκάλας το σπίτι. Στο παράδοξο όμως αυτό κράτος μας, πολλά τα παράδοξα συμβαίνουν, αφού η πολιτεία αντί να ζητά ως προσόντα του δασκάλου ήθος και πάλι ήθος δια νόμου, ζητεί και ορισμένο ύψος για να διορισθεί δάσκαλος και αν στερείσαι ύψος αποκλείεσαι του διορισμού και το ύψος βλέπομε ότι είναι ποσό αν μη υπέρτερον τουλάχιστον ίσο με το ψυχικό βάθος, θλιβερότητες που δεν έλειψαν ποτέ στον τόπο μας.
   Με το γνώριμο κτύπημα της καμπάνας, το γρήγορο, γρήγορο, πρωί και απόγευμα, θα μαζευτούν τα δασκαλούδια, άλλα μονοσάνταλα και άλλα κακοντυμένα από ανέχεια. Τώρα ο κόσμος προσπαθεί και ντύνεται και ποδαίνεται και δεν υπάρχουν δασκαλούδια ξυπόλητα, Το σχολείο του χωριού σήμερα νεόκτιστο με Γαλλικά κεραμίδια, με σύγχρονα σχέδια είναι ευχάριστο, ενώ το δικό μας με μισές πόρτες, με σπασμένα κεραμίδια και χωρίς ταβάνι, με το πάτωμα κατεστραμμένο, με υγρούς τοίχους ήταν σωστό κάτεργο. Οι παλιότεροι θυμούμαστε πως το πάτωμα ήταν τόσο κατεστραμμένο, ώστε είχαν σχηματιστεί, ολόκληρες λακούβες από χώμα και σε καμία κηδεία που διέκοπτε το σχολείο και πηγαίναμε όλα τα μαθητούδια στην εκκλησία ξαναγυρίζοντας με το τέλος της νεκρώσιμου ακολουθίας να συνεχίσουμε το μάθημα, παίρναμε σιτάρι με κοφέτα από ζυμάρι άσπρα ζαχαρωτά και μας έπεφταν στους λάκκους αυτούς και ανασκάβαμε με τα χέρια τα χώματα να τα βρούμε.
   Άθλια ήταν η τότε σχολική ζωή. Βιβλία και τετράδια, σπάνια βλέπαμε καινούργια, όλο στα παλιά κολλημένα και ξανακολλημένα τα σχισμένα φύλλα με προζύμη ή με κόλα από τα δέντρα "κολαμέλα" όπως λέγαμε το παράσιτο εκείνο των δέντρων, γιατί τα δανειζόμασταν από τα παιδιά που πήγαιναν στην παραπάνω τάξη. Μολύβια και τετράδια ένα ή δύο στο χρόνο, η πλάκα ήταν ο πανδέκτης που πότε με τη γλώσσα μας και πότε με ένα πατσαβούρι κρεμασμένο με σπάγγο στην πλάκα, που εκτελούσε χρέη σπόγγου, σβήναμε τα γραμμένα και ξαναγράφαμε άλλα.
   Μήπως είχαμε τα κοντύλια; ένα ή δύο εφ' άπαξ, για όλες τις εγκύκλιες σπουδές της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως τετραετούς φοιτήσεως, όπως ήταν τότε. Όλο το διάστημα γράφαμε με γοργογιάννους, κάτι πρασινωπές πέτρες που πηγαίναμε τις Κυριακές στη Σλιώτου ή στη Σουφλερή κοτρώνα, μια ώρα ανηφοριά για να προμηθευτούμε τους περίφημους "Γοργογιάννους" που έγραφαν στην πλάκα και μάλιστα τόσο μαλακά, μόνο που δεν έγραφαν ψιλά γράμματα, γιατί δεν ήσαν μυτερά όσο και αν τα τροχάγαμε από άλλες πέτρες να κάμουν μύτη.
   Για κασετίνα δεν είχαμε να πονοκεφαλιάσουμε, κόβαμε ένα κομμάτι φροξηλιά την τρυπάγαμε, της βγάζαμε τη μέσια και βάζαμε τα υπολείμματα από μολυβδοκόντηλα και πετροκόντηλα.
   Όσοι είχαν χωράφια στον κάμπο ή πηγαίναν ξεχειμαδιό με τα γιδοπρόβατα, εκείνοι έκοβαν καλάμια και τα έκαναν κασετίνες κατά τον ίδιο τρόπο. Για μελάνη και μελανοδοχεία: ένα μελανοδοχείο από λογής λογής μπουκάλια συνήθως από εκείνα τα άδεια του κινίνου, που αφθονούσαν γιατί η ελονοσία τότε θέριζε, ότι είχε ο καθένας, βάζαμε μέσα μια πεντάρα μελάνη, ρίχναμε ένα κουβαράκι μπερσίμι και ύστερα νερό. Το μπερσίμι είχε την ιδιότητα να απορροφάει και να κρατεί το μελάνι κι όταν στέγνωνε ρίχναμε πάλι νερό ξεπλενόταν το μπερσίμι και είχαμε πάλι φρέσκο μελάνι και τα γράμματα έπαιρναν ένα γαλανό και ξεθωριασμένο χρώμα.
   Όλα ήταν απλοποιημένα και η σάκα μας απλή. Από τη μάνα μας όταν είχε γίνει νύφη ή από κανένα ζώσμα, σε κανένα γάμο που συνηθίζουν οι νυφάδες, να παίρνουν στην ποδιά τους αρσενικά παιδιά, πριν κατέβουν από το άλογο στην αυλή του γαμπρού, ζώνουν το παιδί δηλαδή, του περνούν στο λαιμό μια μαρούδα παρδαλή και κεντητή να γίνει γραμματιζούμενο, όνειρο των ταλαιπωρημένων χωρικών. Ούτε νάϋλον ούτε φερμουάρ, ένας χονδρός σπάγκος την κρατούσε και λίγες φούντες στην άκρη με κανένα κόκορα ή δέντρο κεντημένο στη μαρούδα με κτυπητά και πολύχρωμα χρώματα. Μέσα σε αυτή τη μαρούδα θα έβαζε τα βιβλία του ο μαθητής και από εκεί θα ξεπηδούσε η σοφία του όλη να γίνει "Γραμματικός και δάσκαλος και ψάλτης κι αναγνώστης" που λέει και το τραγούδι που τραγουδούν τα κορίτσια του Λαζάρου στα σπίτια που έχουν σπουδαστή.
   Μα όπως ήταν απλή η σχολική μας ζωή, έτσι και η εξωσχολική. Μόλις θα σχόλαγε το σχολείο μας περίμεναν οι κατσίκες να τις βοσκήσουμε ή το βόδι, κρατώντας το βιβλίο στα χέρια και διαβάζοντας ή θα έπρεπε να πάμε ψωμί στο χωράφι που εργαζόταν οι μεγαλύτεροι. Όταν είχαμε διακοπές ή καμιά Κυριακή ή γιορτή, αφού θα κάναμε αρκετές δουλειές του σπιτιού, θα παίζαμε τα σκλαβάκια, τα κιόσια, την τριότα, τη μαλίτσα, τη σημάδα με κάτι πλακερές πέτρες που τις ξετρυπώναμε στα ρέματα, τη γουρούνα ή την περίφημη τσέλικα, τον γλα ή τους κλέφτες και τότε ξυπόλυτοι σαν γεράκια πετούσαμε και φτάναμε μισό και ένα χιλιόμετρο κυνηγημένοι και ξαναγυρνούσαμε. Όσο για τον χειμώνα, που είμασταν κλεισμένοι από τα χιόνια, πηγαίναμε και βγάζαμε λάσπη, γλύνα όπως τη λέγαμε στο βαζιόρεμμα, κάναμε βόλους τους ψήναμε γύρω στη φωτιά ή στον ήλιο και παίζαμε. Παίζαμε και τα πεντόβολα, που τα κάναμε από κεραμίδια στρογγυλοτετραγωνικά και τα περνούσαμε από τις κάμαρες των χεριών.
   Όσο για μπάλα, δεν ξέραμε ότι υπάρχει μπάλα από λάστιχο και καουτσούκ και τα τοιαύτα, είχαμε δική μας εγχώρια παραγωγή.
   Το χειμώνα μαδούν τα βόδια, από αδυναμία και αλλάζουν τρίχα, πηγαίναμε λοιπόν και τραβούσαμε και μαδούσαμε τα μαλλιά των βοδιών, τα τυλίγαμε και τα κάναμε σφαιρικά και γινόταν η μπάλα μας, μικρή μεν αλλά ελαφριά όπως ήταν πηδούσε μεσουράνια. Αυτή ήταν η σχολική και εξωσχολική ζωή, για τα δασκαλούδια του χωριού χρονίκοις και έτσι μαθαίναμε τα γράμματα. Μα για την ταχεία και ασφαλή μάθηση μεταχειριζόμασταν και άλλα μέσα. Την άνοιξη ή το καλοκαίρι με κάτι απότομες βροχές, βγαίνουν κάτι ζωάρια σαν σαύρες, αλλά σέρνονται με την κοιλιά και έχουν από πάνω και από κάτω κάτι βούλες πολύχρωμες, που τα λέμε "βροχαλίθρες" στο χωριό.
 Έπιανε η μάνα μας μία από αυτές, μας την πέρναγε από μέσα από το πουκάμισο και έπεφταν κάτω. Μήπως θα μας εμπόδιζαν τα εσώρουχα ή το παντελόνι, για να υπάρχει φόβος να περιτυλιχθούν στο κορμί μας οι βροχαλίθρες; Ένα πουκαμισάκι κοντό και ένα βρακάκι τρύπιο, αυτά ήσαν όλα και όλα, που φορούσαμε, που να σταθεί και να μπερδευτεί η βροχαλίθρα; Σαν σφαίρα έπεφτε κάτω στα πόδια μας μονοκόμματα. Έτσι είμασταν σίγουροι ότι θα μάθουμε πολλά γράμματα, όπως η βροχαλίδα είχε πολλά χρώματα και τα κορίτσια θα μάθαιναν πολλά κεντήματα κατά ανάλογον εφαρμογή του συστήματος της βροχαλίθρας. Είχαμε και ένα ακόμη ιδιόρρυθμο σύστημα μαθήσεως, όπως τουλάχιστον βαυκαλιζόμασταν, ότι θα μαθαίναμε εύκολα το μάθημα και στον ύπνο μας ακόμα. Οι γονείς μας μας απασχολούσαν πολύ με τις αγροτικές δουλειές και δεν μας έμενε καιρός να διαβάσουμε. Για να μη ξεχανόμαστε εντελώς και για να έχομε το νου μας στο διάβασμα, έστω και δια της υποβολής, μας έλεγαν, το βράδυ να βάζουμε το μοναδικό άλλωστε βιβλίο μας, γιατί βοηθητικά δεν είχαμε ποτέ, κάτω από το μαξιλάρι, όταν πέφταμε να κοιμηθούμε. Αναγκαστικά πρωί πρωί ξυπνάγαμε παίρναμε το βιβλίο και το διαβάζαμε, να δούμε πόσα μάθαμε τη νύχτα που κοιμόμασταν. Ψυχολογικά επιδρούσε και αυτή η εγχώρια σοφή μέθοδος παιδείας, γιατί δεν ξενοιαζόμασταν και πως να ξενοιαστούμε αφού το βιβλίο ήταν στο μαξιλάρι; Πρωτοπόροι και αυτήν είχαμε εφεύρει την υπνοπαιδεία που διατυμπανίζουν σήμερα τα διάφορα Ινστιτούτα. Όσο για τη σύγχρονη παιδαγωγική που μεταχειρίζονται οι δάσκαλοί μας όλοι ανεξαιρέτως ήταν γνωστό "ο μη δαρείς ου παιδεύεται" και δος του με καναπίτσες ξηρές στα χέρια και στα πόδια αλύπητα και ανελέητα.
   Όσο για τη διατροφή, ένα κομμάτι μπομπότα, λίγες ελιές που την κάθε μία έπρεπε να την προσφαΐσομε κατά το σύνηθες τρεις μπουκιές ψωμί μία ελιά, ή λίγο τυρί για προσφάι. Δεν είχαμε τότε μαθητικά συσσίτια και μαγειρεία, όλα εκ των ενόντων και η διατροφή μας το ίδιο.
   Τώρα φορτώνουμε τα παιδιά με βιβλία και βιβλιοθήκες, με του πουλιού το γάλα για τροφή, μα τα παιδιά δεν εννοούν να φέρουν το φορτίο των γραμμάτων "οίμοι τι φέρουν οι καιροί τι φέρουσι οι χρόνοι"

Δεν υπάρχουν σχόλια: