ΤΟ ΤΑΓΙΣΜΑ ΤΗΣ ΒΡΥΣΗΣ
του Γιάννη Αν. Σαντάρμη
- Τσούπρα, πού πας με το σταμνί και με τα πολυσπόρια,
τώρα σιμά στην κονταυγή, μες στη βαθιά θαμπούλα;
-Πάγω γι’ αμίλητο νερό, τη βρύση να ταγίσω.
Άγιος Βασίλης έφτασε, Γενάρης ξημερώνει
και μες στ’ αχνό το χάραμα, κοντά στο πρώτο φέγγος
ξυπνάν στις κούρνιες τα πουλιά και στη βοσκή τραβάνε,
ξυπνάει κι η κόρη του χωριού κι από το σπίτι βγαίνει,
κρατεί στον ώμο το σταμνί, τα μπούλια στην ποδιά της
Σαν πάπια μοιάζει ως περπατεί, σαν πέρδικα ως διαβαίνει
με το γελέκι τ’ όμορφο, με τα λαμπρά τα ρούχα,
ζουνάρι έχει στη μέση της, στα χέρια πιλιτζίκια
και καρφοδέλα στα μαλλιά κι εμπρός στην τραχηλιά της
αράδες πάνε τα κουμπιά κι αρμάθες τα γιορντάνια.
-Δασιοπερπάτα, λυγερή, γοργοδρασκέλα, κόρη
γιατί διαβάτες απαντάς, περάτες ανταμώνεις,
αυτοί χαλεύουν μίλημα, γυρεύουν καλημέρα
γιατί διαβάτες απαντάς, περάτες ανταμώνεις,
αυτοί χαλεύουν μίλημα, γυρεύουν καλημέρα
κι εσύ να λες δε βούλεσαι, να κρένεις δεν το θέλεις.
Γλήγορα η κόρη περπατεί κι όσο να πάει στη βρύση,
όποιον στο δρόμο συναντά κι όποιον στη στράτα βρίσκει,
τον προσπερνάει με διάνεμα, τον χαιρετάει με νέμα.
Να τη, που φτάνει η κορασιά, στη βρύση που σιμώνει,
σταυροκοπιέται και πετά στην πέτρινη της κούπα
ένα ασημένιο, ένα φλουρί, ένα κωνσταντινάτο,
σκορπάει και σταροκρίθαρο και ρόκα και ρεβύθια
κι εκεί που ρίχνει τα σπειριά και τ’ άσπρα τέτοια λέει.
-Φάγε, βρυσούλα μ’, ταγισιά κι όπως εσύ χορταίνεις
κι όπως κυλάει τ’ αφίρι σου και τρέχει το νερό σου,
έτσι κι εμένα ολοχρονίς στο σπίτι μου να τρέχουν
κι όπως κυλάει τ’ αφίρι σου και τρέχει το νερό σου,
έτσι κι εμένα ολοχρονίς στο σπίτι μου να τρέχουν
τα πλούτια κι από γέννημα χορτάτα πάντα να ‘ναι.
Παίρνει στο μπότι ή νια νερό, παίρνει στη στάμνα αφίρι,
παίρνει και το στρατί στρατί κι όσο να πάει στο σπίτι
μηδέ μιλά, μηδέ λαλεί, μηδέ και κουβεντιάζει.
Γλωσσάρι
αφίρι, το = νερό άφθονο και παγωμένο.
διάνεμα, το = γνέψιμο.
καρφοδέλα, η = συγκρότημα μεταλλικό με τουρλωτό σχήμα από μικρά συνδεδεμένα αντικείμενα και με μυτερή βελόνα, 20 εκατοστών, που περνιέται στα γυναικεία μαλλιά και χρησιμοποιείται για κόσμημα, κεφαλοκαρφίτσα, καρφοβελόνα.
μπότι, το = μακρόλαιμο λαγήνι.
μπούλια, τα = διάφορα όσπρια και δημητριακά.
νέμα, το = νεύμα.
πιλιτζίκι, το = βραχιόλι.
τάγισμα της βρύσης = την Πρωτοχρονιά, στα χωριά της δυτικής Φθιώτιδας, η κάθε παντρεμένη γυναίκα ή η κάθε κόρη, πριν ακόμα ξημερώσει, στολισμένη με τα γιορτικά της, έπαιρνε μαζί της λίγα απ’ όλα τα εισοδήματα του σπιτιού της, δηλαδή σιτάρι, λάδι, τυρί, μέλι κλπ. και πήγαινε στη βρύση του χωριού. Στον ώμο της κουβαλούσε και το κανάτι, να πάρει νερό. Σαν έφτανε, έκανε το σταυρό της και έριχνε στην κούπα της βρύσης ένα ασημένιο νόμισμα και έπειτα όσα υπάρχοντα είχε φέρει απ’ το σπίτι, λέγοντας. «Χόρτασε, βρυσούλα μου, για να ‘ναι και το σπίτι μου χορτάτο όλη τη χρονιά». Η τελετή αυτή λεγόταν «τάισμα της βρύσης» και αποτελούσε τη μοναδική εξαίρεση κατά την οποία στη βρύση του χωριού δεν γινόταν, όπως άλλες φορές συμβαίνει, κουτσομπολιό, μεταξύ γυναικών, γιατί τη μέρα αυτή η παντρεμένη γυναίκα ή η κόρη, που θα πάει στη βρύση, πρέπει να γυρίσει στο σπίτι της με τη στάμνα της γεμάτη νερό αμίλητο, δηλαδή να μη μιλήσει με άλλη γυναίκα, ούτε κατά τον πηγαιμό της στη βρύση, ούτε κατά το γυρισμό της στο σπιτικό της.
χαλεύω = ζητώ.
Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ»
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
1 σχόλιο:
Η παράδοση είναι αυτή που θα μας κρατήσει όρθιους & περήφανους σαν έθνος. Την παράδοσή μας προσπαθούν εδώ και χρόνια οι εχθροί μας να αλλοιώσουν & να ξεριζώσουν.
Δεν θα τους περάσει. Αντιστεκόμαστε!!!
Δημοσίευση σχολίου