ΤΑ ΠΑΛΛΙΚΑΡΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΤΗΣ
Επιμέλεια: Τάκης Ευθυμίου
Στη διάρκεια της τουρκοκρατίας, η Υπάτη αναδείχθηκε γενέτειρα σπουδαίων αρματολών και κλεφτών. Ανάμεσα τους, η οικογένεια των Κοντογιανναίων πρόσφερε ονομαστούς οπλαρχηγούς και πριν και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Ο Μήτσος Κοντογιάννης διακρίθηκε ιδιαίτερα στη μάχη της Άμπλιανης κι έφτασε έως τον βαθμό του υποστράτηγου (πέθανε το 1847). Γιος του ήταν ο Ευάγγελος Κοντογιάννης που, το 1847, επαναστάτησε εναντίον του βασιλιά 'Οθωνα. Κι αυτός έφτασε στον βαθμό του υποστράτηγου (πέθανε το 1878).
Γιοι του Γιαννάκη Κοντογιάννη ήταν ο Μήτσος κι ο Κωνσταντής, αρματολοί της Υπάτης στις αρχές του 18ου αιώνα. Και γιος του Μήτσου ήταν ο Νικολάκης Κοντογιάννης, ήρωας του '21. Το δημοτικό τραγούδι παίνεψε τα κατορθώματα τους κι έκλαψε του Κωνσταντή τον θάνατο:
«Κοιμάται αστρί, κοιμάται αυγή, κοιμάται νιο φεγγάρι,
κοιμάται η καπετάνισσα, νύφη του Κοντογιάννη
μέσ' 'ς τα χρυσά παπλώματα, μέσ' 'ς τα χρυοά σεντόνια.
Να την ξυπνήσω ντρέπομαι, να της το πω φοβούμαι,
Να μάσω μοσκοκάρυδα να την πετροβολήσω,
Ίσως την πάρει η μυρουδιά, ίσως την εξυπνήσει.
Σηκώθη η καπετάνισσα και με γλυκορωτάει:
"Το τι μαντάτα μου 'φερες από τους καπετάνιους;".
-Πικρά μαντάτα σου 'φερα από τους καπετάνιουςΤον Νικολάκη πιάσανε, τον Κωνσταντή βαρέσαν.
-Πού 'σαι, μανούλα, πρόφτασε, πιάσε μου το κεφάλι,
και δέσ' το μου σφιχτά σφιχτά, για να μοιρολογήσω.
Και ποιον να κλάψω απ' τους δυο, ποιανού να πω τις χάρες;
και δέσ' το μου σφιχτά σφιχτά, για να μοιρολογήσω.
Και ποιον να κλάψω απ' τους δυο, ποιανού να πω τις χάρες;
Να κλάψω για τον Κωνσταντή ή για τον Νικολάκη;
Ήσαν μπαϊράκια 'ς τα βουνά και φλάμπουρα 'ς τους κάμπους».
Πρωτοπαλίκαρο του Κοντογιάννη κι αργότερα οπλαρχηγός της Υπάτης ήταν ο Ζαχαράκης. Όταν στα 1806, με εντολή του Αλή πασά, ο Γιουοούφ Αράπης κυνηγούσε τους αρματολούς και κλέφτες για να τους αφανίσει, ο Ζαχαράκης έδωσε πολλές μάχες εναντίον του, όλες νικηφόρες. Ο Γιουοούφ Αράπης ήταν περιβόητος για τη σκληρότητα του και για τα βασανιστήρια, στα οποία υπέβαλλε όποιον έπιανε. Πολλά δημοτικά τραγούδια ύμνησαν τότε την παλικαριά και τις νίκες του Ζαχαράκη:
«Θέλετε, δέντρ', ανθίσετε, θέλετε μαραθείτε,
'ς τον ίσκιο σας δεν κάθομαι μήτε και 'ς τη δροοιά σας
μόν' καρτερώ την άνοιξη, τ' όμορφο καλοκαίρι,
να μπουμπουκιάσει το κλαρί, ν' ανοίξει το ροδάμι,
να βγω ψηλά 'ς τον Αρμυρό, ψηλά 'ς την Παλιοβούνα,
για να σιουρίξω κλέφτικα, να μάσω τα μπουλούκια.
Μπουλούκια πούθε βρίσκεστε, όλα να μαζωχτείτε,
τι εβγήκε ο Σούφης το σκυλί και κυνηγάει τους κλέφτες.
Σέρνει τσεκούρια 'ς τ' άλογα, τσεκούρια 'ς τα μουλάρια,
για να τσακίζει γόνατα, για να τσακίζει χέρια.
Κι όσοι κλέφτες τ' ακούσανε, πάνε να προσκυνήσουν.
Ο Ζαχαράκης μοναχά δεν πάει να προσκυνήσει.
Ράχη σε ράχη περπατεί, λημέρι οε λημέρι.
"Εγώ ραγιάς δε γίνομαι, Τούρκους δε προσκυνάω.
Ελάτε, παλικάρια μου, όλοι να συναχτείτε,
τι έχω να κάνω πόλεμο μ' αυτόν τον Σουφ Αράπη,
να δείξουμε τη λεβεντιά και την παλικαριά μας,
να ιδεί τουφέκι κλέφτικο, τα βόλια μας που πέφτουν,
να μην περνά να τυραννά αδύνατους ραγιάδες"».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου