TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Διόνυσος



    ΤΟ… «ΦΙΛΑΡΑΚΙ» ΜΑΣ, Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ!
[του Μπάμπη Μώκου]

Ήρθε κι ο Σεπτέμβρης. Ο τρυγητής. Ήρθε κι ο τρύγος, η τελετουργία, το πανηγύρι της ζωής. Με χαρές, τραγούδια και …στη συγκομιδή, ερωτικά παιχνιδίσματα. Ας είναι καλά, όπου κι αν βρίσκεται, ο Χριστόπουλος, εκείνος ο εξέχων φαναριώτης ποιητής που συντήρησε την εκπληκτική παράδοση του αισθησιοκρατικού ανακρεοντισμού, βγάζοντας όλη του την πλούσια  λεκτική  στόφα στα βακχικά ποιήματα και στιχουργήματα που μιλούν για ανέμελη ευτυχία του έρωτα  στη διάρκεια του τρύγου.
Ας είναι καλά κι ο ρομαντικός Ραγκαβής που μέσα απ’ το ποίημά του
«Ο τρύγος» αποτυπώνει υπαινικτικά την ευτυχία και τη συναισθηματική ανύψωση  κάποιου τρυγητή, που την ώρα της συγκομιδής εξέφρασε τον έρωτά του  σε κάποια κοπελιά, που μαζί του μάζευε σταφύλια. Γράφει – μιλά, λοιπόν απευθυνόμενος στην υπόλοιπη παρέα που τον ειρωνεύονταν:

                                              «Πως γελάτε, ήταν χείλια
                                              όχι κόκκινα σταφύλια.
                                             Όπως θέλετε. Εγώ έτσι
                                              ηξεύρω να τρυγώ…»

Από κοντά και ο σπουδαίος ηθογράφος, ο Κρυστάλλης, που σπεύδει να αποτυπώσει αριστουργηματικά τα του τρύγου  στο ποίημά του «Το τραγούδι του τρυγητού».
Αν κανείς ανατρέξει σε σταχυολογήματα της λογοτεχνίας και της ελληνικής λαογραφίας, σε σχέση με τα δρώμενα του τρύγου, θα ανακαλύψει πραγματικά αριστουργήματα. Εκείνη όμως που είναι πραγματικά αξεπέραστη είναι η λαϊκή μούσα, που με θαυμάσια επινοητικότητα συνθέτει στιχουργικά αμαλγάματα, όπως:
                                              «Τ’ αμπέλι θέλει τρύγημα
                                              και το σταφύλι κόμμα.
                                              Κι η κοπελιά αγκάλιασμα
                                              και φίλημα στο στόμα…»

Η αρχαία ελληνική τέχνη και παράδοση βρίθει από αισθησιακές σκηνές με τον Διόνυσο σε σχέση με την άμπελο και τον οίνο, να χαριεντίζεται με την Αφροδίτη. Αλλά και ολόκληρη η μυθολογία είναι γεμάτη με σάτυρους και νύμφες σε αμπελώνες σε σκηνές τρύγου, αφού το κύριο προϊόν του, το κρασί αποτελούσε πάντοτε ένα από τα βασικά συμπληρώματα της διατροφής και είναι συνώνυμο της ανθρώπινης …ευωχίας.
Βρίθει επίσης  από λεπτομερείς αναφορές υπέρμετρης συμπάθειας των Αρχαίων Ελλήνων στο κρασί και  τον προστάτη του  θεό Διόνυσο. Χαρακτηριστικά  αναφέρεται  πως  όταν οι  Ετρούσκοι  απαγάγουν τον  θεό  και  τον οδηγούν στην Ιταλία, εκείνος  φανερώνει   την  «θεϊκότητά» του, «φυτεύοντας» στο πλοίο ένα  αμπέλι (!) που αναρριχάται στο… κατάρτι. Από εκεί μετατρέπει –μεταμορφώνει τους πειρατές σε θαλάσσια δελφίνια!.

«Μέσα στο πλοίο,το κλήμα αναρριχάται στο κατάρτι και οι
 πειρατές μεταμορφώνονται από τον Διόνυσο σε δελφίνια…»
                   
Από  την  Αριάδνη, κόρη του Μίνωα, βασιλιά της Κρήτης, ο Διόνυσος αποκτά δυο  γιούς. Από συμπάθεια  στο κρασί τους ονομάζει  Οινοπίωνα και Στάφυλο.

Ο Διόνυσος με την Αριάδνη

Ο Διόνυσος  είναι το πρόσωπο-σύμβολο που διατρέχει διαχρονικά πολλές πτυχές τους ελληνικού πολιτισμού. Θεός αμφίσημος και συχνά αντιφατικός (χαρά, ευθυμία), αλλά και με σκοτεινές πτυχές (ταφικά, νεκρικά-Ζαγρεύς), με αναφορά από την προϊστορική εποχή(Πινακίδες Γραμμικής Β΄), με βασικό υπομνηστικό θεϊκό ρόλο στο τελετουργικό και θεματολογικό των πρώτων αλλά και ύστερων έργων των αρχαίων τραγωδών.
Θεός μνημονευόμενος απαραίτητα στα συμπόσια (πολυχαιρετίσματα, προπόσεις), πλαισιωμένος από Σατύρους, Σειληνούς, Μαινάδες και Υάδες  (Σημ.Κρατήρας του Δερβενίου).
Πολυσχιδής, πολύπλευρος, της έξαψης, της διέγερσης, με καταγωγή  απροσδιόριστη, κατά πολλούς εξωτική, κατ’ άλλους (Θράκη, Φρυγία), αποτελεί την επιτομή της εκστατικής λατρείας.
Το όνομά του πιθανά προέρχεται: Το πρώτο συνθετικό από τον Δία, που παραφραστικά αναφέρεται Διο. Κατά το δεύτερο συνθετικό από τον μικρασιάτικο ή κατ’ άλλους αιγυπτιακό όρο νύσα, λέξη που σημαίνει δένδρο . Γι’ αυτό και ονομάστηκε Ένδενδρος ή Δενδρίτης.  
Διπλωμάτης, κινούμενος πάντα στο …μεταξύ, δηλαδή ανάμεσα στο… περίπου και το «όλον», το θηλυκό και το αρσενικό, «το αυτό» και το «έτερον» των  αρχαίων, με ειδική συμπάθεια στις παντρεμένες γυναίκες. (Για τις παρθένες, προστάτις ήταν η Άρτεμις).
Σαν θεός ερωτύλος, φθάνει  ο …αθεόφοβος, όταν χάνει τη Βρυσηίδα να… κλέψει από τον Αχιλλέα τη Χρυσηίδα!
Απεικονίσεις της αττικής κεραμικής υμνούν περίτρανα την Διονυσιακή λατρεία , τον Διονυσιακό εορταστικό χαρακτήρα. Προς τιμήν  του  θεού οργανώνονται  τα «Μικρά» και «Μεγάλα  Διονύσια» (Ποιητικοί και θεατρικοί αγώνες μετά από κρασοκατάνυξη). Προκύπτει  ταυτόχρονα  ο «Διονυσιακός  Διθύραμβος». Ο  Αριστοφανικός Τρυγαίος  λογίζεται  σαν  «εκλεκτός» - ειδήμων  και  καταξιωμένος  αμπελουργός.
Είναι περίφημες οι Βακχικές τελετές της αρχαιότητας, όπου η βακχική …υπενθύμιση, αφορά τον εξαγνισμό και τον εξιλασμό συγχρόνως.  (Αποτροπή και τιθάσευση της εκστασιακής μανίας).
Όπου οι πρόγονοί μας σαν άνθρωποι αναζητούν ευκαιρία  να δραπετεύσουν  από τα δεσμά της κοινωνικής ευπρέπειας  να  ξεφύγουν από την συμβατική διαβίωση και γι’ αυτό ανακαλύπτουν και «διορίζουν» σαν θεό τους το Διόνυσο, όχι όμως σαν άλλοθι, μα σαν υπαγορεύοντα ένα άλλο ιδιαίτερο συλλογικό τρόπο ζωής.  Η έκσταση  είναι πάντα διττή, συλλογική, όχι κατά μόνας και ο θεός και Βάκχος και Λύσιος, δηλαδή και αποφορτιστής, απολυτρωτής για τη δύσκολη καθημερινότητα των αρχαίων.
Η  θρησκεία  των αρχαίων  είναι κοινωνιοκεντρική. Το αρχαίο θεοκρατικό συναίσθημα είναι, απόλυτα πολυθεϊστικό, όπου οι άνθρωποι επινοούν θεότητες ανάλογα με τις προκύπτουσες κοινωνικές ανάγκες Γι’ αυτό και οι θεοί έχουν «αρμοδιότητα», ο καθένας δικό του τομέα …ευθύνης. (Εδώ οι διάφοροι ερευνητές διαπιστώνουν ειδικά σε σχέση με τον Διόνυσο, στοιχεία θεοκρατικού συγκριτισμού).
 Οι αρχαίοι  δεν  πολυενδιαφέρονταν  για  τον «άλλο κόσμο», τη μεταθανάτια  ζωή  άσχετα αν και για τον Άδη  στη  μυθολογία  υπάρχουν πάμπολλες σχετικές αναφορές (Αχέροντας, τίμημα καθόδου κ.λ.π).
Οι πρόγονοί μας  προσάρμοζαν λοιπόν «εφευρετικά»-επιλεκτικά τις διαθέσεις λατρείας, ανάλογα με τα εν ζωή «δρώμενα», βαφτίζοντας  κάθε  φορά  ένα Θεό-προστάτη.  Αυτό συνέβη στο έπακρο με τον Διόνυσο.
Η ιδιόμορφη όμως λατρευτική   βάση του Διονυσιασμού έχει να επιδείξει και τα πρώτα μονοθεϊστικά λατρευτικά πρότυπα. Στην Πάφο της Κύπρου, ο Διόνυσος αναγνωρίζεται μια εποχή ως ο μοναδικός θεός. Η σφοδρή διάδοση της λατρείας του ξεπερνά τα ελληνικά σύνορα και από Έλληνες εποίκους  φθάνει-περνά τον 8ο   π.Χ. αιώνα  σαν μεταλαμπάδευση   στους Σταμνίτες της Ιταλίας που τον λατρεύουν επίσης σαν μοναδικό θεό.
Ο Όμηρος και ο Ησίοδος που θεωρούνται από τους πιο …θεολογούντες, τον αναφέρουν σπάνια. Όμως από το 680 π.Χ. περίπου
έρχεται η ποίηση του Αρχίλοχου που ως επικά διαμορφωμένη λογίζει τον Διόνυσο κυρίαρχο, βασιλέα.
Τα έπη, η λυρική ποίηση, τα επιγράμματα μας θυμίζουν  πως  για τον Διόνυσο έγραψαν ο Αισχύλος  και ο Ευριπίδης, όχι όμως και ο Σοφοκλής γιατί λόγιζε τον εαυτό του σαν εκπρόσωπο του καθωσπρεπισμού. (Εκτός του Θηβαϊκού Κύκλου).
Ο Όμηρος τον αναφέρει  στο έργο του μία και μοναδική φορά. Αιτία πως είχε τη σφοδρή αντιπάθεια των ευγενών πολεμιστών, της υψηλής κοινωνικής τάξης. (Αν δηλαδή κάποιος σήμερα αποπειράται ερμηνεία των πολιτικών του διαθέσεων, θα τον τοποθετούσε ανάμεσα στον αντισθενισμό, τον κυνισμό και, γιατί όχι, στον άκρατο …αναρχισμό). Παρακινδυνευμένα μεν, αλλά ίσως κατά νοοτροπία θα τον χαρακτηρίζαμε σήμερα σαν …περιπλανώμενο ρεμπέτικο  αλάνι, που δεν …καταλάβαινε τίποτα.
Σαν  θεός  λογίζεται και ως προστάτης της …απύθμενης αναπαραγωγής της φύσης. Αν κανείς περιδιαβεί προσεκτικά τα χορικά στις Βάκχες , συναντά τον Διόνυσο να υπαγορεύει στη φύση σπουδαία  παραγωγή μελιού, γάλακτος, χυμών και βέβαια κρασιού.
Σ’ αυτό το τελευταίο οι αρχαίοι δίνουν και τη μεγαλύτερη σημασία, γιατί το κρασί φέρει ενθουσιασμό, δηλαδή …ενθέωση.
Σημ: Μέρος, περιοχή όπου λατρεύεται  υπέρμετρα είναι η Μακεδονία και το τρίπτυχο, Πιέρια, Όλυμπος και Μακεδονικά Τέμπη, δηλ. η Αρέθουσα. Ο λόγος  πως εκεί ο Ευρυπίδης γράφει  τις «Βάκχες» (στην Αρέθουσα), όταν το 408 π.Χ. είναι προσκεκλημένος του Βασιλιά Αρχέλαου.
Η  ιστορική αλήθεια είναι πως ο Διόνυσος ουδέποτε  προτάσσει το κρασί σαν θεϊκό «πότο», παρά μόνον σαν προϋπόθεση για ακολασία,  έκσταση  και …παραλογισμό ζωής. Ο ενθουσιασμός  η ευεξία, η ευφορία μετά  την  κρασοκατάνυξη, η εκστατικότητα για αποφυγή από τον  μανιώδη τρόπο, επιφέρουν τελικά την έκλυση, τα  όργια, την  ανεξέλεγκτη  συμπεριφορά  στις  λατρείες.
Την Διονυσιακή  λατρεία επικαλείται   για …ελευθεριότητα  στην  αρχαιότητα  το  γυναικείο  κίνημα. Για τούτο και ο θεός ονομάζεται, με την ευκαιρία, (Ελευθέριος Διόνυσος).
Στις «Βάκχες» του  Ευρυπίδη, όπου από πολλούς  θεωρείται ότι εκθειάζεται  η  Διονυσιακή λατρεία, αν  κανείς εντρυφήσει, θα διαπιστώσει ακριβώς το αντίθετο. Θα διαπιστώσει μάχη ανάμεσα στη
λογική   και  τον παραλογισμό. Ο  Πενθέας, συγγενής  του Κάδμου και εξάδελφος του Διόνυσου  εκπροσωπεί  την ορθολογιστική αντίληψη των  πραγμάτων. Ο Διόνυσος αφού τον καθυβρίζει, του μιλά ειρωνικά  και  απαξιωτικά   και  ως …θεός  για να τον εκδικηθεί τον «στέλνει»  στο  βουνό στις  Μαινάδες να  ταλαιπωρηθεί. Οι Μαινάδες  παντρεμένες  ακόλαστες  γυναίκες, όργανα  του θεού  μαζί  με τις  Θειάδες, αποτελούν σύμφωνα  με τη μυθολογία ό,τι  χειρότερο για  επίδειξη  συμπεριφορών  ορθολογισμού,  αφού  διαβιούν  συνεχώς  κάτω από την επήρεια του κρασιού, επιδεικνύοντας  συμπεριφορές κραιπάλης, όπως οι κοινές πόρνες. Στην τραγωδία δεν προωθείται  ο Διονυσιασμός, αλλά η  υποκριτική θέση  του θεού για αντιπαράθεση και τελικά  εξόντωση  του Πενθέα, αφού  αυτός ως θεός είναι αθάνατος και ο άλλος… κοινός  θνητός.
«Σάτυροι, Μαινάδες και Διόνυσος»
(Ερυθρόμορφος αμφορέας (500-495 π.Χ.)

Όπου η «θεϊκότητα», ακατάρριπτο σαν άλλοθι, συμβάλλει καθοριστικά στην απονομιμοποίηση συμπεριφορών  απάνθρωπων, σκαιών, έκλυτων, απαλλάσσοντας  επιλεκτικά τον θεό από κάθε ανόμημα. Είναι συνεπώς πεπλανημένη η άποψη  πως ο  θεός Διόνυσος υπήρξε ο κατ’ εξοχήν προστάτης του κρασιού και κάθε υγιούς οινοδιεργασίας.
Είναι επίσης εκπρόσωπος  άκρατου ενθουσιασμού, «Ενθουσιαστικός» με εμβλήματα το Θύρσο και τη Δάδα), θεός της εξαπάτησης, της  πονηριάς, της κατεργαριάς και της οργιαστικής… φρενίτιδας (ο «φαλλός»  σαν βασικό έμβλημα), τυχοδιώκτης, προστάτης του εκπληρωμένου έρωτα, της ιερής τρέλας, της γονιμότητας και η θεραπεία της λατρείας του αναλαμπή στα άγρια παράδοξα της ανθρώπινης ζωής.
 Θεός «οινοβαρής», παγανιστής ήταν που χρησιμοποίησε σκόπιμα το κρασί  για κάλυψη απέναντι σε συμπεριφορές και πράξεις ακολασίας ανεξέλεγκτες, χυδαίες. Ήταν θεός… «μουρντάρης». Το αρχέτυπο του κατεργάρη.
Το δεδομένο της διφυούς  φύσης του  (μισός θεός, μισός άνθρωπος) είναι και ο λόγος που δεν βρέθηκε  στο κλασσικό  Ολύμπιο Δωδεκάθεο. Για τους ειδικούς, αυτό είναι και η δικαιολογία της συνεχούς εκτροπής σε συμπεριφορές του.
Η ελληνική μυθολογία, δεν λέει ψέματα. Τα …σέρνει χωρίς άλλο στους θεούς και με το παραμικρό βγάζει τις βρωμιές τους στο φόρα. Μιλάει ανοιχτά, σταράτα, ντόμπρα, ανενδοίαστα.
Ήτανε λέει ο Διόνυσος  σπουδαίος θεός. Σιγά μην ήταν. Ένα «άλλοθι» διαρκείας ήταν η επίκλησή του ώστε να δικαιολογούν την ακολασία, τον ξεπεσμό, τη χυδαιότητά τους θνητοί και θεογέννητοι. Και είχε μαζέψει γύρω του μια …παρέα!...
Μια φάρα, ένα παλιομπουλούκι  μπεκρήδων, έκφυλων, ερωτικά  άρρωστων, διεστραμμένων, θολών, λάγνων αμαρτωλών γλεντοκόπων, μια …συμμορία  ήταν η παρέα του.
Με αρχή τις Μαινάδες ή Βάκχες (αναφέρθηκαν), που φόραγαν τη νεβρίδα (φόρεμα «σιθρού» που τ’ άφηνε όλα έξω) και  είχαν …ρημάξει τη φύση ξεριζώνοντας τους όμορφους κισσούς για να φτιάξουν, λέει, στεφάνια που τα φορούσαν στις τελετές. Άσε που
μέσα στην τρέλα τους απ’ το μεθύσι, γυρνούσαν αλαφιασμένες ανάμεσα  στα ζώα και τα δάση  και επιδίδονταν σε όργια ακατανόμαστα, αφού πρώτα έτρωγαν ωμό κρέας ζώων. (Κι αφού …κολάτσιζαν τα ελάφια και τα ζαρκάδια, οι …αθεόφοβες, έφαγαν, λέει, στο τέλος και τον Ορφέα). (Ωμοφάγοι).
Αν είχαν φωνή οι κορυφές του Παρνασσού και τα φαράγγια του Κιθαιρώνα, ακόμα θα στέναζαν.
Στη …συμμορία, από κοντά και οι τραγόμορφοι και τραγοπόδαροι Σάτυροι και Σειληνοί, γεννήματα των βουνών των πηγών και των ποταμιών, όπου έστηναν παγανιά  για …τα ομορφοκόριτσα.
Μαζί τους ένας άλλος …φίλος τους, ο Πρίαπος ο Ελλησπόντιος , παιδί με «ειδικά» υπερμεγέθη ανατομικά αρσενικά προσόντα.
(Απ’ αυτόν και τα …προσόντα του, βγήκε και η λέξη ΠΡΙΑΠΙΣΜΟΣ).
Μόνο μην του έπεφτε θηλυκό στην …πλώρη και τότε γίνονταν …χαμός.
Την παρέα ...γλύκαιναν και νεαρά …παιδάκια, όπως ο Άμπελος  (ομορφόπαιδο που ο Διόνυσος τον …ορέγονταν!..), ο Ήδοινος, ο Κράτος, ο Μόλπος (τραγουδιστής), η Μέθη, ο Ηδυμελής (εξαιρετικός αοιδός και οργανοπαίχτης), ο Κώμος, η Τελετή κ.α.
Απαραίτητος και ο « κακομούτσουνος» και τριχωτός Πάνας με τη φιλενάδα του  την Ηχώ (λάτρη της μουσικής). Ήταν τόσο άσχημος αυτός ο κερατόμορφος Πάνας , που μόλις η μανούλα του η Δρυόπη τον  γέννησε και τον πρωτοαντίκρισε, η γυναίκα  το ‘βαλε  στα πόδια. (Αυτός δεν ήταν ακριβώς θεός, ήταν και μισός άνθρωπος  και λέγεται πως στη μάχη του Μαραθώνα οι Πέρσες και μόνο στη θέα του, υποχωρούσαν). Άλλη «κόρη» στην παρέα ήταν η Σύριχξ, νύμφη κι αυτή,  που αυτοκτόνησε  πέφτοντας στον Λάδωνα , θέλοντας να ξεφύγει από τον Πάνα, που την κυνήγαγε να τη …στριμώξει. (Και  τότε από τη σύγχυση και την ταραχή που είχε καταλάβει το… κορίτσι, βγήκε η λέξη ΠΑΝΙΚΟΣ!..).
Την παρέα συμπλήρωναν και κάτι άλλοι έκφυλοι ερωτιάρηδες όπως
ο Αριστέας, γιός του Απόλλωνα και της Κυρήνης, που πήγε ο πονηρός
και ερωτεύθηκε, λέει, την Ευρυδίκη, που δεν τον ήθελε και τάχα κάλεσε από μόνη της ένα φίδι που τη δάγκωσε και πέθανε, για να τον εκδικηθεί... (Αηδίες…).
Αφήσαμε τελευταίο τον Δάφνη, το ομορφότερο τσοπανόπουλο της Σικελίας, που οι Μαινάδες δεν τον άφηναν ήσυχο. Το είχαν …ξελιγώσει το παιδί!..
Αυτή, με λίγα λόγια ήταν η παρέα του Διόνυσου. Ομάδα με βιασμούς, χωρίς φραγμούς, άγρια ερωτικά  ένστικτα, μεθυστικές ηδονές και απολαύσεις, ανηθικότητα, παραλογισμό, στυγερά …παλιόπαιδα και κακομαθημένα …παλιοκόριτσα… Και ύστερα, ρεμβώδης ηρεμία και άφωνη έκσταση. Με λίγα λόγια μύηση στη μέθη των αισθήσεων.
Ήταν δηλαδή όλοι τους …μια ωραία ατμόσφαιρα!... Τώρα, τι  διδαχθήκαμε στα σχολεία; Είναι ένα άλλο θέμα, αφού …σχολείο δεν πρόκειται να ξαναπάμε!... Πάντως στον οίνο …«ομνύομεν».
Σταματώ εδώ γιατί όλα τα παραπάνω μου φέρνουν μια σπουδαία  γεύση  από εκλεκτό ελληνικό κρασί  που έχει «σώμα»  και « βαθειά  επίγευση», όπως θα έλεγαν σημερινοί ειδικοί οινογευσιγνώστες. Και του χρόνου!...

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου


Δεν υπάρχουν σχόλια: