TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Συμβουλές του Ζάχου Ξηροτύρη

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΕΝΟΣ ΓΕΡΟ-ΔΑΣΚΑΛΟΥ
Δημοσιεύτηκε το 2008, Νοέμβριος, στη «Στερεά Ελλάδα»
 
Ο λαογράφος Ζάχος Ξηροτύρης

    
Γιάννης Σαντάρμης
Απόψε το βράδυ της Κυριακής, στις 27 του Νοέμβρη 1995, με πήρε τηλέφωνο στο σπίτι ο Ζάχος Ξηροτύρης, ο ενενηντάχρονος και επιφανής λαογράφος συγγραφέας, ο οποίος δεν άφησε πτυχή εθιμική της Ρούμελης άγραφη και ειδικότερα της δυτικής Φθιώτιδας. Ό,τι μας αφήνει, που έχει σχέση με τις λαϊκές εκδηλώσεις, είναι, πράγματι, χρυσή και αναμφισβήτητη παρακαταθήκη, γιατί αυτά που μας κληροδοτεί δεν είναι πληροφορίες και δάνεια από ξένα ταμεία, αλλά αποτελούν προσωπικά του βιώματα.
Εγώ, που τα χωριά μας είναι αντικριστά, στην Οίτη του Ξηροτύρη, το χωριό, στην Όθρυ το δικό μου, με τον στενό κάμπο του Σπερχειού ανάμεσα, γνωρίζω το πόσο αυθεντικές είναι οι καταγραφές του αυτές, γιατί τα περιεχόμενα τους είναι κομ­μάτι της ζωής των παιδικών μου χρόνων. Κι ό,τι δεν έζησα από τις συνήθειες του τόπου μας, και το οποίο, παραθέτει ο Ξηροτύρης, το διασταυρώνω, ως προς την αλήθεια του με το στόμα της ογδοντάχρονης μάνας μου. 
     Ύστερ’ απ’ αυτή την παρένθεση, επανέρχομαι στο θέμα, που ξεκίνησα. Μου τηλεφώνησε, λοιπόν, ο Ξηροτύρης, αυτός που και λόγω της ηλικίας του και λόγω της φκιασιάς του, δεν συνδιαλέγεται τόσο συχνά, και απ’ την αρχή κατάλαβα ότι κάτι σοβαρό ήθελε να μου πει.
-Έλα, βρε Γιάννη, μου λέει, πού ήσουνα και σε ψάχνω εδώ και τρεις μέρες;
- Εδώ ήμουν, κ. Ζάχο, του απάντησα.
     - Σ’ έπαιρνα, βρε παιδί μου, και δεν απα­ντούσε το τηλέφωνο σου.
    Η φωνή του είχε διαφορετικό κι όχι το γνώριμο ήχο της. Δε φανταζόμουν τι ήθελε. Φαινόταν ότι κάποιος πόνος τον έτρωγε.

      - Θέλω, Γιάννη, να συναντηθούμε.
      - Μετά χαράς, κ. Ζάχο, όποτε θέλεις να ανταμωθούμε, υποθέτοντας πώς με θέλει να του εξηγήσω τίποτε ποιητικούς κανόνες ή φοροτεχνικά θεωρήματα.
      - Πες μου, του λέω, πώς πέρασες το καλοκαίρι στο χωριό, έγραψες κάτι καινούρ­ιο;
      -Όλο το καλοκαίρι, τις μέρες δεν έγρα­φα, τα βράδια έγραφα· κουράστηκα πια, Γιάν­νη.
     -Μα, πάρα πολλά μας αφήνεις, σαν πνευματική κληρονομιά, σχεδόν την έγρα­ψες όλη την τοπική παράδοση, σαν τι άλλο τάχα απόμεινε που να μας αφήσεις;
      Γρήγορα όμως μπήκε στο θέμα, γιατί τον άκουγα να μιλάει ακάθεκτος.
    - Γι’ αυτά τα έθιμα, Γιάννη, σε θέλω, που κάποιοι λογοτέχνες ποιητές, που ασχολήθη­καν μέχρι τώρα μ’ αυτά, τα εγκατέλειψαν.
      - Σαν τί θέλεις; τον ρωτώ.
    - Κοίταξε, βρε Γιάννη, να ιδείς ήταν ο τάδε (ανάφερε το όνομα ποιητού απ’ την νότια Φθιώτιδα), που έγραφε παραδοσιακή ποίηση, αλλά δεν ξέρω τι έπαθε και έπαψε πια να γράφει τέτοια θέματα, και καταγίνεται τώρα με τον ακαταλαβίστικο μοντέρνο στίχο. Ήταν, επίσης, και κάνα δυο άλλοι παραδοσιακοί ποιητές, αλλ’ ούτε κι εκείνοι γράφουν παλιά ποίηση. Λες και ξέφτισε η εθιμική ομορφιά, που ποιον τάχα δε γοητεύει, όχι μόνο στην πράξη της, αλλά και στο άκουσμα της, στην εποχή μας.
      - Μα, είναι κι ο τάδε, είπα εγώ, ονοματίζοντας ποιητή της ευρύτερης Ρούμελης, και, μάλιστα είναι εξαίρετος στο είδος αυτό.
      - Πάει κι ο τάδε (κι ανάφερε το όνομα του επιφανούς και γνωστού ποιητή), ούτε αυτός γράφει τέτοια ποιήματα.
      - Πράγματι, έγραψε κάμποσα βουκολικά και γεωργικά και σταμάτησε κρίμα.
      - Πάει, είπα, κι αυτός.
      Όλα τούτα τα λεγε ο γερο-δάσκαλος με μια βαθιά πικρία και μ’ ένα μεγάλο παράπονο,  που τα φανέρωνε η λαλιά του. Έπειτα, αφού δεν είχε άλλον παραδοσιακό Ρουμελιώτη ποιητή να κατονομάσει, μου λέει με γλυκιά   φωνή.         
      - Εσύ, Γιάννη, μας έμεινες μόνο!
      - Πού; τον ρωτώ.
    - Στην παραδοσιακή ποίηση. Μονάχα εσένα έχουμε και διαβάζουμε και ξεδιψάμε απ’ το κρυστάλλινο κι ανόθευτο νερό των κειμένων σου. Και θέλουμε, Γιάννη, να συνεχίσεις τον όμορφο αυτό δρόμο που  περπατάς.
      Εγώ, ξαφνιάστηκα. Δεν περίμενα τέτοια μεγάλα λόγια.
      - Βαριά τα λόγια σου κ. Ζάχο, για μένα·  με τιμούν πάρα πολύ, απ’ ότι καταλαβαίνω,  αφού τα λες εσύ, ο βετεράνος της ρουμελιώτικης λαογραφίας, τόσο δε νιώθω βαρύ το νόημα τους, που γέρνουν οι ώμοι τού   καθήκοντός μου.
      - Εγώ απ’ τη μια μεριά εκφράζω την πραγματικότητα για την ποίηση σου κι απ’ την άλλη σου εύχομαι και σε παρακαλώ να μη σταματήσεις να γράφεις, ό,τι τόσα χρόνια γράφεις. Να μην πάψεις να γράφεις σε ελληνικούς τόνους. Και να θέλει κάποιος άλλος να γράψει τέτοιου είδους ποίηση, νομίζεις   ότι μπορεί να τα καταφέρει;
     - Είναι δύσκολο, πράγματι·  πρέπει, πρώτ’ απ’ όλα, να γνωρίζει αυτός πολύ βαθιά την αγροτική, τη βουκολική και την κοινωνική ζωή του χωριού, να ξέρει την πραγματολογία τους και πολλά άλλα, που αποτελούν απα­ραίτητα στοιχεία για τη σύνθεση ενός τέτοι­ου ποιήματος. Κι ακόμα πρέπει, για να χτισθεί το ποίημα, να έχει ο δημιουργός του  πλούσιο δομικό υλικό, το λεκτικό, και το κατάλληλο, ώστε να εναρμονίζεται με το είδος του οικοδομήματος, αλλιώς, επί παραδείγματι, αν φράξει κάποιος ανίδεος γίδινη στρούγκα, αυτό να βάλει στον περίγυρο της παλιούρια, θα γελοιοποιηθεί κάμνοντας τον   με μάρμαρα!
     -Έστω ότι τα ‘χει στο νου του όλ’ αυτά, και τα έθιμα και το γλωσσάρι, αμ πώς θα φκιάσει ποίημα, αν δεν έχει μέσα του μεράκι;
      - Α, ναι, ξέχασα το πιο βασικότερο, κ. Ζάχο, το μεράκι·  αυτό παίζει μεγάλο ρόλο στο πλάσιμο ενός ποιήματος, το εάν θα διαμορφωθεί πεζό και χαμόσυρτο ή θα γίνει λυρικό κι απογειωμένο, ώστε να τέρπει και να προσφέρει, κλείνοντας, οπωσδήποτε, μέσα του και το έθιμο, στο οποίο στηρίζεται.
      Ξαφνικά, ο παλαίμαχος Ρουμελιώτης του πνεύματος, που δεν σταματιόταν με τίποτα στην κουβέντα του, θύμωσε και μ’ υψωμένη και αγριεμένη φωνή με κατακεραύνωσε.
      - Γιάννη, κοίτα καημένε, μην ξεστρατίσεις απ’ αυτά που γράφεις και καταπιαστείς κι εσύ με τη μοντέρνα ποίηση, γιατί, θυμήσου, εγώ θα είμαι, τότε, εκείνος, και μάλιστα ο πρώ­τος, που θα σου σύρω τα πιο άσχημα λόγια!
      Τη φωνή του, σ’ όλη τη ροή της στιχομυθίας, την αισθανόμουν μέσα μου γλυκιά κι άγρια μαζί, γλυκιά, όταν μου είπε πατρικά ότι καλά οδεύω, άγρια, όταν με απείλησε πώς θα με λασποστολίσει, σε τυχόν απόκλιση μου λογοτεχνική. Συγκινημένος εγώ, για όλα αυτά που άκουσα, συγκινημένος, λέω, από την αγάπη και τον πόνο τού γονέα, που αγα­πάει και πονάει τα πατροπαράδοτα περιου­σιακά του στοιχεία, με τα οποία συνδέθηκε και ζυμώθηκε και τα οποία ενδιαφέρεται, είτε με τον καλό, είτε με το σκληρό τρόπο, να περισωθούν, του απάντησα.
      -Έννοια σου, κ. Ζάχο, ο αγαθός Θεός, που ευδόκησε, έστω και στα παιδικά μου χρόνια, να ζήσω, σ’ όλες τις όμορφες συνήθειες της, την επαρχιώτικη ζωή, τη ζωή του χωριού. Αυτός και θεμελίω­σε μέσα μου την ίδια τούτη τη ζωή. Κι όσο Αυτός θα μου κρατεί τα μάτια ανοιχτά κι όσο θα μου δίνει το μεράκι και την υπομονή, δεν θ’ αφήσω απ’ τα χέρια μου τη χωριάτικη φλο­γέρα, που κι εμένα πρώτα, όταν παίζω μ’ αυτήν και τραγουδώ τα τραγούδια των πατέ­ρων, μ’ αναγαλλιάζει ο ήχος της, αλλά και τους αγνούς ανθρώπους, που την ακούν με καλή διάθεση, ευχαριστεί και διδάσκει και, τελικά, τ’ όνομα Του δοξάζει. Το ίδιο μου συνέστησε, πριν από μια δεκαετία περίπου, κι ο πιστός στην τοπική παράδοση, ο έξοχος ποιητής Γιώργος Αθάνας, γράφοντας μου: «Μη σου πέσει ποτέ από τα χέρια η ανεκτίμητη βλάχικη τσαμπούνα!».
      Σ’ αυτό το σημείο τελείωσε η συζήτηση μου, που διήρκεσε μια ώρα περίπου, από 8-9 το βράδυ, με τον Ξηροτύρη και διαπίστωσα πως έμεινε ευχα­ριστημένος, ακούγοντας την αδιασάλευτη θέση   μου   στην   παραδοσιακή   ποίηση.      Βάζοντας επιστέγασμα στο παραπάνω θέμα, θα χτυπήσω με το μουσικό μου όργανο έναν σκοπό για το γερο-δάσκαλο, επιβεβαιώνοντάς τον ακόμα για το ποιητικό μου πιστεύω, έτσι να του απαλύνω λίγο τη δικαιολογημένη λύπη του.

                   Αυτά να τραγουδήσω εγώ τ’ απλά θέλω τραγούδια,
                    για το χωριό το ταπεινό και το τσοπανηλίκι,
                    τραγούδια για τους χωριανούς και για τα βοσκαρούδια,
                   που χουν  ρηγάτο τα  βουνά,  τους κάμπους βασιλίκι.

                   Όσοι, έχουν μόλεμα ήχινο, να τραβη­χτούνε πέρα
                     κι ας μείνουν δω ν’ ακουρμαστούν μονάχα οι τσελιγκάδες,
                     γιατί  ’ναι ντόπιο τ’ όργανο και ντόπια κι η φλογέρα
                    και κουβαλάει σκοπούς παλιούς, φωνή απ’ τους πατεράδες.
                                                                                                       Γιάννης Α. Σαντάρμης

Σημείωση:
     Τα παραπάνω στάλθηκαν γραπτώς στον αείμνηστο Ξηροτύρη, τις επόμενες μέρες, που το συζητήσαμε.
     Στα κατοπινά χρόνια, μ’ έπαιρνε τακτικά τηλέφωνο και με ρωτούσε αν την τάδε ποιητική συλλογή, που λάβαινε, την πήρα κι εγώ κι αν τη διάβασα, αν είχε παραδοσιακό στίχο, γιατί θα έστελνε κριτική. Του έστελναν πολλά βιβλία, μου έλεγε και αναρωτιόταν που έβρισκαν τη διεύθυνσή του. Διαπίστωνε πως όλες σχεδόν οι ποιητικές συλλογές, σε νεωτερικό στίχο γραμμένες, ήταν ακαταλαβίστικες και νερουλές. Μου ανέφερε, πως όταν άνοιγε το βιβλίο, που παραλάμβανε κι έβλεπε μοντέρνα ποίηση και ζοφώδεις συνθέσεις, το έκλεινε το βιβλίο και το παραμέριζε οριστικά στην άκρη. Μια φορά, μου είπε.
     -Μου έστειλε μια γυναίκα μια ποιητική της συλλογή, ίδια σαν τις άλλες συλλογές, που λάβαινα κι είπα μέσα μου. «Ε, θα διαβάσω το βιβλίο όλο, έτσι από περιέργεια, να δω, η άτιμη (η ποιήτρια), τι γράφει!»
     Γέλασα εγώ.
     -Γελάς; μου λέει. Δεν είναι για γέλια, για κλάματα είναι. Διάβασα όλο το βιβλίο ως το τέλος και σε διαβεβαιώνω πως δεν κατάλαβα τίποτε. Πες μου, ρε Γιάννη, τι να της γράψω αυτηνής…
     Ενημερώνω τον αναγνώστη πως ο Ξηροτύρης ήταν δικηγόρος, διετέλεσε Νομάρχης στο Νομό Φλώρινας. Την οξύνοιά του και τη μνήμη του, τα είχε ακμαία, ως ο νέος άνθρωπος, μέχρι που έκλεισε τα μάτια του, πέραν των 100 χρόνων!
…………………………………………………………………………………..
Σημείωση Τάκη Ευθυμίου: Την παραπάνω συζήτηση μου απέστειλε ο αγαπητός Γιάννης Σαντάρμης να λάβω γνώση ατομικά   επειδή και ο ίδιος έχω την ίδια ακράδαντη γνώμη για την ποίησή του και αρκετές φορές του τα τόνιζα. Σεβόμενος την ταπεινότητά του    αν και την έχω στα χέρια μου αρκετά χρόνια, πριν καν δημοσιευθεί στη «Στερεά Ελλάδα», δεν τη δημοσιοποίησα πουθενά. Τώρα όμως που με το ιστολόγιό μου είναι ευκολότερο οι ρουμελιώτες και όσοι αγαπούν την παράδοσή μας να διαβάζουν τον ποιητικό του λόγο, μπαίνω στον πειρασμό και δημοσιεύω αυτά τα λόγια γιατί πιστεύω ότι είναι καιρός να γίνουν ευρύτερα γνωστά επειδή τιμούν πρώτα απ’ όλα τη μνήμη του αείμνηστου πρωτολαογράφου συμπατριώτη μας Ζάχου Ξηροτύρη, αλλά και τον ίδιο το μάχημο Γιάννη Σαντάρμη!


Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου




Δεν υπάρχουν σχόλια: