Ο Ρουμελιώτης
Σπερχειός… στις καλές τέχνες
(του Αλέξανδρου
Μποτετζάγια)
«Οι Νύμφες χαίρονται τα δάση τα πανώρια,
τα κεφαλόβρυσα των ποταμών και τα χλωρά λιβάδια»
(Ό μηρος Ιλιάς, Υ, 8)
Το ρευστό στοιχείο της
Φύσεως ανέκαθεν έπαιξε έναν ιδιάζοντα ρόλο στην ανθρώπινη ζωή, τέτοιον μάλιστα
που η λαϊκή Μούσα αναγκάστηκε να το θεοποιήσει.
Και δεν είναι μόνο
αυτή η Μούσα. Είναι ολόκληρη η ύπαρξη του κάθε ζώντος οργανισμού. Αυτή που τόση
έχει ανάγκη για την επιβίωση της από το υγρό τούτο στοιχείο. Μα μήπως το ίδιο
αυτό δεν καθόρισε στις φιλοσοφικές του αρχές ο σοφός Θαλής ο Μιλήσιος γι’
αρχικό στοιχείο του κόσμου;
Ο Όμηρος (Ιλιάς,
ραψωδία Φ, 196) λέει, πως «ο Ωκεανός
είναι η κοινή πηγή, από την οποία αναβρύζει κάθε θάλασσα, κάθε ποτάμι, κάθε
κεφαλόβρυσο, κάθε βαθύ πηγάδι». Κι αφού τα νέφη σχηματίζονται κι
αναπτύσσονται στον ορίζοντα, ήτανε πολύ φυσικά αυτός να πιστευτεί σαν μια
τεράστια δεξαμενή που τροφοδοτούσε τη γη με νερό, αυτό που το είχε τούτη
απόλυτη ανάγκη.
Η απλή όμως ιδέα της
γονιμοποιού επιδράσεως, που είχαν τα νερά της βροχής, εξηγεί τον κοσμογονικό
χαρακτήρα που απέδωσαν οι Έλληνες ευθύς εξ αρχής στον Ωκεανό. Ο Όμηρος τον ονομάζει «πατέρα των θεών» (Ιλιάς Ξ, 201: «Ωκεανού τε θεών γένεσιν»).
Αλλά για την ελληνική φαντασία της εποχής εκείνης, η γένεση των
όντων ήταν ακατανόητη, αν δεν ήταν αποτέλεσμα Θείας συζεύξεως. Και τούτη η
δυάδα, καθώς δέχεται ο Όμηρος (Ιλιάς Ξ, 201), αποτελείτο από τον πατέρα (τον
(Ωκεανό) και τη μητέρα Τηθύ (την τροφό δηλαδή, που είναι το νερό, όταν
εξετάζεται με το νόημα της γονιμοποιού ενεργείας του). Εδώ βλέπουμε πόσο άστραφτε
στο φως της ζωής η κρυστάλλινη και διάφανη σκέψη των αρχαίων Ελλήνων, ακόμα και
σε ποια ύψη έφτανε ή χωρίς όρια τολμηρότατη φαντασία τους.
Ο Ησίοδος στη
«Θεογονία» του δέχεται, ότι ο Ωκεανός, στην ένωσή του με την Τηθύ αυτή,
παρήγαγε τρεις χιλιάδες ποταμούς κι άλλες τόσες Νύμφες.
Και η λατρεία των
γονιμοποιών ποταμών, που αρδεύουν το έδαφος κι ευεργετούν τον τόπο (μέχρι που η
Αίγυπτος να ονομάζεται και «κόρη του Νείλου»), ανάγεται στις απαρχές του
ανθρωπίνου γένους.
Τι τελετές, τι
γιορτές, τι τιμές, πόσα τραγούδια δημιουργήθηκαν για τη λατρεία των ποταμών σ’
όλη την οικουμένη. Αφάνταστος είναι ο σεβασμός και η γοητεία απίθανη που
προκαλούν στους λαούς.
Το αίσθημα τούτο της
θρησκευτικής ευγνωμοσύνης, που ενέπνευσε τους πρώτους μας προγόνους να τιμήσουν
σαν θεότητα τα νερά, βρήκε την καλύτερη ερμηνεία του στην Ελλάδα, γιατί — καθώς
λέει ό ΤΤ. Ντεσάρμ στην «Ελληνική Μυθολογία» του — ο τόπος διψάει για βροχή,
που δεν του είναι και τόσο συχνή. Γι’ αυτό, όταν η γη τροφοδοτείται από αυτή,
θεωρείται — και δίκαια άλλωστε — «σ ω τ η ρ ί α». Για χάρη της λατρείας των υδάτων
δημιουργήθηκαν πολλά ήθη κι έθιμα. Ένα
από αυτά είναι το κόψιμο της ωραίας κόμης και τ’ αφιέρωμά της στο υγρό στοιχείο.
Και το έθιμο τούτο άρχισε από τα πρώτα ελληνικά χρόνια. Ακολουθούσε τελετή και
τραγούδι και ασφαλώς και ο σχετικός χορός (όρχησις), για να τιμηθεί όπως έπρεπε
η υδάτινη θεότης.
Στην Ιλιάδα (ραψωδία ψ,
στίχοι 144-151) βρίσκουμε μια αδειάσειστη γι’ αυτό μαρτυρία: Ο Αχιλλέας, απαρηγόρητος
για το Θάνατο του πιο στενού του φίλου Πάτροκλου, αφού κόψανε το νεκρό στην
ειδική πυρά, φεύγει αιφνίδια, καταστενοχωρημένος, κόβει τα ξανθά, όμορφα και πυκνά
του μαλλιά, στέκεται στην παραλία και στρεφόμενος προς τα εκεί που βρίσκεται ο
ποταμός της πατρίδος του, του απαγγέλλει κλαίοντας:
«Σπερχειέ, του κάκου αλήθεια σου ‘ταξεν ο κύρης μου ο Πηλέας
στην ποθητή πατρίδα αν γύριζα κει πέρα τα
μαλλιά μου
στη χάρη σου να κόψω, κάνοντας Θυσία τρανή από
πάνω,
πενήντα κριάρια πλάι στις όχθες σου βαρβάτα να
σου σφάξω,
πάνω στις πηγές, οπού ‘ναι το άλσος σου κι ο
ευωδιαστός βωμός σου.
Τέτοιαν ευχή είχε κάμει ό γέροντας, μα εσύ το ναι δεν το ‘πες!
Τώρα που πίσω πια δεν έρχομαι στη γη την πατρική μου,
ας πάρει τα μαλλιά μου ο Πάτροκλος ο αντρόκαρδος μαζί του».
Καθώς πρόφερε τα λόγια
τούτα, απόθεσε τα κομμένα του μαλλιά στα χέρια του νεκρού του φίλου. Το θέαμα
αυτό προκάλεσε το θρήνο, τον οδυρμό και το τραγουδιστό μοιρολόι όλων των εκεί
Ελλήνων, που άλλωστε κυριολεκτικά λάτρευαν το μεγάλο τους ήρωα κι ημίθεο, το
γενναίο πολέμαρχο Αχιλλέα (και είναι γεγονός πως τότε οι άνθρωποι — αρσενικοί
και θηλυκοί — τόσο υπερηφανευόντουσαν για το εξαίρετο και σγουρό τριχωτό
στόλισμα του κεφαλιού τους, πού δίκαια με πραγματική συγκίνηση το θυσίαζαν στη
Θρησκευτική ποταμίσια λατρεία).
Τη σκηνή της
αφιερώσεως του Αχιλλέα μύριοι καλλιτέχνες (μουσικοί - ζωγράφοι - χορευτές -
αγγειογράφοι -γλύπτες) την έχουν απαθανατίσει σε θαυμάσια έργα τους. (Μην ξεχνάμε
πως κι αυτός ο Θαυμαστός Φειδίας — όπως γράφει το βιβλίο των Μύλλερ - Βίζελερ,
τόμος Ι, εικόνα 27, αριθ. 121) ελάξευσε τη μορφή του Ιλισσού, του ποταμού των
Αθηνών, δραματοποιημένη, στο δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα.
Και είναι γεγονός πως
σαν αισθητικό φαινόμενο ο ποταμός δημιουργεί στην άβυσσο — ψυχή του καλλιτέχνη
αιθέριες εντυπώσεις. Είναι γι’ αυτόν μια ασύλληπτη «παγά λαλέουσα».
Οι όχθες του κεντάνε την έμπνευση, η πρασινάδα
του εξάπτει την φαντασία, το γάργαρο νερό του δροσίζει την υπόσταση, το τοπίο
τον συνεπαίρνει σ’ ένα μαγικό παράδεισο δημιουργικότητας. Έτσι πως να μην
απογειωθεί ο καλλιτέχνης στις σφαίρες εκείνες, όπου το όνειρο γίνεται πραγματικότητα
και η καλολογία Θρησκεία;
Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», Φεβρ. 1974
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου