ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ
[Τα
κακομούτσουνα παγανά του Δωδεκαήμερου]
Του Τάκη Ευθυμίου Από το βιβλίο του: «Ξορκισμός στη Λήθη»
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, ως επίσημης θρησκείας του κράτους μας, ρήμαξαν οι ψεύτικοι ολύμπιοι θεοί που λάτρευαν μέχρι τότε οι Έλληνες. Δύσκολα, όμως, ξερίζωσε ο χριστιανισμός τις μεγάλες γιορτές των αρχαίων Ελλήνων. Οι σπουδαιότερες αυτές γιορτές γίνονταν στα τέλη Δεκεμβρίου, στο Δωδεκαήμερο, προς τιμήν του Ήλιου, όπου μεταμφιεσμένοι ενοχλούσαν και φόβιζαν τους ανθρώπους. Από αυτούς προέκυψε η δοξασία των καλικάντζαρων. Αυτές τις γιορτές ο χριστιανισμός τις αντικατέστησε με την εξύμνηση του «Ήλιου της Δικαιοσύνης», τον Ιησού Χριστό. Ο λαός μας, όμως, δεν αποχωριζόταν εύκολα τις συνήθειες και τις δεισιδαιμονίες του που φοβόταν ακόμα και είχε μάθει να τις σέβεται. Έτσι παράλληλα με τις εκκλησιαστικές γιορτές κράτησε και ορισμένες παλιές δοξασίες. Μία απ' αυτές ήταν και οι καλικάντζαροι, τα παγανά όπως αλλιώς τα λέγανε.
Οι κάτοικοι του χωριού μας, σαν αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού λαού πίστευαν και αυτοί στην ύπαρξη των κακόμορφων, πονηρών και ενοχλητικών πλασμάτων που
έρχονταν
πάνω στη γη το Δωδεκαήμερο, δηλαδή από τα Χριστούγεννα έως τα Φώτα, για να ταλαιπωρήσουν με τα αστείρευτα καμώματα τους ανθρώπους και ζώα. Η παράδοση τους παρουσιάζει με σωματικά και ψυχικά ελαττώματα και κουσούρια. Άλλοι είναι κουτσοί, άλλοι στραβοί, άλλοι μονόφθαλμοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι και γενικά όλα τα σακατιλίκια τα βρίσκεις απάνω τους. Το ίδιο είναι και τα ρούχα τους τρισάθλια, ελεεινά και ξεσχισμένα. Οι γιαγιάδες μας διηγούνταν στα εγγόνια τους την πιο συνηθισμένη ιστορία γι' αυτούς. Δηλαδή ότι τη γη βαστάει μια κολόνα με τέσσερις στύλους. Εκεί κάτω οι καλικάντζαροι πασκίζουνε να κόψουν την κολόνα για να πέσει η γη. Πα πριόνι χρησιμοποιούν τρίχες από αλόγου ουρά. Δουλεύουν πεισματάρικα όλη τη νύχτα από των Φώτων ως τα Χριστούγεννα και κοντεύουν να
την κόψουν. Όταν όμως έρθουν τα Χριστούγεννα, αφήνουν τη δουλειά και έρχονται στον απάνω κόσμο να κάνουν τις ζαβολιές τους. Τότε η κολόνα θρέφει ξανά τις δώδεκα ημέρες που λείπουν κι όταν κατεβαίνουν κάτω αρχίζουν πάλι απ' την αρχή. Έτσι γίνεται πάντα και ποτέ δεν κατόρθωσαν να την κόψουν. Ακόμη διηγούνται διάφορες κωμικές σκηνές όπως ότι: Ένας μακροπόδαρος καβαλικεύει έναν κόκορα και τα πόδια του κρέμονται καταγής. Άλλος πάλι κοντορεβιθούλης καβαλικεύει γάιδαρο
ψηλό κι όταν πέφτει χάμω δεν μπορεί να ξανανέβει.
Άλλος χαρακτηρισμός τους θέλει λαίμαργους, ν' αγαπούν το χοιρινό και τις τηγανίτες. Τα παγανά κατεβαίνουν στο σπίτι απ' το τζάκι, χύνουν το νερό και σκορπάνε το αλεύρι. Φοβούνται όμως τη φωτιά και κυνηγάνε τη στάχτη. Η στάχτη αυτή θεωρείται παγανίσια, γι' αυτό όσο κρατούν τα παγανά, οι νοικοκυρές δεν τη χρησιμοποιούν για πλύσιμο των ρούχων (αλσίβα), γιατί μαγαρίζονται. Ακόμη είναι φιλόνικοι και δίγνωμοι, γι' αυτό, αν και το επιθυμούν πολύ δεν μπορούν να κάνουν κακό στον άνθρωπο. Άλλοι πιστεύουν ότι όποιος καταφέρει και δέσει καλικάντζαρο από το πόδι με κόκκινη κλωστή, θα τον έχει δούλο του για τις δύσκολες δουλειές. Σύχναζαν κυρίως στους νερόμυλους. Επειδή στο χωριό μας υπήρχαν αρκετοί, το Δωδεκαήμερο δεν τους πλησίαζαν εύκολα, επειδή υπήρχε ένας διάχυτος φόβος ακόμη και στους ψυχραιμότερους. Ο φόβος από τους καλικάντζαρους έκανε τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν διάφορα αποτρεπτικά μέσα. Άλλοι κρεμούσαν στην καπνοδόχο ένα κατωσάγονο χοίρου, άλλοι έκαιγαν αλάτι ή παλιοπάπουτσο ώστε οι κρότοι και η δυσωδία του καπνού ν' απομακρύνουν τους ανεπιθύμητους καλικάντζαρους. Άλλοι τους εξευμένιζαν προσφέροντας τους τηγανίτες ή γλυκά. Οι γεροντότεροι έδιναν στους νεότερους διάφορες αποτρεπτικές συμβουλές όπως:
Να μην πολυσεργιανάνε τα βράδια του Δωδεκαήμερου γιατί τριγυρνάνε τα παγανά και δε χωρατεύουν σαν αντικρίσουν άνθρωπο στο δρόμο τους.
Το κυριότερο αποτρεπτικό μέσο, όμως, ήταν η φωτιά η οποία έκαιγε ασταμάτητα μέρα νύχτα στο τζάκι, όλο το Δωδεκαήμερο. Την παραμονή των Φώτων όλη η φαμίλια των καλικάντζαρων φεύγει τρομαγμένη. Φοβούνται μην τους προφτάσει ο παπάς με τον αγιασμό και τους ζεματίσει με το καυτό νερό που κουβαλάει η παπαδιά. Οι γέροι καλικάντζαροι αργά-αργά λένε στους άλλους με τη χοντρή φωνή τους για να ξεφύγουν: «Φεύγεστε να φεύγουμε γιατί έρχεται ο ζουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και την καταβρεχτούρα του»
Κι όταν ξεκινούν οι μεγάλοι ακούγεται παραπονεμένη η φωνή του καλικαντζαράκου που ξέμεινε πίσω δένοντας τα τσαρουχάκια του: «Καρτεράτε με κι εμένα να βάλω το τσαρχάκι μου».
Αστείρευτος ποταμός η φαντασία των προγόνων μας και πολύτιμος θησαυρός της λαϊκής μας παράδοσης.
1 σχόλιο:
Σπουδαίο το έργο και η προσφορά σου στην ιστορία και στην παράδοση του τόπου, φίλε Τάκη.
Να είσαι πάντα καλά να ερευνείς, να γράφεις, να δημιουργείς!
Δημοσίευση σχολίου