TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Ποιητική τριλογία

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ    
«Ελλήνων πόνος & Ελλήνων πονήματα»
του Ρίζου Παντελή
                                  
[Την ποιητική τριλογία που ακολουθεί εμπνεύστηκε ο εκπαιδευτικός - λογοτέχνης Παντελής Ρίζος από τα θεατρικά δρώμενα του Πολιτιστικού Συλλόγου Νέας Μαγνησίας Λαμίας, όπου συμμετείχε επί 5 έτη (1997-2002) ενσαρκώνοντας το ρόλο του Μικρασιάτη «Δημητρό», απ’ όπου και το παραπάνω φωτογραφικό στιγμιότυπο.  (Ευθυμίου Τάκης)]
Λόγος Α΄
(Εις μνήμην Ελληνικής μεγαλουργίας
και εις μνήμην χαμένων πατρίδων)

           Σαν παραμύθι αρχέγονο… σαν παραμύθι πλάνο
           τούτον το λόγο θα σας πω αδέρφια μου κι ακούστε!

           Ήτανε κάποτε παλιά στα μακρινά τα χρόνια
           μια χώρα ηλιοπερίχυτη, θεόφρονη… πελώρια
           είχε στολίσματα πολλά αμέτρητα και κάλλη
           μα πιο πολύ τη στόλιζαν… ο νους της και η καρδιά της!
           Είχεν ανθρώπους γνωστικούς… ζηλόφθονες μα θείους
           κι όμως συχνογκρινιάζανε, αδελφοφάγοι τάχα
           Ποιος να γενεί πρώτος στο νου, στα πλούτη και στο γκέμα
           και χύνανε πολλές φορές το αίμα μεταξύ τους.
           τα ‘χαν χαμένα κι οι θεοί… μαθές σ’ αυτά τα χρόνια
           λες κι ήταν δέσμιοι κι αυτοί… στην τραγική μας μοίρα

          Η χώρα ετούτη η όμορφη… με τα περίσσια κάλλη
          ήταν η χώρα του φωτός η αθάνατη ΕΛΛΑΔΑ…
          η βραχόσπαρτη, ολύμπια γη, της γης το περιβόλι
          Ευήλατη… καλόγνωμη, η μάγισσα του Αιγαίου
          π’ άπλωνε τις φτερούγες της και ζέσταινε τον κόσμο!
          Κι ακούσατε τώρα που έφταναν τα μακροσύνορά της
           αν το θυμάμαι στέρεα μέσα στο λογισμό μου

           Ακούμπαγε την κάρα της στο Δούναβη, στον Αίμο
           τα πόδια της φλογίζονταν στο κάμα της Μεστραίας
           το ‘να της χέρι άγγιζε τις πύλες του Ηρακλέα
           το άλλο αργολικνιζότανε στον Τίγρη στον Ευφράτη
           και στον Ινδό δροσόφτανε η αύρα της πνοής της

           Κι ήρθαν οι δύστηνοι καιροί… οι αποφράδες μέρες
           που ο σταυραετός μαράζωνε στης πύλης το μαράζι
           και μάκραινε ετούτη η γης… σκορπίσαν τα παιδιά της
           κι έμεινε μόνος ο κορμός Ιόνιου και Αιγαίου
           κορμός… Βραχόσπαρτη μαγιά στον Ομφαλό της Γης μας!

           Πολλές πατρίδες χάθηκαν, χρυσάφια της Ελλάδας
           και κλαίνε και οδύρονται μακριά απ’ την αγκαλιά της
Λόγος Β΄
(Εις μνήμην Μικράς Ασίας και παρευξείνιων περιοχών)

         Θυμάμαι Μικρασία!...
         χώρα φωτός ναός και στοχασμού

         Τότε μωρέ αρχόντισσα ηλιοφώτιστη κυρά
         τότε που ζούσες ξέγνοιαστη γη της Επαγγελίας,
         γεμάτη από αγαθά… γεμάτη από ανείπωτα καλά
         λουσμένη από Απολλώνιο φως και μεγαλείο…
         γεμάτη από ελληνική αρχέγονη πνοή…
         - θείας ροής και ανάσας εκλαμψία,
         που είχες πλέρια ανθρωπιά, πλέρια μεγαλοσύνη
         που δούλευες μ’ αλάθητο κι αλώβητο
         το νου και την ψυχή
        και στέριωνες το δώμα των Ιώνων
         - όπως στα πέρατα της γης παλιά σε ξέρανε…
και ύψωνες… τους πριν τον Παρθενώνα της Αθήνας
Παρθενώνες!
Τότε χώρα που έλαμπες… κροκάτη γάζα χρυσοπόρφυρη
θεραπαινίδα ιέρεια… του Αιγαίου πολιτισμού μας.
Κομμάτι ατόφιο του Επίγειου και Ουράνιου παραδείσου
που η Παναγιά η Προυσιώτισσα τόσο πολύ σ’ αγάπησε
Αυτή που θα ξανάρθει λένε να σε σώσει!
θυμάμαι τότε… βρυσομάνα του φωτός
όπου κεντούσες μ’ αριθμόσοφη θεία πνοή και τέχνη
το μαγικό… τ’ απέριττο, το Ελληνικό σου το χαλί
σμαράγδινο στρωσίδι των δημιουργών Ιώνων!

Όμως ποια μοίρα τ’ όριζε… βάρβαροι να τ’ αδράξουν;
Σκοταδιστές το ζήλεψαν… και το ποδοπατήσαν
Μα εσύ… γι’ ανθρώπους το ύφανες…
και όχι για βαρβάρους… όχι για βαρβάρους
και όχι για βαρβάρους…
Λόγος Γ΄
(Επωδός οδύνης και ελπίδας)

            Χώρα Ιώνων όμορφη… χώρα μυριοθλιμμένη
            τι ήταν αυτό που όριζε… την τραγική σου μοίρα
            και σου κουρσέψαν οι μωροί… τα θεϊκά σου κάλλη
            και πλήγιασαν το σώμα σου και στράγγιξαν το γαίμα…

            Το Αϊβαλί… τα Μουδανιά κι όλη την ενδοχώρα
            κι η μάνα η Σμύρνη κάηκε… στην άκρη του Αιγαίου
           
Εκείνο… μες στα κύματα εσύ μες στην οδύνη
            μες την οδύνη των καιρών γυρνάς και παραδέρνεις
           
και σπαρταράς και χάνεσαι και αναθαρρεύεις πάλι
            και προσπαθείς με τους βλαστούς ξανά να ριζομπλιάσεις
            και μέσα από την προσφυγιά ορθώνεις την ψυχή σου!
            Πώς να σε πω δύσμοιρη γη πώς να σ’ αποκαλέσω
            παλιά ήσουν η αρχόντισσα τώρα η παραδουλεύτρα,
            η δούλα η βαριόμοιρη στων βάρβαρων τη σπάθη
            που καρτεράς τη λευτεριά για να γενείς αφέντρα

            Αφέντρα θεία μάγισσα όπως το πάλαι ήσουν!

            Κι εγώ κοντά σου θε να ρθώ… να ρθώ να σε γνωρίσω
            Ένας Κιχώτης των καιρών, καβάλα στ’ άλογό μου
            στ’ άλογο τ’ αχαλίνωτο που εδώ κι εκεί με φέρνει
            με φέρνει και με τριγυρνά στα τόσα γλυκοτόπια!

            Κι αν μου πονέσεις την ψυχή και δεν με καλοπάρεις
            εγώ τη δύναμη θα βρω να σε σφιχταγκαλιάσω
            θα σ’ αγκαλιάσω ξέφρενος κι ως Έλλην θα φωνήσω…

            «Πάλι με χρόνια με καιρούς
πάλι δικά μας θα ‘ναι!»





Δεν υπάρχουν σχόλια: