ΤΑ ΜΠΟΛΙΑΡΙΚΑ
Η ΣΥΝΘΗΜΑΤΙΚΗ
ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΦΑΝΟΠΟΙΩΝ
ΤΟΥ ΤΥΜΦΡΗΣΤΟΥ
(Του Γεώργιου Ι. Τσουκνίδα, φιλολόγου – ερευνητή
Γ΄ βαθμίδας)
Τα «μαστορικά της πατρίδας μας», που, ίσως έχει επισημανθεί, τα αγκαλιάζει συγγένεια -άλλοτε στενότερη κι άλλοτε χαλαρότερη- (Τριανταφυλλίδης, Μ. 1923, 250), έχουν, ως επί το πλείστον, κοιτίδα τους την Ήπειρο (πβ. Σάρρος, Δ. Μ. 1923, 522* Βαγιακάκος, Δ. Β. 1956, 324-325' Οικονομίδης, Δ. Β. 1960, 172). Και τα μπολιάρικα του Τυμφρηστού1, ενός χωριού της Φθιώτιδας, πού βρίσκεται πάνω στο ομώνυμο βουνό, σε ύψος 850 μέτρων, στο δρόμο Λαμίας-Καρπενησιού, προέρχονται -ένα σημαντικό μέρος τους τουλάχιστον- από την ίδια ρίζα- Μόνο που πολλά στοιχεία τους δεν τα πήραν απευθείας από την Ήπειρο -υπάρχουν και τέτοια-, αλλά μέσω μιας άλλης συνθηματικής γλώσσα, που είναι τα μπολιάρια των Κραβάρων (απ' όπου και το όνομά τους).
Οι άντρες του χωριού -παλιότερα κυρίως- εργάζονταν ως φανοποιοί («φαναρτζήδις») σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, χρησιμοποιώντας ως μέσο αμυντικό και επιθετικό (πβ. Τριανταφυλίδη, Μ. 1953, 665) το συνθηματικό τους ιδίωμα. Τα μπολιάρικα («όου-λιάρ'κα») χρησιμοποιούν και σήμερα οι κάτοικοι του Τυμφρηστού, συνήθως αστειευόμενοι, αλλά και όταν θέλουν να μη γίνονται αντιληπτοί από άλλους.
Στο πρώτο μέρος της ανακοίνωσης θα εξετάσουμε το λεξιλόγιο της μυστικής αυτής γλώσσας και στο δεύτερο την προέλευση και τις σχέσεις του με τα άλλα ελληνικά συνθηματικά λεξιλόγια.2
1.ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ.
Οι λέξεις μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: εκείνες που σχηματίστηκαν με παραμόρφωση λέξεων της μητρικής γλώσσας και αυτές που αποτελούν νεολογισμούς των ελληνικών συνθηματικών γλωσσών ή είναι δάνεια από ξένες γλώσσες.
1.1.Παραμόρφωση λέξεων της μητρικής γλώσσας
1.11.Φωνητικός
μετασχηματισμός
Συνήθως γίνεται μετάθεση συμφώνων: άφιδρος=αδερφός, αφιδρή = αδερφή, αάφρου = φράγκο, Γρώιους(<Γρώ)ους) = Γιώρ-γος, ζιμές=μεζές, ιτφά=εφτά, κείσου{<είκουσ')=είκοσι, λάγα-γάλα, λακάι=καλάι, λαμώνσυ=μαλώνω, λαπαβός,-ή,-ό=παλα-βός,-ή,-ό, λάσκο= σκάλα, λιαμά=μαλλιά(=[λ'αμά]<[μαλ'ά]), λιαπός=παλιός, ( = [λ'απός]<[παλ'ός]), Λιβούχ' = Βελούχι, λ'ικ'άφ=κεφάλι, λιμάγους-λιμάγ''λιμάγου = μεγάλος,-η,-ο, λΊχιάρ'κου=χιλιάρικο, Νάγιους = Γιάννσς( = [<Νάγ'ους]< [Γόνους]), νακπός (πληθ. νακπά) = καπνός, ξέι-έξι, νάπ'(<πάν')=πάνω, Νάπους=Πάνος, Ναφώ=Φσνώ, ν'ιπήάα=πενήντα, ξέι=έξι, ουχτώ=οχτώ, Ραίμη = Μαίρη, ρασάάα=σαράντα, ράστ'=στάρι, ραστάκ'-σταράκι, ρέμα=μέρα, ρέξου=ξέρω, ρέπα=πέρα, ρέχ'=χέρι, ρικ'άσ'=κεράσι, Ριπικλ'ης=Περικλής, ριπούν'=πιρούνι, ριτσάγου=τσιγάρο, Ρίχστους=Χριστός, ρουπάδ'=ποδάρι, Ρουσήτ'ς=Σωτήρης, ρουφά=φουρά, ρουχ|ό=χωριό, Ρύσπους=Σπύρος, ρυσφί=σφυρί, σέτιρις,-α, τέσερις,-α, σίπου=πίσω, σόπου=πόσο, στάκανου=κάστανο, στουσρά=μπροστά, τάκ'{<κάτ')=κάτω, τακαή(ς)(<καταή)=καταγής, τρακάου(<κατ'ρά-ου)=ουρώ, τσέι=έτσι, τσέι-τσέι=έτσι κι έτσι, Τσώκους=Κώστας, φιτρύλ'λ=τριφύλλι, χιόι=όχι. Ίσως και το ατσκίζου (=πεθαίνω) <τσακίζου, -ω.
Ο ενεστώτας ορισμένων ρημάτων σχηματίζεται από το θέμα του αορίστου: γ'ύφου(<φύγου)=φεύγω, κ'ώθου(<δώκου)=δίνω, τσάκουμι(<κάτσου'το,-ούμι κατά τον ενεστώτα)=κάθομαι.
Μερικές φορές έχουμε ουρανικοποίηση:κ'ώθου(<δώκου)=δίνω, λ'ακαοόκ'=καλαμπόκι, λ'άπ'φους(<πάφ'λους)=πάφιλας, λ'έθου=θέλου, λ'ώκους=πρωκτός, ν'άβου = βάνω, βάζω, Ν'αθάης(<Θανάης)=Θανάσης.3
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Άλλοτε
Πέρα
Κάψη.
2.Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης η μορφολογία και η σημασιολογία του συνθηματικού ιδιώματος του Τυμφρηστού.
3.Τους τύπους Ν'αθάης, α'έδα, 'ϋακό και στάΰουρας κατέγραψα όπως μου τους είπε ο Δημήτριος Παπαρούπας, 60 ετών (1973), που θεωρείται ότι ξέρει καλύτερα ταμπολιάρικα. Άλλοι λένε: Ναθάης, κ'έδα, ιτακό, στάμουρας (αλλά λ'ακαοόκ', ν'άβου, ν'άμα, Ορήμους, ύύμ', φούμια, Οώφ'ς κλπ.).
Πηγή: Η φωνή του Τυμφρηστού - Επιμέλεια σελίδας: Παναγιώτης Φύκας
Επιλογή-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου